Μκ. ιδ' 1-72

Συνωμοσία για να σκοτώσουν τον Ιησού
1 Ἦν δὲ τὸ πάσχα καὶ τὰ ἄζυμα μετὰ δύο ἡμέρας. καὶ ἐζήτουν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς πῶς αὐτὸν ἐν δόλῳ κρατήσαντες ἀποκτείνωσιν.  2 ἔλεγον δὲ μὴ ἐν τῇ ἑορτῇ, μήποτε θόρυβος ἔσται τοῦ λαοῦ.  1 Ήταν τότε το Πάσχα και η εορτή των Αζύμων, μετά δύο ημέρες. Και ζητούσαν οι αρχιερείς και οι γραμματείς πώς να τον κρατήσουν και να τον σκοτώσουν με δόλο.  2 Γιατί έλεγαν: «Όχι κατά την εορτή, μήπως γίνει θόρυβος από το λαό». 
Το μύρωμα στη Βηθανία
3 Καὶ ὄντος αὐτοῦ ἐν Βηθανίᾳ ἐν τῇ οἰκίᾳ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ, κατακειμένου αὐτοῦ ἦλθε γυνὴ ἔχουσα ἀλάβαστρον μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτελοῦς, καὶ συντρίψασα τὸ ἀλάβαστρον κατέχεεν αὐτοῦ κατὰ τῆς κεφαλῆς.  4 ἦσαν δέ τινες ἀγανακτοῦντες πρὸς ἑαυτοὺς λέγοντες· εἰς τί ἡ ἀπώλεια αὕτη τοῦ μύρου γέγονεν;  5 ἠδύνατο γὰρ τοῦτο τὸ μύρον πραθῆναι ἐπάνω τριακοσίων δηναρίων καὶ δοθῆναι τοῖς πτωχοῖς· καὶ ἐνεβριμῶντο αὐτῇ.  6 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· ἄφετε αὐτήν· τί αὐτῇ κόπους παρέχετε; καλὸν ἔργον εἰργάσατο ἐν ἐμοί.  7 πάντοτε γὰρ τοὺς πτωχοὺς ἔχετε μεθ᾿ ἑαυτῶν, καὶ ὅταν θέλητε δύνασθε αὐτοὺς εὖ ποιῆσαι· ἐμὲ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε.  8 ὃ ἔσχεν αὕτη ἐποίησε· προέλαβε μυρίσαι μου τὸ σῶμα εἰς τὸν ἐνταφιασμόν.  9 ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅπου ἐὰν κηρυχθῇ τὸ εὐαγγέλιον τοῦτο εἰς ὅλον τὸν κόσμον, καὶ ὃ ἐποίησεν αὕτη λαληθήσεται εἰς μνημόσυνον αὐτῆς.  3 Και όταν αυτός ήταν στη Βηθανία, στην οικία του Σίμωνα του λεπρού, ενώ καθόταν, για να φάει, ήρθε μια γυναίκα έχοντας αλαβάστρινο δοχείο με μύρο από υγρό πολυτελές νάρδο. Αφού σύντριψε το αλαβάστρινο δοχείο, το κατάχυσε στο κεφάλι του.  4 Ήταν όμως μερικοί που αγανακτούσαν μέσα τους, λέγοντας: «Γιατί έχει γίνει αυτή η απώλεια του μύρου;  5 Επειδή αυτό το μύρο μπορούσε να πουληθεί πάνω από τριακόσια δηνάρια και να δοθεί στους φτωχούς». Και την επέπλητταν με θυμό.  6 Αλλά ο Ιησούς είπε: «Αφήστε την. Τι την ενοχλείτε; Έκανε σ’ εμένα ένα καλό έργο.  7 Γιατί πάντοτε τους φτωχούς τούς έχετε μαζί σας και, όταν θέλετε, δύναστε να τους κάνετε καλό, εμένα όμως δε με έχετε πάντοτε.  8 Ό,τι είχε έκανε. Πρόλαβε να μυρώσει το σώμα μου για τον ενταφιασμό μου.  9 Και αλήθεια σας λέω, όπου κι αν κηρυχτεί το ευαγγέλιο σε όλο τον κόσμο, και ό,τι έκανε αυτή θα διαλαληθεί στη μνήμη της». 
