Το πρόβλημα του Θεού απασχόλησε -προφανώς- και την αρχαία ελληνική σκέψη. Σ’ αυτή εξάλλου ανάγονται οι πρώτες απόπειρες να θεμελιωθεί λογικά η ύπαρξη του. Έτσι, από τη μία πλευρά, έχουμε τον Ξενοφάνη που υποστήριζε ότι η έννοια του Θεού είναι ανθρώπινο δημιούργημα, τον ουσιαστικά υλιστικό πανθεϊσμό των στωικών και την υλιστική φιλοσοφία των ατομικών.
Από την άλλη, ο Πλάτων δεχόταν την έννοια του Δημιουργού, ο οποίος όμως δεν δημιουργεί εκ του μηδενός: οι ιδέες προϋπάρχουν και αυτός – ως Αγαθός – κατασκευάζει τον κόσμο κατά το καλύτερο δυνατό πρότυπο.
Στην αντιφατική κοσμολογία του Αριστοτέλη θα βρούμε τα πρώτα «λογικά» επιχειρήματα για την ύπαρξη του Θεού: το κοσμολογικό ή της πρώτης αιτίας, του πρώτου κινούντος (ανάλογο του κοσμολογικού), καθώς και το τελεολογικό. (H φύσις είναι διπλή: ύλη και μορφή. H μορφή είναι σκοπός και τα άλλα υπάρχουν γι’ αυτό το σκοπό. Και ο φυσικός οφείλει να μιλά για δύο είδη αιτίων, αλλά κυρίως για το τελικό αίτιο. Επειδή αυτό είναι η αιτία της ύλης και όχι η ύλη αιτία του σκοπού).
Το «καθεστώς» του Θεού δεν είναι σαφές στην αριστοτελική οντολογία. Πράγματι, ο Αριστοτέλης ορίζει τη φύση ως αρχή κινήσεως και αλλαγής, δεν δέχεται κάποια αρχή του χρόνου, ορίζει την αιτία ως το ενδογενές στοιχείο το οποίο καθορίζει ένα πράγμα, η εντελέχεια έχει σαφή διαλεκτική όψη ως εσωτερική δυναμική της ύλης, και όλα αυτά δύσκολα θα συμβιβάζονταν με τη χριστιανική αντίληψη για το Θεό και με το δόγμα της δημιουργίας εκ του μηδενός.
Με την κρίση της αθηναϊκής δημοκρατίας και την παρακμή της φιλοσοφίας, κυριάρχησαν, ως γνωστόν, διάφορα μυστικιστικά ρεύματα, σωτηριακές θρησκείες, καθώς και ο νεοπλατωνισμός, που σημαδεύει τις προσπάθειες για συγχώνευση της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας με το χριστιανικό δόγμα. Τόσο οι πατέρες της Ανατολικής Εκκλησίας όσο και οι θεωρητικοί της Δυτικής επεχείρησαν να θεμελιώσουν λογικά την πίστη, στηριζόμενοι άλλοτε στον Πλάτωνα και άλλοτε στον Αριστοτέλη. Αλλά το δόγμα της δημιουργίας αντιφάσκει τόσο με την πλατωνική όσο και με την αριστοτελική οντολογία.
Κατά τον ιερό Αυγουστίνο (354-430), π.χ., «non in tempore, sed cum tempore finxit Deus mundum» (ουχί εν χρόνω αλλά μετά του χρόνου εποίησεν ο Θεός τον κόσμον). Και ο Θεός προικίζεται με μια σειρά από ανθρώπινα κατηγορήματα (πανάγαθος, παντοδύναμος, παντογνώστης, πανταχού παρών κ.λπ.), σε αντίθεση με τις μη ανθρωπομορφικές αντιλήψεις των αρχαίων και ειδικά του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη.
Με τις εισβολές των βαρβάρων στην πρώην ρωμαϊκή αυτοκρατορία (VI έως IX αιώνες) και την εξαφάνιση της ελληνικής και ρωμαϊκής σκέψης, η φιλοσοφία καλλιεργείται πλέον στα μοναστήρια της Αγγλίας και της Ιρλανδίας και, αργότερα, από την εποχή του Καρόλου του Μεγάλου (792-814), στην ηπειρωτική Ευρώπη. Κύριο έργο της μεσαιωνικής σχολαστικής φιλοσοφίας ήταν να θεμελιώσει με λογικά επιχειρήματα την πίστη. Έτσι η φιλοσοφία μετατρέπεται σε θεραπαινίδα της θεολογίας (ancilla theologiae).
