Μτ. κβ' 1-46
Η παραβολή των γάμων | |
1 Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ᾿Ιησοῦς πάλιν εἶπεν αὐτοῖς ἐν παραβολαῖς λέγων· 2 ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ, ὅστις ἐποίησε γάμους τῷ υἱῷ αὐτοῦ. 3 καὶ ἀπέστειλε τοὺς δούλους αὐτοῦ καλέσαι τοὺς κεκλημένους εἰς τοὺς γάμους, καὶ οὐκ ἤθελον ἐλθεῖν. 4 πάλιν ἀπέστειλεν ἄλλους δούλους λέγων· εἴπατε τοῖς κεκλημένοις· ἰδοὺ τὸ ἄριστόν μου ἡτοίμασα, οἱ ταῦροί μου καὶ τὰ σιτιστὰ τεθυμένα, καὶ πάντα ἕτοιμα· δεῦτε εἰς τοὺς γάμους. 5 οἱ δὲ ἀμελήσαντες ἀπῆλθον, ὁ μὲν εἰς τὸν ἴδιον ἀγρόν, ὁ δὲ εἰς τὴν ἐμπορίαν αὐτοῦ· 6 οἱ δὲ λοιποὶ κρατήσαντες τοὺς δούλους αὐτοῦ ὕβρισαν καὶ ἀπέκτειναν. 7 ἀκούσας δὲ ὁ βασιλεὺς ἐκεῖνος ὠργίσθη, καὶ πέμψας τὰ στρατεύματα αὐτοῦ ἀπώλεσε τοὺς φονεῖς ἐκείνους καὶ τὴν πόλιν αὐτῶν ἐνέπρησε. 8 τότε λέγει τοῖς δούλοις αὐτοῦ· ὁ μὲν γάμος ἕτοιμός ἐστιν, οἱ δὲ κεκλημένοι οὐκ ἦσαν ἄξιοι· 9 πορεύεσθε οὖν ἐπὶ τὰς διεξόδους τῶν ὁδῶν, καὶ ὅσους ἐὰν εὕρητε καλέσατε εἰς τοὺς γάμους, 10 καὶ ἐξελθόντες οἱ δοῦλοι ἐκεῖνοι εἰς τὰς ὁδοὺς συνήγαγον πάντας ὅσους εὗρον, πονηρούς τε καὶ ἀγαθούς· καὶ ἐπλήσθη ὁ γάμος ἀνακειμένων. 11 εἰσελθὼν δὲ ὁ βασιλεὺς θεάσασθαι τοὺς ἀνακειμένους εἶδεν ἐκεῖ ἄνθρωπον οὐκ ἐνδεδυμένον ἔνδυμα γάμου, 12 καὶ λέγει αὐτῷ· ἑταῖρε, πῶς εἰσῆλθες ὧδε μὴ ἔχων ἔνδυμα γάμου; ὁ δὲ ἐφιμώθη. 13 τότε εἶπεν ὁ βασιλεὺς τοῖς διακόνοις· δήσαντες αὐτοῦ πόδας καὶ χεῖρας ἄρατε αὐτὸν καὶ ἐκβάλετε εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων. 14 πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί. | 1 Τότε έλαβε πάλι το λόγο ο Ιησούς και τους είπε με παραβολές λέγοντας: 2 «Η βασιλεία των ουρανών ομοιώθηκε μ’ έναν άνθρωπο βασιλιά, ο οποίος έκανε γάμους στο γιο του. 3 Και απέστειλε τους δούλους του να καλέσουν τους καλεσμένους στους γάμους, αλλά δεν ήθελαν να έρθουν. 4 Πάλι απέστειλε άλλους δούλους λέγοντας: “Πείτε στους καλεσμένους: Ιδού, έχω ετοιμάσει το γεύμα μου, οι ταύροι μου και τα θρεφτάρια είναι σφαγμένα και είναι όλα έτοιμα. ελάτε στους γάμους”. 5 Εκείνοι αμέλησαν και έφυγαν, ο ένας στο δικό του αγρό, ο άλλος στο εμπόριό του. 6 Και οι υπόλοιποι, αφού συνέλαβαν τους δούλους του, τους κακομεταχειρίστηκαν και τους σκότωσαν. 7 Τότε ο βασιλιάς οργίστηκε και, αφού έστειλε τα στρατεύματά του, εξολόθρεψε τους φονιάδες εκείνους και την πόλη τους έκαψε. 