Μκ. ιστ' 1-20
Η ανάσταση του Ιησού | |
1 Καὶ διαγενομένου τοῦ σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ ᾿Ιακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν. 2 καὶ λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου. 3 καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς· τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου; 4 καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἦν γὰρ μέγας σφόδρα. 5 καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολὴν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν. 6 ὁ δὲ λέγει αὐταῖς· μὴ ἐκθαμβεῖσθε· ᾿Ιησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον· ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν. 7 ἀλλ᾿ ὑπάγετε εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. 8 καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου· εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον· ἐφοβοῦντο γάρ. | 1 Και όταν πέρασε το Σάββατο, η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου και η Σαλώμη αγόρασαν αρώματα, για να έρθουν και να τον αλείψουν. 2 Και πολύ πρωί, την πρώτη ημέρα μετά το Σάββατο έρχονται στο μνήμα, όταν ανάτειλε ο ήλιος. 3 Και έλεγαν μεταξύ τους: «Ποιος θα μας κυλήσει μακριά το λίθο από τη θύρα του μνήματος;» 4 Και όταν σήκωσαν το βλέμμα τους, κοιτούν ότι έχει κυλήσει μακριά ο λίθος. ήταν πράγματι πάρα πολύ μεγάλος. 5 Και αφού εισήλθαν στο μνήμα, είδαν ένα νεαρό να κάθεται στα δεξιά ντυμένο με στολή λευκή και έμειναν έκθαμβες. 6 Εκείνος τους λέει: «Μη μένετε έκθαμβες. Τον Ιησού ζητάτε, το Ναζαρηνό, το σταυρωμένο. Εγέρθηκε, δεν είναι εδώ. Να ο τόπος όπου τον έθεσαν. 7 Αλλά πηγαίνετε, πείτε στους μαθητές του και στον Πέτρο ότι πηγαίνει πριν από εσάς στη Γαλιλαία. εκεί θα τον δείτε καθώς σας είπε». 8 Και εκείνες εξήλθαν και έφυγαν από το μνήμα, γιατί τις κατείχε τρόμος και έκσταση. Και σε κανέναν δεν είπαν τίποτα. γιατί φοβούνταν. |
Η εμφάνιση του Ιησού στη Μαρία τη Μαγδαληνή | |
9 ᾿Αναστὰς δὲ πρωῒ πρώτῃ σαββάτου ἐφάνη πρῶτον Μαρίᾳ τῇ Μαγδαληνῇ, ἀφ᾿ ἧς ἐκβεβλήκει ἑπτὰ δαιμόνια. 10 ἐκείνη πορευθεῖσα ἀπήγγειλε τοῖς μετ᾿ αὐτοῦ γενομένοις, πενθοῦσι καὶ κλαίουσι. 11 κἀκεῖνοι ἀκούσαντες ὅτι ζῇ καὶ ἐθεάθη ὑπ᾿ αὐτῆς, ἠπίστησαν. | 9 Και αφού αναστήθηκε πρωί την πρώτη ημέρα μετά το Σάββατο, φάνηκε πρώτα στη Μαρία τη Μαγδαληνή, από την οποία είχε βγάλει εφτά δαιμόνια. 10 Εκείνη πορεύτηκε και το ανάγγειλε σ’ αυτούς που ήταν μαζί του, οι οποίοι πενθούσαν και έκλαιγαν. 11 Κι εκείνοι, όταν άκουσαν ότι ζει και ότι αυτή τον είδε, απίστησαν. |
Η εμφάνιση σε δύο μαθητές | |
12 Μετὰ δὲ ταῦτα δυσὶν ἐξ αὐτῶν περιπατοῦσιν ἐφανερώθη ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ, πορευομένοις εἰς ἀγρόν. 13 κἀκεῖνοι ἀπελθόντες ἀπήγγειλαν τοῖς λοιποῖς· οὐδὲ ἐκείνοις ἐπίστευσαν. | 12 Και μετά από αυτά, φανερώθηκε με άλλη μορφή σε δύο από αυτούς που περπατούσαν, ενώ πορεύονταν σε ένα χωριό. 13 Κι εκείνοι έφυγαν και το ανάγγειλαν στους υπόλοιπους. ούτε σ’ εκείνους πίστεψαν. |
Η αποστολή των μαθητών | |
14 ῞Υστερον ἀνακειμένοις αὐτοῖς τοῖς ἕνδεκα ἐφανερώθη, καὶ ὠνείδισε τὴν ἀπιστίαν αὐτῶν καὶ σκληροκαρδίαν, ὅτι τοῖς θεασαμένοις αὐτὸν ἐγηγερμένον οὐκ ἐπίστευσαν. 15 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· πορευθέντες εἰς τὸν κόσμον ἅπαντα κηρύξατε τὸ εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει. 16 ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθεὶς σωθήσεται, ὁ δὲ ἀπιστήσας κατακριθήσεται. 17 σημεῖα δὲ τοῖς πιστεύσασι ταῦτα παρακολουθήσει· ἐν τῷ ὀνόματί μου δαιμόνια ἐκβαλοῦσι· γλώσσαις λαλήσουσι καιναῖς· 18 ὄφεις ἀροῦσι· κἂν θανάσιμόν τι πίωσιν, οὐ μὴ αὐτοὺς βλάψει· ἐπὶ ἀρρώστους χεῖρας ἐπιθήσουσι, καὶ καλῶς ἕξουσιν. | 14 Και ύστερα, ενώ κάθονταν, για να φάνε, φανερώθηκε σ’ αυτούς τους έντεκα και επιτίμησε την απιστία τους και τη σκληροκαρδία τους, γιατί δεν πίστεψαν σ’ εκείνους που τον είδαν εγερμένο. 15 Και τους είπε: «Πορευτείτε σε όλο τον κόσμο και κηρύξετε το ευαγγέλιο σε όλη την κτίση. 16 Όποιος πιστέψει και βαφτιστεί θα σωθεί, όποιος όμως απιστήσει θα κατακριθεί. 17 Και αυτά τα θαυματουργικά σημεία θα συνοδέψουν εκείνους που θα πιστέψουν: θα βγάλουν δαιμόνια στο όνομά μου, θα μιλήσουν καινούργιες γλώσσες 18 και θα σηκώσουν στα χέρια τους φίδια, και αν πιουν κάτι θανάσιμο, δε θα τους βλάψει. θα θέσουν τα χέρια πάνω σε αρρώστους και θα γίνουν καλά». |
Η ανάληψη του Ιησού | |
19 ῾Ο μὲν οὖν Κύριος μετὰ τὸ λαλῆσαι αὐτοῖς ἀνελήφθη εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐκάθισεν ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ. 20 ἐκεῖνοι δὲ ἐξελθόντες ἐκήρυξαν πανταχοῦ, τοῦ Κυρίου συνεργοῦντος καὶ τὸν λόγον βεβαιοῦντος διὰ τῶν ἐπακολουθούντων σημείων. ἀμήν. | 19 Αφενός λοιπόν, μετά την ομιλία του σ’ αυτούς, ο Κύριος Ιησούς αναλήφτηκε στον ουρανό και κάθισε από τα δεξιά του Θεού. 20 Αφετέρου εκείνοι εξήλθαν και κήρυξαν παντού, ενώ ο Κύριος συνεργούσε και επιβεβαίωνε το λόγο μέσω των θαυματουργικών σημείων που επακολουθούσαν. |
ΚΕΦΑΛΑΙΑ