Μτ. ιβ' 1-50

Η τήρηση του Σαββάτου
1 Ἐν ἐκείνῳ τῷ καιρῷ ἐπορεύθη ὁ ᾿Ιησοῦς τοῖς σάββασι διὰ τῶν σπορίμων· οἱ δὲ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπείνασαν, καὶ ἤρξαντο τίλλειν στάχυας καὶ ἐσθίειν.  2 οἱ δὲ Φαρισαῖοι ἰδόντες εἶπον αὐτῷ· ἰδοὺ οἱ μαθηταί σου ποιοῦσιν ὃ οὐκ ἔξεστι ποιεῖν ἐν σαββάτῳ.  3 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· οὐκ ἀνέγνωτε τί ἐποίησε Δαυῒδ ὅτε ἐπείνασεν αὐτὸς καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ;  4 πῶς εἰσῆλθεν εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ καὶ τοὺς ἄρτους τῆς προθέσεως ἔφαγεν, οὓς οὐκ ἐξὸν ἦν αὐτῷ φαγεῖν οὐδὲ τοῖς μετ᾿ αὐτοῦ, εἰ μὴ μόνοις τοῖς ἱερεῦσι;  5 ἢ οὐκ ἀνέγνωτε ἐν τῷ νόμῳ ὅτι τοῖς σάββασιν οἱ ἱερεῖς ἐν τῷ ἱερῷ τὸ σάββατον βεβηλοῦσι, καὶ ἀναίτιοί εἰσι;  6 λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι τοῦ ἱεροῦ μεῖζόν ἐστιν ὧδε.  7 εἰ δὲ ἐγνώκειτε τί ἐστιν ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν, οὐκ ἂν κατεδικάσατε τοὺς ἀναιτίους.  8 κύριος γάρ ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ σαββάτου.  1 Κατ’ εκείνον τον καιρό πορεύτηκε ο Ιησούς το Σάββατο μέσα από τα σπαρτά. Οι μαθητές του, λοιπόν, πείνασαν και άρχισαν να μαδούν στάχυα και να τα τρώνε.  2 Αλλά οι Φαρισαίοι, όταν τους είδαν, του είπαν: «Ιδού, οι μαθητές σου κάνουν αυτό που δεν επιτρέπεται να κάνουν το Σάββατο».  3 Εκείνος τους είπε: «Δε διαβάσατε τι έκανε ο Δαβίδ, όταν πείνασε αυτός και όσοι ήταν μαζί του;  4 Πώς εισήλθε στον οίκο του Θεού και τους άρτους της προθέσεως έφαγαν, που δεν επιτρεπόταν σ’ αυτόν να φάει ούτε σ’ όσους ήταν μαζί του παρά μόνο στους ιερείς;  5 Ή δε διαβάσατε μέσα στο νόμο ότι τα Σάββατα οι ιερείς μέσα στο ναό βεβηλώνουν το Σάββατο και είναι αθώοι;  6 Σας λέω, λοιπόν, ότι κάτι μεγαλύτερο από το ναό είναι εδώ.  7 Και αν είχατε γνωρίσει τι σημαίνει: Έλεος θέλω και όχι θυσία, δε θα καταδικάζατε τους αθώους.  8 Γιατί ο Υιός του ανθρώπου είναι Κύριος του Σαββάτου». 