Ο Ιούδας συμφωνεί να προδώσει τον Ιησού
10 Καὶ ᾿Ιούδας ὁ ᾿Ισκαριώτης, εἷς τῶν δώδεκα, ἀπῆλθε πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς ἵνα παραδῷ αὐτὸν αὐτοῖς.  11 οἱ δὲ ἀκούσαντες ἐχάρησαν, καὶ ἐπηγγείλαντο αὐτῷ ἀργύρια δοῦναι· καὶ ἐζήτει πῶς εὐκαίρως αὐτὸν παραδῷ  10 Και ο Ιούδας Ισκαριώτης, ο ένας από τους δώδεκα, πήγε προς τους αρχιερείς, για να τους τον παραδώσει.  11 Εκείνοι, όταν το άκουσαν, χάρηκαν, και του υποσχέθηκαν να του δώσουν αργυρά νομίσματα. Και ζητούσε ευκαιρία πώς να τον παραδώσει. 
Το Πάσχα με τους μαθητές
12 Καὶ τῇ πρώτῃ ἡμέρᾳ τῶν ἀζύμων, ὅτε τὸ πάσχα ἔθυον, λέγουσιν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ· ποῦ θέλεις ἀπελθόντες ἑτοιμάσωμεν ἵνα φάγῃς τὸ πάσχα;  13 καὶ ἀποστέλλει δύο τῶν μαθητῶν αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτοῖς· ὑπάγετε εἰς τὴν πόλιν, καὶ ἀπαντήσει ὑμῖν ἄνθρωπος κεράμιον ὕδατος βαστάζων· ἀκολουθήσατε αὐτῷ,  14 καὶ ὅπου ἐὰν εἰσέλθῃ, εἴπατε τῷ οἰκοδεσπότῃ ὅτι ὁ διδάσκαλος λέγει· ποῦ ἐστι τὸ κατάλυμά μου ὅπου τὸ πάσχα μετὰ τῶν μαθητῶν μου φάγω;  15 καὶ αὐτὸς ὑμῖν δείξει ἀνώγαιον μέγα ἐστρωμένον ἕτοιμον· ἐκεῖ ἑτοιμάσατε ἡμῖν.  16 καὶ ἐξῆλθον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ καὶ ἦλθον εἰς τὴν πόλιν, καὶ εὗρον καθὼς εἶπεν αὐτοῖς, καὶ ἡτοίμασαν τὸ πάσχα.  17 Καὶ ὀψίας γενομένης ἔρχεται μετὰ τῶν δώδεκα.  18 καὶ ἀνακειμένων αὐτῶν καὶ ἐσθιόντων εἶπεν ὁ ᾿Ιησοῦς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἷς ἐξ ὑμῶν παραδώσει με, ὁ ἐσθίων μετ᾿ ἐμοῦ.  19 οἱ δὲ ἤρξαντο λυπεῖσθαι καὶ λέγειν αὐτῷ εἷς καθ᾿ εἷς· μήτι ἐγώ; καὶ ἄλλος· μήτι ἐγώ;  20 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· εἷς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ ἐμβαπτόμενος μετ᾿ ἐμοῦ εἰς τὸ τρυβλίον.  21 ὁ μὲν υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὑπάγει καθὼς γέγραπται περὶ αὐτοῦ· οὐαὶ δὲ τῷ ἀνθρώπῳ ἐκείνῳ, δι᾿ οὗ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται· καλὸν ἦν αὐτῷ εἰ οὐκ ἐγεννήθη ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος.  12 Και την πρώτη ημέρα της εορτής των Αζύμων, όταν θυσίαζαν το Πάσχα, του λένε οι μαθητές του: «Πού θέλεις να πάμε και να ετοιμάσουμε, για να φας το Πάσχα;»  13 Και αποστέλλει δύο από τους μαθητές του και τους λέει: «Πηγαίνετε στην πόλη και θα σας συναντήσει ένας άνθρωπος, βαστάζοντας στάμνα με νερό. Ακολουθήστε τον  14 και, όπου εισέλθει, πείτε στον οικοδεσπότη ότι ο δάσκαλος λέει: “Πού είναι το κατάλυμά μου όπου το Πάσχα θα φάω μαζί με τους μαθητές μου”;  15 Και αυτός θα σας δείξει ανώγι μεγάλο, στρωμένο έτοιμο. και εκεί ετοιμάστε για μας».  