Μτ. ι' 1-42
Οι δώδεκα απόστολοι | |
1 Καὶ προσκαλεσάμενος τοὺς δώδεκα μαθητὰς αὐτοῦ ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν πνευμάτων ἀκαθάρτων ὥστε ἐκβάλλειν αὐτὰ καὶ θεραπεύειν πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν. 2 Τῶν δὲ δώδεκα ἀποστόλων τὰ ὀνόματά εἰσι ταῦτα· πρῶτος Σίμων ὁ λεγόμενος Πέτρος καὶ ᾿Ανδρέας ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ, ᾿Ιάκωβος ὁ τοῦ Ζεβεδαίου καὶ ᾿Ιωάννης ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ, 3 Φίλιππος καὶ Βαρθολομαῖος, Θωμᾶς καὶ Ματθαῖος ὁ τελώνης, ᾿Ιάκωβος ὁ τοῦ ᾿Αλφαίου καὶ Λεββαῖος ὁ ἐπικληθεὶς Θαδδαῖος, 4 Σίμων ὁ Κανανίτης καὶ ᾿Ιούδας ὁ ᾿Ισκαριώτης ὁ καὶ παραδοὺς αὐτόν. | 1 Και αφού προσκάλεσε τους δώδεκα μαθητές του, τους έδωσε εξουσία στα ακάθαρτα πνεύματα, ώστε να τα βγάζουν, και να θεραπεύουν κάθε νόσο και κάθε αδυναμία. 2 Τα ονόματα, λοιπόν, των δώδεκα αποστόλων είναι αυτά: πρώτος ο Σίμωνας, ο λεγόμενος Πέτρος, και ο Ανδρέας ο αδελφός του, και ο Ιάκωβος ο γιος του Ζεβεδαίου και ο Ιωάννης ο αδελφός του, 3 ο Φίλιππος και ο Βαρθολομαίος, ο Θωμάς και ο Ματθαίος ο τελώνης, ο Ιάκωβος ο γιος του Αλφαίου και ο Θαδδαίος, 4 ο Σίμωνας ο Καναναίος και ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, ο οποίος και τον παράδωσε. |
Οδηγίες για την αποστολή | |
5 Τούτους τοὺς δώδεκα ἀπέστειλεν ὁ ᾿Ιησοῦς παραγγείλας αὐτοῖς λέγων· εἰς ὁδὸν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε καὶ εἰς πόλιν Σαμαρειτῶν μὴ εἰσέλθητε· 6 πορεύεσθε δὲ μᾶλλον πρὸς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου ᾿Ισραήλ. 7 Πορευόμενοι δὲ κηρύσσετε λέγοντες ὅτι ἤγγικεν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. 8 ἀσθενοῦντας θεραπεύετε, λεπροὺς καθαρίζετε, νεκροὺς ἐγείρετε, δαιμόνια ἐκβάλλετε· δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε. 9 μὴ κτήσησθε χρυσὸν μηδὲ ἄργυρον μηδὲ χαλκὸν εἰς τὰς ζώνας ὑμῶν, 10 μὴ πήραν εἰς ὁδὸν μηδὲ δύο χιτῶνας μηδὲ ὑποδήματα μηδὲ ράβδον· ἄξιος γάρ ἐστιν ὁ ἐργάτης τῆς τροφῆς αὐτοῦ. 11 εἰς ἣν δ᾿ ἂν πόλιν ἢ κώμην εἰσέλθητε, ἐξετάσατε τίς ἐν αὐτῇ ἄξιός ἐστι, κἀκεῖ μείνατε ἕως ἂν ἐξέλθητε. 12 εἰσερχόμενοι δὲ εἰς τὴν οἰκίαν ἀσπάσασθε αὐτὴν λέγοντες· εἰρήνη τῷ οἴκῳ τούτῳ. 13 ἐὰν μὲν ᾖ ἡ οἰκία ἀξία, ἐλθέτω ἡ εἰρήνη ὑμῶν ἐπ' αὐτήν· ἐὰν δὲ μὴ ᾖ ἀξία, ἡ εἰρήνη ὑμῶν πρὸς ὑμᾶς ἐπιστραφήτω. 14 καὶ ὃς ἐὰν μὴ δέξηται ὑμᾶς μηδὲ ἀκούσῃ τοὺς λόγους ὑμῶν, ἐξερχόμενοι ἔξω τῆς οἰκίας ἢ τῆς πόλεως ἐκείνης ἐκτινάξατε τὸν κονιορτὸν τῶν ποδῶν ὑμῶν. 15 ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀνεκτότερον ἔσται γῇ Σοδόμων καὶ Γομόρρας ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ἢ τῇ πόλει ἐκείνῃ. | 5 Τούτους τους δώδεκα απέστειλε ο Ιησούς και τους παράγγειλε λέγοντας: «Σε οδό εθνών μην πηγαίνετε και σε πόλη Σαμαρειτών μην εισέλθετε. 