132. Επειδή ο δρόμος που οδηγεί στην ουράνια ζωή είναι ομολογουμένως στενός και γεμάτος θλίψεις(Ματθ. 7, 14), και είναι λίγοι εκείνοι που τον βαδίζουν, γι' αυτό πρέπει για χάρη της ελπίδας του ουρανού να υπομένομε σταθερά κάθε δοκιμασία του πονηρού.

Γιατί όσες θλίψεις και αν υποφέρομε, τι μπορούμε να προσφέρομε αντάξιο του μέλλοντος που μας υποσχέθηκε ο Θεός, ή της παρηγορίας που δίνει από εδώ στις ψυχές μας το αγαθό πνεύμα, ή της λυτρώσεώς μας από το σκοτάδι των παθών της κακίας, ή για το χρέος του πλήθους των αμαρτιών μας; Τα παθήματα του καιρού τούτου δεν ισοσταθμίζουν τη δόξα που μέλλει να μας δοθεί(Ρωμ. 8, 18).

Όπως λοιπόν είπαμε, όλα πρέπει να τα υπομείνομε για τον Κύριο, σαν γενναίοι στρατιώτες που πεθαίνομε για τον βασιλιά μας. Γιατί άραγε, όταν βρισκόμασταν στον κόσμο και στα βιοτικά πράγματα, δε μας έβρισκαν τέτοια λυπηρά, αλλά τώρα που ήρθαμε να υπηρετήσομε το Θεό, υποφέρομε τους πολύτροπους αυτούς πειρασμούς; Βλέπεις λοιπόν ότι οι θλίψεις είναι για το Χριστό, επειδή φθονεί ο εχθρός την ανταπόδοση που ελπίζομε και θέλει να βάλει μέσα στις ψυχές μας τη χαύνωση και τη ραθυμία, για να μη ζήσομε ευάρεστα στο Θεό και αξιωθούμε τη βασιλεία Του;

Όσο λοιπόν ο πονηρός κι αν οπλίζεται εναντίον μας, αν εμείς υποφέρομε τις επιθέσεις του με γενναιοψυχία, όλες οι μηχανές του εναντίον μας διαλύονται με τη συμμαχία του Χριστού. Γιατί έχομε τον Ιησού υπερασπιστή και προστάτη μας. Ας θυμηθούμε ότι και Εκείνος έτσι πέρασε σ' αυτόν τον κόσμο, υβριζόμενος, διωκόμενος, εμπαιζόμενος, και τέλος θανατώθηκε με ατιμωτικό τρόπο επάνω στο Σταυρό.


133. Αν θέλομε να υποφέρομε με ευκολία την κάθε θλίψη και τους πειρασμούς, ας επιθυμούμε και ας έχομε εμπρός στα μάτια μας πάντοτε το θάνατο για χάρη του Χριστού. Τέτοια μάλιστα εντολή έχομε, να σηκώνομε το σταυρό και να τον ακολουθούμε(Ματθ. 16, 24), που σημαίνει να είμαστε πρόθυμοι και έτοιμοι για το θάνατο.

Αν έχομε τέτοια διάθεση, θα υπομείνομε, όπως είπαμε, πολύ ευκολότερα κάθε θλίψη, φανερή ή αφανή. Γιατί εκείνος που επιθυμεί να πεθάνει για το Χριστό, καθόλου δε θα δυσκολευτεί στα επίπονα και λυπηρά.

Γι' αυτό το λόγο νομίζομε ότι οι θλίψεις είναι βαριές, γιατί δεν επιθυμούμε το θάνατο για το Χριστό, ούτε έχομε πάντοτε το νου μας προσηλωμένο σ' Αυτόν. Όποιος όμως θέλει να γίνει κληρονόμος του Χριστού, πρέπει να επιθυμεί και τα πάθη Του με ζήλο. Ώστε εκείνοι που λένε ότι αγαπούν τον Κύριο, αποδεικνύονται από το ότι, κάθε θλίψη που τους έρχεται, την υποφέρουν όχι μόνο με γεναιότητα, αλλά και με προθυμία, γιατί ελπίζουν σ' Αυτόν.


134. Εκείνος που προσήλθε στο Χριστό, πρέπει ακόμη και με τη βία να ωθεί τον εαυτό του προς το καλό, και ας μη θέλει η καρδιά. Γιατί λέει ο αψευδής Κύριος: «Η βασιλεία των ουρανών κερδίζεται με την βία και την ιδιοποιούνται όσοι βιάζουν τον εαυτό τους»(Ματθ. 11, 12), και πάλι: «Αγωνίζεστε να μπείτε από τη στενή πύλη»(Λουκ. 13, 24).

