Δεν είναι σπάνιες ή λίγες οι φορές που μέσω της θεραπείας, έχει διαπιστωθεί ότι τα ζευγάρια που δυσκολεύονται στις σχέσεις τους, συχνά καταλήγουν να επιλέγουν τη σιωπή ως μέσο διαχείρισης. Μερικές φορές, είναι το ένα άτομο που καταφεύγει στη σιωπή ενώ μερικές φορές είναι και τα δύο. Σε κάθε περίπτωση, η σιωπή, η οποία δεν αποτελεί μια υγιής παύση ή ένα διάλειμμα για συλλογισμό, αφορά την απουσία της λεκτικής και συναισθηματικής οικειότητας. Αν δεν υπάρχει επικοινωνία στα πλαίσια μιας υψηλής αισθητηριακής αντίληψης ή της γλώσσας του σώματος, οι λέξεις είναι τα μόνα εργαλεία που έχει κανείς στη διάθεσή του για να επικοινωνήσει, πόσο μάλλον να επιλύσει τα προσωπικά του ζητήματα. Όταν καταφεύγει κανείς στη σιωπή, χάνεται η ουσία της σχέσης εφόσον όχι μόνο σαμποτάρει τη σανίδα σωτηρίας μιας υγιούς σχέσης αλλά ταυτόχρονα πνίγει τις ανάγκες έκφρασης του ατόμου.
Όταν μπορεί κανείς να εκφράσει αυτό που αισθάνεται, τη στιγμή που το αισθάνεται, υπάρχει πολύ μικρότερη πιθανότητα ότι θα επαναφέρει αυτό το συναίσθημα σε ένα δεύτερο χρόνο. Τα συναισθήματα που δεν εκφράζονται είναι πολύ πιθανό κάποια στιγμή να διηθηθούν και να υπερχειλίσουν με αποτέλεσμα να πάρουν δική τους ενέργεια και υπόσταση. Αυτό συχνά έχει ως αποτέλεσμα οι ακόλουθες ώρες σύγκρουσης ή οι ημέρες να έχουν μικρή σχέση με την αρχική συναισθηματική εμπλοκή. Όταν συμβεί αυτό υπάρχει μικρή πιθανότητα να έχει ισχύ, καθώς μπορεί να υπάρχει μικρή αντιστοιχία ανάμεσα στα πληγωμένα συναισθήματα του ατόμου και τη διατάραξη της στιγμής.
Εκφράζοντας στο άλλο άτομο το συναίσθημα θυμού και εξηγώντας το λόγο ύπαρξής του, πιθανότατα να εξασθενίσει η αντιδραστική κατάσταση του συναισθήματος του θυμού, αλλά και της συμπεριφοράς που συνδέεται με το συναίσθημα αυτό. Επιπρόσθετα, η μη λεκτικοποίηση και η καταστολή των συναισθημάτων του ατόμου, με την πάροδο του χρόνου, έχει ως αποτέλεσμα μια σημαντική δυσαρέσκεια και μια αντίστοιχη συμπεριφορά που θα μπορούσε κανείς να περιμένει. Όταν δεν μοιράζονται τα προβληματικά ή δυσάρεστα συναισθήματα, υπάρχει μια μεγάλη πιθανότητα ότι το άτομο θα ενεργήσει επάνω σε αυτά, με ποικίλους τρόπους οι οποίοι ενδεχομένως να μην σχετίζονται και μεταξύ τους. Σε αυτήν την περίπτωση, το ίδιο το άτομο γίνεται το πρόβλημα στα μάτια του άλλου. Έτσι λοιπόν τα άτομα εισέρχονται σε μια κατάσταση ατέρμονης σιωπής και πάλης.
Οι περισσότεροι άνθρωποι όταν σκέφτονται άτομα που ασκούν έλεγχο, έχουν συνήθως στο μυαλό τους εικόνες από άτομα που μιλάνε έντονα και δυνατά ή είναι επιθετικά. Μπορεί μάλιστα να φαίνεται να ασκούν εκφοβισμό για να ελέγχουν τους άλλους. Ωστόσο, είναι εμφανές το τι συμβαίνει. Δεν υπάρχουν εκπλήξεις. Υπάρχει ασυνείδητα ένα πιο ύπουλο είδος ελέγχου, που όμως στηρίζεται στη σιωπή. Όταν δεν μοιράζεται κανείς τις σκέψεις του με τον άλλον, το κάνει γιατί ασυνείδητα με αυτόν τον τρόπο ελέγχει συχνά τις αντιδράσεις και τη συμπεριφορά του άλλου. Αν δεν γνωρίζει τι σκέπτεται, τότε δεν μπορεί ενδεχομένως και να απαντήσει. Κατά καιρούς, οι άνθρωποι που έχουν την τάση να ευχαριστήσουν τους άλλους ή να αποφύγουν την αντιπαράθεση παγιδεύονται σε αυτό το δίλημμα. Η τάση είναι να επιλέξουν τη σιωπή προκειμένου να διαταράξουν το άλλο άτομο.