6 Αλλά πορεύεστε μάλλον προς τα πρόβατα τα χαμένα του οίκου Ισραήλ. 7 Και καθώς πορεύεστε, να κηρύττετε λέγοντας: “Έχει πλησιάσει η βασιλεία των ουρανών”. 8 Ασθενείς θεραπεύετε, νεκρούς εγείρετε, λεπρούς καθαρίζετε, δαιμόνια βγάζετε. δωρεάν λάβατε, δωρεάν δώστε. 9 Μην κατέχετε χρυσά νομίσματα μήτε αργυρά μήτε χάλκινα στις ζώνες σας. 10 μην έχετε σακίδιο στο δρόμο μήτε δυο πουκάμισα μήτε υποδήματα μήτε ραβδί. Γιατί ο εργάτης είναι άξιος της τροφής του. 11 Σ’ όποια λοιπόν πόλη ή χωριό εισέλθετε, εξετάστε ποιος μέσα σ’ αυτήν είναι άξιος. κι εκεί μείνετε, ωσότου εξέλθετε για να φύγετε. 12 Και όταν εισέρχεστε σ’ εκείνη την οικία, χαιρετήστε την. 13 Και αφενός, αν είναι άξια η οικία, ας έρθει η ειρήνη σας σ’ αυτήν. αφετέρου, αν δεν είναι άξια, η ειρήνη σας προς εσάς ας επιστρέψει. 14 Και σε όποιον δε σας δεχτεί μήτε ακούσει τα λόγια σας, όταν βγαίνετε έξω από την οικία ή την πόλη εκείνη, τινάξτε του μακρυά τη σκόνη των ποδιών σας. 15 Αλήθεια σας λέω, περισσότερη ανεκτικότητα θα υπάρχει για τη χώρα των Σοδόμων και των Γομόρρων κατά την ημέρα της κρίσης παρά για την πόλη εκείνη». |
Οι επερχόμενοι διωγμοί | |
16 ᾿Ιδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω ὑμᾶς ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων· γίνεσθε οὖν φρόνιμοι ὡς οἱ ὄφεις καὶ ἀκέραιοι ὡς αἱ περιστεραί. 17 Προσέχετε δὲ ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων· παραδώσουσι γὰρ ὑμᾶς εἰς συνέδρια καὶ ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν μαστιγώσουσιν ὑμᾶς· 18 καὶ ἐπὶ ἡγεμόνας δὲ καὶ βασιλεῖς ἀχθήσεσθε ἕνεκεν ἐμοῦ εἰς μαρτύριον αὐτοῖς καὶ τοῖς ἔθνεσιν. 19 ὅταν δὲ παραδώσωσιν ὑμᾶς, μὴ μεριμνήσητε πῶς ἢ τί λαλήσετε· δοθήσεται γὰρ ὑμῖν ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ τί λαλήσετε. 20 οὐ γὰρ ὑμεῖς ἐστε οἱ λαλοῦντες, ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα τοῦ πατρὸς ὑμῶν τὸ λαλοῦν ἐν ὑμῖν. 21 Παραδώσει δὲ ἀδελφὸς ἀδελφὸν εἰς θάνατον καὶ πατὴρ τέκνον, καὶ ἐπαναστήσονται τέκνα ἐπὶ γονεῖς καὶ θανατώσουσιν αὐτούς· 22 καὶ ἔσεσθε μισούμενοι ὑπὸ πάντων διὰ τὸ ὄνομά μου· ὁ δὲ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται. 23 ὅταν δὲ διώκωσιν ὑμᾶς ἐν τῇ πόλει ταύτῃ, φεύγετε εἰς τὴν ἄλλην· ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, οὐ μὴ τελέσητε τὰς πόλεις τοῦ ᾿Ισραὴλ ἕως ἂν ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου. 24 Οὐκ ἔστι μαθητὴς ὑπὲρ τὸν διδάσκαλον οὐδὲ δοῦλος ὑπὲρ τὸν κύριον αὐτοῦ. 