O σχολαστικισμός είναι η κύρια μορφή φιλοσοφίας στη φεουδαρχική κοινωνία. Στην 1η περίοδο, από τον IX ως το XII αιώνα, δεσπόζει ο ακραίος πλατωνικός ρεαλισμός, στη δεύτερη περίοδο, κατά το XIII αιώνα, κυριαρχεί ο αριστοτελισμός με τον Θωμά, τον Ντινς Σκοτ κ.λπ., ενώ ο XIV και ο XV αιώνας είναι οι αιώνες της παρακμής του σχολαστικισμού. Στην τελευταία αυτή περίοδο εμφανίζεται ο νομιναλισμός, με πρόδρομο τον Ροσελίνο της Κομπιένης (περίπου 1050) και κύριους εκπροσώπους, μεταγενέστερα, τον Ντινς Σκοτς (1270-1308), τον Όκαμ (1285-1349) και άλλους.
Συνεχίζοντας και εμπλουτίζοντας την αριστοτελική επιχειρηματολογία, οι μεσαιωνικοί διατύπωσαν μια σειρά επιχειρημάτων για την ύπαρξη του θεού: Το κοσμολογικό ή της πρώτης αιτίας, το επιχείρημα του πρώτου κινούντος, το τελεολογικό (την ύπαρξη σχεδίου), αλλά και επιχειρήματα από την περιοχή των ανθρώπινων (δικαιοσύνη, ηθική, ωραιότητα, τελειότητα κ.λπ.). Επιδίωξη ήταν να στηριχθεί λογικά το δόγμα της ύπαρξης του Θεού και της θεϊκής δημιουργίας.
Ας σημειώσουμε ορισμένα από τα επιχειρήματα υπέρ της ύπαρξης του Θεού.
Κατά τον Ανσέλμο του Καντέρμπουρι (1033-1109), ακραίο ρεαλιστή, οι έννοιες του αγαθού, της δικαιοσύνης κ.λπ. έχουν πραγματική υπόσταση. Ως προς το Θεό, η ύπαρξη του συνάγεται από την ίδια την έννοια του Θεού. O λογικός φαύλος κύκλος είναι προφανής: θεωρούμε δεδομένο το ζητούμενο και, με αφετηρία αυτή την παραδοχή, συνάγουμε – με τους κανόνες της τυπικής λογικής – την ύπαρξη του.
Κατά τους ρεαλιστές, τα Universalia υπάρχουν πριν από τα πράγματα (Ιδέες, Θεός), υπάρχουν στα πράγματα (το εν στα πολλά) και ύστερ’ από τα πράγματα. Αλλά ήδη ο Αλβέρτος ο Μέγας (1193-1280) θεωρούσε την αριστοτελική φιλοσοφία συμβατή με τη χριστιανική θεολογία και ο Θωμάς ο Ακινάτης (1225-1274), αντίθετα με τον πρώιμο σχολαστικισμό, στράφηκε οριστικά προς τον Αριστοτέλη.
O Αριστοτέλης είχε ήδη γίνει γνωστός στη Δύση από μεταφράσεις και σχόλια των αράβων. O Θωμάς αξιοποίησε την αριστοτελική φιλοσοφία για να διαμορφώσει το δικό του σύστημα. Έτσι, ο αριστοτελισμός και η ιουδαϊκή παράδοση συνενώθηκαν στη θεολογική σύνθεση του θωμισμού. Κατά τον Θωμά, η φιλοσοφική σκέψη μπορεί να επιτρέψει στη νόηση την αποκάλυψη της αλήθειας. H φιλοσοφία είναι ανεξάρτητη από την αποκάλυψη. Εντούτοις, η αλήθεια είναι μία και, κατά συνέπεια, η φιλοσοφία υποτάσσεται στην εξουσία της πίστης: η αποκάλυψη ασκεί κανονιστική λειτουργία απέναντι στη φιλοσοφία.