Ο άνθρωπος με το ξερό χέρι
9 Καὶ μεταβὰς ἐκεῖθεν ἦλθεν εἰς τὴν συναγωγὴν αὐτῶν.  10 καὶ ἰδοὺ ἄνθρωπος ἦν ἐκεῖ τὴν χεῖρα ἔχων ξηράν· καὶ ἐπηρώτησαν αὐτὸν λέγοντες· εἰ ἔξεστι τοῖς σάββασι θεραπεύειν; ἵνα κατηγορήσωσιν αὐτοῦ.  11 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· τίς ἔσται ἐξ ὑμῶν ἄνθρωπος ὃς ἕξει πρόβατον ἕν, καὶ ἐὰν ἐμπέσῃ τοῦτο τοῖς σάββασιν εἰς βόθυνον, οὐχὶ κρατήσει αὐτὸ καὶ ἐγερεῖ;  12 πόσῳ οὖν διαφέρει ἄνθρωπος προβάτου; ὥστε ἔξεστι τοῖς σάββασι καλῶς ποιεῖν.  13 τότε λέγει τῷ ἀνθρώπῳ· ἔκτεινόν σου τὴν χεῖρα· καὶ ἐξέτεινε, καὶ ἀποκατεστάθη ὑγιὴς ὡς ἡ ἄλλη.  14 ᾿Εξελθόντες δὲ οἱ Φαρισαῖοι συμβούλιον ἔλαβον κατ᾿ αὐτοῦ, ὅπως αὐτὸν ἀπολέσωσιν.  9 Και αφού έφυγε από εκεί, ήρθε στη συναγωγή τους.  10 Και ιδού ένας άνθρωπος που είχε ξερό χέρι. Τότε τον επερώτησαν λέγοντας: «Άραγε επιτρέπεται να θεραπεύσει κανείς τα Σάββατα;» – για να τον κατηγορήσουν.  11 Εκείνος είπε σ’ αυτούς: «Ποιος άνθρωπος είναι από εσάς που θα έχει ένα πρόβατο και, αν αυτό πέσει το Σάββατο μέσα σε βόθρο, δε θα το κρατήσει και δε θα το σηκώσει;  12 Πόσο λοιπόν διαφέρει ο άνθρωπος από το πρόβατο! Ώστε επιτρέπεται το Σάββατο να κάνει κανείς καλό».  13 Τότε λέει στον άνθρωπο: «Έκτεινε το χέρι σου». Και το εξέτεινε και αποκαταστάθηκε υγιές όπως το άλλο.  14 Και όταν εξήλθαν οι Φαρισαίοι, έκαναν συμβούλιο αποφασίζοντας εναντίον του, για να τον σκοτώσουν. 
Ο εκλεκτός δούλος
15 ῾Ο δὲ ᾿Ιησοῦς γνοὺς ἀνεχώρησεν ἐκεῖθεν· καὶ ἠκολούθησαν αὐτῷ ὄχλοι πολλοί, καὶ ἐθεράπευσεν αὐτοὺς πάντας,  16 καὶ ἐπετίμησεν αὐτοῖς ἵνα μὴ φανερὸν ποιήσωσιν αὐτόν,  17 ὅπως πληρωθῇ τὸ ρηθὲν διὰ ῾Ησαΐου τοῦ προφήτου λέγοντος·  18 ἰδοὺ ὁ παῖς μου, ὃν ᾑρέτισα, ὁ ἀγαπητός μου, εἰς ὃν εὐδόκησεν ἡ ψυχή μου· θήσω τὸ πνεῦμά μου ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ κρίσιν τοῖς ἔθνεσιν ἀπαγγελεῖ·  19 οὐκ ἐρίσει οὐδὲ κραυγάσει, οὐδὲ ἀκούσει τις ἐν ταῖς πλατείαις τὴν φωνήν αὐτοῦ.  20 κάλαμον συντετριμμένον οὐ κατεάξει καὶ λίνον τυφόμενον οὐ σβέσει, ἕως ἂν ἐκβάλῃ εἰς νῖκος τὴν κρίσιν  21 καὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ ἔθνη ἐλπιοῦσι.  15 Ο Ιησούς, λοιπόν, επειδή το γνώρισε, αναχώρησε από εκεί. Και τον ακολούθησαν πλήθη πολλά, και τους θεράπευσε όλους,  16 αλλά τους επιτίμησε να μην τον κάνουν φανερό,  17 για να εκπληρωθεί εκείνο που ειπώθηκε μέσω του Ησαΐα του προφήτη, όταν έλεγε:  18 Ιδού ο δούλος μου που διάλεξα, ο αγαπητός μου στον οποίο ευαρεστήθηκε η ψυχή μου. Θα θέσω το Πνεύμα μου πάνω του και δίκαιη κρίση στα έθνη θ’ αναγγείλει.  19 Δε θα φιλονικήσει ούτε θα κραυγάσει, ούτε θ’ ακούσει κανείς στους πλατιούς δρόμους τη φωνή του.  20 Καλάμι συντριμμένο δε θα σπάσει και φιτίλι που καπνίζει δε θα σβήσει, ωσότου κάνει τη δίκαιη κρίση να νικήσει.  21 Και στο όνομά του έθνη θα ελπίζουν. 