25 ἀρκετὸν τῷ μαθητῇ ἵνα γένηται ὡς ὁ διδάσκαλος αὐτοῦ, καὶ τῷ δούλῳ ὡς ὁ κύριος αὐτοῦ. εἰ τὸν οἰκοδεσπότην Βεελζεβοὺλ ἐκάλεσαν, πόσῳ μᾶλλον τοὺς οἰκιακοὺς αὐτοῦ; | 16 «Ιδού, εγώ σας αποστέλλω σαν πρόβατα στο μέσο λύκων. Να γίνεστε λοιπόν φρόνιμοι σαν τα φίδια και άκακοι σαν τα περιστέρια. 17 Προσέχετε μάλιστα από τους ανθρώπους. γιατί θα σας παραδώσουν σε συνέδρια, και θα σας μαστιγώσουν στις συναγωγές τους. 18 Αλλά και μπροστά σε ηγεμόνες και σε βασιλιάδες θα οδηγηθείτε εξαιτίας μου, για να δώσετε μαρτυρία σ’ αυτούς και στα έθνη. 19 Όταν λοιπόν σας παραδώσουν, μη μεριμνήσετε πώς ή τι θα μιλήσετε. Γιατί θα σας δοθεί εκείνη την ώρα τι να μιλήσετε. 20 Γιατί δεν είστε εσείς που θα μιλάτε, αλλά το Πνεύμα του Πατέρα σας, που θα μιλάει μέσα από εσάς. 21 Θα παραδώσει, λοιπόν, ο αδελφός τον αδελφό σε θάνατο και ο πατέρας το παιδί, και θα επαναστατήσουν παιδιά ενάντια σε γονείς και θα τους θανατώσουν. 22 Και θα είστε μισούμενοι από όλους για το όνομά μου. Αλλά όποιος υπομείνει ως το τέλος, αυτός θα σωθεί. 23 Και όταν σας καταδιώκουν στη μια πόλη, φεύγετε στην άλλη. Γιατί αλήθεια σας λέω, δε θα τελειώσετε τις πόλεις του Ισραήλ, ωσότου έρθει ο Υιός του ανθρώπου. 24 Δεν υπάρχει μαθητής πάνω από το δάσκαλό του ούτε δούλος πάνω από τον κύριό του. 25 Αρκετό είναι στο μαθητή να γίνει όπως ο δάσκαλός του και ο δούλος όπως ο κύριός του. Αν τον οικοδεσπότη αποκάλεσαν Βεελζεβούλ, πόσο μάλλον τους οικιακούς του!» |
«Ποιον να φοβάστε» | |
26 Μὴ οὖν φοβηθῆτε αὐτούς· οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται, καὶ κρυπτὸν ὃ οὐ γνωσθήσεται. 27 ὃ λέγω ὑμῖν ἐν τῇ σκοτίᾳ, εἴπατε ἐν τῷ φωτί, καὶ ὃ εἰς τὸ οὖς ἀκούετε, κηρύξατε ἐπὶ τῶν δωμάτων. 28 καὶ μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι· φοβήθητε δὲ μᾶλλον τὸν δυνάμενον καὶ ψυχὴν καὶ σῶμα ἀπολέσαι ἐν γεέννῃ. 29 οὐχὶ δύο στρουθία ἀσσαρίου πωλεῖται; καὶ ἓν ἐξ αὐτῶν οὐ πεσεῖται ἐπὶ τὴν γῆν ἄνευ τοῦ πατρὸς ὑμῶν. 30 ὑμῶν δὲ καὶ αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς πᾶσαι ἠριθμημέναι εἰσί. 31 μὴ οὖν φοβηθῆτε· πολλῶν στρουθίων διαφέρετε ὑμεῖς. | 26 «Μη λοιπόν τους φοβηθείτε. γιατί τίποτα δεν υπάρχει καλυμμένο που δε θα αποκαλυφτεί και κρυφό που δε θα γνωριστεί. 27 Ό,τι σας λέω στο σκοτάδι πέστε το στο φως. και ό,τι ακούτε στο αυτί κηρύξτε το από τα δώματα επάνω. 28 Και μη φοβάστε από εκείνους που σκοτώνουν το σώμα, ενώ την ψυχή δε δύνανται να σκοτώσουν. Αλλά να φοβάστε μάλλον εκείνον που δύναται και ψυχή και σώμα να καταστρέψει μέσα στη γέεννα. 29 Δυο σπουργίτια δεν πουλιούνται για μια δραχμή; Και όμως ένα από αυτά δε θα πέσει στη γη χωρίς τη θέληση του Πατέρα σας. 30 Σ’ εσάς, όμως, και οι τρίχες της κεφαλής σας όλες είναι αριθμημένες. 31 Μη λοιπόν φοβάστε. από πολλά σπουργίτια διαφέρετε εσείς». |
