Ἕνας ἀπό τούς πρώτους ἐκφραστές τῆς νηπτικῆς θεωρίας τούς Χριστιανισμοῦ, ἤ ἀλλιῶς τοῦ Μυστικοῦ Ἐσωτερικοῦ Χριστιανισμοῦ εἶναι ὁ Διάδοχος Φωτικῆς. Γεννημένος στίς ἀρχές τοῦ 5ου αἰῶνα, καί Ἐπίσκοπος μιᾶς μικρῆς πόλης τῆς Ἠπείρου, δέν θαμπώθηκε ἀπό τίς ἐξωτερικές ὑποχρεώσεις τῆς θέσης του, ἄν κρίνουμε ἀπό τά διασωθέντα συγγράμματά του. Ἀσχολήθηκε περισσότερο μέ τήν καλλιέργεια τοῦ Νοῦ, ὅπως ἀποκαλεῖ συνήθως τό Πνεῦμα, καί μᾶς ἄφησε μιά πολύτιμη μεθοδολογία γιά τό δρόμο αὐτό, πλούσια ἀπό προσωπικές ἐμπειρίες. Στό ἔργο τοῦ «100 Γνωστικά Κεφάλαια» δέν ὑπάρχει οὔτε μία ἀναφορά σέ ἐξωτερικούς τύπους λατρείας• μόνο καθαρή θεωρία: λεπτές ἐκφράσεις νοημάτων στό νοῦ, ἡ αἰτία τῆς γεννέσεώς των, ὁ τρόπος ἀντιμετώπισης κ.τ.τ. Ἀκολουθεῖ μιά ἐπιλεκτική σταχυολόγηση τοῦ ἔργου του, προσαρμοσμένη κατά τό δυνατόν στή σημερινή πραγματικότητα.


H ὁδός τοῦ Διαδόχου προϋποθέτει δέκα ὅρους: δέκα σκαλοπάτια, ὄχι κατ’ ἀνάγκην διαδοχικά μέ τή σειρά πού δίνονται, ἀλλά πού ὅλα μαζί ἀνεβάζουν τόν Ἄνθρωπο στό Φῶς, τόν ἀπελευθερώνουν ἀπό τή δουλεία στήν Ὕλη.




Πρῶτος ὅρος εἶναι ἡ πίστη: ἀπαθής ἔννοια περί Θεοῦ. Ἀπ’ ἐδῶ προφανῶς ἀποκλείονται οἱ θεότητες: ἐφευρέσεις ἀνθρώπων πού θεοποιούν τά πάθη τους.




Δεύτερος εἶναι ὁ ὅρος τῆς ἐλπίδος: μετάβαση τοῦ νοῦ μέ ἀγάπη πρός τά ἐλπιζόμενα.




Τρίτος ἔρχεται ὁ ὅρος τῆς ὑπομονῆς: νά ἀντιστεκόμαστε καρτερικά πρός τό ἀόρατο Κακό, θεωρόντας το ὡς ὁρατό, μέ τούς ὀφθαλμούς τῆς διανοίας.




Τέταρτος ἀκολουθεῖ ὁ ὅρος τῆς ἀφιλαργυρίας: νά ἐπιθυμοῦμε τήν ἀνέχεια τόσο θερμά, ὅσο κάποιος ἐπιθυμεῖ νά ἔχει. Ἐδῶ μάλλον ὑπονοεῖ νά μήν ἔχουμε καμμία προσπάθεια στά ὑλικά: εἴτε ἔχουμε εἴτε δέν ἔχουμε νά μᾶς φαίνεται τό ἴδιο, νά μήν ταρασσόμεθα.




Πέμπτος ὅρος ἀναφέρεται ἡ ἐπίγνωση: νά ἀγνοοῦμε τόν ἑαυτό μας μέ τήν ἔκσταση πρός τό Θεό.




Ἕκτος τίθεται ὁ ὅρος τῆς ταπεινοφροσύνης: συνεχής λήθη τῶν κατορθουμένων. Τό ὄντως «Γνώθι σαυτόν».




Ἕβδομος ὅρος ἡ ἀοργησία: σφοδρή ἐπιθυμία νά μήν ὀργίζεσαι. Βεβαίως στήν πορεία θά σβήσει ἡ ἐπιθυμία καί θά μείνει μόνο ἡ ἀοργησία.