Ο Ιησούς και ο Βεελζεβούλ
22 Τότε προσηνέχθη αὐτῷ δαιμονιζόμενος τυφλὸς καὶ κωφός, καὶ ἐθεράπευσεν αὐτόν, ὥστε τὸν τυφλὸν καὶ κωφὸν καὶ λαλεῖν καὶ βλέπειν·  23 καὶ ἐξίσταντο πάντες οἱ ὄχλοι καὶ ἔλεγον· μήτι οὗτός ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς Δαυῒδ;  24 οἱ δὲ Φαρισαῖοι ἀκούσαντες εἶπον· οὗτος οὐκ ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια εἰμὴ ἐν τῷ Βεελζεβούλ, ἄρχοντι τῶν δαιμονίων.  25 εἰδὼς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς τὰς ἐνθυμήσεις αὐτῶν εἶπεν αὐτοῖς· πᾶσα βασιλεία μερισθεῖσα καθ᾿ ἑαυτὴν ἐρημοῦται, καὶ πᾶσα πόλις ἢ οἰκία μερισθεῖσα καθ᾿ ἑαυτὴν οὐ σταθήσεται.  26 καὶ εἰ ὁ σατανᾶς τὸν σατανᾶν ἐκβάλλει, ἐφ᾿ ἑαυτὸν ἐμερίσθη· πῶς οὖν σταθήσεται ἡ βασιλεία αὐτοῦ;  27 καὶ εἰ ἐγὼ ἐν Βεελζεβοὺλ ἐκβάλλω τὰ δαιμόνια, οἱ υἱοὶ ὑμῶν ἐν τίνι ἐκβαλοῦσι; διὰ τοῦτο αὐτοὶ κριταὶ ἔσονται ὑμῶν.  28 εἰ δὲ ἐγὼ ἐν Πνεύματι Θεοῦ ἐκβάλλω τὰ δαιμόνια, ἄρα ἔφθασεν ἐφ᾿ ὑμᾶς ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.  29 ἢ πῶς δύναταί τις εἰσελθεῖν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ ἰσχυροῦ καὶ τὰ σκεύη αὐτοῦ ἁρπάσαι, ἐὰν μὴ πρῶτον δήσῃ τὸν ἰσχυρόν; καὶ τότε τὴν οἰκίαν αὐτοῦ διαρπάσει.  30 ὁ μὴ ὢν μετ᾿ ἐμοῦ κατ᾿ ἐμοῦ ἐστι, καὶ ὁ μὴ συνάγων μετ᾿ ἐμοῦ σκορπίζει.  31 Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, πᾶσα ἁμαρτία καὶ βλασφημία ἀφεθήσεται τοῖς ἀνθρώποις, ἡ δὲ τοῦ Πνεύματος βλασφημία οὐκ ἀφεθήσεται τοῖς ἀνθρώποις·  32 καὶ ὃς ἐὰν εἴπῃ λόγον κατὰ τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ἀφεθήσεται αὐτῷ· ὃς δ᾿ ἂν εἴπῃ κατὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ ῾Αγίου, οὐκ ἀφεθήσεται αὐτῷ οὔτε ἐν τῷ νῦν αἰῶνι οὔτε ἐν τῷ μέλλοντι.  22 Τότε έφεραν προς αυτόν ένα δαιμονισμένο τυφλό και κωφάλαλο. Και τον θεράπευσε, ώστε ο κωφάλαλος να μιλάει και να βλέπει.  23 Και έμεναν εκστατικά όλα τα πλήθη και έλεγαν: «Μήπως αυτός είναι ο γιος του Δαβίδ;»  24 Αλλά οι Φαρισαίοι, όταν το άκουσαν, είπαν: «Αυτός δε βγάζει τα δαιμόνια παρά μόνο μέσω του Βεελζεβούλ, του άρχοντα των δαιμονίων».  25 Και ο Ιησούς, επειδή ήξερε τις σκέψεις τους, τους είπε: «Κάθε βασιλεία, όταν χωριστεί κατά του εαυτού της, ερημώνεται. και κάθε πόλη ή οικία, όταν χωριστεί κατά του εαυτού της, δε θα σταθεί.  