116. Όταν ακούσεις ότι ο Χριστός κατέβηκε στον άδη και ελευθέρωσε όλες τις ψυχές που ήταν εκεί, μη νομίζεις ότι αυτό είναι μακριά και από όσα γίνονται σήμερα. Να θεωρείς δηλαδή ότι η καρδιά είναι τάφος και εκεί είναι θαμμένοι οι λογισμοί και ο νους, μέσα σε βαθύ σκοτάδι.
117. Συμβαίνει πολλές φορές να σου μιλά κατά φαντασίαν μέσα στην καρδιά σου ο σατανάς και να σου λέει: «Κοίταξε πόσα κακά έργα έχεις κάνει. Η ψυχή σου είναι γεμάτη ανομίες, βαρύνεσαι με πολλές και βαρύτατες αμαρτίες.» Μη σε ξεγελά λοιπόν με αυτά ο σατανάς και με πρόφαση ταπεινώσεως σε σπρώχνει στην απελπισία.
Γιατί από τον καιρό που με την παράβαση μπήκε στον άνθρωπο η κακία, ο σατανάς απέκτησε δυνατότητα να μιλά κατά κάποιο τρόπο καθημερινά στην ψυχή, σαν άνθρωπος με άνθρωπο, και να της υποβάλλει τα άτοπα.
Εσύ λοιπόν αποκρίσου του: «Ναι, αλλά έχω γραπτές τις διαβεβαιώσεις του Θεού που λέεκ "Δεν επιθυμώ το θάνατο του αμαρτωλού, αλλά να επιστρέψει με τη μετάνοια και να έχει ζωή(Ιεζ. 18, 23· 33,11)". Γιατί τότε τι ήθελε να κατεβεί ο Θεός στη γη, αν όχι για να σώσει τους αμαρτωλούς και να φωτίσει αυτούς που ζουν στο σκοτάδι και να δώσει ζωή στους νεκρούς από την αμαρτία;»
118. Όπως η αντίπαλη δύναμη, έτσι και η θεία χάρη προτρέπει χωρίς να εξαναγκάζει, και αυτό για να διαφυλάσσεται η ελευθερία και η αυτεξουσιότητά μας. Γι' αυτό και για όσα κακά κάνει ο άνθρωπος με την υπόδειξη του σατανά, δέχεται αυτός και όχι ο σατανάς την τιμωρία, γιατί δε σύρθηκε με τη βία, αλλά με το θέλημά του υπάκουσε στην κακία.
Το ίδιο συμβαίνει και με το αγαθό. Δεν αποδίδει η χάρη το αγαθό στον εαυτό της, αλλά στον άνθρωπο, και γι' αυτό τον δοξάζει, γιατί αυτός έγινε αίτιος του αγαθού στον εαυτό του. Ούτε πάλι η χάρη δεσμεύει, όπως είπαμε, με αναγκαστική δύναμη τη θέληση του ανθρώπου, ώστε να μην μπορεί να στραφεί αλλού.
Αλλά αν και συνυπάρχει, δίνει ωστόσο το προβάδισμα στο αυτεξούσιο, για να φανερωθεί η θέληση του ανθρώπου που κλίνει, στην αρετή ή στην κακία. Γιατί ο νόμος δεν είναι για την ανθρώπινη φύση, αλλά για την αυτεξουσιότητα της προαιρέσεως, η οποία μπορεί να στραφεί προς το αγαθό ή το κακό.
119. Πρέπει να φυλάγομε την ψυχή και να μην την αφήνομε να συνομιλεί με βέβηλους και πονηρούς λογισμούς. Όπως το σώμα μολύνεται όταν έρθει σε συνάφεια με άλλο σώμα και διαπράξει την αμαρτία, έτσι και η ψυχή διαφθείρεται όταν δέχεται πονηρούς και ακάθαρτους λογισμούς και συμφωνεί και συγκατατίθεται με αυτούς.
Και όχι μονάχα τους λογισμούς της πονηρίας και της πορνείας, αλλά και κάθε κακίας, λ.χ. απιστίας., δολιότητας, κενοδοξίας, οργής, φιλονεικίας. Αυτό θα πει να καθαρίζομε τον εαυτό μας από κάθε μολυσμό, σαρκικό ή πνευματικό(Β΄ Κορ. 7, 1). Πρέπει όμως να γνωρίζεις ότι υπάρχει διαφθορά και πορνεία και στο αφανές της ψυχής, η οποία ενεργείται με άτοπους λογισμούς. και όπως εκείνον που διαφθείρει το ναό του Θεού, δηλαδή το σώμα, θα τον αφανίσει ο Θεός, κατά τον Απόστολο(Α΄ Κορ. 3, 17), έτσι κι εκείνος που διαφθείρει την ψυχή και το νου με το να συμφωνεί και να συγκατίθεται στα άτοπα, είναι άξιος να τιμωρηθεί.
Όπως λοιπόν πρέπει να φυλάγομε το σώμα από το ορατό αμάρτημα, έτσι πρέπει να φυλάγομε και την ψυχή από άτοπους λογισμούς, γιατί είναι νύμφη Χριστού. Λέει ο Απόστολος: «Σας αρραβώνιασα με έναν άνδρα, το Χριστό, για να σας παρουσιάσω σ' Αυτόν σαν αγνή παρθένα»((Β΄ Κορ. 11, 2). Πρόσεξε τι λέει και η Γραφή: «Με κάθε προσοχή φύλαγε την καρδιά σου, γιατί από αυτό θα οδηγηθείς στη ζωή»(Παροιμ. 4, 23). Μάθε ακόμη ότι οι διεστραμμένοι λογισμοί χωρίζουν από το Θεό, όπως διδάσκει η θεία Γραφή(Σ. Σολ. 1, 3).
120. Ο καθένας οφείλει να ζητά λογαριασμό από την ψυχή του και να την ανακρίνει και να εξετάζει ποιες είναι οι κλίσεις της. Και αν βλέπει την καρδιά του ότι δε συμφωνεί με τους νόμους του Θεού, ας αγωνίζεται με όλη του τη δύναμη, όπως το σώμα, έτσι και το νου να τον διατηρεί αδιάφθορο και ανένδοτο στους πονηρούς λογισμούς, αν βέβαια θέλει, σύμφωνα με τη θεϊκή υπόσχεση, να έρθει μέσα του ο Καθαρός να κατοικήσει. Γιατί Αυτός υποσχέθηκε να κατοικήσει και να βαδίσει(Β΄ Κορ. 6, 16) μέσα στις καθαρές ψυχές που αγαπούν το καλό.
121. Όπως ο γεωργός που δίνει όλη την επιμέλειά του στη γη του, πρώτα την οργώνει και μαζεύει τα αγκάθια, κι έπειτα ρίχνει το σπόρο, έτσι και εκείνος που περιμένει να λάβει από το Θεό το σπόρο της χάρης, πρέπει πρώτα να καθαρίζει τη γη της καρδιάς του, ώστε όταν πέσει ο σπόρος του Πνεύματος, να δώσει πλήρεις και πολλαπλάσιους καρπούς. Αν δε γίνει πρωτύτερα αυτό και δεν καθαρίσει τον εαυτό του από κάθε μολυσμό σαρκικό και πνευματικό(Β΄ Κορ. 7, 1), είναι ακόμη σάρκα και αίμα(Α΄ Κορ. 15, 50) και βρίσκεται μακριά από τη ζωή.