Να ομολογούμε το Χριστό στους ανθρώπους | |
32 Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς· 33 ὅστις δ᾿ ἂν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς. | 32 «Καθέναν, λοιπόν, που θα με ομολογήσει ζώντας μέσα σ’ εμένα μπροστά στους ανθρώπους, θα τον ομολογήσω κι εγώ ζώντας μέσα σ’ αυτόν μπροστά στον Πατέρα μου που είναι στους ουρανούς. 33 Όποιον όμως με αρνηθεί μπροστά στους ανθρώπους, θα αρνηθώ κι εγώ αυτόν μπροστά στον Πατέρα μου που είναι στους ουρανούς». |
Όχι ειρήνη, αλλά μάχαιρα | |
34 Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπὶ τὴν γῆν· οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν. 35 ἦλθον γὰρ διχάσαι ἄνθρωπον κατὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ θυγατέρα κατὰ τῆς μητρὸς αὐτῆς καὶ νύμφην κατὰ τῆς πενθερᾶς αὐτῆς· 36 καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ. 37 ῾Ο φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· 38 καὶ ὃς οὐ λαμβάνει τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἔστι μου ἄξιος. 39 ὁ εὑρὼν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἀπολέσει αὐτήν, καὶ ὁ ἀπολέσας τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ εὑρήσει αὐτήν. | 34 «Μη νομίσετε ότι ήρθα να βάλω ειρήνη πάνω στη γη. Δεν ήρθα να βάλω ειρήνη αλλά μάχαιρα. 35 Γιατί ήρθα να διχάσω άνθρωπο κατά του πατέρα του και θυγατέρα κατά της μητέρας της και νύφη κατά της πεθεράς της. 36 Και εχθροί του ανθρώπου θα είναι οι οικιακοί του. 37 Όποιος αγαπάει πατέρα ή μητέρα περισσότερο από εμένα δεν μου είναι άξιος, και όποιος αγαπάει γιο ή θυγατέρα περισσότερο από εμένα δεν μου είναι άξιος. 38 Και όποιος δε λαβαίνει το σταυρό του και δεν ακολουθεί πίσω μου δεν μου είναι άξιος. 39 Όποιος βρει τη ζωή του θα τη χάσει, και όποιος χάσει τη ζωή του για χάρη μου θα τη βρει». |
Ο μισθός | |
40 ῾Ο δεχόμενος ὑμᾶς ἐμὲ δέχεται, καὶ ὁ ἐμὲ δεχόμενος δέχεται τὸν ἀποστείλαντά με. 41 ὁ δεχόμενος προφήτην εἰς ὄνομα προφήτου μισθὸν προφήτου λήψεται, καὶ ὁ δεχόμενος δίκαιον εἰς ὄνομα δικαίου μισθὸν δικαίου λήψεται. 42 καὶ ὃς ἐὰν ποτίσῃ ἕνα τῶν μικρῶν τούτων ποτήριον ψυχροῦ μόνον εἰς ὄνομα μαθητοῦ, ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐ μὴ ἀπολέσῃ τὸν μισθὸν αὐτοῦ. | 40 «Όποιος δέχεται εσάς δέχεται εμένα. και όποιος δέχεται εμένα, δέχεται αυτόν που με απέστειλε. 41 Όποιος δέχεται προφήτη, γιατί είναι προφήτης, θα λάβει μισθό προφήτη. και όποιος δέχεται δίκαιο, γιατί είναι δίκαιος, θα λάβει μισθό δικαίου. 42 Και όποιος δώσει να πιει σε έναν από τους μικρούς αυτούς ένα ποτήρι κρύο νερό μόνο γιατί είναι μαθητής μου, αλήθεια σας λέω, δε θα χάσει το μισθό του». |
ΚΕΦΑΛΑΙΑ