26 Και αν ο Σατανάς βγάζει το Σατανά, χωρίστηκε κατά του εαυτού του. Πώς λοιπόν θα σταθεί η βασιλεία του;  27 Και αν εγώ μέσω του Βεελζεβούλ βγάζω τα δαιμόνια, οι πνευματικοί γιοι σας μέσω ποιανού τα βγάζουν; Γι’ αυτό, αυτοί θα είναι κριτές σας.  28 Αν όμως με Πνεύμα Θεού εγώ βγάζω τα δαιμόνια, άρα έφτασε σ’ εσάς η βασιλεία του Θεού.  29 Ή πώς δύναται κάποιος να εισέλθει στην οικία του ισχυρού και να αρπάξει τα σκεύη του, αν δε δέσει πρώτα τον ισχυρό; Και τότε την οικία του θα λεηλατήσει.  30 Όποιος δεν είναι μαζί μου είναι εναντίον μου, και όποιος δε συνάζει μαζί μου σκορπίζει.  31 Γι’ αυτό σας λέω, κάθε αμαρτία και βλαστήμια θα αφεθεί στους ανθρώπους, αλλά η βλαστήμια στο Πνεύμα δε θα αφεθεί.  32 Και σ’ όποιον πει λόγια κατά του Υιού του ανθρώπου θα του αφεθεί. Σ’ όποιον όμως πει κατά του Πνεύματος του Αγίου, δεν θα του αφεθεί ούτε σε τούτον τον αιώνα ούτε στο μελλοντικό». 
Το δέντρο και οι καρποί του
33 ῍Η ποιήσατε τὸ δένδρον καλόν, καὶ τὸν καρπόν αὐτοῦ καλόν, ἢ ποιήσατε τὸ δένδρον σαπρόν, καὶ τὸν καρπὸν αὐτοῦ σαπρόν· ἐκ γὰρ τοῦ καρποῦ τὸ δένδρον γινώσκεται.  34 γεννήματα ἐχιδνῶν, πῶς δύνασθε ἀγαθὰ λαλεῖν πονηροὶ ὄντες; ἐκ γὰρ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας τὸ στόμα λαλεῖ.  35 ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος ἐκ τοῦ ἀγαθοῦ θησαυροῦ ἐκβάλλει ἀγαθά, καὶ ὁ πονηρὸς ἄνθρωπος ἐκ τοῦ πονηροῦ θησαυροῦ ἐκβάλλει πονηρά.  36 λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πᾶν ρῆμα ἀργὸν ὃ ἐὰν λαλήσωσιν οἱ ἄνθρωποι, ἀποδώσουσι περὶ αὐτοῦ λόγον ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως·  37 ἐκ γὰρ τῶν λόγων σου δικαιωθήσῃ καὶ ἐκ τῶν λόγων σου καταδικασθήσῃ.  33 «Ή κάμετε το δέντρο καλό και τον καρπό του καλό, ή κάμετε το δέντρο σάπιο και τον καρπό του σάπιο. Γιατί το δέντρο γνωρίζεται από τον καρπό.  34 Γεννήματα εχιδνών, πώς δύναστε να μιλάτε καλά, ενώ είστε κακοί; Γιατί το στόμα μιλά από το περίσσευμα της καρδιάς.  35 Ο αγαθός άνθρωπος βγάζει αγαθά από τον αγαθό θησαυρό του, και ο κακός άνθρωπος βγάζει κακά από τον κακό θησαυρό του.  36 Σας λέω, λοιπόν, ότι για κάθε αστήρικτο λόγο κρίσης που θα μιλήσουν οι άνθρωποι θα αποδώσουν λόγο γι’ αυτόν κατά την ημέρα της κρίσης.  37 Γιατί από τα λόγια σου θα δικαιωθείς και από τα λόγια σου θα καταδικαστείς». 