Πρέπει λοιπόν, όπως είπαμε, και χωρίς να θέλομε, να ωθούμε τον εαυτό μας στην αρετή: δηλαδή στην αγάπη, ενώ δεν έχομε αγάπη· στην πραότητα, ενώ αυτή μας λείπει· στο να έχομε συμπαθή και φιλάνθρωπη καρδιά, να ανεχόμαστε τις προβολές και τον παραμερισμό και να εγκαρτερούμε με τους καταφρονεμένους, ενώ ακόμη δεν έχομε αυτή τη συνήθεια· στην προσευχή, αν και δεν έχομε ακόμη πνευματική προσευχή.

Αν ο Θεός δει ότι αγωνιζόμαστε έτσι και ωθούμε με τη βία τον εαυτό μας προς το καλό, έστω κι αν η καρδιά μας αντιστέκεται, τότε μας δίνει προσευχή αληθινή, μας δίνει σπλαχνική καρδιά, υπομονή, μακροθυμία, και γενικά, μας γεμίζει με όλους τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος(Γαλ. 5, 22).

Αν τώρα κανείς στερείται τις άλλες αρετές και βιάζει τον εαυτό του μόνο, ας πούμε, στην προσευχή, για να λάβει το χάρισμα της προσευχής, δε βιάζει όμως τον εαυτό του ν' αποκτήσει πραότητα, ταπεινοφροσύνη, αγάπη και όλο το ευγενές γένος των αρετών, όπως επίσης και βέβαιη πίστη και εμπιστοσύνη στο Χριστό και ζωή όχι αδιάφορη και αμέριμνη, τότε καμιά φορά του δίνεται από το αγαθό Πνεύμα η χάρη της προσευχής εν μέρει με ευφροσύνη και ανάπαυση, όπως το ζήτησε, αλλά μένει έρημος από όλα τα άλλα καλά, γιατί δε βίασε τον εαυτό του να τα αποκτήσει, ούτε παρακάλεσε γι' αυτά το Χριστό.

Γιατί πρέπει κανείς, όχι μόνον προς όσα είπαμε να ωθεί τον εαυτό του, έστω κι αν αυτός δε θέλει, και να ζητάει από το Θεό να τα λάβει, αλλά και στο να κρίνει ανάξια να ειπωθούν όσα λόγια είναι άχρηστα και μάταια, και στο να μελετά πάντοτε με το στόμα και με την καρδιά τα λόγια του Θεού. Ακόμη, στο να μη θυμώνει και να μην ξεσπά σε φωνές· γιατί λέει ο Απόστολος: «Κάθε δυσαρέσκεια να φύγει μακριά σας, μαζί με κάθε κακία»(Εφ. 4, 35).

Επίσης στο να μην κατηγορεί κανένα, να μην κατακρίνει, να μην υπερηφανεύεται. Έτσι βλέποντάς τον ο Κύριος ότι πιέζει τον εαυτό του, όπως είπαμε, και ότι τον ωθεί με τη βία, θα του δώσει οπωσδήποτε τη χάρη να πράττει χωρίς κόπο και με ευκολία εκείνα που πρωτύτερα ούτε με τη βία δεν μπορούσε να κάνει, εξαιτίας της πονηρίας που είχε συγκάτοικό του. Και τότε γίνονται όλα αυτά τα έργα της αρετής κατά κάποιο τρόπο φύση, επειδή πιά ο Κύριος ήρθε, σύμφωνα με την υπόσχεσή Του, και ενώθηκε μαζί του(Ιω. 15, 5), και αυτός επίσης ενώθηκε με τον Κύριο, οπότε με τη χάρη Του εκπληρώνει με μεγάλη ευκολία τις αρετές.


135. Εκείνος που βίασε τον εαυτό του μόνο στην προσευχή —όπως πριν λίγο είπαμε—, ενώ στην ταπεινοφροσύνη, στην αγάπη, στην πραότητα και στον ορμαθό των άλλων αρετών δεν ασκεί και δε βιάζει τον εαυτό του, έχει την εξής κατάληξη: Καμιά φορά, εκεί που προσεύχεται, επιφοιτά η θεία χάρη. Γιατί ο Θεός είναι αγαθός και γι' αυτό ικανοποιεί με φιλανθρωπία τα αιτήματα όποιων ζητούν.