8 Τότε λέει στους δούλους του: “Ο γάμος βέβαια είναι έτοιμος, αλλά οι καλεσμένοι δεν ήταν άξιοι. 9 Πηγαίνετε, λοιπόν, στις διακλαδώσεις των οδών και όσους βρείτε καλέστε τους στους γάμους”. 10 Και αφού εξήλθαν οι δούλοι εκείνοι στους δρόμους, σύναξαν όλους όσους βρήκαν, κακούς και καλούς. Και γέμισε ο γάμος από εκείνους που κάθονταν, για να φάνε. 11 Όταν εισήλθε όμως ο βασιλιάς, για να δει εκείνους που κάθονταν, για να φάνε, είδε εκεί έναν άνθρωπο που δεν ήταν ντυμένος με ένδυμα γάμου, 12 και του λέει: “Σύντροφε, πώς εισήλθες εδώ μην έχοντας ένδυμα γάμου”; Εκείνος αποστομώθηκε. 13 Τότε ο βασιλιάς είπε στους διακόνους: “Δέστε του πόδια και χέρια και πετάξτε τον έξω στο σκότος το εξώτερο” – εκεί θα είναι το κλάμα και το τρίξιμο των δοντιών. 14 Γιατί πολλοί είναι κλητοί, αλλά λίγοι εκλεκτοί». |
Η πληρωμή των φόρων στον Καίσαρα | |
15 Τότε πορευθέντες οἱ Φαρισαῖοι συμβούλιον ἔλαβον ὅπως αὐτὸν παγιδεύσωσιν ἐν λόγῳ. 16 καὶ ἀποστέλλουσιν αὐτῷ τοὺς μαθητὰς αὐτῶν μετὰ τῶν ῾Ηρῳδιανῶν λέγοντες· διδάσκαλε, οἴδαμεν ὅτι ἀληθὴς εἶ καὶ τὴν ὁδὸν τοῦ Θεοῦ ἐν ἀληθείᾳ διδάσκεις, καὶ οὐ μέλει σοι περὶ οὐδενός· οὐ γὰρ βλέπεις εἰς πρόσωπον ἀνθρώπων· 17 εἰπὲ οὖν ἡμῖν, τί σοι δοκεῖ; ἔξεστι δοῦναι κῆνσον Καίσαρι ἢ οὔ; 18 γνοὺς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς τὴν πονηρίαν αὐτῶν εἶπε· τί με πειράζετε, ὑποκριταί; 19 ἐπιδείξατέ μοι τὸ νόμισμα τοῦ κήνσου. οἱ δὲ προσήνεγκαν αὐτῷ δηνάριον. 20 καὶ λέγει αὐτοῖς· τίνος ἡ εἰκὼν αὕτη καὶ ἡ ἐπιγραφή; 21 λέγουσιν αὐτῷ· Καίσαρος· τότε λέγει αὐτοῖς· ἀπόδοτε οὖν τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ. 22 καὶ ἀκούσαντες ἐθαύμασαν, καὶ ἀφέντες αὐτὸν ἀπῆλθον. | 15 Τότε πήγαν οι Φαρισαίοι και έκαναν συμβούλιο, για να τον παγιδέψουν με λόγια. 16 Και αποστέλλουν σ’ αυτόν τους μαθητές τους μαζί με τους Ηρωδιανούς, λέγοντας: «Δάσκαλε, ξέρουμε ότι είσαι ειλικρινής και διδάσκεις την οδό του Θεού με αλήθεια και δε σε μέλει για κανέναν. γιατί δε βλέπεις σε πρόσωπο ανθρώπων. 17 Πες μας, λοιπόν, τι νομίζεις; επιτρέπεται να δώσει κανείς φόρο στον Καίσαρα ή όχι»; 18 Επειδή όμως ο Ιησούς κατάλαβε την κακία τους, είπε: «Τι με πειράζετε, υποκριτές; 19 Επιδείξτε μου το νόμισμα του φόρου». Εκείνοι έφεραν προς αυτόν ένα δηνάριο. 20 Και τους λέει: «Ποιανού είναι η εικόνα αυτή και η επιγραφή;» 21 Του λένε: «Του Καίσαρα». Τότε τους λέει: «Αποδώστε λοιπόν τα πράγματα του Καίσαρα στον Καίσαρα, και τα πράγματα του Θεού στο Θεό». 22 Και όταν άκουσαν αυτό, θαύμασαν και, αφού τον άφησαν, έφυγαν. |