Ζητούν σημείο
38 Τότε ἀπεκρίθησάν τινες τῶν γραμματέων καὶ Φαρισαίων λέγοντες· διδάσκαλε, θέλομεν ἀπὸ σοῦ σημεῖον ἰδεῖν.  39 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· γενεὰ πονηρὰ καὶ μοιχαλὶς σημεῖον ἐπιζητεῖ, καὶ σημεῖον οὐ δοθήσεται αὐτῇ εἰμὴ τὸ σημεῖον ᾿Ιωνᾶ τοῦ προφήτου.  40 ὥσπερ γὰρ ἐγένετο ᾿Ιωνᾶς ὁ προφήτης ἐν τῇ κοιλίᾳ τοῦ κήτους τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας, οὕτως ἔσται καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ καρδίᾳ τῆς γῆς τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας.  41 ἄνδρες Νινευῖται ἀναστήσονται ἐν τῇ κρίσει μετὰ τῆς γενεᾶς ταύτης καὶ κατακρινοῦσιν αὐτήν, ὅτι μετενόησαν εἰς τὸ κήρυγμα ᾿Ιωνᾶ, καὶ ἰδοὺ πλεῖον ᾿Ιωνᾶ ὧδε.  42 βασίλισσα νότου ἐγερθήσεται ἐν τῇ κρίσει μετὰ τῆς γενεᾶς ταύτης καὶ κατακρινεῖ αὐτήν, ὅτι ἦλθεν ἐκ τῶν περάτων τῆς γῆς ἀκοῦσαι τὴν σοφίαν Σολομῶνος, καὶ ἰδοὺ πλεῖον Σολομῶνος ὧδε.  38 Τότε έλαβαν το λόγο μερικοί από τους γραμματείς και από τους Φαρισαίους, λέγοντας: «Δάσκαλε, θέλουμε κάποιο σημείο να δούμε από εσένα».  39 Εκείνος αποκρίθηκε και τους είπε: «Μια γενιά κακή και μοιχαλίδα επιζητά σημείο, αλλά σημείο δε θα της δοθεί παρά μόνο το σημείο του Ιωνά του προφήτη.  40 Γιατί όπως ακριβώς ήταν ο Ιωνάς μέσα στην κοιλιά του κήτους τρεις ημέρες και τρεις νύχτες, έτσι θα είναι ο Υιός του ανθρώπου μέσα στην καρδιά της γης τρεις ημέρες και τρεις νύχτες.  41 Άντρες Νινευίτες θα αναστηθούν κατά την κρίση μαζί με αυτήν τη γενιά και θα την κατακρίνουν, γιατί μετανόησαν στο κήρυγμα του Ιωνά, και ιδού, περισσότερο του Ιωνά είναι εδώ.  42 Η βασίλισσα του νότου θα εγερθεί κατά την κρίση μαζί με αυτήν τη γενιά και θα την κατακρίνει, γιατί ήρθε από τα πέρατα της γης, για να ακούσει τη σοφία του Σολομώντα, και ιδού, περισσότερο του Σολομώντα είναι εδώ». 