Αν όμως αυτός δεν έχει εθίσει τον εαυτό του και δεν τον έκανε έμπειρο και γυμνασμένο στις αρετές, ή χάνει τη χάρη που έλαβε και πέφτει από υπερηφάνεια, ή την διατηρεί ίσως, αλλά δεν προοδεύει σ' αυτή, ούτε αυξάνει. Ώστε μπορούμε να πούμε ότι η κατοικία και η ανάπαυση του αγαθού Πνεύματος είναι η ταπεινοφροσύνη, η αγάπη, η πραότητα και όλες οι άλλες άγιες εντολές του Χριστού.

Εκείνος λοιπόν που θέλει να φτάσει μέσω όλων αυτών στην τελειότητα, ας κάνει σύντροφό του την πρώτη αρετή, την προσευχή, και ας βιάζει τον εαυτό του να την αγαπά, και αν η καρδιά του αντιστέκεται και φιλονεικεί, ας φροντίζει να την κάνει υποχωρητική και πειθήνια στο Θεό.

Γιατί σ' εκείνον που εφάρμοσε πρώτα τέτοια βία στον εαυτό του και κατά κάποιο τρόπο εξημέρωσε την αντίσταση της ψυχής του και με τον καλό εθισμό την έκανε ολότελα υπάκουη, και έτσι ζητά και παρακαλεί με τέτοια ψυχική κατάσταση, αυξάνει και ακμάζει μέσα του το χάρισμα της προσευχής το δωρημένο σ' αυτόν από το Πνεύμα, το οποίο αναπαύεται στη μετριοφροσύνη· το χάρισμα αυτό το επιδίωξε σε συνδυασμό με την αγάπη και την αγαπητική πραότητα.

Και τότε το Πνεύμα τού χαρίζει και αυτά και τον διδάσκει την αληθινή ταπεινοφροσύνη και τη γνήσια αγάπη και την πραότητα, τα οποία και είχε επιδιώξει πρωτύτερα ασκώντας βία στον εαυτό του. Και αφού έτσι προχωρήσει και γίνει τέλειος κατά το θέλημα του Κυρίου, αποδεικνύεται άξιος της βασιλείας. Γιατί ο ταπεινός δεν πέφτει ποτέ. Πού δηλαδή να πέσει εκείνος που έχει τον εαυτό του κάτω απ' όλους;

Ώστε η υψηλοφροσύνη είναι μεγάλη κατάπτωση, ενώ αντίθετα μεγάλη εξύψωση και σίγουρο αξίωμα είναι η ταπεινοφροσύνη.


136. Εκείνοι που αγάπησαν αληθινά το Θεό, ούτε για την ουράνια βασιλεία θέλησαν να τον υπηρετούν, σαν να επιζητούν εμπορικό κέρδος, ούτε πάλι για την κόλαση που περιμένει τους αμαρτωλούς, αλλά γιατί τον αγάπησαν ως μόνο Θεό και Δημιουργό τους και κατανόησαν ότι οι δούλοι οφείλουν να ευαρεστούν τον Κύριο και Δημιουργό.

Αυτοί και με μεγάλη σύνεση αντιμετωπίζουν ό,τι τους συμβαίνει· γιατί είναι πολλά τα εμπόδια για την ευαρέστηση του Θεού. Επειδή δεν είναι μόνον η φτώχεια και η αφάνεια, αλλά παρόμοια και ο πλούτος και η τιμή γίνονται πειρασμοί για την ψυχή. Κατά ένα μέρος, και αυτή η παρηγοριά και η ανάπαυση, με την οποία γεμίζει την ψυχή η χάρη· αν δεν την αντιληφθεί η ψυχή που καταξιώθηκε να την λάβει και δεν τη χρησιμοποιήσει με μεγάλη μετριοφροσύνη και σύνεση, είναι πολύ εύκολο να της γίνει πειρασμός μάλλον και εμπόδιο.