Σε αντίθεση με τον πρώιμο σχολαστικισμό του Αυγουστίνου, του Ανσέλμου κ.λπ., που είχε νεο-πλατωνικό χαρακτήρα, ο Θωμάς αξιοποίησε το δυναμικό (από μια άποψη) χαρακτήρα της αριστοτελικής φιλοσοφίας, προκειμένου να επιτύχει μια αυστηρή θεμελίωση των θεολογικών δογμάτων. Αξιοποίησε, π.χ., την εξελικτική αντίληψη του Αριστοτέλη, τη σχέση δυνατότητας και πραγματικότητας, ύλης και μορφής, ουσίας και συμβεβηκότος. O Θωμάς, π.χ., διακρίνει την ουσία από την ύπαρξη, οι οποίες συμπίπτουν μόνο στο Θεό. Και η διάκριση αυτή είναι θεμελιώδης. Ουσία είναι αυτό που είναι ένα ον. H ύπαρξη είναι πάντα συγκεκριμένη. Είναι η ύπαρξη μιας επιμέρους ουσίας, που την καθορίζει. Εξαιρείται η ύπαρξη του Θεού.
Παρά τα στοιχεία μιας δυναμικής-εξελικτικής οντολογίας, και ο Θωμάς παρέμεινε δέσμιος της παράδοσης που πίστευε ότι μπορεί να αποδείξει με επιχειρήματα την ύπαρξη του Θεού. Έτσι δανείστηκε και ανέπτυξε περαιτέρω τα γνωστά επιχειρήματα του Αριστοτέλη.
Κατά το επιχείρημα, π.χ., του πρώτου κινούντος: H καθολική κίνηση χαρακτηρίζει τον κόσμο. Καθετί όμως κινείται από κάτι άλλο. Έτσι από κινούμενα κινούντα φθάνουμε στο ακίνητο πρώτο κινούν: στο Θεό. Άλλο επιχείρημα του Θωμά: Τα φυσικά αντικείμενα που συνιστούν το Σύμπαν δρουν για την επίτευξη κάποιου σκοπού (τέλους).
Αν κάτι ενεργεί για να επιτύχει κάποιο σκοπό, τότε κατευθύνεται προς το σκοπό αυτό και κάποιο έλλογο ον.
• Τα φυσικά αντικείμενα δεν είναι έλλογα όντα.
• Άρα: Υπάρχει κάποιο έλλογο ον το οποίο κατευθύνει τα φυσικά αντικείμενα για να επιτύχουν κάποιο σκοπό.
Αυτή η κατευθυντήρια δύναμη είναι ο Θεός.
• Τα φυσικά αντικείμενα δεν είναι έλλογα όντα.
• Άρα: Υπάρχει κάποιο έλλογο ον το οποίο κατευθύνει τα φυσικά αντικείμενα για να επιτύχουν κάποιο σκοπό.
Αυτή η κατευθυντήρια δύναμη είναι ο Θεός.
Στον τυπικό αυτό συλλογισμό, η αριστοτελική κατηγορία της εντελέχειας υποβαθμίζεται σε καθαρά μεταφυσική κατηγορία.
Υπάρχει σειρά ολόκληρη επιχειρημάτων (ή αποδείξεων) για την ύπαρξη του Θεού. Τα επιχειρήματα αυτά έχουν διάφορες αφετηρίες. Άλλα είναι συμπληρωματικά και άλλα αντίθετα: κοσμολογικό, οντολογικό, τελεολογικό, του πρώτου κινούντος κ.λπ., και άλλα από την περιοχή της δικαιοσύνης, της ηθικής και της αισθητικής. Ας σημειώσουμε ορισμένα απ’ αυτά.
Κοσμολογικό επιχείρημα: Οτιδήποτε γνωρίζουμε προκύπτει από κάτι άλλο. Οφείλουμε συνεπώς να συμπεράνουμε ότι το Σύμπαν ως ολότητα προέκυψε από κάτι άλλο και αυτό είναι ο Δημιουργός, ο Θεός (αιτιακή εκδοχή).