16 Και εξήλθαν οι μαθητές και ήρθαν στην πόλη και βρήκαν καθώς τους είπε και ετοίμασαν το Πάσχα.  17 Και όταν βράδιασε, έρχεται μαζί με τους δώδεκα.  18 Και ενώ αυτοί κάθονταν ξαπλωμένοι και έτρωγαν, ο Ιησούς είπε: «Αλήθεια σας λέω ότι ένας από εσάς θα με προδώσει. εκείνος που τρώει μαζί μου».  19 Αυτοί άρχισαν να λυπούνται και να του λένε ένας-ένας: «Μήπως εγώ;»  20 Εκείνος τους είπε: «Είναι ένας από τους δώδεκα, αυτός που βουτά μαζί μου στο βαθύ πιάτο.  21 Γιατί ο Υιός του ανθρώπου, βέβαια, πηγαίνει καθώς είναι γραμμένο γι’ αυτόν, αλίμονο όμως στον άνθρωπο εκείνο μέσω του οποίου ο Υιός του ανθρώπου προδίδεται. θα ήταν καλό γι’ αυτόν αν εκείνος ο άνθρωπος δεν είχε γεννηθεί». 
Η καθιέρωση της Θείας Ευχαριστίας
22 Καὶ ἐσθιόντων αὐτῶν λαβὼν ὁ ᾿Ιησοῦς ἄρτον εὐλογήσας ἔκλασε καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς καὶ εἶπε· λάβετε φάγετε· τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου.  23 καὶ λαβὼν τὸ ποτήριον εὐχαριστήσας ἔδωκεν αὐτοῖς, καὶ ἔπιον ἐξ αὐτοῦ πάντες.  24 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτό ἐστι τὸ αἷμά μου τὸ τῆς καινῆς διαθήκης τὸ περὶ πολλῶν ἐκχυνόμενον.  25 ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οὐκέτι οὐ μὴ πίω ἐκ τοῦ γεννήματος τῆς ἀμπέλου ἕως τῆς ἡμέρας ἐκείνης ὅταν αὐτὸ πίνω καινὸν ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ.  26 Καὶ ὑμνήσαντες ἐξῆλθον εἰς τὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν.  22 Και ενώ αυτοί έτρωγαν, έλαβε άρτο, αφού ευλόγησε το Θεό, τον έκοψε με τα χέρια και τους τον έδωσε και είπε: «Λάβετε, τούτο είναι το σώμα μου».  23 Και αφού έλαβε ποτήρι, ευχαρίστησε το Θεό, τους το έδωσε και ήπιαν όλοι από αυτό.  24 Και τους είπε: «Τούτο είναι το αίμα μου, της διαθήκης, που χύνεται υπέρ πολλών.  25 Αλήθεια σας λέω ότι δε θα πιω πια από το γέννημα της αμπέλου ως την ημέρα εκείνη, όταν θα το πίνω καινούργιο μέσα στη βασιλεία του Θεού».  26 Και αφού ύμνησαν, εξήλθαν στο Όρος των Ελαιών. 