122. Από όλες τις πλευρές πρέπει να παρατηρούμε με μεγάλη οξύτητα τα τεχνάσματα και τους δόλους και τα κακούργα σχέδια του εχθρού. Γιατί όπως το Άγιο Πνεύμα λέει με το στόμα του Παύλου ότι έγινε για τους πάντες τα πάντα, ώστε να κερδίσει τους πάντες(Α΄ Κορ. 9, 22), έτσι και η κακία φροντίζει και γίνεται τα πάντα, ώστε όλους να τους οδηγήσει στην απώλεια.
Έτσι ο σατανάς σ' εκείνους που προσεύχονται υποκρίνεται ότι συμπροσεύχεται, με σκοπό να τους εξαπατήσει με την πρόφαση της προσευχής και να τους προξενήσει την έπαρση. Σ' όσους νηστεύουν υποκρίνεται ότι νηστεύει μαζί τους, θέλοντας να τους παρασύρει στην οίηση της νηστείας. Σ' εκείνους που έχουν γνώση των Γραφών κάνει τα ίδια, επιθυμώντας να τους βγάλει με το πρόσχημα της γνώσεως από τον ορθό δρόμο.
Σ' εκείνους που αξιώθηκαν να τους αποκαλυφθεί θείο φως, ενεργεί παραπλήσια, μετασχηματίζεται δηλαδή σε φωτεινό άγγελο(Β΄ Λορ. 11, 14) για να τους απατήσει παρουσιάζοντας το δικό του ψεύτικο φως και να τους φέρει κοντά του. Και γενικά, έτσι διαφορετικά εμφανίζεται στον καθένα, παίρνοντας την κατάλληλη μορφή, ώστε με την ομοιότητα να κάνει τον καθένα υποχείριο και να τον οδηγήσει στην απώλεια με ευλογοφανή πρόφαση.
Λέει ο Απόστολος: «Να ανατρέπομε τους εχθρικούς λογισμούς και κάθε τι που ορθώνεται να πολεμήσει τη γνώση του Θεού»(Β΄ Κορ. 10, 5). Κοίταξε δηλαδή μέχρι ποιο σημείο τολμά ο αλαζόνας σατανάς: θέλει να καταβάλει και εκείνους που έχουν ήδη το Θεό με επίγνωση της αλήθειας.
Ώστε με κάθε προσοχή πρέπει να φυλάει ο καθένας την καρδιά του(Παροιμ. 4, 23) και να ζητά από το Θεό μεγάλη φρόνηση, για να μας δώσει να αντιλαμβανόμαστε τα τεχνάσματα της κακίας. Πρέπει ακόμη να έχομε ακατάπαυστα πνευματική εργασία και να προσπαθούμε να φυλάγομε με σύνεση το νου και τους λογισμούς, και να καταρτίζομε τους εαυτούς μας σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Γιατί δεν υπάρχει μεγαλύτερο και τιμιότερο έργο απ' αυτό. Όπως λέει ο Ψαλμωδός, το έργο του είναι δοξολογία και μεγαλοπρέπεια(Ψαλμ. 110, 3).
123. Συνήθεια της φιλόθεης ψυχής είναι, και αν ακόμη πράττει όλα τα έργα της αρετής, να αποδίδει το κάθε τι στο Θεό και όχι στον εαυτό της. Γι' αυτό και ο Θεός αντίθετα, βλέποντας την υγιή και ορθή σύνεση και γνώση της, τα αποδίδει όλα σ' αυτήν, και μετρά τις ανταποδόσεις Του σ' αυτήν σαν να κοπίασε μόνη της και να έκανε το παν —μ' όλο που αν θελήσει να μας κρίνει, στ' αλήθεια δε θα βρεθεί τίποτε για να δικαιωθεί ο άνθρωπος.
Αφού και τα χρήματα και όλα όσα θεωρούμε αγαθά με τα οποία μπορεί κανείς να κάνει αγαθοεργίες, είναι του Θεού, η γη και όλα όσα περιέχει(Ψαλμ. 23, 1), ακόμη και το σώμα και η ψυχή. Αλλά και το ότι είναι κανείς άνθρωπος, και αυτό κατά χάρη το έχει. Τι λοιπόν του απομένει για να δικαιολογεί την οίησή του ή να τον δικαιώνει;
Εντούτοις ο Θεός δέχεται ως τη μεγαλύτερη προσφορά από τους ανθρώπους, η οποία τον χαροποιεί περισσότερο από όσα του προσφέρονται, το εξής: γνωρίζοντας η ψυχή καλά πώς είναι η πραγματικότητα, όλα όσα αγαθά πράττει και όσα κοπιάζει για το Θεό, όσα εννοεί και μαθαίνει, σ' Αυτόν μόνο να τα αποδίδει και σ' Αυτόν να αναθέτει το παν.
124. Όταν η γυναίκα έρθει σε συμβίωση και ένωση με τον άνδρα, γίνονται όλα τα ατομικά του καθενός κοινά μεταξύ τους, ένα σπίτι και μιά περιουσία, κινητή και ακίνητη. Και όχι μόνο στα υπάρχοντα του άνδρα, αλλά και στο ίδιο το σώμα του γίνεται κυρία η γυναίκα, όπως λέει ο θείος Απόστολος: «Ο άνδρας δεν εξουσιάζει το σώμα του ο ίδιος, αλλά η γυναίκα»(Α΄ Κορ. 7, 4).
Έτσι είναι και η αληθινή και μυστική κοινωνία της ψυχής με το Χριστό, που ενώνεται μαζί Του σε ένα πνεύμα(Α΄ Κορ. 6, 17). Είναι λοιπόν επόμενο να είναι κατά κάποιο τρόπο κυρία και των ανέκφραστων θησαυρών Του, αφού έγινε νύμφη Του. Γιατί όταν ο Θεός γίνει δικός της, είναι φανερό ότι τα δικά Του όλα είναι δικά της, είτε είναι ο κόσμος, είτε η ζωή, είτε ο θάνατος, είτε άγγελοι, είτε αρχές, είτε τωρινά, είτε μελλοντικά(Ρωμ. 8, 38).
125. Όσο ο Ισραηλιτικός λαός ευαρεστούσε τον Κύριο, αν και ποτέ όσο έπρεπε, αλλά τέλος πάντων όσο είχε κάπως υγιή την πίστη προς Αυτόν, τον οδηγούσε η πύρινη στήλη και η νεφέλη(Εξ. 13, 21) και η Ερυθρά θάλασσα του άνοιγε διάβαση(Εξ. 14, 21) και πολλά άλλα θαυμαστά απολάμβανε. Όταν όμως απομακρυνόταν από την αγάπη Του, τότε παραδινόταν στους εχθρούς και υποτασσόταν σε πικρές δουλειές.
