Τό ’λεγε καί τό ξανάλεγε τό παράπονό της γιά τόν σοβαρό άνδρα της, τον Άργύρη, η Ελένη σ’ έμπιστη φίλη της, τή Δέσποινα: «Δέσποινά μου, νά σου πώ: Ό Άργύρης συνέχεια μέ ταπεινώνει μπροστά στους άλλους. Όπου κι άν βρεθούμε, σέ σαλόνια ή σέ κήπους, στό χωριό ή στήν πόλη, μέ φιλικά ή μέ λιγότερο γνωστά ζευγάρια, ό άνδρας μου συχνά θά πετάξει ένα άρνητικό σχόλιο γιά μένα… γιά τά γλυκά πού κάνω, γιά τή δουλειά μου, γιά τις μικρές μου άστοχίες ή παραλείψεις. Κείνη τήν ώρα έγώ σιωπώ, κάνω τήν άδιάφορη. Κάποιες φορές όμως άνοίγω τό στόμα μου καί λέω κάτι πάνω στήν έπικαιρότητα ή άλλα… καί άκούω πάλι άπό τόν ίδιο μπροστά στούς άλλους νά μου λέει: “Σώπα, δέν τά ξέρεις καλά έσύ, Ελένη μου!”. Σ’ όλα μοΰ βρίσκει λάθη ό άνδρας μου, Δέσποινά μου».
Είχε δίκιο νά λυπάται ή Ελένη. Τήν μείωνε καί τήν πρόσβαλλε συχνά ό άνδρας της μέ έξυπνο άλλά καί μέ άστεΐο τρόπο, πάντοτε όμως άπαλά. Σπάνια τής μιλούσε πικρά. Δέν τά ’λεγε ό Άργύρης – δικηγόρος ήταν – μέ έμπάθεια όσα τής έλεγε. Τήν άγαπούσε πολύ τή γυναίκα του, τή λάτρευε. Γιατί άπό τά πρώτα χρόνια τού γάμου τους τού είχε φανερώσει ήπιο καί στοργικό χαρακτήρα.
Όμως ή Ελένη τά λόγια τού άντρα της τά ’παίρνε κατάκαρδα, τά ’νιώθε φαρμάκι πού τό ’πίνε λίγο-λίγο. ’Έπεφτε νά κοιμηθεί καί ό λογισμός τήν έτρωγε. «Πάλι σ’ τά είπε, πάλι σέ ντρόπιασε». Ξυπνούσε! Έκανε τό σταυρό της! Κοιμόταν πάλι. Τό πρωί έπαιρνε τις άποφάσεις της κάτω άπό τά εικονίσματα. Φρόντιζε νά ’ναι χαρούμενη, μά κάποτε τά θυμόταν όλα καί βούρκωνε.
-Μήν τά μετράς τά λόγια τού άνδρα σου, τής έλεγε ό Πνευματικός της ό παπα-Φώτης. Άς μήν έχει έξομολογηθεΐ άκόμη, έχει χρυσή καρδιά ό Άργύρης σου. Μίλησέ του γιά καλούς τρόπους καί θ’ αλλάξει… Κάνε προσευχή, ύπομονή καί μίλησέ του… Θ’ άλλάξει.
Τά ίδια τής είπε σήμερα καί ή φίλη της ή Δέσποινα:
-Μή στενοχωριέσαι, Ελένη μου. Έχεις άνδρα «μάλαμα». Έχει βέβαια έναν αύθορμητισμό πού ξεπερνά τά όρια. Όμως τά λόγια του δέν βγαίνουν άπό κακία ούτε άπό ζήλεια. Μίλησέ του καί θά δεις…
Η γυναίκα δέν άντεξε. Τό άποφάσισε. Τόλμησε καί μίλησε. Διάλεξε μιά ήσυχη μέρα, κρύα μά ήλιόλουστη, χειμωνιάτικη μέρα. Κυριακή ήταν, μετά τή Λειτουργία, είχε κοινωνήσει καί είχε όλη τήν ειρήνη μέσα της.
Ξεκίνησαν καί οί δυό τους γιά τήν παραλία στό Φάληρο. Περπάτησαν στό ύψωμα πάνω άπό τήν άκροθαλασσιά στον διαμορφωμένο πεζόδρομο. Όλα ήταν τόσο φωτεινά σήμερα!… Τρεις γλάροι ζύγιζαν τά φτερά τους κι έκαναν παιχνίδια μέσα στις πνοές τού κρύου άνέμου, κάτω άπό τις άκτίνες τού χειμωνιάτικου ήλιου μέ φόντο τό καταγάλανο χρώμα τού ούρανοΰ.