Ὄγδοο ὄρο λέγει τήν ἁγνεία: αἴσθηση παντοτινά προσκολλημένη στό Θεό. Ἐννοεῖται ὅτι ἄν ὁλόκληρη ἡ αἴσθηση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι στό Θεό, δέν ὑπάρχει χῶρος γιά καμμία ὑλική αἴσθηση, γιά καμμία γήινη ἡδονή.




Ἔνατος ἕπεται ὁ ὅρος τῆς ἀγάπης: ἐνδυνάμωση τῆς φιλίας πρός αὐτούς πού σέ ὑβρίζουν καί σέ κακολογοῦν. Ἐδῶ ἐννοεῖται κυρίως ἡ ἐσωτερική σου διάθεση πρός αὐτούς.




Δέκατος καί τελευταῖος ὁ ὅρος τῆς τελείας ἀλλοιώσεως: μέσα στή θεία τρυφή νά θεωρεῖς χαρά τή στυγνότητα τοῦ θανάτου.


Στόν προσωπικό ἀγῶνα γιά τήν κατοχύρωση τῶν δέκα ὅρων θά χρειαστοῦμε λίγο φῶς στό δρόμο μας. Διαφορετικά θά σκοντάφτουμε πάνω σε διαφόρους λίθους: τό ἐγώ μας, οἱ σαρκικές ἀπολαύσεις, τό ὑλιστικό περιβάλλον μας. Τό φῶς τῆς ἀληθινῆς γνώσεως εἶναι νά μπορεῖς νά διακρίνεις ἀπταίστως τό Καλό ἀπό τό Κακό. Γιατί τότε ἡ ὁδός τῆς δικαιοσύνης, κατευθύνει τόν νοῦ πρός τόν «ἥλιο τῆς δικαιοσύνης», καί τόν εἰσάγει στόν ἄπειρο φωτισμό τῆς Γνώσεως.




Ἡ Γνώση ὅμως πού ἀναφέρουμε ἐδῶ δέν εἶναι Σοφία. Καί τά δύο εἶναι βεβαίως χαρίσματα τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο, ἀλλά ἡ διαφορά εἶναι ὅτι ἡ μέν Γνώση συνάπτει τόν ἄνθρωπο μέ τό Θεό ἐμπειρικά, μέ αἴσθημα, χωρίς νά κινεῖ τήν ψυχή σέ λόγια. Ἡ δέ Σοφία, ὅταν δοθεῖ, φανερώνει τίς ἐνέργειες τῆς γνώσης καί μπορεῖ νά ἐκφραστεῖ μέ λόγια (Ἡ ὄντως Θεό-λογία• ὄχι αὐτό πού διδάσκεται στά Πανεπιστήμια).




Τό δῶρο τῆς Γνώσεως ὅμως δίδεται στόν ἄνθρωπο, ὅταν αὐτός ἀγαπήσει τόν Ποιητή του «ἐν αἰσθήσει καρδίας». Τότε φανερώνεται καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρός αὐτόν, χωρίς αὐτό νά σημαίνει ὅτι τότε ἀρχίζει νά τόν ἀγαπᾶ ὁ Θεός. Ἐν συνεχείᾳ ὅσο πιό βαθιά στήν ψυχή του δέχεται τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τόσο περισσότερο δίνεται στό Θεό. Κατόπιν ὁ ἄνθρωπος αὐτός ζεῖ μέ τή φώτιση τῆς γνώσεως, σέ ἕνα συναίσθημα σφοδροῦ ἔρωτα, μέχρις ὅτου νοιώσει τήν ἐμπειρία αὐτή ἀκόμα καί στά ὀστᾶ του, χωρίς καθόλου νά ἀναγνωρίζει τόν ἑαυτό του, ἀλλά εἶναι ὁλόκληρος ἀλλοιωμένος ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.