Γιατί η κακία με πρόφαση αυτή τη χάρη χαλαρώνει τον τόνο της ψυχής και προξενεί με πανουργία τη χαύνωση και την αδιαφορία. Γι' αυτό η χάρη χρειάζεται για να τη δεχθεί ευλαβή και συνετή ψυχή, ώστε να την τιμήσει και να παρουσιάσει άξιους καρπούς. Υπάρχει λοιπόν κίνδυνος, όχι μόνον οι θλίψεις, αλλά και οι ανέσεις να γίνουν πειρασμός της ψυχής, γιατί και με τα δύο αυτά δοκιμάζονται από τον Δημιουργό οι ψυχές, για να φανερωθούν καθαρά ποιες δε θεωρούν αίτια κέρδους την αγάπη τους προς Εκείνον, αλλά θεωρούν μοναδικό κέρδος τους Αυτόν που πράγματι είναι άξιος πολλής αγάπης και τιμής.

Στον αμελή και φτωχό στην πίστη και νήπιο στο φρόνημα, αυτά γίνονται εμπόδιο για την αιώνια ζωή, δηλαδή τα λυπηρά και επίπονα, ασθένειες, φτώχεια και ασημότητα, ή και τα αντίθετα, πλούτος, δόξα και έπαινοι από τους ανθρώπους· επιπλέον και ο πόλεμος του πονηρού που προσβάλλει χωρίς να φαίνεται. Αντιστρέφοντας τώρα τα παραπάνω, θα βρεις ότι στον πιστό και συνετό και γενναίο, αυτά συνεργούν μάλλον στην απόκτηση της βασιλείας του Θεού.

Γιατί, σύμφωνα με τον θείο Απόστολο, για όσους αγαπούν το Θεό, όλα συντελούν στο καλό τους(Ρωμ. 8, 28). Από αυτά λοιπόν γίνεται φανερό ότι, όταν εκείνος που αγαπά αληθινά το Θεό συντρίψει και νικήσει και υπερπηδήσει όλα αυτά που θεωρούνται εμπόδια στον κόσμο, κατέχεται μόνο από τον θείο έρωτα, όπως λέει ο θείος Προφήτης: «Με περιέπλεξαν οι πλεκτάνες των αμαρτωλών, μα ούτε τότε δε λησμόνησα το νόμο Σου»(Ψαλμ. 118, 61).


137. Ο θείος Απόστολος Παύλος έκανε φανερό με μεγαλύτερη ακρίβεια και καθαρότητα ότι το τέλειο μυστήριο του Χριστιανισμού γίνεται γνωστό με την πείρα σε κάθε πιστή ψυχή διά μέσου θείας ενέργειας, η οποία είναι η έλλαμψη του επουράνιου φωτός με την αποκαλυπτική δύναμη του Πνεύματος. Έτσι δε θα νομίσει κανείς ότι ο φωτισμός του Πνεύματος γίνεται μόνο με τη γνώση των θείων νοημάτων, ώστε να κινδυνέψει από άγνοια και ραθυμία να στερηθεί το τέλειο μυστήριο της χάρης.

Γι' αυτό και έφερε το παράδειγμα της λαμπρότητας του Πνεύματος που ακτινοβολούσε στο πρόσωπο του Μωυσή(Εξ. 34, 29), για να παραστήσει με σαφήνεια τη γνώση. Λέει λοιπόν: «Αν η διακονία του γραπτού νόμου, χαραγμένου σε λίθινες πλάκες, ο οποίος οδηγούσε στο θάνατο, συνοδεύτηκε από τόση λαμπρότητα, ώστε να μην μπορούν οι Ισραηλίτες να κοιτάξουν κατά πρόσωπο το Μωυσή εξαιτίας της λάμψεως του προσώπου του, αν και αυτή ήταν παροδική, πόσο περισσότερο ένδοξη θα είναι η διακονία του Πνεύματος; Γιατί αν η διακονία της καταδίκης είχε λαμπρότητα, πολύ περισσότερη είναι η λαμπρότητα της διακονίας που οδηγεί στη δικαιοσύνη.

Πράγματι, είναι τόσο μεγάλη αυτή η λαμπρότητα, ώστε σε σύγκριση μ' αυτήν, η πρώτη να μην είναι λαμπρότητα. Γιατί, αν το καταργούμενο είχε λαμπρότητα, πολύ μεγαλύτερη λαμπρότητα συνοδεύει το μόνιμο»(Β΄ Κορ. 3, 7-11). Είπε "καταργούμενο" γιατί η λαμπρότητα του φωτός ακτινοβολούσε στο θνητό σώμα του Μωυσή. Και προσθέτει: «Επειδή λοιπόν έχομε μια τέτοια ελπίδα, ενεργούμε με πολλή παρρησία»(Β΄ Κορ. 3, 12).