Περπάτησαν γιά ώρα άμίλητοι, στοχαστικοί… Κάποια στιγμή κάθισαν στό καφενείο. Παρήγγειλαν μιά βανίλια καί έναν καφέ καί ένα τσάι. Τό ’πίναν κι άγνάντευαν ήσυχα τό Σαρωνικό. Τό νησί τής Αίγινας φαινόταν πεντακάθαρα. Άγνάντευαν κι ήρθαν στό νοΰ τους δυνατές ένθυμήσεις άπό τις πρώτες γνωριμίες τους. Θυμήθηκαν τόν άγιο Νεκτάριο, πού τόν είχαν επικαλεσθεί γιά νά πρεσβεύει στον Κύριο νά στεριώσει τήν πρώτη άναμεταξύ τους άγάπη. Θυμήθηκαν τήν εύχή τού εύλαβικοΰ ιερέα πού τήν ήμέρα πού τούς είχε στεφανώσει τούς είχε πει: «Σάς εύχομαι νά ζήσετε ισόβια εύτυχισμένοι. Τίποτε νά μή διαταράξει τή χαρά καί τή γαλήνη σας. Καί άν κάποτε έρθουν φουρτούνες μικρές ή μεγάλες, φανερές ή κρυφές, νά ξέρετε πώς ό μόνος δρόμος γιά τή γαλήνη είναι ή “έν Χριστώ” ειλικρινής αμοιβαία άνακοινωτικότητα καί ή ταπεινή ύπακοή τού ένός πρός τόν άλλον»…
Τώρα είχε φθάσει ή ώρα τής άμοιβαίας άνακοινωτικότητος. Θά γινόταν ένας μικρός άπολογισμός, μιά άναθεώρηση, ένα άνοιγμα καρδιάς… Όλα τούτα τά ’χε έτοιμα τώρα ή ‘Ελένη. Κάποια στιγμή έντελώς άπροσδόκητα γιά τόν άνδρα της άνοιξε τό στόμα της καί τού λέει άπλά τής καρδιάς της τό κρυμμένο παράπονο:
-Άργύρη μου, όλα τόσο καλά μάς πηγαίνουν στή ζωή μας. Τά παιδιά μας έχουν ύγεία καί είναι καλά άποκαταστημένα μέ δουλειές κερδοφόρες… Καί μεΐς δόξα τώ Θεώ μέ τήν ύγεία μας τόσο γεροί είμαστε… Όμως έχω καί κάτι, χρόνια τώρα τό ’χω φυλαγμένο. Δέν άντέχω νά μή σ’ τό πώ! Μέ πονάει, μέ πικραίνει κάποιες ώρες ό χαρακτήρας σου. Δέν θέλω νά σέ πικράνω, μά θά σ’ τό πώ: Μέ πιέζει ή συμπεριφορά σου, όταν είμαστε μπροστά σέ τρίτους. Όταν μιλάς γιά μένα, αισθάνομαι πώς μέ μειώνεις, μέ σκοτώνεις. Πάντα λάθη βρίσκεις. Καί τά λές καί μέ άστεΐο τρόπο καί μέ καμάρι. Μήν κοιτάς πού τότε χαμογελώ ή άδιαφορώ ή άλλάζω τήν κουβέντα… Σέ παρακαλώ, Άργύρη μου. Άν σέ κάτι διαφωνείς καί δέν σ’ άρέσει πάνω μου, πές μου το κρυφά, ιδιαιτέρως, μέ άγάπη καί εύγένεια. Καί θά σ’ άκούσω. Γιατί έχεις καλή κρίση καί δύσκολα λαθεύεις…
Άκουγε ό Άργύρης μέ σκυμμένο τό κεφάλι. Φανέρωνε ταπείνωση καί μεταμέλεια μ’ αύτή του τή στάση. Δέν τό είχε όμως ώς τώρα καταλάβει πώς ό αύθορμητισμός, γιά νά ’ναι ώραϊος, πρέπει νά ’χει σύνεση καί όρια. Καί πήρε τήν άπόφαση καί τό ’πε:
-Ελένη μου, συγχώρα με πού χρόνια τώρα σέ πίκραινα τόσο… Δέν τό καταλάβαινα. Ποτέ δέν ένιωσα κακία γιά σένα. Σ’τό ύπόσχομαι όμως, άπό τώρα θά προσέχω ποτέ νά μή σέ ταπεινώνω καί νά μή σέ προσβάλλω μπροστά σέ άλλους. Καί ό,τι λέω, θά τό λέω πάντα εύγενικά καί διακριτικά. Στήν ώρα του. Προσευχήσου νά τό πετύχω…
Όλα είναι τόσο όμορφα μετά άπό μιά άμοιβαία ταπεινή καί ειλικρινή συνεξήγηση. Τό ’χουν άνάγκη αύτό νά τό κάνουν συχνά όσοι άγαπιούνται πολύ.
Γιατί μόνο τότε άνακαλύπτει ο ένας τόν άλλον άληθινά. Καί ή άγάπη ξέρει τότε νά συγχωρεί βαθιά καί νά διορθώνει άποτελεσματικά τά λάθη καί τών δύο.