Το ίδιο συμβαίνει και στην ψυχή, η οποία με τη χάρη γνώρισε το Θεό, και αφού πρώτα καθαρίστηκε από πολλούς μολυσμούς, έπειτα έγινε και άξια να λάβει και θείες δωρεές· επειδή όμως δεν κράτησε ως το τέλος την πρέπουσα αγάπη στον ουράνιο άνδρα της, ξέπεσε από τη ζωή, της οποίας έγινε μέτοχος. Γιατί είναι δυνατόν ο εχθρός να σηκώνει κεφάλι και εναντίον εκείνων που έφτασαν σε τέτοια μέτρα.
Ώστε πρέπει να αγωνιζόμαστε με όλη μας τη δύναμη και να φροντίζομε για την αιώνια ζωή μας με φόβο και τρόμο· και μάλιστα όσοι έλαβαν το πνεύμα του Χριστού, να μην πράττουν με αμέλεια τίποτε, είτε μικρό, είτε μεγάλο, και με αυτό να λυπούν το πνεύμα του Κυρίου(Εφ. 4, 30). Γιατί όπως γίνεται χαρά στον ουρανό —καταπώς λέει η Αλήθεια(Λουκ. 15, 7)— για έναν αμαρτωλό που μετανοεί, έτσι γίνεται και λύπη για μιά ψυχή που χάνει την αιώνια ζωή.
126. Όταν η ψυχή κριθεί άξια να λάβει τη χάρη, τότε ο Θεός ακόμη περισσότερο της δίνει χρήσιμα δώρα, γνώση, φρόνηση και διάκριση. Αυτά βέβαια τα δίνει ο Θεός και όταν εκείνη τα ζητεί, ώστε να μπορέσει να διακονήσει ευάρεστα το πνεύμα, το οποίο και αξιώθηκε να λάβει, χωρίς να εξαπατάται από την κακία, χωρίς να σφάλλει από άγνοια, χωρίς να παρεκκλίνει ζώντας χωρίς φόβο και με αμέλεια και να κάνει τίποτε που δεν είναι σύμφωνο με το θέλημα του Κυρίου.
127. Όπως η ενέργεια των παθών, που είναι το εγκόσμιο πνεύμα της πλάνης, του σκότους, της αμαρτίας, θα κατοικήσει σε άνθρωπο που είναι γεμάτος από σαρκικό φρόνημα, έτσι και η ενέργεια του φωτεινού πνεύματος κατοικεί μέσα στον άνθρωπο που αγιάσθηκε, σύμφωνα με τα λόγια του Αποστόλου: «Ζητάτε απόδειξη για το ότι ο Χριστός μιλάει μέσα μου»(Β΄ Κορ. 13, 3), και: «Δε ζω πια εγώ· μέσα μου ζει ο Χριστός»(Γαλ. 2, 20), και: «Όσοι βαπτισθήκατε στο όνομα του Χριστού, ντυθήκατε το Χριστό»(Γαλ. 3, 27).
Επίσης και ο Κύριος λέει: «Θα έρθομε εγώ και ο Πατέρας μου και θα κατοικήσομε σ' αυτόν»(Ιω. 14, 23). Αυτά δεν έρχονται ανεπαίσθητα, ούτε χωρίς δραστική ενέργεια, αλλά με δύναμη και στ' αλήθεια σε όσους κρίνονται άξιοι. Ο νόμος της Παλαιάς Διαθήκης επέστρεφε πρωτύτερα τους ανθρώπους στη θεογνωσία με λόγια που ήταν αδύνατο να τα σηκώσουν, και έβαζε πάνω τους βαρύ και αβάστακτο ζυγό, χωρίς καθόλου να απλώνει χέρι βοήθειας, και τούτο γιατί δεν μπορούσε να παρέχει τη δύναμη του Πνεύματος.
Όπως λέει και ο Απόστολος: «Ο Νόμος ήταν αδύνατο να εφαρμοστεί, εξαιτίας της ανθρώπινης αδυναμίας κλπ.»(Ρωμ. 8, 3). Ύστερα όμως από την παρουσία του Χριστού, ανοίχθηκε η θύρα της χάρης σε όσους πίστεψαν αληθινά, και χορηγείται σ' αυτούς δύναμη Θεού και ενέργεια του Αγίου Πνεύματος.
128. Αφού ο Χριστός έστειλε στους μαθητές Του τη δωρεά της πρωταρχικής και φυσικής αγαθότητας του Αγίου Πνεύματος(Πράξ. 2, 3), από αυτούς η θεία δύναμη ερχόταν σε όλους εκείνους που πίστευαν και κατοικούσε στις ψυχές τους και θεράπευε τα πάθη της αμαρτίας και τους ελευθέρωνε από το σκοτάδι και τη νέκρωση.
Γιατί μέχρι τότε η ψυχή ήταν τραυματισμένη και φυλακισμένη και αιχμάλωτη στο πυκνό σκοτάδι της αμαρτίας. Αλλά και τώρα, η ψυχή που δεν αξιώθηκε να έχει ένοικο τον Κύριο, ούτε κατασκηνωμένη μέσα της τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος ενεργητικά και με κάθε δύναμη και εσωτερική βεβαιότητα, βρίσκεται ακόμη στο σκοτάδι.
Σ' εκείνους όμως που επιφοίτησε η χάρη του θείου Πνεύματος και κατοίκησε μέσα στα βάθη του νου τους, σ' αυτούς ο Κύριος γίνεται σαν ψυχή, όπως λέει ο θείος Απόστολος: «Όποιος ενώνεται με τον Κύριο, γίνεται ένα πνεύμα μαζί Του»(Α΄ Κορ. 6, 17). και ο ίδιος ο Κύριος λέει: «Όπως εγώ κι εσύ, Πατέρα, είμαστε ένα, να είναι κι αυτοί μ' εμάς ένα»(Ιω. 17, 21). Τι μεγάλη ευαρέσκεια και αγαθότητα έδειξε ο Θεός στην ανθρώπινη φύση, που τόσο ταπεινώθηκε από την αμαρτία!
Όταν η ψυχή συζούσε με την κακία των παθών, ήταν σαν ένα με αυτήν, και παρ' όλο που είχε δική της θέληση, δεν μπορούσε να κάνει εκείνο που ήθελε να κάνει, όπως λέει και ο Παύλος: «Δεν κάνω αυτό που θα ήθελα να κάνω»(Ρωμ. 7, 15). Πόσο λοιπόν περισσότερο, όταν επισκεφθεί η δύναμη του Θεού την ψυχή που αγιάσθηκε και έγινε άξιά Του, δε θα γίνει ένα το θέλημά της με το θέλημα του Θεού;
Γιατί τότε γίνεται αληθινά η ψυχή κατά κάποιο τρόπο ψυχή του Κυρίου, με το να εξουσιάζεται αυτοπροαίρετα από τη δύναμη του αγαθού Πνεύματος και να μην ακολουθεί πια το δικό της θέλημα. Γιατί λέει ο Απόστολος: «Ποιος θα μας χωρίσει από την αγάπη του Χριστού»(Ρωμ. 8, 35) —δηλαδή από την ψυχή που ενώθηκε με το Άγιο Πνεύμα;
129. Εκείνος λοιπόν που θέλει να γίνει μιμητής του Χριστού, για να ονομαστεί και αυτός υιός Θεού, γεννημένος από το πνεύμα, οφείλει πριν απ' όλα να υπομένει τις θλίψεις που έρχονται, δηλαδή τις σωματικές ασθένειες ή τις ύβρεις και τους ονειδισμούς από τους ανθρώπους, ακόμη και τις επιθέσεις των αοράτων εχθρών, με γενναιοψυχία και καρτερία.