Λίγο παρακάτω έδειξε ότι η άφθαρτη και αθάνατη εκείνη λαμπρότητα του Πνεύματος που συνοδεύεται με αποκάλυψη, από τώρα λάμπει στους άξιους αθάνατα και ακατάλυτα, στο αθάνατο μέρος του έσω ανθρώπου. Λέει λοιπόν: «Όλοι εμείς —όσοι δηλαδή γεννήθηκαν από το πνεύμα με τέλεια πίστη—, με ακάλυπτο πρόσωπο (της ψυχής, εννοείται) κοιτάζομε σαν σε καθρέφτη την λαμπρότητα του Κυρίου και μεταμορφωνόμαστε σ' αυτή τη λαμπρή εικόνα Του, ανεβαίνοντας από λαμπρότητα σε λαμπρότητα με την ενέργεια του Πνεύματος, το οποίο είναι ο Κύριος.»(Β΄ Κορ. 3, 18).

Λέει ακόμη: «Μόλις επιστρέψει κανείς στον Κύριο, αφαιρείται το κάλυμμα. Λέγοντας Κύριο εννοώ το Πνεύμα»(Β΄ Κορ. 3, 16-17). Με αυτά έδειξε φανερά ότι ένα κάλυμμα σκοτεινό έχει τοποθετηθεί πάνω στην ψυχή, το οποίο από την παράβαση του Αδάμ βρήκε πέρασμα να εισχωρήσει στην ανθρωπότητα.

Τώρα όμως πιστεύομε ότι με την έλλαμψη του Πνεύματος αφαιρείται από τις πραγματικά πιστές και άξιες ψυχές. Γι' αυτό το λόγο έγινε εξάλλου και η έλευση του Χριστού. Και ευδόκησε ο Θεός να φτάσουν σε τέτοια μέτρα αγιότητας εκείνοι που πιστεύουν αληθινά.


138. Αυτή η έλλαμψη του Πνεύματος δεν είναι μόνο σαν μια αποκάλυψη νοημάτων και φωτισμός της χάρης, όπως είπαμε, αλλά είναι μιά βέβαιη και αδιάκοπη έλλαμψη υποστατικού φωτός μέσα στις ψυχές. Μερικά ρητά της Γραφής με τέτοιο νόημα είναι τα εξής: «Ο Θεός που είπε να λάμψει φως από το σκοτάδι, Αυτός έλαμψε μέσα στις καρδιές μας και μας φώτισε να γνωρίσομε τη δόξα του Χριστού»(Β΄ Κορ. 4, 6), και: «Φώτισε τα μάτια μου, για να μην κοιμηθώ για θάνατο»(Ψαλμ. 12, 4), δηλαδή όταν χωριστεί η ψυχή από το σώμα, να μη βρεθεί σκοτισμένη από το κάλυμμα του θανάτου της κακίας.

Κι ακόμα: «Ξεσκέπασε κι άλλο τα μάτια μου για να δω τα θαυμάσια του νόμου Σου»(Ψαλμ. 118, 18), και: «Στείλε μου το φως Σου και την αλήθεια Σου· αυτά θα με οδηγήσουν και θα με φέρουν στο άγιο όρος Σου και στο ναό Σου»(Ψαλμ. 42, 3), και: «Έλαμψε πάνω μας το φως του προσώπου Σου, Κύριε»(Ψαλμ. 4, 7).


139. Επίσης και το φως που έλαμψε στον μακάριο Παύλο στο δρόμο της Δαμασκού(Πράξ. 9, 3), με το οποίο υψώθηκε ως τον τρίτο ουρανό και άκουσε αλάλητα μυστήρια, δεν ήταν κάποιος φωτισμός νοημάτων και γνώσεως· ήταν υποστατική μέσα στην ψυχή έλλαμψη της δυνάμεως του αγαθού Πνεύματος. Την υπερβολική λαμπρότητα αυτού του φωτός δεν μπόρεσαν ν' αντέξουν τα σαρκικά μάτια και τυφλώθηκαν(Πράξ. 9, 8). Με αυτό το φως αποκαλύπτεται κάθε γνώση και γνωστοποιείται αληθινά ο Θεός στην άξια και αγαπώμενη από Αυτόν ψυχή.


140. Κάθε ψυχή που με τη δική της επιμέλεια και πίστη αξιώθηκε να ντυθεί από εδώ τελείως το Χριστό με τη δύναμη και την εσωτερική πληροφορία της χάρης και ενώθηκε με το επουράνιο φως της άφθαρτης εικόνας, μυείται από τώρα στη γνώση όλων των ουρανίων μυστηρίων υποστατικώς.