Προλέγεται η άρνηση του Πέτρου
27 καὶ λέγει αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι πάντες σκανδαλισθήσεσθε ἐν ἐμοὶ ἐν τῇ νυκτὶ ταύτῃ· ὅτι γέγραπται, πατάξω τὸν ποιμένα καὶ διασκορπισθήσονται τὰ πρόβατα·  28 ἀλλὰ μετὰ τὸ ἐγερθῆναί με προάξω ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν.  29 ὁ δὲ Πέτρος ἔφη αὐτῷ· καὶ εἰ πάντες σκανδαλισθήσονται, ἀλλ᾿ οὐκ ἐγώ.  30 καὶ λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἀμὴν λέγω σοι ὅτι σὺ σήμερον ἐν τῇ νυκτὶ ταύτῃ πρὶν ἢ δὶς ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς ἀπαρνήσῃ με.  31 ὁ δὲ Πέτρος ἐκ περισσοῦ ἔλεγε μᾶλλον· ἐάν με δέῃ συναποθανεῖν σοι, οὐ μή σε ἀπαρνήσομαι. ὡσαύτως δὲ καὶ πάντες ἔλεγον.  27 Και τους λέει ο Ιησούς: «Όλοι θα σκανδαλιστείτε, γιατί είναι γραμμένο: Θα χτυπήσω τον ποιμένα και τα πρόβατα θα διασκορπιστούν.  28 Αλλά μετά την έγερσή μου θα πάω πριν από εσάς στη Γαλιλαία».  29 Ο Πέτρος όμως του είπε: «Αν και όλοι μπορεί να σκανδαλιστούν αλλά όχι εγώ».  30 Και του λέει ο Ιησούς: «Αλήθεια σου λέω ότι εσύ σήμερα, αυτήν τη νύχτα, πριν ο πετεινός λαλήσει δύο φορές, τρεις θα με απαρνηθείς».  31 Εκείνος ακόμη περισσότερο έλεγε: «Κι αν χρειαστεί να πεθάνω μαζί σου, δε θα σε απαρνηθώ». Ομοίως μάλιστα και όλοι έλεγαν. 
Η προσευχή στη Γεθσημανή
32 Καὶ ἔρχονται εἰς χωρίον οὗ τὸ ὄνομα Γεθσημανῆ, καὶ λέγει τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· καθίσατε ὧδε ἕως προσεύξωμαι.  33 καὶ παραλαμβάνει τὸν Πέτρον καὶ ᾿Ιάκωβον καὶ ᾿Ιωάννην μεθ᾿ ἑαυτοῦ, καὶ ἤρξατο ἐκθαμβεῖσθαι καὶ ἀδημονεῖν  34 καὶ λέγειν αὐτοῖς· περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου· μείνατε ὧδε καὶ γρηγορεῖτε.  35 καὶ προελθὼν μικρὸν ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ προσηύχετο ἵνα, εἰ δυνατόν ἐστι, παρέλθῃ ἀπ᾿ αὐτοῦ ἡ ὥρα,  36 καὶ ἔλεγεν· ἀββᾶ ὁ πατήρ, πάντα δυνατά σοι· παρένεγκε τὸ ποτήριον ἀπ᾿ ἐμοῦ τοῦτο· ἀλλ᾿ οὐ τί ἐγὼ θέλω, ἀλλ᾿ εἴ τι σύ.  37 καὶ ἔρχεται καὶ εὑρίσκει αὐτοὺς καθεύδοντας, καὶ λέγει τῷ Πέτρῳ· Σίμων, καθεύδεις; οὐκ ἰσχύσατε μίαν ὥραν γρηγορῆσαι;  38 γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν· τὸ μὲν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δὲ σὰρξ ἀσθενής.  39 καὶ πάλιν ἀπελθὼν προσηύξατο τὸν αὐτὸν λόγον εἰπών.  40 καὶ ὑποστρέψας εὗρεν αὐτοὺς πάλιν καθεύδοντας· ἦσαν γὰρ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν καταβαρυνόμενοι, καὶ οὐκ ᾔδεισαν τί ἀποκριθῶσιν αὐτῷ.  41 καὶ ἔρχεται τὸ τρίτον καὶ λέγει αὐτοῖς· καθεύδετε λοιπὸν καὶ ἀναπαύεσθε! ἀπέχει· ἦλθεν ἡ ὥρα· ἰδοὺ παραδίδοται ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὰς χεῖρας τῶν ἁμαρτωλῶν·  42 ἐγείρεσθε, ἄγωμεν· ἰδοὺ ὁ παραδιδούς με ἤγγικε.  