Ὅμως ὁ ἄνθρωπος συνήθως ζεῖ μέ ἄλλους ἀνθρώπους, καί δέν ζεῖ μόνος μέ τό Θεό, ἤ τουλάχιστον μόνον διά τό Θεό, ἀκόμη καί μαζί μέ τούς ἄλλους. Ἡ ἐπίδραση τῶν ἄλλων στή σχέση του μέ τό Θεό εἶναι ὡς ἑξῆς: ἄν ζεῖ στήν ἀγάπη του μέ τό Θεό, πλημμυρίζει ἡ ἀγάπη καί καλύπτει καί τόν πλησίον. Αὐτή ἡ ἀγάπη εἶναι μέ πνευματική αἴσθηση, δέν εἶναι μέ σαρκική φιλία, ἡ ὁποία διαλύεται μέ τήν παραμικρή αἰτία. Στήν πνευματική σχέση, κι ἄν προκληθεῖ παροξυσμός, ἡ ἀγάπη δέν διαλύεται, γιατί ἔχει τήν πηγή της στόν οὐρανό καί ὄχι στό συμφέρον. Ἡ γλυκύτητα τοῦ Θεοῦ ἀφανίζει τήν πίκρα τῆς ἔριδος, εἴτε σέ ἔχουν ὑβρίσει, εἴτε σέ ἔχουν ζημιώσει. Ἀντιστρόφως ὅμως, ἄν δέν ἀγαποῦμε ἕναν συνάνθρωπο, δέν μποροῦμε νά φθάσουμε στήν ἀγάπη γιά τό Θεό. Ἡ καρδιά μᾶς εἶναι ἀκόμα στενή γιά νά τήν δεχθεῖ.




Βλέπουμε λοιπόν δύο εἴδη ἀγάπης: ἡ φυσική ἀγάπη τῆς ψυχῆς καί ἐκείνη πού γεννᾶται στήν ψυχή ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἡ πρώτη κινεῖται ἀπό τή θέλησή μας, καί γιά αὐτό διαρπάζεται εὔκολα ἀπό τό Κακό, τά πονηρά πνεύματα, ὅταν δέν κυριαρχοῦμε δυνατά στήν προαίρεσή μας. Ἡ ἄλλη ὅμως καίει τόσο πολύ τήν ψυχή γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὥστε ὁλόκληρη νά προσκολλᾶται στό θεῖο πόθο.




Πρίν φθάσει κανείς στήν τελεία ἀγάπη ὅμως, πρέπει νά περάσει ἀπό τό στάδιο τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ. Αὐτό εἶναι τό στάδιο τοῦ καθαρισμοῦ, ὅταν διαθέτουμε ἀκόμη μέτρια ἀγάπη. Γιατί ἡ τελεία ἀγάπη διώχνει τόν φόβο (Α’ Ἰω. 4,18). Ἀκόμη καί γιά αὐτό τό στάδιο ὅμως, ἀπαιτεῖται παραμερισμός ὅλων των βιοτικῶν φροντίδων, ὁπότε μπορεῖ ὁ νοῦς νά φθάσει σέ τελεία ἡσυχία καί ἀμεριμνησία. Ἐδῶ πρέπει νά ἐννοήσουμε, ὅτι παραμερισμός ὅλων των βιοτικῶν φροντίδων νοεῖται ἡ μή προσήλωση σ’ αὐτές, πού μπορεῖ νά γίνει ἀκόμη καί μέσα στόν θόρυβο τοῦ κόσμου, καί ὄχι μόνο στόν τέλειο ἀναχωρητισμό. Ἁπλά ὁ δεύτερος δρόμος εἶναι ὁ πλέον γρήγορος.




Στό ἥσυχο λιμάνι τῆς τελείας ἡσυχίας τοῦ νοῦ, ἀρχίζει νά μᾶς ταράσσει ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, φανερώνοντας τήν ἐσωτερική μας βρωμιά. Τότε βλέπουμε τί πρέπει νά καθαριστεῖ γιά νά εἴμαστε ἀρεστοί ἐνώπιων τοῦ Θεοῦ. Μέ τόν τρόπο αὐτό, σιγά-σιγά, φθάνουμε στήν καθαρότητα τῆς καρδίας, ὁπότε ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ δίνει τή θέση του στήν τελεία ἀγάπη, στή σχέση Πατέρα καί γιοῦ.