Καθετί που υπάρχει, είτε υπάρχει εξαιτίας της ύπαρξης κάτι άλλου (συμπληρωματική ύπαρξη) είτε υπάρχει αφ’ εαυτού (αναγκαία ύπαρξη). Είναι αδύνατο να υπάρχουν μόνο συμπτωματικά όντα, επειδή αυτά δεν είναι αυτάρκη. Πρέπει συνεπώς να υπάρχει ένα αναγκαίο Ον, και αυτό ονομάζουμε Θεό.
Οντολογικό επιχείρημα: Κατά τον Ανσέλμο, η ύπαρξη του Θεού συνάγεται από έναν απλό ορισμό:
1.0 Θεός, εξ ορισμού, είναι το τελειότερο ον (το πλήρες, τέλειο ον).
2. Ένα ον θα ήταν λιγότερο από τέλειο, αν δεν θα υπήρχε. Άρα ο Θεός υπάρχει.
1.0 Θεός, εξ ορισμού, είναι το τελειότερο ον (το πλήρες, τέλειο ον).
2. Ένα ον θα ήταν λιγότερο από τέλειο, αν δεν θα υπήρχε. Άρα ο Θεός υπάρχει.
Σύμφωνα με άλλη διατύπωση:
1. O Θεός είναι το ον το μεγαλύτερο που μπορεί να υπάρξει.
2. Αν ο Θεός δεν υπάρχει, θα μπορούσαμε να φανταστούμε ένα ον με όλες του τις ιδιότητες, το οποίο θα υπήρχε και το οποίο θα ήταν ένα ον μεγαλύτερο από το Θεό, πράγμα αδύνατο. Άρα ο Θεός πρέπει να υπάρχει.
1. O Θεός είναι το ον το μεγαλύτερο που μπορεί να υπάρξει.
2. Αν ο Θεός δεν υπάρχει, θα μπορούσαμε να φανταστούμε ένα ον με όλες του τις ιδιότητες, το οποίο θα υπήρχε και το οποίο θα ήταν ένα ον μεγαλύτερο από το Θεό, πράγμα αδύνατο. Άρα ο Θεός πρέπει να υπάρχει.
H λογική ανακολουθία είναι προφανής: αποδίδουμε σε ένα φανταστικό ον μια ιδιότητα και, από τον ορισμό που εμείς δίνουμε, συνάγουμε την ύπαρξη του. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Θωμάς επέκρινε αυτό το επιχείρημα: δεν μπορούμε από μια έννοια να συναγάγουμε ένα ον.
Επιχείρημα της πρώτης (πρωταρχικής) αιτίας: Αποτελεί αναδιατύπωση του αριστοτελικού επιχειρήματος για το πρώτο κινούν: Κάθε κινούμενο κινείται από κάθε άλλο. Έτσι θα φθάναμε στο άπειρο. Αλλά μια αιτιακή αλυσίδα δεν μπορεί να είναι άπειρη. Άρα υπάρχει κάτι που προκαλεί την κίνηση αλλά που δεν κινείται από κάτι άλλο, και αυτό είναι η πρώτη αιτία, δηλαδή ο Θεός.
Επιχείρημα του πρώτον κινούντος (Αριστοτέλης, μεσαιωνικοί, Καρτέσιος): Τα πράγματα κινούνται. Γενικά αντλούν την κίνηση τους και την κίνηση άλλων πραγμάτων. Εντούτοις, είναι αδύνατο το καθετί να αντλεί μ’ αυτό τον τρόπο την κίνηση του, επειδή δεν θα υπήρχε διόλου κίνηση. Πρέπει συνεπώς να υπάρχει μια οντότητα που η κίνηση της να μην προκύπτει από την κίνηση άλλων όντων. Πρόκειται για το πρώτο κινούν, το Θεό.
Επιχείρημα που δεχόταν, όπως είδαμε, ο Θωμάς, αλλά και ο γενάρχης του αστικού ορθολογισμού, ο Καρτέσιος, κατά τον οποίο ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο και του έδωσε τόση κίνηση όση χρειαζόταν για το σκοπό για τον οποίο τον δημιούργησε. Και επειδή, κατά τον Καρτέσιο, ο Δημιουργός δεν επεμβαίνει στο φυσικό γίγνεσθαι, έχουμε εδώ μια πρώτη διατύπωση της φυσικής αρχής της αφθαρσίας της κίνησης, θεμελιωμένη στη θρησκευτική μεταφυσική.