Γιατί κατ' οικονομίαν Θεού παραχωρείται στις ψυχές η δοκιμασία των διαφόρων θλίψεων, για να φανερωθούν οι ψυχές που τον αγαπούν ειλικρινά. Αυτό είναι το σημάδι των Αγίων όλων των αιώνων, Πατριαρχών, Προφητών, Αποστόλων και Μαρτύρων, ότι πέρασαν όχι από αλλού, αλλά από το στενό δρόμο των πειρασμών και των θλίψεων και έτσι ευαρέστησαν το Θεό. «Παιδί μου, λέει η Γραφή, αν έρχεσαι για να υπηρετήσεις τον Κύριο, ετοίμασε την ψυχή σου για πειρασμούς. Έχε ευθύτητα στην καρδιά και καρτερία»(Σ. Σειράχ 2, 1-2). Και αλλού λέει: «Όλα όσα σου έρχονται, δέξου τα σαν καλά, γνωρίζοντας ότι χωρίς να θέλει ο Θεός τίποτε δεν γίνεται».
Λοιπόν η ψυχή που θέλει να ευαρεστήσει το Θεό, πρέπει πριν απ' όλα να αναλάβει την υπομονή και την ελπίδα. Μία τέχνη της κακίας είναι και αυτό, στον καιρό της θλίψεως να βάζει μέσα μας την ακηδία, για να μας απομακρύνει από την ελπίδα στο Θεό.
Ουδέποτε όμως ο Θεός άφησε την ψυχή που ελπίζει σ' Αυτόν να καταβληθεί από τους πειρασμούς ώστε να φτάσει σε αδιέξοδο. Όπως λέει ο Απόστολος: «Ο Θεός κρατά τις υποσχέσεις Του και δε θα αφήσει να δοκιμάσετε πειρασμό πάνω από τη δύναμή σας, αλλά όταν έρθει ο πειρασμός, θα δώσει μαζί και τον τρόπο εξόδου από αυτόν, ώστε να μπορέσετε να τον αντέξετε»(Α΄ Κορ. 10, 13).
Αλλά και ο πονηρός, δεν στενοχωρεί την ψυχή όσο θέλει αυτός, αλλά όσο του επιτρέπει ο Θεός. Οι άνθρωποι γνωρίζουν πόσο βάρος μπορεί να σηκώσει ο ημίονος, πόσο ο όνος, πόσο η καμήλα, και τόσο τα φορτώνουν· και ο κεραμοποιός γνωρίζει πόση ώρα να βάλει τα κεραμικά σκεύη στη φωτιά, για να μη σπάσουν αν μείνουν περισσότερο, μήτε πάλι να γίνουν άχρηστα βγαίνοντας πριν από το κανονικό ψήσιμο.
Αν λοιπόν ο άνθρωπος έχει τόση σύνεση, πολύ περισσότερο, απείρως περισσότερο η σύνεση του Θεού γνωρίζει πόσον πειρασμό πρέπει να επιτρέψει να έρθει σε κάθε ψυχή, για να γίνει δόκιμη και κατάλληλη για τη βασιλεία των ουρανών.
130. Αν το κανάβι δεν χτυπηθεί πολύ, δεν μπορεί να γίνει κατάλληλο να χρησιμοποιηθεί για λεπτότατα νήματα, αλλά όσο χτυπιέται και ξαίνεται, τόσο πιό καθαρό και εύχρηστο γίνεται· και αν το νεόπλαστο πήλινο σκεύος δεν μπει στη φωτιά, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τους ανθρώπους· και το νήπιο είναι άπειρο ακόμη για τις δουλειές του κόσμου, γιατί ούτε να χτίζει, ούτε να φυτεύει, ούτε να σπέρνει, ούτε άλλη δουλειά μπορεί να κάνει.
Έτσι συχνά και κάποιες ψυχές, αν και έλαβαν τη θεία χάρη και έχουν εσωτερική βεβαιότητα από τη γλυκύτητα και την ανάπαυση του Πνεύματος εξαιτίας της νηπιότητάς τους, από αγαθότητα του Κυρίου, επειδή όμως ακόμη δε δοκιμάστηκαν, ούτε ελέγχθηκαν από τα πονηρά πνεύματα με διάφορες θλίψεις, εξακολουθούν να είναι νήπιες, και για να πω έτσι, δεν είναι ακόμη κατάλληλες για τη βασιλεία των ουρανών. «Αν δεν έχετε τη διαπαιδαγώγηση —λέει ο Απόστολος— που έχουν πάρει όλοι, τότε είστε νόθα παιδιά και όχι γνήσια»(Εβρ. 12, 8).
Ώστε και οι πειρασμοί και οι θλίψεις για το συμφέρον στέλνονται στους ανθρώπους, και κάνουν την ψυχή πιο γνήσια και πιο στερεή. Και αν αυτή υπομείνει μέχρι τέλους με την ελπίδα της στον Κύριο, είναι αδύνατο να μην επιτύχει την υπόσχεση του Πνεύματος και την απολύτρωση από τα πάθη της κακίας.
131. Οι άγιοι Μάρτυρες, αφού υπέφεραν πολλά βασανιστήρια και έδειξαν καρτερία μέχρι το θάνατο, έγιναν άξιοι για τα στεφάνια και τη δόξα· και όσο περισσότερα και σκληρότερα ήταν τα βάσανα που υπέφεραν, τόσο περισσότερη δόξα απέκτησαν και παρρησία ενώπιον του Θεού.
Κατά τον ίδιο τρόπο και οι ψυχές που παραδόθηκαν σε διάφορες θλίψεις (είτε αυτές προέρχονται εξωτερικά από ανθρώπους, είτε δημιουργούνται μέσα τους από άτοπους λογισμούς, είτε γεννιούνται από σωματικές ασθένειες), αν κρατήσουν ως το τέλος την υπομονή τους, θα αξιωθούν τα ίδια στεφάνια με τους Μάρτυρες και την ίδια παρρησία.
Και τούτο επειδή το μαρτύριο των θλίψεων, που οι Μάρτυρες υπέμειναν από ανθρώπους, αυτοί το υπομένουν από τα πονηρά πνεύματα, τα οποία παρακίνησαν τότε τους βασανιστές των Μαρτύρων. Και όσο περισσότερες και αυτοί θλίψεις του εχθρού υπέμειναν, τόσο περισσότερη δόξα, όχι μόνον στο μέλλον θα απολαύσουν από το Θεό, αλλά και εδώ θα αξιωθούν την παρηγοριά του αγαθού Πνεύματος.