32 Και έρχονται σε μια περιοχή που έχει το όνομα Γεθσημανή και λέει στους μαθητές του: «Καθίστε εδώ, ωσότου προσευχηθώ».  33 Και παραλαβαίνει μαζί του τον Πέτρο και τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, και άρχισε να μένει έκθαμβος και να αδημονεί.  34 Και τους λέει: «Περίλυπη είναι η ψυχή μου, ως το θάνατο. Μείνετε εδώ και αγρυπνείτε».  35 Και αφού προχώρησε σε μικρή απόσταση, έπεφτε στη γη και προσευχόταν για να παρέλθει από αυτόν, αν ήταν δυνατό, εκείνη η ώρα.  36 Και έλεγε: «Αββά, Πατέρα, όλα είναι δυνατά σ’ εσένα. Απομάκρυνε αυτό το ποτήρι από εμένα. αλλά όχι ό,τι εγώ θέλω, αλλά ό,τι εσύ».  37 Και έρχεται και τους βρίσκει να κοιμούνται, και λέει στον Πέτρο: «Σίμωνα, κοιμάσαι; Δεν μπόρεσες μια ώρα να αγρυπνήσεις;  38 Αγρυπνείτε και προσεύχεστε, για να μην έρθετε σε πειρασμό. Το πνεύμα είναι βεβαίως πρόθυμο, αλλά η σάρκα ασθενής».  39 Και πάλι έφυγε και προσευχήθηκε και είπε τα ίδια λόγια.  40 Και πάλι ήρθε και τους βρήκε να κοιμούνται, γιατί τα μάτια τους ήταν πολύ βαριά από τη νύστα και δεν ήξεραν τι να του αποκριθούν.  41 Και έρχεται για τρίτη φορά και τους λέει: «Κοιμάστε λοιπόν και αναπαύεστε. φτάνει. Ήρθε η ώρα, ιδού, παραδίνεται ο Υιός του ανθρώπου στα χέρια των αμαρτωλών.  42 Σηκώνεστε, ας πηγαίνουμε. Ιδού, αυτός που θα με παραδώσει έχει πλησιάσει». 
Η προδοσία και η σύλληψη του Ιησού
43 Καὶ εὐθέως, ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος, παραγίνεται ᾿Ιούδας ὁ ᾿Ισκαριώτης, εἷς τῶν δώδεκα, καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ὄχλος πολὺς μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων, ἀπεσταλμένοι παρὰ τῶν ἀρχιερέων καὶ γραμματέων καὶ τῶν πρεσβυτέρων.  44 δεδώκει δὲ ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν σύσσημον αὐτοῖς λέγων· ὃν ἂν φιλήσω, αὐτός ἐστι· κρατήσατε αὐτὸν καὶ ἀπαγάγετε ἀσφαλῶς.  45 καὶ ἐλθὼν εὐθέως προσελθὼν αὐτῷ λέγει· χαῖρε, ραββί, καὶ κατεφίλησεν αὐτόν.  46 οἱ δὲ ἐπέβαλον ἐπ᾿ αὐτὸν τὰς χεῖρας αὐτῶν καὶ ἐκράτησαν αὐτόν.  47 Εἷς δέ τις τῶν παρεστηκότων σπασάμενος τὴν μάχαιραν ἔπαισε τὸν δοῦλον τοῦ ἀρχιερέως καὶ ἀφεῖλεν αὐτοῦ τὸ ὠτίον.  48 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· ὡς ἐπὶ λῃστὴν ἐξήλθετε μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων συλλαβεῖν με·  49 καθ᾿ ἡμέραν πρὸς ὑμᾶς ἤμην ἐν τῷ ἱερῷ διδάσκων, καὶ οὐκ ἐκρατήσατέ με. ἀλλ᾿ ἵνα πληρωθῶσιν αἱ γραφαί.  