Ἕνας καλός δείκτης πραγματικῆς ἀγάπης καί πίστης στό Θεό εἶναι ἡ συνείδηση. Φυσικά αὐτό ἰσχύει μόνο ἄν δέν τήν ἔχομε ἀποκοιμήσει μέ συνεχεῖς καταπατήσεις. Κανείς δέν μπορεῖ εἴτε νά ἀγαπᾶ εἴτε νά πιστεύει πραγματικά, ἄν δέν σταματήσει ὁ ἐαυτός του νά τόν κατηγορεῖ. Γιατί ὅταν ἡ συνείδησή μας μᾶς ταράσσει μέ τούς ἐλέγχους, ὁ νοῦς δέν μπορεῖ νά αἰσθανθεῖ τήν ὀσμή τῶν ὑπερκοσμίων ἀγαθῶν, ἀλλά ἀμέσως διασπᾶται ἀπό ἀμφιβολία. Ποθεῖ βέβαια τήν πίστη, ἐξαιτίας προηγούμενης ἐμπειρίας, ἀλλά δέν μπορεῖ νά τή συλλάβει μέ τήν καρδιακή αἴσθηση, ἐξαιτίας τῶν τύψεων τῆς συνειδήσεως. Ἀπαιτεῖται λοιπόν μεγαλύτερη προσοχή γιά τήν ἐπίτευξη τοῦ καθαρμοῦ μας.




Θά βοηθήσει πολύ στόν καθαρισμό μας νά κατανοήσουμε τό Πλατωνικό «ὅνπερ οἱ παλαιοί τέ καί σοφοί λέγουσιν, ὁ ὅμοιος τῷ ὁμοίῳ» (Γοργίας, 510b 3-4) ἤ τό Ἀριστοτελικό «ὅθεν τόν ὅμοιον φάσιν ὡς τόν ὅμοιον» (Ἤθ. Νικομ. 1155a 34). Στήν περίπτωσή μας, ὅπως οἱ σωματικές αἰσθήσεις μᾶς προτρέπουν, καί κάπως βίαια μάλιστα, πρός ἐκεῖνα πού φαίνονται καλά στό σῶμα, ἔτσι καί ἡ αἴσθηση τοῦ νοῦ συνηθίζει νά μᾶς ὁδηγεῖ πρός τά ἀόρατα ἀγαθά, ἅπαξ καί γευθεῖ τή γλυκύτητα τοῦ Θείου. Δηλ. τό σῶμα, ὡς ὕλη, ποθεῖ τήν ὕλη, ὁ δέ νοῦς, ὡς ἄυλος ποθεῖ τά οὐράνια. Γιά νά βιώσουμε λοιπόν ἀπλάνευτα τήν ἄυλη αἴσθηση τοῦ νοῦ, ἀπαιτεῖται νά λεπτύνουμε τήν ὕλη μᾶς (τή σάρκα) μέ κόπους καί γυμνάσματα.




Πολύ λίγοι ἄνθρωποι ὅμως μποροῦν νά ἀναγνωρίσουν ἀκριβῶς ὅλα τα πταίσματά τους, καί νά κρατοῦν τό νοῦ τους συνεχῶς στήν ἐνθύμηση τοῦ Θεοῦ. Μία καλή ἀναλογία θα πάρουμε από τά σωματικά μάτια. Ὅταν τά μάτια εἶναι ὑγιῆ, ἀντιλαμβανόμαστε καί τά παραμικρά ἔντομα πού πετοῦν ἐμπρός μας. Ὅταν ὅμως εἶναι θολά ἤ καλύπτονται ἀπό κάποιο ὑγρό τότε δέν ἀντιλαμβανόμαστε παρά μόνο τα πιό μεγαλόσωμα ἀντικείμενα, καί αὐτά μάλιστα ἀμυδρά. Ἀναλόγως, νοοῦμε ὡς πνευματική θόλωση τή φιλοκοσμία. Ἄν ἐλαττώσουμε τήν ἐκτίμηση πού δείχνουμε γιά τόν κόσμο, τόν κοινωνικό μας περίγυρο δηλαδή, θά ἀρχίσουμε νά βλέπουμε καί τά μικρότερα πταίσματά μας ὡς μεγάλα. Εἰδάλλως, δέν ἀντιλαμβανόμαστε τά σφάλματά μας, ἐκτός ἄν πρόκειται γιά φόνο ἤ κάτι ἀνάλογο. Ἀλλά καί τότε ἡ διάθεσή μας κεῖται χαλαρά ἔναντί του λάθους μας, καί προσπαθεῖ νά τό δικαιώσει.