Έρχεται λοιπόν ο Κύριος στις ψυχές που τον επικαλούνται από τον άδη, δηλαδή στο βάθος της καρδιάς, και εκεί διατάζει το θάνατο· «άφησε, του λέει, ελεύθερες τις φυλακισμένες ψυχές, οι οποίες ζητούν Εμένα που μπορώ να τις σώσω».
Κατόπιν, αφού σηκώσει τη βαριά πέτρα που σκεπάζει την ψυχή, ανοίγει τον τάφο και ανασταίνει τον πράγματι νεκρό και ελευθερώνει τη φυλακισμένη ψυχή από τη σκοτεινή φυλακή.
Γιατί από τον καιρό που με την παράβαση μπήκε στον άνθρωπο η κακία, ο σατανάς απέκτησε δυνατότητα να μιλά κατά κάποιο τρόπο καθημερινά στην ψυχή, σαν άνθρωπος με άνθρωπο, και να της υποβάλλει τα άτοπα.
Εσύ λοιπόν αποκρίσου του: «Ναι, αλλά έχω γραπτές τις διαβεβαιώσεις του Θεού που λέεκ "Δεν επιθυμώ το θάνατο του αμαρτωλού, αλλά να επιστρέψει με τη μετάνοια και να έχει ζωή(Ιεζ. 18, 23· 33,11)". Γιατί τότε τι ήθελε να κατεβεί ο Θεός στη γη, αν όχι για να σώσει τους αμαρτωλούς και να φωτίσει αυτούς που ζουν στο σκοτάδι και να δώσει ζωή στους νεκρούς από την αμαρτία;»
118. Όπως η αντίπαλη δύναμη, έτσι και η θεία χάρη προτρέπει χωρίς να εξαναγκάζει, και αυτό για να διαφυλάσσεται η ελευθερία και η αυτεξουσιότητά μας. Γι' αυτό και για όσα κακά κάνει ο άνθρωπος με την υπόδειξη του σατανά, δέχεται αυτός και όχι ο σατανάς την τιμωρία, γιατί δε σύρθηκε με τη βία, αλλά με το θέλημά του υπάκουσε στην κακία.
Το ίδιο συμβαίνει και με το αγαθό. Δεν αποδίδει η χάρη το αγαθό στον εαυτό της, αλλά στον άνθρωπο, και γι' αυτό τον δοξάζει, γιατί αυτός έγινε αίτιος του αγαθού στον εαυτό του. Ούτε πάλι η χάρη δεσμεύει, όπως είπαμε, με αναγκαστική δύναμη τη θέληση του ανθρώπου, ώστε να μην μπορεί να στραφεί αλλού.
Αλλά αν και συνυπάρχει, δίνει ωστόσο το προβάδισμα στο αυτεξούσιο, για να φανερωθεί η θέληση του ανθρώπου που κλίνει, στην αρετή ή στην κακία. Γιατί ο νόμος δεν είναι για την ανθρώπινη φύση, αλλά για την αυτεξουσιότητα της προαιρέσεως, η οποία μπορεί να στραφεί προς το αγαθό ή το κακό.
119. Πρέπει να φυλάγομε την ψυχή και να μην την αφήνομε να συνομιλεί με βέβηλους και πονηρούς λογισμούς. Όπως το σώμα μολύνεται όταν έρθει σε συνάφεια με άλλο σώμα και διαπράξει την αμαρτία, έτσι και η ψυχή διαφθείρεται όταν δέχεται πονηρούς και ακάθαρτους λογισμούς και συμφωνεί και συγκατατίθεται με αυτούς.
Και όχι μονάχα τους λογισμούς της πονηρίας και της πορνείας, αλλά και κάθε κακίας, λ.χ. απιστίας., δολιότητας, κενοδοξίας, οργής, φιλονεικίας. Αυτό θα πει να καθαρίζομε τον εαυτό μας από κάθε μολυσμό, σαρκικό ή πνευματικό(Β΄ Κορ. 7, 1). Πρέπει όμως να γνωρίζεις ότι υπάρχει διαφθορά και πορνεία και στο αφανές της ψυχής, η οποία ενεργείται με άτοπους λογισμούς. και όπως εκείνον που διαφθείρει το ναό του Θεού, δηλαδή το σώμα, θα τον αφανίσει ο Θεός, κατά τον Απόστολο(Α΄ Κορ. 3, 17), έτσι κι εκείνος που διαφθείρει την ψυχή και το νου με το να συμφωνεί και να συγκατίθεται στα άτοπα, είναι άξιος να τιμωρηθεί.
Όπως λοιπόν πρέπει να φυλάγομε το σώμα από το ορατό αμάρτημα, έτσι πρέπει να φυλάγομε και την ψυχή από άτοπους λογισμούς, γιατί είναι νύμφη Χριστού. Λέει ο Απόστολος: «Σας αρραβώνιασα με έναν άνδρα, το Χριστό, για να σας παρουσιάσω σ' Αυτόν σαν αγνή παρθένα»((Β΄ Κορ. 11, 2). Πρόσεξε τι λέει και η Γραφή: «Με κάθε προσοχή φύλαγε την καρδιά σου, γιατί από αυτό θα οδηγηθείς στη ζωή»(Παροιμ. 4, 23). Μάθε ακόμη ότι οι διεστραμμένοι λογισμοί χωρίζουν από το Θεό, όπως διδάσκει η θεία Γραφή(Σ. Σολ. 1, 3).
120. Ο καθένας οφείλει να ζητά λογαριασμό από την ψυχή του και να την ανακρίνει και να εξετάζει ποιες είναι οι κλίσεις της. Και αν βλέπει την καρδιά του ότι δε συμφωνεί με τους νόμους του Θεού, ας αγωνίζεται με όλη του τη δύναμη, όπως το σώμα, έτσι και το νου να τον διατηρεί αδιάφθορο και ανένδοτο στους πονηρούς λογισμούς, αν βέβαια θέλει, σύμφωνα με τη θεϊκή υπόσχεση, να έρθει μέσα του ο Καθαρός να κατοικήσει. Γιατί Αυτός υποσχέθηκε να κατοικήσει και να βαδίσει(Β΄ Κορ. 6, 16) μέσα στις καθαρές ψυχές που αγαπούν το καλό.
121. Όπως ο γεωργός που δίνει όλη την επιμέλειά του στη γη του, πρώτα την οργώνει και μαζεύει τα αγκάθια, κι έπειτα ρίχνει το σπόρο, έτσι και εκείνος που περιμένει να λάβει από το Θεό το σπόρο της χάρης, πρέπει πρώτα να καθαρίζει τη γη της καρδιάς του, ώστε όταν πέσει ο σπόρος του Πνεύματος, να δώσει πλήρεις και πολλαπλάσιους καρπούς. Αν δε γίνει πρωτύτερα αυτό και δεν καθαρίσει τον εαυτό του από κάθε μολυσμό σαρκικό και πνευματικό(Β΄ Κορ. 7, 1), είναι ακόμη σάρκα και αίμα(Α΄ Κορ. 15, 50) και βρίσκεται μακριά από τη ζωή.