50 καὶ ἀφέντες αὐτὸν ἔφυγον πάντες.  43 Και ευθύς, ενώ αυτός μιλούσε ακόμα, παρουσιάζεται ο Ιούδας, ένας από τους δώδεκα, και μαζί του όχλος με μάχαιρες και ξύλα από μέρους των αρχιερέων και των γραμματέων και των πρεσβυτέρων.  44 Αυτός που θα τον παράδινε είχε δώσει μάλιστα σύνθημα σ’ αυτούς λέγοντας: «Όποιον φιλήσω, αυτός είναι. κρατήστε τον και οδηγήστε τον στο δικαστήριο με ασφάλεια».  45 Και αφού ήρθε, ευθύς πλησίασε σε αυτόν και του λέει: «Ραβί», και τον καταφίλησε.  46 Εκείνοι έβαλαν τα χέρια πάνω του και τον κράτησαν.  47 Ένας τότε, κάποιος από αυτούς που είχαν σταθεί εκεί κοντά, αφού τράβηξε τη μάχαιρα, χτύπησε το δούλο του αρχιερέα και του αφαίρεσε το αυτί.  48 Και έλαβε το λόγο ο Ιησούς και τους είπε: «Σαν ενάντια σε ληστή εξήλθατε με μάχαιρες και ξύλα, για να με συλλάβετε;  49 Κάθε ημέρα ήμουν κοντά σας, διδάσκοντας μέσα στο ναό, και δε με κρατήσατε. Αλλά αυτό έγινε, για να εκπληρωθούν οι Γραφές».  50 Και τότε τον άφησαν και έφυγαν όλοι. 
Ο νεαρός που διέφυγε
51 Καὶ εἷς τις νεανίσκος ἠκολούθησεν αὐτῷ, περιβεβλημένος σινδόνα ἐπὶ γυμνοῦ· καὶ κρατοῦσιν αὐτὸν οἱ νεανίσκοι.  52 ὁ δὲ καταλιπὼν τὴν σινδόνα γυμνὸς ἔφυγεν ἀπ᾿ αὐτῶν.  51 Και κάποιος νεαρός ακολουθούσε μαζί του περιτυλιγμένος με σεντόνι πάνω στο γυμνό του σώμα. και τον κρατούν.  52 Εκείνος εγκατέλειψε το σεντόνι και έφυγε γυμνός. 
Ο Ιησούς μπροστά στο μεγάλο συνέδριο
53 Καὶ ἀπήγαγον τὸν ᾿Ιησοῦν πρὸς τὸν ἀρχιερέα καὶ συνέρχονται αὐτῷ πάντες οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι καὶ οἱ γραμματεῖς.  54 καὶ ὁ Πέτρος ἀπὸ μακρόθεν ἠκολούθησεν αὐτῷ ἕως ἔσω εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ ἀρχιερέως, καὶ ἦν συγκαθήμενος μετὰ τῶν ὑπηρετῶν καὶ θερμαινόμενος πρὸς τὸ φῶς.  55 Οἱ δὲ ἀρχιερεῖς καὶ ὅλον τὸ συνέδριον ἐζήτουν κατὰ τοῦ ᾿Ιησοῦ μαρτυρίαν εἰς τὸ θανατῶσαι αὐτόν, καὶ οὐχ εὕρισκον·  56 πολλοὶ γὰρ ἐψευδομαρτύρουν κατ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἴσαι αἱ μαρτυρίαι οὐκ ἦσαν.  57 καί τινες ἀναστάντες ἐψευδομαρτύρουν κατ᾿ αὐτοῦ λέγοντες  58 ὅτι ἡμεῖς ἠκούσαμεν αὐτοῦ λέγοντος, ὅτι ἐγὼ καταλύσω τὸν ναὸν τοῦτον τὸν χειροποίητον καὶ διὰ τριῶν ἡμερῶν ἄλλον ἀχειροποίητον οἰκοδομήσω.  59 καὶ οὐδὲ οὕτως ἴση ἦν ἡ μαρτυρία αὐτῶν.  