Εἶναι εὐκολονόητο ὅτι μητέρα τῆς φιλοκοσμίας, ἀλλά καί ὅλων σχεδόν τῶν κακῶν, εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια. Ἐξαιτίας τῆς θέλουμε νά εἴμαστε ἀρεστοί στόν κόσμο, ἀντί νά προσπαθοῦμε νά εἴμαστε ἀρεστοί στό Θεό. Ἕνας εὔκολος τρόπος νά μαραθεῖ ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἡ ὑπακοή. Εὔκολος ὄχι ἐπειδή εἶναι εὔκολη ἡ ὑπακοή, κάθε ἄλλο, ἀλλά ἐπειδή ἄν τήν ἀποκτήσουμε ἀπομακρύνεται ἀμέσως ἡ ὑπερηφάνεια. Καί αὐτό ἐπειδή ἡ ὑπακοή ἐξαφανίζει τήν ὑπεροψία καί γεννᾶ μέσα μας τήν ταπεινοφροσύνη. Ἀπό ἐδῶ ἀνοίγει ὁ δρόμος γιά νά εἰσέλθει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τό Φῶς τῆς Γνώσεως μέσα μας.




Ἡ ἴδια ἡ ἐνέργεια τῆς Γνώσεως διδάσκει αὐτούς πού τή δέχθηκαν, ὅτι στήν οὐσία μόνο μία εἶναι ἡ φυσική ἐνέργεια τῆς ψυχῆς. Ὅμως διεσπάσθη σέ δύο ἐξαιτίας τῆς Πτώσεως τοῦ Ἀνθρώπου, μέ ἀποτέλεσμα τό ἕνα μέρος τοῦ ἀνθρώπου νά ποθεῖ τά ἄνω, τό δέ ἄλλο μέρος νά ποθεῖ τά κάτω. Ὅμως βλέπουμε ὅτι ὅσοι ἀπαλλάσσονται εὐχαρίστως ἀπό τά καλά του βίου μέ τήν ἐλπίδα τῶν οὐρανίων ἀγαθῶν, καί μέ τήν ἐγκράτεια ἐμάραναν ὅλη τήν ὄρεξη τῶν σωματικῶν αἰσθήσεων, λαμβάνουν δωρεά τήν ἁπλή αἴσθηση τοῦ νοῦ. Ὁ νοῦς τους ἔχει τήν ἱκανότητα νά αἰσθάνεται ἀπερίγραπτα τή θεία χρηστότητα. Ὅμως μπορεῖ νά μεταδώσει καί λίγο ἀπό τή χαρά πού νιώθει καί στό σῶμα. Αὐτό εἶναι μιά ἔνδειξη τῆς πρό-πτωτικῆς ἑνότητος, τῆς ἀφθαρσίας: τό σῶμα (μέσῳ τοῦ Νοῦ) χαίρει καί ἀγάλλεται ἐξαιτίας νοερῶν ἀγαθῶν καί ὄχι ὑλικῶν. Ἐδῶ διαφαίνεται ἐπίσης καί μιά λεπτή ἰσορροπία ψυχῆς – σώματος. Δηλαδή, ὅταν βιάζουμε την φυσική κατάσταση τοῦ νοῦ, μεταδίδει καί στό σῶμα ἕνα ἄγχος ἤ κάτι ἀνάλογο. Ἄν ταραχθεῖ αὐτή ἡ ἰσορροπία ἀκολουθοῦν πολλές φορές ἀσθένειες, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος εἶναι δισύνθετος.




Ἡ αἴσθηση τοῦ νοῦ πού ἀναφέρθηκε παραπάνω, εἶναι ἡ ἀκριβής γεύση τῶν διακρινομένων καταστάσεων. Ὅπως ἀκριβῶς μέ τή γεύση τοῦ σώματος, μποροῦμε, ἄν εἴμαστε ὑγιεῖς, νά διακρίνουμε τίς κατάλληλες τροφές ἀπό τίς ἀκατάλληλες καί ἀλλοιωμένες, ἔτσι καί ἡ αἴσθηση τοῦ νοῦ. Ὅταν ἀρχίσει νά κινεῖται μέ εὐρωστία, ἐξ αἰτίας τῆς ἀμεριμνίας, μπορεῖ νά καταλαβαίνει τή θεία παράκληση-δωρεά ἀπό τήν ἀντίθετη. Ἔτσι, δέν θά συναρπάζεται ἀπό αὐτή, ὅσο γλυκιά κι ἄν φαίνεται, γιατί καταλαβαίνει ὅτι εἶναι ἐπιζήμια.