122. Από όλες τις πλευρές πρέπει να παρατηρούμε με μεγάλη οξύτητα τα τεχνάσματα και τους δόλους και τα κακούργα σχέδια του εχθρού. Γιατί όπως το Άγιο Πνεύμα λέει με το στόμα του Παύλου ότι έγινε για τους πάντες τα πάντα, ώστε να κερδίσει τους πάντες(Α΄ Κορ. 9, 22), έτσι και η κακία φροντίζει και γίνεται τα πάντα, ώστε όλους να τους οδηγήσει στην απώλεια.
Έτσι ο σατανάς σ' εκείνους που προσεύχονται υποκρίνεται ότι συμπροσεύχεται, με σκοπό να τους εξαπατήσει με την πρόφαση της προσευχής και να τους προξενήσει την έπαρση. Σ' όσους νηστεύουν υποκρίνεται ότι νηστεύει μαζί τους, θέλοντας να τους παρασύρει στην οίηση της νηστείας. Σ' εκείνους που έχουν γνώση των Γραφών κάνει τα ίδια, επιθυμώντας να τους βγάλει με το πρόσχημα της γνώσεως από τον ορθό δρόμο.
Σ' εκείνους που αξιώθηκαν να τους αποκαλυφθεί θείο φως, ενεργεί παραπλήσια, μετασχηματίζεται δηλαδή σε φωτεινό άγγελο(Β΄ Λορ. 11, 14) για να τους απατήσει παρουσιάζοντας το δικό του ψεύτικο φως και να τους φέρει κοντά του. Και γενικά, έτσι διαφορετικά εμφανίζεται στον καθένα, παίρνοντας την κατάλληλη μορφή, ώστε με την ομοιότητα να κάνει τον καθένα υποχείριο και να τον οδηγήσει στην απώλεια με ευλογοφανή πρόφαση.
Λέει ο Απόστολος: «Να ανατρέπομε τους εχθρικούς λογισμούς και κάθε τι που ορθώνεται να πολεμήσει τη γνώση του Θεού»(Β΄ Κορ. 10, 5). Κοίταξε δηλαδή μέχρι ποιο σημείο τολμά ο αλαζόνας σατανάς: θέλει να καταβάλει και εκείνους που έχουν ήδη το Θεό με επίγνωση της αλήθειας.
Ώστε με κάθε προσοχή πρέπει να φυλάει ο καθένας την καρδιά του(Παροιμ. 4, 23) και να ζητά από το Θεό μεγάλη φρόνηση, για να μας δώσει να αντιλαμβανόμαστε τα τεχνάσματα της κακίας. Πρέπει ακόμη να έχομε ακατάπαυστα πνευματική εργασία και να προσπαθούμε να φυλάγομε με σύνεση το νου και τους λογισμούς, και να καταρτίζομε τους εαυτούς μας σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Γιατί δεν υπάρχει μεγαλύτερο και τιμιότερο έργο απ' αυτό. Όπως λέει ο Ψαλμωδός, το έργο του είναι δοξολογία και μεγαλοπρέπεια(Ψαλμ. 110, 3).
123. Συνήθεια της φιλόθεης ψυχής είναι, και αν ακόμη πράττει όλα τα έργα της αρετής, να αποδίδει το κάθε τι στο Θεό και όχι στον εαυτό της. Γι' αυτό και ο Θεός αντίθετα, βλέποντας την υγιή και ορθή σύνεση και γνώση της, τα αποδίδει όλα σ' αυτήν, και μετρά τις ανταποδόσεις Του σ' αυτήν σαν να κοπίασε μόνη της και να έκανε το παν —μ' όλο που αν θελήσει να μας κρίνει, στ' αλήθεια δε θα βρεθεί τίποτε για να δικαιωθεί ο άνθρωπος.
Αφού και τα χρήματα και όλα όσα θεωρούμε αγαθά με τα οποία μπορεί κανείς να κάνει αγαθοεργίες, είναι του Θεού, η γη και όλα όσα περιέχει(Ψαλμ. 23, 1), ακόμη και το σώμα και η ψυχή. Αλλά και το ότι είναι κανείς άνθρωπος, και αυτό κατά χάρη το έχει. Τι λοιπόν του απομένει για να δικαιολογεί την οίησή του ή να τον δικαιώνει;
Εντούτοις ο Θεός δέχεται ως τη μεγαλύτερη προσφορά από τους ανθρώπους, η οποία τον χαροποιεί περισσότερο από όσα του προσφέρονται, το εξής: γνωρίζοντας η ψυχή καλά πώς είναι η πραγματικότητα, όλα όσα αγαθά πράττει και όσα κοπιάζει για το Θεό, όσα εννοεί και μαθαίνει, σ' Αυτόν μόνο να τα αποδίδει και σ' Αυτόν να αναθέτει το παν.
124. Όταν η γυναίκα έρθει σε συμβίωση και ένωση με τον άνδρα, γίνονται όλα τα ατομικά του καθενός κοινά μεταξύ τους, ένα σπίτι και μιά περιουσία, κινητή και ακίνητη. Και όχι μόνο στα υπάρχοντα του άνδρα, αλλά και στο ίδιο το σώμα του γίνεται κυρία η γυναίκα, όπως λέει ο θείος Απόστολος: «Ο άνδρας δεν εξουσιάζει το σώμα του ο ίδιος, αλλά η γυναίκα»(Α΄ Κορ. 7, 4).
Έτσι είναι και η αληθινή και μυστική κοινωνία της ψυχής με το Χριστό, που ενώνεται μαζί Του σε ένα πνεύμα(Α΄ Κορ. 6, 17). Είναι λοιπόν επόμενο να είναι κατά κάποιο τρόπο κυρία και των ανέκφραστων θησαυρών Του, αφού έγινε νύμφη Του. Γιατί όταν ο Θεός γίνει δικός της, είναι φανερό ότι τα δικά Του όλα είναι δικά της, είτε είναι ο κόσμος, είτε η ζωή, είτε ο θάνατος, είτε άγγελοι, είτε αρχές, είτε τωρινά, είτε μελλοντικά(Ρωμ. 8, 38).
125. Όσο ο Ισραηλιτικός λαός ευαρεστούσε τον Κύριο, αν και ποτέ όσο έπρεπε, αλλά τέλος πάντων όσο είχε κάπως υγιή την πίστη προς Αυτόν, τον οδηγούσε η πύρινη στήλη και η νεφέλη(Εξ. 13, 21) και η Ερυθρά θάλασσα του άνοιγε διάβαση(Εξ. 14, 21) και πολλά άλλα θαυμαστά απολάμβανε. Όταν όμως απομακρυνόταν από την αγάπη Του, τότε παραδινόταν στους εχθρούς και υποτασσόταν σε πικρές δουλειές.