Τελεολογικό Επιχείρημα: Δηλώνει την ύπαρξη σκοπού στο Σύμπαν. Εντελέχεια – Αριστοτέλης. Προκαθορισμένη αρμονία – Λάιμπνιτς. O κόσμος έγινε για να εξυπηρετήσει τους σκοπούς του ανθρώπου – Wolff. Σκοπιμότητα, έννοια a priori, η οποία έλκει την καταγωγή της στη θεωρησιακή ικανότητα της κρίσης – Καντ. H ύλη δημιουργήθηκε από το Θεό με μορφή άφθαρτων σωματίων, τα οποία ταιριάζουν στους σκοπούς για τους οποίους τα δημιούργησε – Νεύτων. (Προφανώς, τα επιχειρήματα του Καρτέσιου και του Νεύτωνα διαφέρουν από τα μεσαιωνικά. Θεμελιώνουν σε μεταφυσική βάση την κίνηση στην πρώτη περίπτωση, την ύπαρξη της ύλης στη δεύτερη).
Δεν έχει νόημα να συνεχίσουμε την καταγραφή και άλλων επιχειρημάτων από την περιοχή της ηθικής, του νοήματος της ζωής, από την ύπαρξη θαυμάτων, την προσωπική εμπειρία κ.λπ.
Ας σημειώσουμε μόνο ένα: Ορισμένοι άνθρωποι έχουν την εμπειρία του Θεού: άρα ο Θεός υπάρχει. Στα νεότερα χρόνια, ο Kierkegaard (1813-1855) θα απέρριπτε τις «λογικές» αποδείξεις για την ύπαρξη του Θεού: «Η πίστη δεν έχει ανάγκη αποδείξεως, την οποίαν πρέπει να θεωρεί εχθρό της».
Το τρωτό των επιχειρημάτων και αποδείξεων γινόταν όλο και περισσότερο φανερό από τα τέλη του Μεσαίωνα. Εντούτοις, «επιχειρήματα» και «αποδείξεις», διαφορετικού τύπου, στηριγμένα κυρίως στις φυσικές επιστήμες, αναπαράγονταν κατά το 17ο και το 18ο αιώνα και αναπαράγονται μέχρι τις μέρες μας. Αλλά θα ήθελα να κλείσω αυτή την ενότητα υπενθυμίζοντας την άποψη του Ξενοφάνη, ιδρυτή της Σχολής της Ελέας, για να φανεί η τρομερή οπισθοχώρηση της φιλοσοφικής σκέψης κάτω από το κράτος της θεολογίας.
Λοιπόν, κατά τον Ξενοφάνη:
Πάντα θεοί σ’ ανέθηκεν Όμηρος ο Ησίοδος τε όσσα παρ’ ανθρώπισιν ονείδεα και ψόγος εστίνκλέπτειν, μοιχεύειν, και αλλήλους απατεύειν. Αλλ’ οι βροτοί δοκέουσι γεννάσθαι Θεούς, των εφετέραν δι’ εσθήτα έχειν φωνήν τε δέμας τε. Αιθίοπες τε «θεούς σφετέρους» σιμούς μέλανας τεΘρήικες τε γλαυκούς και πυρούς «φάσι πέλεσθαι». Αλλ’ ει χείρας βόες «ίπποι τ’» ή λέοντες ή γράψαι χείρεσι και έργα τελεί ν όπερ άνδρες, ίπποι μεν θ’ίπποισι βόες δε τοις βουσίν ομοίας και «κε» Θεών ιδέας έγραφον και σώματ’ εποίουν τοιαύ’ θ ‘όσον περ καυτοί δέμας είχον «έκαστοι».
O πλέον διάσημος φιλόσοφος που απέδειξε, στα πλαίσια της γνωσιοθεωρίας του, την αδυναμία του Λόγου να αποδείξει την ύπαρξη του θεού ήταν, ως γνωστόν, ο Καντ. Αλλά και ο Καντ κατέληξε σε άλλου είδους «επιχείρημα» από την αντίθετη οδό.
Κείμενο του Ευτύχη Μπιτσάκη