Το θέμα της ανάστασης | |
23 ᾿Εν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ προσῆλθον αὐτῷ Σαδδουκαῖοι, οἱ λέγοντες μὴ εἶναι ἀνάστασιν, καὶ ἐπηρώτησαν αὐτὸν 24 λέγοντες· διδάσκαλε, Μωσῆς εἶπεν, ἐάν τις ἀποθάνῃ μὴ ἔχων τέκνα, ἐπιγαμβρεύσει ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ ἀναστήσει σπέρμα τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ. 25 ἦσαν δὲ παρ᾿ ἡμῖν ἑπτὰ ἀδελφοί· καὶ ὁ πρῶτος γαμήσας ἐτελεύτησε, καὶ μὴ ἔχων σπέρμα ἀφῆκε τὴν γυναῖκα αὐτοῦ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ· 26 ὁμοίως καὶ ὁ δεύτερος καὶ ὁ τρίτος, ἕως τῶν ἑπτά. 27 ὕστερον δὲ πάντων ἀπέθανε καὶ ἡ γυνή. 28 ἐν τῇ οὖν ἀναστάσει τίνος τῶν ἑπτὰ ἔσται ἡ γυνή; πάντες γὰρ ἔσχον αὐτήν. 29 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· πλανᾶσθε μὴ εἰδότες τὰς γραφὰς μηδὲ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ. 30 ἐν γὰρ τῇ ἀναστάσει οὔτε γαμοῦσιν οὔτε ἐκγαμίζονται, ἀλλ᾿ ὡς ἄγγελοι Θεοῦ ἐν οὐρανῷ εἰσι. 31 περὶ δὲ τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν οὐκ ἀνέγνωτε τὸ ρηθὲν ὑμῖν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ λέγοντος, 32 ἐγώ εἰμι ὁ Θεὸς ᾿Αβραὰμ καὶ ὁ Θεὸς ᾿Ισαὰκ καὶ ὁ Θεὸς ᾿Ιακώβ; οὐκ ἔστιν ὁ Θεὸς Θεὸς νεκρῶν, ἀλλὰ ζώντων. 33 καὶ ἀκούσαντες οἱ ὄχλοι ἐξεπλήσσοντο ἐπὶ τῇ διδαχῇ αὐτοῦ. | 23 Εκείνη την ημέρα τον πλησίασαν Σαδουκκαίοι, που λένε πως δεν υπάρχει ανάσταση, και τον επερώτησαν: 24 «Δάσκαλε, ο Μωυσής είπε: Αν κάποιος πεθάνει μην έχοντας παιδιά, να νυμφευτεί ο αδελφός του τη γυναίκα του και να φέρει απογόνους στον αδελφό του. 25 Ήταν λοιπόν μεταξύ μας εφτά αδελφοί. Και ο πρώτος, αφού νυμφεύτηκε, πέθανε, και μην έχοντας απογόνους άφησε τη γυναίκα του στον αδελφό του. 26 Όμοια και ο δεύτερος και ο τρίτος, ως τους εφτά. 27 Και ύστερα απ’ όλους πέθανε η γυναίκα. 28 Κατά την ανάσταση, λοιπόν, ποιανού από τους εφτά θα είναι γυναίκα; Γιατί όλοι την είχαν». 29 Αποκρίθηκε τότε ο Ιησούς και τους είπε: «Πλανάστε, επειδή δεν ξέρετε τις Γραφές μήτε τη δύναμη του Θεού. 30 Γιατί κατά την ανάσταση ούτε παντρεύουν ούτε νυμφεύονται, αλλά είναι σαν άγγελοι στον ουρανό. 31 Όσον αφορά όμως την ανάσταση των νεκρών, δε διαβάσατε αυτό που ειπώθηκε σ’ εσάς από το Θεό, όταν έλεγε: 32 Εγώ είμαι ο Θεός του Αβραάμ και ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ; Δεν είναι Θεός νεκρών, αλλά ζωντανών». 33 Και όταν άκουσαν τα πλήθη, εκπλήσσονταν για τη διδαχή του. |