Ὅπως ὅμως δέν μπορεῖ νά λέγεται κάποιος ὑγιής καί ἀρτιμελής ἄν τοῦ λείπει κάποιο μέλος, ἔστω καί λεπτότατο, ἔτσι καί ὁ Νοῦς πού θέλει νά φτάσει στή Διάκριση πρέπει νά ἔχει τό ἐπώνυμο ὅλων των ἀρετῶν, δηλαδή τήν ἐγκράτεια. Τήν ἐγκράτεια πρέπει νά τήν καλλιεργοῦμε σέ ὅλα, καί ὄχι μόνο στίς σωματικές ἀρετές ἤ μόνο στίς ψυχικές. Αὐτό τό ὑπαγόρευαν καί οἱ Ἀρχαῖοι Σοφοί. Γιά παράδειγμα ἕνας χρησμός τῆς Σίβυλλας λέγει:


ἐν μέτρῳ φαγέειν, πιέειν καί μυθολογεύειν•


πάντων μέτρον ἄριστον• ὑπερβασίη δ' ἀλεγεινόν.

Γιατί ποιό θά εἶναι τό ὄφελος ἄν κάποιος τρώγει μέ μέτρο, ἀλλά δέν φροντίζει νά ἐλαττώνει τήν ὑπεροψία καί τή φιλοδοξία;




Πρέπει νά τονιστεῖ ἐδῶ ὅτι μέ τήν ἐγκράτεια φροντίζουμε νά μισοῦμε τίς παράλογες ἐπιθυμίες, σέ σημεῖο πού νά γίνει ἕξη τό ἐναντίον τούς μῖσος, ἀλλά σέ καμμία περίπτωση δέν μισοῦμε τήν ἴδια τήν ὕλη, δῆθεν ὡς κακό. Οὔτε καλή εἶναι ἡ ὕλη οὔτε κακή. Καί πῶς νά εἶναι κακή, ὅταν τό κακό δέν ἔχει ὀντολογική ὑπόσταση; Κακό εἶναι ἁπλά ἡ ἀπουσία καλοῦ, ὅπως σκοτάδι εἶναι ἡ ἀπουσία φωτός. Γιατί ὁ Θεός ἐποίησε τά πάντα λίαν καλῶς. (Γέν. 1,31) Γιά παράδειγμα, δέν ἀπέχουμε ἀπό τίς τροφές ἐπειδή εἶναι κακές, ἀλλά ἀποφεύγουμε τίς πολλές καί ὑπερβολικά νόστιμες τροφές γιά νά διαπαιδαγωγοῦμε τά ἀρρωστημένα (πνευματικά) μέρη τῆς σάρκας μας. Συνάμα τό περίσσευμα ἀπό τίς τροφές μπορεῖ νά δοθεῖ σέ κάποιον συνάνθρωπο πού στερεῖται, μέ ἀποτέλεσμα νά ἐξασκοῦμαστε καί στήν Ἀγάπη. Ὁμοίως καί σέ ὅλες τίς ἄλλες μορφές ἐγκρατείας.




Γιά νά μπορέσουμε ὅμως νά ἀπέχουμε εὐχαρίστως ἀπό τά πολλά καί νόστιμα φαγητά, καί γενικότερα ἀπό τίς ὑπόλοιπες ἀντίστοιχες τροφές, πρέπει νά φθάσουμε νά γευθοῦμε τή γλυκύτητα τοῦ Θεοῦ μέ κάθε αἴσθηση καί βεβαίωση. Δέν ἀρκεῖ νά ἀκούσεις κάτι ἤ νά διαβάσεις• πρέπει καί νά γευθεῖς.




Ἐπειδή ὅμως τό «πᾶν μέτρον ἄριστον» εἶναι ἀμφίδρομο, πρέπει νά ὑπογραμμίσουμε ὅτι χρειάζεται προσοχή καί στήν πλάνη τῆς ὑπερβολικῆς ἐγκρατείας. Γιατί ἐνῷ τό σῶμα πού εἶναι βεβαρυμένο μέ πλῆθος τροφῶν καταντᾶ τό νοῦ κάπως δειλό καί δυσκίνητο, ἡ ὑπερβολική ἔλλειψη καί καχεξία καθιστᾶ τό πνεῦμα θλιβερό καί ἀδιάφορο γιά Θεῖο λόγο. Σύμμετρη ἄσκηση λοιπόν. Ὅταν τό σῶμα ὑγιαίνει ὑπερβολικά καί γίνεται ἀτίθασο, τό συγκρατοῦμε. Ὅταν ὅμως ἀσθενεῖ πρέπει νά τό φροντίζουμε κατάλληλα, γιά νά μπορεῖ νά ἀντέχει στόν ἀγῶνα, ὥστε νά καθαρίζεται ἡ ψυχή ἀκόμα καί μέσα ἀπό τούς κόπους τοῦ σώματος.