Όταν προσφεύγει κανείς στη σιωπή, δημιουργεί έναν εσωτερικό μονόλογο, μέσα από τον οποίο συνήθως αποδίδει στον άλλον τη δική του προβολή για το πώς υποθέτει ότι θα απαντούσε το άλλο άτομο, εάν μοιραζόταν στην πραγματικότητα τις σκέψεις του μαζί του. Εν ολίγοις, παίζει ένα ολόκληρο σενάριο στο οποίο ο ρόλος του άλλου είναι προκαθορισμένος. Με αυτόν τον τρόπο, το άτομα εγκλωβίζονται σε μια κατάσταση στασιμότητας, όπου η επικοινωνία αναβάλλεται και η σχέση έχει ελάχιστες πιθανότητες να εξελιχθεί. Σε αυτές τις περιπτώσεις, συνήθως εξασθενεί και μαραίνεται. Δεν υπάρχει, εφόσον δεν δίνεται, καμία ευκαιρία για επίλυση των ζητημάτων, πόσο μάλλον για την ανάπτυξή της.
Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις, η σιωπή ίσως χρησιμοποιηθεί ως μια μορφή τιμωρίας του άλλου ατόμου. Με το να αποσύρεται όμως κανείς από τη σχέση με τον τρόπο αυτό, η σιωπή γίνεται ένα μέσο για το θυμό που εμποδίζει την ευκαιρία για επίλυση. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η σιωπή χρησιμοποιείται για τον έλεγχο της συμπεριφοράς του άλλου. Βάζει στο αθόρυβο τις σκέψεις και τα συναισθήματά του ατόμου και στερεί τη δυνατότητα χρήσης οποιουδήποτε αυθεντικού διαλόγου. Δεν υπάρχει δυνατότητα επίλυσης. Η σιωπή σε αυτές τις περιπτώσεις είναι πλήρως μη-συμμετοχική.
Εκτός από τη δημιουργία ενός ανασταλτικού παράγοντα μιας υγιούς σχέσης, η σιωπή συχνά μπορεί να οδηγήσει στην απελπισία και την κατάθλιψη. Όχι με την έννοια του στοχαστικού προβληματισμού, αλλά μιας χρόνιας πάλης που συχνά καταλήγουν τα άτομα όσον αφορά την έκφραση των συναισθημάτων τους. Η σιωπή πνίγει την ανάσα της σχέσης. Η χειριστική σιωπή πνίγει την ψυχή σε αντίθεση με την έκφραση της φωνής ενός ατόμου που επιβεβαιώνει τη ζωή.
Το άτομο που καταλήγει στη σιωπή ενδεχομένως να ισχυριστεί ότι το άλλο άτομο “Δεν θα ακούσει πραγματικά” ή “Θα το ρίξει πίσω σε μένα και δεν θέλω έρθω σε αντιπαράθεση και διαμάχη.” Παρά το ότι αυτός ο τρόπος σκέψης μπορεί να είναι κατανοητός ως ένα βαθμό δεν παύει να είναι αυτο-τραυματικός. Το ίδιο το άτομο ακυρώνει τον εαυτό του όταν εμποδίζει τη δική του έκφραση και λεκτική επικοινωνία. Εντούτοις, δεν χρειάζεται να παραμείνει βυθισμένο σε αυτή την πάλη με τη σιωπή καθώς μπορεί να βελτιώσει τις πιθανότητές να ακουστεί πραγματικά σε τέτοιες καταστάσεις. Το να μάθει κανείς τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να ακουστεί αποτελεί μια επίκτητη δεξιότητα.
Πηγή:
Μel Schwartz, L.C.S.W. M.Phil.,
Μel Schwartz, L.C.S.W. M.Phil.,
The Art of Intimacy,