Η μεγάλη εντολή | |
34 Οἱ δὲ Φαρισαῖοι ἀκούσαντες ὅτι ἐφίμωσε τοὺς Σαδδουκαίους, συνήχθησαν ἐπὶ τὸ αὐτό, 35 καὶ ἐπηρώτησεν εἷς ἐξ αὐτῶν, νομικός, πειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· 36 διδάσκαλε, ποία ἐντολὴ μεγάλη ἐν τῷ νόμῳ; 37 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἔφη αὐτῷ· ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου. 38 αὕτη ἐστὶ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή. 39 δευτέρα δὲ ὁμοία αὐτῇ· ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. 40 ἐν ταύταις ταῖς δυσὶν ἐντολαῖς ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται κρέμανται. | 34 Όταν λοιπόν οι Φαρισαίοι άκουσαν ότι αποστόμωσε τους Σαδουκκαίους, συνάχτηκαν στο ίδιο μέρος, 35 και τον επερώτησε ένας από αυτούς, νομικός, για να τον πειράξει: 36 «Δάσκαλε, ποια εντολή είναι μεγάλη μέσα στο νόμο;» 37 Εκείνος του είπε: «Να αγαπήσεις Κύριο το Θεό σου με όλη την καρδιά σου και με όλη την ψυχή σου και με όλη τη διάνοιά σου. 38 Αυτή είναι η μεγάλη και πρώτη εντολή. 39 Και δεύτερη, όμοια με αυτή: Να αγαπήσεις τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου. 40 Σε αυτές τις δύο εντολές κρέμεται όλος ο νόμος και οι προφήτες». |
Το θέμα αν ο Χριστός είναι γιος του Δαβίδ | |
41 Συνηγμένων δὲ τῶν Φαρισαίων ἐπηρώτησεν αὐτοὺς ὁ ᾿Ιησοῦς 42 λέγων· τί ὑμῖν δοκεῖ περὶ τοῦ Χριστοῦ; τίνος υἱός ἐστι; λέγουσιν αὐτῷ· τοῦ Δαυῒδ. 43 λέγει αὐτοῖς· πῶς οὖν Δαυῒδ ἐν Πνεύματι Κύριον αὐτὸν καλεῖ λέγων, 44 εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου; 45 εἰ οὖν Δαυῒδ καλεῖ αὐτὸν Κύριον, πῶς υἱὸς αὐτοῦ ἐστι; 46 καὶ οὐδεὶς ἐδύνατο αὐτῷ ἀποκριθῆναι λόγον, οὐδὲ ἐτόλμησέ τις ἀπ᾿ ἐκείνης τῆς ἡμέρας ἐπερωτῆσαι αὐτὸν οὐκέτι. | 41 Και ενώ ήταν συναγμένοι οι Φαρισαίοι, τους επερώτησε ο Ιησούς: 42 «Τι νομίζετε για το Χριστό; Ποιανού είναι γιος;» Του απαντούν: «Του Δαβίδ». 43 Τους λέει: «Πώς λοιπόν ο Δαβίδ μέσω του Πνεύματος τον καλεί Κύριο, λέγοντας: 44 Είπε ο Κύριος στον Κύριό μου: “Κάθου από τα δεξιά μου, ωσότου θέσω τους εχθρούς σου κάτω από τα πόδια σου”; 45 Αν λοιπόν ο Δαβίδ τον καλεί “Κύριο”, πώς είναι γιος του;» 46 Και κανείς δεν μπορούσε να του αποκριθεί λόγο, ούτε τόλμησε κανείς από εκείνη την ημέρα να τον επερωτήσει πια. |
ΚΕΦΑΛΑΙΑ