60 καὶ ἀναστὰς ὁ ἀρχιερεὺς εἰς τὸ μέσον ἐπηρώτα τὸν ᾿Ιησοῦν λέγων· οὐκ ἀποκρίνῃ οὐδέν; τί οὗτοί σου καταμαρτυροῦσιν;  61 ὁ δὲ ἐσιώπα καὶ οὐδὲν ἀπεκρίνατο. πάλιν ὁ ἀρχιερεὺς ἐπηρώτα αὐτὸν καὶ λέγει αὐτῷ· σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ εὐλογητοῦ;  62 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· ἐγώ εἰμι· καὶ ὄψεσθε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐκ δεξιῶν καθήμενον τῆς δυνάμεως καὶ ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ.  63 ὁ δὲ ἀρχιερεὺς διαρρήξας τοὺς χιτῶνας αὐτοῦ λέγει· τί ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτύρων;  64 ἠκούσατε πάντως τῆς βλασφημίας· τί ὑμῖν φαίνεται; οἱ δὲ πάντες κατέκριναν αὐτὸν εἶναι ἔνοχον θανάτου.  65 Καὶ ἤρξαντό τινες ἐμπτύειν αὐτῷ καὶ περικαλύπτειν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ καὶ κολαφίζειν αὐτὸν καὶ λέγειν αὐτῷ· προφήτευσον ἡμῖν τίς ἐστιν ὁ παίσας σε. καὶ οἱ ὑπηρέται ραπίσμασιν αὐτὸν ἔβαλον.  53 Και οδήγησαν τον Ιησού προς τον αρχιερέα, και συνέρχονται όλοι οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι και οι γραμματείς.  54 Και ο Πέτρος από μακριά τον ακολούθησε ως μέσα στην αυλή του αρχιερέα, και καθόταν μαζί με τους υπηρέτες και θερμαινόταν κοντά στο φως της φωτιάς.  55 Οι αρχιερείς, λοιπόν, και όλο το συνέδριο ζητούσαν μαρτυρία κατά του Ιησού, για να τον θανατώσουν, και δεν εύρισκαν.  56 Γιατί πολλοί ψευδομαρτυρούσαν εναντίον του, αλλά οι μαρτυρίες δεν ήταν σύμφωνες.  57 Και μερικοί, αφού σηκώθηκαν, ψευδομαρτυρούσαν εναντίον του λέγοντας:  58 «Εμείς τον ακούσαμε να λέει: “Εγώ θα καταστρέψω το ναό τούτο το χειροποίητο και μέσα σε τρεις ημέρες άλλο αχειροποίητο θα οικοδομήσω”».  59 Αλλά ούτε έτσι δεν ήταν σύμφωνη η μαρτυρία τους.  60 Και τότε σηκώθηκε ο αρχιερέας στο μέσο και επερώτησε τον Ιησού λέγοντας: «Δεν αποκρίνεσαι τίποτα; Τι μαρτυρούν αυτοί εναντίον σου;»  61 Εκείνος σιωπούσε και δεν αποκρίθηκε τίποτα. Πάλι ο αρχιερέας τον επερωτούσε και λέει σ’ αυτόν: «Εσύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Ευλογητού;»  62 Ο Ιησούς τότε είπε: «Εγώ είμαι, και θα δείτε τον Υιό του ανθρώπου από τα δεξιά να κάθεται της Δύναμης και να έρχεται μαζί με τις νεφέλες του ουρανού».  63 Ο αρχιερέας τότε, αφού ξέσχισε τους χιτώνες του, λέει: «Τι ανάγκη έχουμε ακόμα από μάρτυρες;  64 Ακούσατε τη βλαστήμια. Τι σας φαίνεται;» Εκείνοι όλοι τον κατάκριναν πως είναι ένοχος θανάτου.  65 Και άρχισαν μερικοί να τον φτύνουν και να περικαλύπτουν το πρόσωπό του και να τον χαστουκίζουν και να του λένε: «Προφήτεψε». Και οι υπηρέτες τον πήραν στα χαστούκια. 