Το ίδιο συμβαίνει και στην ψυχή, η οποία με τη χάρη γνώρισε το Θεό, και αφού πρώτα καθαρίστηκε από πολλούς μολυσμούς, έπειτα έγινε και άξια να λάβει και θείες δωρεές· επειδή όμως δεν κράτησε ως το τέλος την πρέπουσα αγάπη στον ουράνιο άνδρα της, ξέπεσε από τη ζωή, της οποίας έγινε μέτοχος. Γιατί είναι δυνατόν ο εχθρός να σηκώνει κεφάλι και εναντίον εκείνων που έφτασαν σε τέτοια μέτρα.
Ώστε πρέπει να αγωνιζόμαστε με όλη μας τη δύναμη και να φροντίζομε για την αιώνια ζωή μας με φόβο και τρόμο· και μάλιστα όσοι έλαβαν το πνεύμα του Χριστού, να μην πράττουν με αμέλεια τίποτε, είτε μικρό, είτε μεγάλο, και με αυτό να λυπούν το πνεύμα του Κυρίου(Εφ. 4, 30). Γιατί όπως γίνεται χαρά στον ουρανό —καταπώς λέει η Αλήθεια(Λουκ. 15, 7)— για έναν αμαρτωλό που μετανοεί, έτσι γίνεται και λύπη για μιά ψυχή που χάνει την αιώνια ζωή.
126. Όταν η ψυχή κριθεί άξια να λάβει τη χάρη, τότε ο Θεός ακόμη περισσότερο της δίνει χρήσιμα δώρα, γνώση, φρόνηση και διάκριση. Αυτά βέβαια τα δίνει ο Θεός και όταν εκείνη τα ζητεί, ώστε να μπορέσει να διακονήσει ευάρεστα το πνεύμα, το οποίο και αξιώθηκε να λάβει, χωρίς να εξαπατάται από την κακία, χωρίς να σφάλλει από άγνοια, χωρίς να παρεκκλίνει ζώντας χωρίς φόβο και με αμέλεια και να κάνει τίποτε που δεν είναι σύμφωνο με το θέλημα του Κυρίου.
127. Όπως η ενέργεια των παθών, που είναι το εγκόσμιο πνεύμα της πλάνης, του σκότους, της αμαρτίας, θα κατοικήσει σε άνθρωπο που είναι γεμάτος από σαρκικό φρόνημα, έτσι και η ενέργεια του φωτεινού πνεύματος κατοικεί μέσα στον άνθρωπο που αγιάσθηκε, σύμφωνα με τα λόγια του Αποστόλου: «Ζητάτε απόδειξη για το ότι ο Χριστός μιλάει μέσα μου»(Β΄ Κορ. 13, 3), και: «Δε ζω πια εγώ· μέσα μου ζει ο Χριστός»(Γαλ. 2, 20), και: «Όσοι βαπτισθήκατε στο όνομα του Χριστού, ντυθήκατε το Χριστό»(Γαλ. 3, 27).
Επίσης και ο Κύριος λέει: «Θα έρθομε εγώ και ο Πατέρας μου και θα κατοικήσομε σ' αυτόν»(Ιω. 14, 23). Αυτά δεν έρχονται ανεπαίσθητα, ούτε χωρίς δραστική ενέργεια, αλλά με δύναμη και στ' αλήθεια σε όσους κρίνονται άξιοι. Ο νόμος της Παλαιάς Διαθήκης επέστρεφε πρωτύτερα τους ανθρώπους στη θεογνωσία με λόγια που ήταν αδύνατο να τα σηκώσουν, και έβαζε πάνω τους βαρύ και αβάστακτο ζυγό, χωρίς καθόλου να απλώνει χέρι βοήθειας, και τούτο γιατί δεν μπορούσε να παρέχει τη δύναμη του Πνεύματος.
Όπως λέει και ο Απόστολος: «Ο Νόμος ήταν αδύνατο να εφαρμοστεί, εξαιτίας της ανθρώπινης αδυναμίας κλπ.»(Ρωμ. 8, 3). Ύστερα όμως από την παρουσία του Χριστού, ανοίχθηκε η θύρα της χάρης σε όσους πίστεψαν αληθινά, και χορηγείται σ' αυτούς δύναμη Θεού και ενέργεια του Αγίου Πνεύματος.
128. Αφού ο Χριστός έστειλε στους μαθητές Του τη δωρεά της πρωταρχικής και φυσικής αγαθότητας του Αγίου Πνεύματος(Πράξ. 2, 3), από αυτούς η θεία δύναμη ερχόταν σε όλους εκείνους που πίστευαν και κατοικούσε στις ψυχές τους και θεράπευε τα πάθη της αμαρτίας και τους ελευθέρωνε από το σκοτάδι και τη νέκρωση.
Γιατί μέχρι τότε η ψυχή ήταν τραυματισμένη και φυλακισμένη και αιχμάλωτη στο πυκνό σκοτάδι της αμαρτίας. Αλλά και τώρα, η ψυχή που δεν αξιώθηκε να έχει ένοικο τον Κύριο, ούτε κατασκηνωμένη μέσα της τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος ενεργητικά και με κάθε δύναμη και εσωτερική βεβαιότητα, βρίσκεται ακόμη στο σκοτάδι.
Σ' εκείνους όμως που επιφοίτησε η χάρη του θείου Πνεύματος και κατοίκησε μέσα στα βάθη του νου τους, σ' αυτούς ο Κύριος γίνεται σαν ψυχή, όπως λέει ο θείος Απόστολος: «Όποιος ενώνεται με τον Κύριο, γίνεται ένα πνεύμα μαζί Του»(Α΄ Κορ. 6, 17). και ο ίδιος ο Κύριος λέει: «Όπως εγώ κι εσύ, Πατέρα, είμαστε ένα, να είναι κι αυτοί μ' εμάς ένα»(Ιω. 17, 21). Τι μεγάλη ευαρέσκεια και αγαθότητα έδειξε ο Θεός στην ανθρώπινη φύση, που τόσο ταπεινώθηκε από την αμαρτία!
Όταν η ψυχή συζούσε με την κακία των παθών, ήταν σαν ένα με αυτήν, και παρ' όλο που είχε δική της θέληση, δεν μπορούσε να κάνει εκείνο που ήθελε να κάνει, όπως λέει και ο Παύλος: «Δεν κάνω αυτό που θα ήθελα να κάνω»(Ρωμ. 7, 15). Πόσο λοιπόν περισσότερο, όταν επισκεφθεί η δύναμη του Θεού την ψυχή που αγιάσθηκε και έγινε άξιά Του, δε θα γίνει ένα το θέλημά της με το θέλημα του Θεού;
Γιατί τότε γίνεται αληθινά η ψυχή κατά κάποιο τρόπο ψυχή του Κυρίου, με το να εξουσιάζεται αυτοπροαίρετα από τη δύναμη του αγαθού Πνεύματος και να μην ακολουθεί πια το δικό της θέλημα. Γιατί λέει ο Απόστολος: «Ποιος θα μας χωρίσει από την αγάπη του Χριστού»(Ρωμ. 8, 35) —δηλαδή από την ψυχή που ενώθηκε με το Άγιο Πνεύμα;
129. Εκείνος λοιπόν που θέλει να γίνει μιμητής του Χριστού, για να ονομαστεί και αυτός υιός Θεού, γεννημένος από το πνεύμα, οφείλει πριν απ' όλα να υπομένει τις θλίψεις που έρχονται, δηλαδή τις σωματικές ασθένειες ή τις ύβρεις και τους ονειδισμούς από τους ανθρώπους, ακόμη και τις επιθέσεις των αοράτων εχθρών, με γενναιοψυχία και καρτερία.