Ἕνα ἄλλο παράδειγμα ἀποτελεῖ τό λουτρό τοῦ σώματος. Ἐνῷ δέν πρέπει νά τό θεωροῦμε ἁμαρτωλό ἤ παράλογο, ἡ ἀποχή ἀπό αὐτό δείχνει ἀνδρεία καί σωφροσύνη. Πράγματι μέ τήν ἀποχή ἀπό τό λουτρό ἀποφεύγουμε τήν ἐκθήλυνση καί τρυφηλότητα τῆς σάρκας, ἐξαιτίας τῆς ἡδονικῆς ὑγρασίας. Ἐπίσης ἀποφεύγουμε τή γυμνότητα τοῦ σώματος, ἡ ὁποία μπορεῖ νά ὁδηγήσει ἕναν ἀπρόσεχτο νοῦ σέ ὀλισθήματα πού ἀνακόπτουν τόν πνευματικό ἀγῶνα.




Ἄν παρατηρήσουμε ὅτι ὁ ἐαυτός μας ἀγανακτεῖ ὑπερβολικά σέ τυχόν ἀσθένειες καί σωματικές ἀνωμαλίες, πρέπει νά καταλάβουμε ὅτι ἡ ψυχή εἶναι ἀκόμα δεδουλωμένη στίς σωματικές ἐπιθυμίες. Ἐπειδή ἡ ψυχή ποθεῖ τίς ὑλιστικές ἀπολαύσεις, ἀκόμη κι ἄν διανοητικῶς νομίζουμε ὅτι δέν τίς θέλουμε, δέν θέλει νά ἀφήσει τά καλά τοῦ βίου, ἀλλά καί θεωρεῖ μεγάλη ἐνόχληση πού δέν μπορεῖ νά τίς ἀπολαύσει ἐξαιτίας τῆς ἀσθενείας. Ἀντιθέτως, ἄν δεχόμαστε μέ εὐχαρίστηση τίς στενοχώριες ἀπό τίς ἀρρώστιες, αὐτό σημαίνει ὅτι δέν εἴμαστε μακριά ἀπό τά ὅρια τῆς ἀπαθείας. Τότε ἀποδεχόμαστε μέ χαρά ἀκόμα καί τό θάνατο, ὡς εὐκαιρία ἀληθινότερης ζωῆς!




Ἡ ψυχή δέν θά ἐπιθυμήσει νά χωρισθεῖ ἀπό τό σῶμα, ἔως ὅτου ἀκόμα καί ἡ διάθεσή της πρός τόν ἀέρα πού ἀναπνέουμε τῆς γίνει ἀδιάφορη. Ὅλες οἱ αἰσθήσεις μας ἀντίκεινται στήν πίστη, μέ τήν ἔννοια ὅτι ἔχουν διαφορετικό ἀντικείμενο ἀπό αὐτήν (ἐγκόσμια-ἐπουράνια). Στόν ἀγωνιστή λοιπόν δέν ταιριάζει νά προσκολλᾶται ἡ σκέψη του στίς ἐπίγειες αἰσθητές ὀμορφιές, ἀλλά χρησιμοποιώντας τά ἀναγκαῖα μέ εὐχαρίστηση πρός τό Θεό πού τά παρέχει, νά θεωρεῖ τόν βίο σάν ξένο δρόμο, ἔρημο ἀπό κάθε σαρκική διάθεση. Μόνο ἄν περιορίσουμε ἔτσι τή διάνοιά μας θά τήν ἐπαναφέρουμε ὁλόκληρη στίς γραμμές τῆς αἰωνίου ὁδοῦ.