Ο Πέτρος απαρνείται τον Ιησού
66 Καὶ ὄντος τοῦ Πέτρου κάτω ἐν τῇ αὐλῇ ἔρχεται μία τῶν παιδισκῶν τοῦ ἀρχιερέως,  67 καὶ ἰδοῦσα τὸν Πέτρον θερμαινόμενον ἐμβλέψασα αὐτῷ λέγει· καὶ σὺ μετὰ τοῦ ᾿Ιησοῦ τοῦ Ναζαρηνοῦ ἦσθα.  68 ὁ δὲ ἠρνήσατο λέγων· οὐκ οἶδα οὐδὲ ἐπίσταμαι τί σὺ λέγεις. καὶ ἐξῆλθεν ἔξω εἰς τὸ προαύλιον, καὶ ἀλέκτωρ ἐφώνησε.  69 καὶ ἡ παιδίσκη ἰδοῦσα αὐτὸν πάλιν ἤρξατο λέγειν τοῖς παρεστηκόσιν ὅτι οὗτος ἐξ αὐτῶν ἐστιν.  70 ὁ δὲ πάλιν ἠρνεῖτο. καὶ μετὰ μικρὸν πάλιν οἱ παρεστῶτες ἔλεγον τῷ Πέτρῳ· ἀληθῶς ἐξ αὐτῶν εἶ· καὶ γὰρ Γαλιλαῖος εἶ καὶ ἡ λαλιά σου ὁμοιάζει.  71 ὁ δὲ ἤρξατο ἀναθεματίζειν καὶ ὀμνύναι ὅτι οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον τοῦτον ὃν λέγετε. καὶ ἐκ δευτέρου ἀλέκτωρ ἐφώνησε.  72 καὶ ἀνεμνήσθη ὁ Πέτρος τὸ ρῆμα ὃ εἶπεν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι δίς, ἀπαρνήσῃ με τρίς· καὶ ἐπιβαλὼν ἔκλαιε.  66 Και ενώ ο Πέτρος ήταν κάτω στην αυλή, έρχεται μία από τις μικρές δούλες του αρχιερέα  67 και, όταν είδε τον Πέτρο να θερμαίνεται, τον κοίταξε μέσα στα μάτια και του λέει: «Κι εσύ μαζί με το Ναζαρηνό ήσουν, τον Ιησού».  68 Εκείνος το αρνήθηκε λέγοντας: «Ούτε ξέρω ούτε καταλαβαίνω εσύ τι λες». Και βγήκε έξω στο προαύλιο. Και λάλησε ένας πετεινός.  69 Και η μικρή δούλη, όταν τον είδε, άρχισε πάλι να λέει σ’ όσους είχαν σταθεί εκεί: «Αυτός είναι από αυτούς».  70 Εκείνος πάλι αρνιόταν. Και μετά από λίγο, πάλι όσοι είχαν σταθεί εκεί, έλεγαν στον Πέτρο: «Αλήθεια, από αυτούς είσαι, γιατί είσαι και Γαλιλαίος».  71 Εκείνος άρχισε να αναθεματίζει και να ορκίζεται: «Δεν ξέρω τον άνθρωπο τούτον που λέτε».  72 Και ευθύς για δεύτερη φορά ένας πετεινός λάλησε. Και θυμήθηκε ο Πέτρος το λόγο καθώς του είπε ο Ιησούς: «Πριν ο πετεινός λαλήσει δύο φορές, τρεις θα με απαρνηθείς» – και αφού έπεσε πάνω στη γη, έκλαιγε. 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ
1  2  3  4  5  6  7  8  9  10  11  12  13  14  15  16