Γιατί κατ' οικονομίαν Θεού παραχωρείται στις ψυχές η δοκιμασία των διαφόρων θλίψεων, για να φανερωθούν οι ψυχές που τον αγαπούν ειλικρινά. Αυτό είναι το σημάδι των Αγίων όλων των αιώνων, Πατριαρχών, Προφητών, Αποστόλων και Μαρτύρων, ότι πέρασαν όχι από αλλού, αλλά από το στενό δρόμο των πειρασμών και των θλίψεων και έτσι ευαρέστησαν το Θεό. «Παιδί μου, λέει η Γραφή, αν έρχεσαι για να υπηρετήσεις τον Κύριο, ετοίμασε την ψυχή σου για πειρασμούς. Έχε ευθύτητα στην καρδιά και καρτερία»(Σ. Σειράχ 2, 1-2). Και αλλού λέει: «Όλα όσα σου έρχονται, δέξου τα σαν καλά, γνωρίζοντας ότι χωρίς να θέλει ο Θεός τίποτε δεν γίνεται».
Λοιπόν η ψυχή που θέλει να ευαρεστήσει το Θεό, πρέπει πριν απ' όλα να αναλάβει την υπομονή και την ελπίδα. Μία τέχνη της κακίας είναι και αυτό, στον καιρό της θλίψεως να βάζει μέσα μας την ακηδία, για να μας απομακρύνει από την ελπίδα στο Θεό.
Ουδέποτε όμως ο Θεός άφησε την ψυχή που ελπίζει σ' Αυτόν να καταβληθεί από τους πειρασμούς ώστε να φτάσει σε αδιέξοδο. Όπως λέει ο Απόστολος: «Ο Θεός κρατά τις υποσχέσεις Του και δε θα αφήσει να δοκιμάσετε πειρασμό πάνω από τη δύναμή σας, αλλά όταν έρθει ο πειρασμός, θα δώσει μαζί και τον τρόπο εξόδου από αυτόν, ώστε να μπορέσετε να τον αντέξετε»(Α΄ Κορ. 10, 13).
Αλλά και ο πονηρός, δεν στενοχωρεί την ψυχή όσο θέλει αυτός, αλλά όσο του επιτρέπει ο Θεός. Οι άνθρωποι γνωρίζουν πόσο βάρος μπορεί να σηκώσει ο ημίονος, πόσο ο όνος, πόσο η καμήλα, και τόσο τα φορτώνουν· και ο κεραμοποιός γνωρίζει πόση ώρα να βάλει τα κεραμικά σκεύη στη φωτιά, για να μη σπάσουν αν μείνουν περισσότερο, μήτε πάλι να γίνουν άχρηστα βγαίνοντας πριν από το κανονικό ψήσιμο.
Αν λοιπόν ο άνθρωπος έχει τόση σύνεση, πολύ περισσότερο, απείρως περισσότερο η σύνεση του Θεού γνωρίζει πόσον πειρασμό πρέπει να επιτρέψει να έρθει σε κάθε ψυχή, για να γίνει δόκιμη και κατάλληλη για τη βασιλεία των ουρανών.
130. Αν το κανάβι δεν χτυπηθεί πολύ, δεν μπορεί να γίνει κατάλληλο να χρησιμοποιηθεί για λεπτότατα νήματα, αλλά όσο χτυπιέται και ξαίνεται, τόσο πιό καθαρό και εύχρηστο γίνεται· και αν το νεόπλαστο πήλινο σκεύος δεν μπει στη φωτιά, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τους ανθρώπους· και το νήπιο είναι άπειρο ακόμη για τις δουλειές του κόσμου, γιατί ούτε να χτίζει, ούτε να φυτεύει, ούτε να σπέρνει, ούτε άλλη δουλειά μπορεί να κάνει.
Έτσι συχνά και κάποιες ψυχές, αν και έλαβαν τη θεία χάρη και έχουν εσωτερική βεβαιότητα από τη γλυκύτητα και την ανάπαυση του Πνεύματος εξαιτίας της νηπιότητάς τους, από αγαθότητα του Κυρίου, επειδή όμως ακόμη δε δοκιμάστηκαν, ούτε ελέγχθηκαν από τα πονηρά πνεύματα με διάφορες θλίψεις, εξακολουθούν να είναι νήπιες, και για να πω έτσι, δεν είναι ακόμη κατάλληλες για τη βασιλεία των ουρανών. «Αν δεν έχετε τη διαπαιδαγώγηση —λέει ο Απόστολος— που έχουν πάρει όλοι, τότε είστε νόθα παιδιά και όχι γνήσια»(Εβρ. 12, 8).
Ώστε και οι πειρασμοί και οι θλίψεις για το συμφέρον στέλνονται στους ανθρώπους, και κάνουν την ψυχή πιο γνήσια και πιο στερεή. Και αν αυτή υπομείνει μέχρι τέλους με την ελπίδα της στον Κύριο, είναι αδύνατο να μην επιτύχει την υπόσχεση του Πνεύματος και την απολύτρωση από τα πάθη της κακίας.
131. Οι άγιοι Μάρτυρες, αφού υπέφεραν πολλά βασανιστήρια και έδειξαν καρτερία μέχρι το θάνατο, έγιναν άξιοι για τα στεφάνια και τη δόξα· και όσο περισσότερα και σκληρότερα ήταν τα βάσανα που υπέφεραν, τόσο περισσότερη δόξα απέκτησαν και παρρησία ενώπιον του Θεού.
Κατά τον ίδιο τρόπο και οι ψυχές που παραδόθηκαν σε διάφορες θλίψεις (είτε αυτές προέρχονται εξωτερικά από ανθρώπους, είτε δημιουργούνται μέσα τους από άτοπους λογισμούς, είτε γεννιούνται από σωματικές ασθένειες), αν κρατήσουν ως το τέλος την υπομονή τους, θα αξιωθούν τα ίδια στεφάνια με τους Μάρτυρες και την ίδια παρρησία.
Και τούτο επειδή το μαρτύριο των θλίψεων, που οι Μάρτυρες υπέμειναν από ανθρώπους, αυτοί το υπομένουν από τα πονηρά πνεύματα, τα οποία παρακίνησαν τότε τους βασανιστές των Μαρτύρων. Και όσο περισσότερες και αυτοί θλίψεις του εχθρού υπέμειναν, τόσο περισσότερη δόξα, όχι μόνον στο μέλλον θα απολαύσουν από το Θεό, αλλά και εδώ θα αξιωθούν την παρηγοριά του αγαθού Πνεύματος.