Η επιστροφή του ακάθαρτου πνεύματος
43 ῞Οταν δὲ τὸ ἀκάθαρτον πνεῦμα ἐξέλθῃ ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου, διέρχεται δι᾿ ἀνύδρων τόπων ζητοῦν ἀνάπαυσιν, καὶ οὐχ εὑρίσκει.  44 τότε λέγει· εἰς τὸν οἶκόν μου ἐπιστρέψω ὅθεν ἐξῆλθον· καὶ ἐλθὸν εὑρίσκει σχολάζοντα καὶ σεσαρωμένον καὶ κεκοσμημένον.  45 τότε πορεύεται καὶ παραλαμβάνει μεθ᾿ ἑαυτοῦ ἑπτὰ ἕτερα πνεύματα πονηρότερα ἑαυτοῦ, καὶ εἰσελθόντα κατοικεῖ ἐκεῖ, καὶ γίνεται τὰ ἔσχατα τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου χείρονα τῶν πρώτων. οὕτως ἔσται καὶ τῇ γενεᾷ τῇ πονηρᾷ ταύτῃ.  43 «Όταν λοιπόν το ακάθαρτο πνεύμα εξέλθει από τον άνθρωπο, περνά μέσα από άνυδρους τόπους ζητώντας ανάπαυση, αλλά δε βρίσκει.  44 Τότε λέει: “θα επιστρέψω Στον οίκο μου απ’ όπου εξήλθα”. Και όταν έρθει, τον βρίσκει αδειανό, σκουπισμένο και κοσμημένο.  45 Τότε πορεύεται και παραλαβαίνει μαζί του εφτά άλλα πνεύματα χειρότερα από τον εαυτό του και, αφού εισέλθουν, κατοικούν εκεί. Και γίνεται η τελευταία κατάσταση του ανθρώπου εκείνου χειρότερη από την πρώτη. Έτσι θα συμβεί και στη γενιά αυτήν την κακή». 
Η μητέρα και οι αδελφοί του Ιησού
46 ῎Ετι δὲ αὐτοῦ λαλοῦντος τοῖς ὄχλοις ἰδοὺ ἡ μήτηρ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ εἱστήκεισαν ἔξω, ζητοῦντες λαλῆσαι αὐτῷ.  47 εἶπε δέ τις αὐτῷ· ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου καὶ οἱ ἀδελφοί σου ἑστήκασιν ἔξω ζητοῦντές σε ἰδεῖν.  48 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ λέγοντι αὐτῷ· τίς ἐστιν ἡ μήτηρ μου καὶ τίνες εἰσὶν οἱ ἀδελφοί μου;  49 καὶ ἐκτείνας τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐπὶ τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἔφη· ἰδοὺ ἡ μήτηρ μου καὶ οἱ ἀδελφοί μου·  50 ὅστις γὰρ ἂν ποιήσῃ τὸ θέλημα τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς, αὐτός μου ἀδελφός καὶ ἀδελφὴ καὶ μήτηρ ἐστίν.  46 Ενώ ακόμη αυτός μιλούσε στα πλήθη, ιδού, η μητέρα και οι αδελφοί του είχαν σταθεί έξω, ζητώντας να του μιλήσουν.  47 Είπε τότε κάποιος σ’ αυτόν: «Ιδού, η μητέρα σου και οι αδελφοί σου έξω έχουν σταθεί ζητώντας να σου μιλήσουν».  48 Εκείνος αποκρίθηκε και είπε σ’ αυτόν που του το έλεγε: «Ποια είναι η μητέρα μου και ποιοι είναι οι αδελφοί μου;»  49 Και αφού εξέτεινε το χέρι του πάνω στους μαθητές του, είπε: «Ιδού η μητέρα μου και οι αδελφοί μου.  50 Γιατί όποιος κι αν κάνει το θέλημα του Πατέρα μου που είναι στους ουρανούς, αυτός μου είναι αδελφός και αδελφή και μητέρα». 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

  1  2  3  4  5  6  7  8  9  10  11  12  13  14  15  16  17  18  19  20  21  22  23  24  25  26  27  28