Τι ακριβώς συμβαίνει και πλημμυρίζει η ψυχή μας με μια περίεργη αγαλλίαση και το πνεύμα μας βιώνει μια πρωτόγνωρη κάθε φορά ταπεινής μορφής έκσταση; Γιατί νιώθουμε το θάλπος της μικρής φλόγας σαν απαλό χάδι και γευόμαστε μια κατανυκτική ακτινοβολία του προσώπου μας; Γιατί το φως του έλκει το βλέμμα μας και μας οδηγεί σε στοχασμούς και σκέψεις που δεν μπορούμε να επινοήσουμε σε άλλες στιγμές; Γιατί γοητευόμαστε από τη μίξη «πραγματικού» και «φαντασιακού» και θέλουμε να παραμείνουμε στη μεθόριό τους όσο περισσότερο γίνεται;







Γιατί τα σχήματα των γειτονικών πραγμάτων μετασχηματίζονται και οι φευγαλέες αναλαμπές του κεριού μεταπλάθουν τις μορφές τους δίνοντάς τους μια αιθέρια προέκταση κάποιου άγνωστου καλλιτέχνη; Πρόκειται για πλασματικές εικόνες, απόρροια της μικρής υποψίας πλάσματος που κρύβει το φως το κεριού; Γιατί η φλόγα του τρεμοπαίζει με τα φυσήματα του αέρα και τι ακριβώς συμβαίνει μεταξύ τους στο παιχνίδι δημιουργίας και φθοράς, αφού κάθε στιγμή πότε η πνοή από το αεράκι δυναμώνει τη φλόγα και την κάνει περήφανη και πότε απειλεί να σβήσει τη φλόγα αφήνοντας το μαύρο ίχνος να ανεβαίνει ψηλά για να χαθεί κάπου στον ουρανό;

Γιατί νιώθουμε μια παράξενη μεταμόρφωσή μας που μόνο αυτή η φλόγα μπορεί να δημιουργήσει και πλημμυρίζει η ψυχή μας με ταπεινότητα; Είναι άραγε η εκφραζόμενη θρησκευτικότητα που αποικίζει στιγμιαία το προσωπικό μας σύμπαν και μας μεταφέρει σε μεταφυσικά στερεώματα, όπου βασιλεύουν η απορία και το δέος, ο θαυμασμός και η συστολή; Γιατί το πρόσωπό μας αποκτάει όψη γλυκύτητας και η ωχρότητά του δεν είναι απομείωση της ζωτικότητάς μας αλλά ζωντάνεμα και σφρίγος από κάποια άγνωστη πηγή του εσωτερικού μας κόσμου; Γιατί θέλουμε να πλησιάζουμε όλο και περισσότερο την παιχνιδιάρικη φλόγα του, τι προσδοκούμε;

Γιατί τα όνειρά μας και οι φαντασιώσεις μας είναι διαφορετικά; Γιατί δεν σκεπτόμαστε πλούτη και δόξα αλλά «μικρά» και ταπεινά πράγματα, την υγεία και την αγάπη. Γιατί γινόμαστε λιγότερο αλαζόνες και γευόμαστε μια εγγύτητα με κάθε άνθρωπο και μια υπερχειλίζουσα έγνοια και αγάπη για τους δικούς μας ανθρώπους; Γιατί γινόμαστε πιο γήινοι και πιο ανθρώπινοι; Γιατί νιώθουμε ημέρωμα των παθών μας, γαλήνεμα των ανησυχιών μας και απλώνεται μια περίεργη στοργή, από εμάς προς τα έξω και απ’ έξω προς εμάς; Γιατί η φλόγα ενός κεριού μας οδηγεί ακόμα και αθέλητα σε τόπους μετάνοιας, γιατί συνδέει ζωή και θάνατο, χωρίς να μας φοβίζει;





Όταν ανάβουμε ένα κερί…

Γιατί αλλάζει ο χώρος γύρω του και το πιο βαθύ σκοτάδι νιώθει απειλή; Γιατί ο θρησκευτικός χώρος αυτοχρίζεται ως τέτοιος απλά και μόνο με την παρουσία των ιερών συμβόλων και της φλόγας των κεριών; Γιατί στο μικρό εξωκκλήσι – που δεν ξέρει από ηλεκτρισμό – το φως των κεριών αλλάζει πιο πολύ τη σχέση μας με το θείο και το άγιο; Γιατί ο κοσμικός χώρος αποκτά κάποια χροιά ιερότητας μόνο και μόνο με την παρουσία αυτής της μικρής γλωσσίτσας φωτιάς, που δεν μπορεί να το κάνει οποιαδήποτε άλλη ισοδύναμη φλόγα άλλου υλικού εκτός του κεριού; Μήπως προοικονομούμε την εικόνα αυτής της φλόγας ή μήπως προϋπάρχει στην ψυχή μας από άγνωστους καιρούς για να διατηρεί ζεστή πάντα την αίσθηση της ζωής και της ελπίδας;

Γιατί κάθε όψη ανθρώπου μεταλλάσσεται και κατατείνει προς μια μορφή καθαγιασμού; Είτε είναι το πρόσωπο του μωρού, όπου η έλλειψη συνείδησης εξαϋλώνεται προς την ιερότητα είτε είναι πρόσωπο του μικρού παιδιού, όπου η αθωότητα εμφανίζεται να δικαιώνεται είτε το πρόσωπο του έφηβου, όπου οι φαντασιώσεις του εισχωρούν ασυνείδητα σε θείους τόπους είτε το πρόσωπο της όμορφης κοπέλας, όπου τα όνειρά της μετακενώνονται αβίαστα στην ωραιότητά της είτε το πρόσωπο της γιαγιάς, όπου η μνήμη απλώνεται με περισσή χάρη για να προεκτείνει το απειλούμενο μέλλον της είτε… είναι πάντα η ίδια φωτεινή πηγή που αναδημιουργεί τις δημιουργίες του κόσμου και του προσώπου ανθρώπου και τις κάνει πιο ζωντανές, πιο ταπεινές…

Για όλα αυτά, είναι η ταπεινότητα που εκδηλώνει το φωτεινό σύμπαν της μέσα από την πιο γλυκιά φλόγα, τη φλόγα του κεριού. Και μας καλεί να δούμε και να ερευνήσουμε το δικό της υλικό και πνευματικό συνάμα σύμπαν, να στοχαστούμε επί της ουσίας της ζωής, επί του προσώπου του ανθρώπου!

Του Νίκου Τσούλια
via