Αὐτό δέν εἶναι ἀκατόρθωτο. Γιατί ὅποιος ἐνδημεῖ πάντοτε μέσα στήν καρδιά του, ἐκδημεῖ ἐντελῶς ἀπό τίς ὀμορφιές τοῦ βίου. Αὐτός βαδίζει μέσα στό φρούριο τῶν ἀρετῶν, καί ἔχει τίς ἴδιες τίς ἀρετές σάν θυρωρούς στήν πολιτεία τῆς ἁγιότητος. Αὐτός εἶναι ἄτρωτος ἀπό τίς μηχανορραφίες τῶν δαιμόνων, ἀκόμη καί ἄν ἐξαπολυθοῦν ἐναντίον τοῦ τά βέλη τοῦ σαρκικοῦ ἔρωτα, καί φθάσουν μέχρι τίς θυρίδες τῆς φύσεως.




Ὁ πλέον δοκιμασμένος δρόμος γιά τήν πνευματική τελείωση πού ἔχει περιγραφεῖ ἕως ἐδῶ εἶναι μέσῳ τῆς Νοοκαρδιακῆς Προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ, δηλαδή ἡ συγκέντρωση τοῦ νοῦ μέσα στήν καρδιά (ἐδῶ νοεῖται ὡς ἕδρα τῆς ψυχῆς) καί ἡ ἐπανάληψη τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεανθρώπου «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ Υἱέ τοῦ Θεοῦ ἐλέησον μέ». Αὐτό μπορεῖ νά ἀντικατασταθεῖ στήν πορεία ἀπό τήν αἴσθηση τῆς παρουσίας Τοῦ μέσα στήν καρδιά, καί τελικά ἀπό τή Θεία Θεωρία. Εἶναι μέθοδος πού ἀναπτύχθηκε κυρίως ἀπό Ἕλληνες Πατέρες (Κίνημα Νιπτηκῶν, Ἅγιον Ὅρος 12ος αἰῶνας) καί ταιριάζει περισσότερο στήν ψυχοσύνθεση τοῦ Ἕλληνα. Ὅταν ὁ νοῦς εἶναι ἔξω ἀπό τά πάθη, καί ἄν γιά λίγο ἡ ἐργασία του, δηλαδή ἡ προαναφερθεῖσα εὐχή, ὑποκλαπεῖ ἀπό τή λήθη, ἀμέσως πάλι (ὁ νοῦς), χρησιμοποιώντας τήν ἐνέργειά του, καταπιάνεται θερμῶς μέ τό πολυπόθητο καί σωτήριο ὄνομα. Τότε καί ἡ ψυχή ἔχει χαρά, νά συμμελετᾶ μαζί μέ τό νοῦ (ἐνοποίηση), καί νά κράζει τό «Κύριε Ἰησοῦ». Τήν ἴδια χαρά ἔχει καί μιά μητέρα πού προσπαθεῖ νά διδάξει στό μωρό της νά προφέρει τή λέξη «Μπαμπάς». Τό ἐπαναλαμβάνει μαζί του, μέχρι νά φθάσει τό μικρό νά τό λέει καθαρά, ἀκόμη καί στόν ὕπνο του, ἀντί γιά ἄλλες μωρουδίστικες ἐκφράσεις. Αὐτό ἐννοεῖ καί ὁ θεσπέσιος Παῦλος ὅταν λέει «(Ρωμ. 8:26) Ὠσαύτως δέ καί τό Πνεῦμα συναντιλαμβάνεται ταῖς ἀσθενείαις ἠμῶν• τό γάρ τί προσευξώμεθα καθό δεῖ οὐκ οἴδαμεν, ἀλλ' αὐτό τό Πνεῦμα ὑπερεντυγχάνει ὑπέρ ἠμῶν στεναγμοῖς ἀλαλήτοις•». Εἶναι κεφαλαιώδους σημασίας αὐτή ἡ συνταύτιση μέ τή νηπιακή κατάσταση, τήν κατάσταση ἀδυναμίας, γιά νά ταπεινωθοῦμε καί νά προσελκύσουμε τή Θεία Χάρη. Καί ὅπως λέει καί ὁ Ἰωάννης ὁ Καρπάθιος, ὅταν ἔλθει ἡ Θεία Χάρις, θά ἐμβάλλει τροφή στή διάνοιά μας, μέ τόν ἴδιο τρόπο πού δέχεται τήν τροφή τό μικρό χελιδόνι πού χάσκει τό στόμα του, ἀπό τόν γονέα του. ΑΜΗΝ.







Μοναχὸς Κλαυδιανὸς

Ἅγιον Ὄρος




Πηγή: ClopYPastE.gr - ClopYandPastE.gr - ClopYandPastE.blogspot.com