Κατά δε τη μεγάλη ημέρα της αναστάσεως, και το σώμα της θα συνδοξαστεί με την ίδια επουράνια δόξα και θα αρπαγεί στους ουρανούς από το πνεύμα, σύμφωνα με τη Γραφή(Α΄ Θεσ. 4, 17), και θα αξιωθεί να γίνει όμοιο με το δοξασμένο σώμα του Χριστού(Φιλιπ. 3, 21), και έτσι θα κληρονομήσει και την αιώνια και χωρίς διαδοχή βασιλεία μαζί με τον Χριστό.


141. Όσο κανείς με την δική του επιμέλεια και πίστη έγινε κοινωνός της ουράνιας δόξας του Αγίου Πνεύματος και στόλισε την ψυχή του με αγαθά έργα, τόσο και το σώμα του εκείνη την ημέρα θα γίνει άξιο να συνδοξαστεί.

Ό,τι δηλαδή αποθησαύρισε κανείς τώρα μέσα του, αυτό τότε παρουσιάζεται έξω, όπως και ο καρπός που είναι μέσα στα δένδρα Το χειμώνα, παρουσιάζεται έξω την άνοιξη, όπως είπαμε και άλλοτε. Η θεόμορφη λοιπόν εικόνα του Πνεύματος που οι Άγιοι έχουν κατά κάποιο τρόπο σαν τυπωμένη από τώρα μέσα τους, θα κάνει τότε και το σώμα εξωτερικά θεόμορφο και ουράνιο.

Στους βέβηλους όμως και αμαρτωλούς, αλοίμονο, το σκοτεινό κάλυμμα του κοσμικού πνεύματος που τύλιξε την ψυχή και με την ασχήμια των παθών έκανε το νου τους σκοτεινό και άσχημο, θα παρουσιάσει τότε εξωτερικά και το σώμα σκοτεινό και γεμάτο από κάθε ντροπή.


142. Επειδή μετά την παράβαση η αγαθότητα του Θεού καταδίκασε σε θάνατο τον Αδάμ(Γεν. 3, 19), ήρθε πρώτα ο θάνατος στην ψυχή του, επειδή με τη στέρηση της επουράνιας και πνευματικής απολαύσεως έσβησαν τα νοερά και αθάνατα αισθητήριά της κι έγιναν σαν νεκρά, και υστέρα ακολούθησε ο θάνατος του σώματος μετά από εννιακόσια τριάντα χρόνια(Γεν. 5, 5).

Έτσι και τώρα ο Θεός, που με το σταυρό και το θάνατο του Σωτήρα συμφιλιώθηκε με την ανθρωπότητα, αποκαθιστά την ψυχή που πίστεψε αληθινά, ακόμη και από αυτή τη ζωή, στην απόλαυση των ουράνιων φώτων και μυστηρίων και ξαναζωντανεύει με το θειο φως τα νοερά αισθητήριά της. Έπειτα, και το σώμα θα το ντύσει με αθάνατη και άφθαρτη δόξα.


143. Υπάρχουν άνθρωποι που απομακρύνθηκαν από τον κόσμο και ζουν με σεμνότητα και αγάπη για την αρετή, αλλά έχουν το κάλυμμα των παθών, στα οποία είμαστε όλοι ένοχοι για την παρακοή του πρωταπλάστου, έχουν δηλαδή το σαρκικό φρόνημα, το οποίο σωστά το ονόμασε ο Απόστολος θάνατο λέγοντας: «Το σαρκικό φρόνημα είναι θάνατος»(Ρωμ. 8, 6). Αυτοί λοιπόν μοιάζουν με ανθρώπους που περπατούν νύχτα και φωτίζονται από τα άστρα, τα οποία είναι οι άγιες εντολές του Θεού.

Επειδή όμως δεν ελευθερώθηκαν ακόμη τελείως από το σκοτάδι, τους είναι αδύνατο να βλέπουν καθαρά τα πάντα. Αυτοί πρέπει να φροντίζουν με κόπο και μεγάλη πίστη για την αρετή και να παρακαλέσουν τον Χριστό, τον Ήλιο της δικαιοσύνης, να λάμψει στις καρδιές τους, ώστε να μπορέσουν να τα δουν όλα με ακρίβεια, δηλαδή και την εναντίον μας επίθεση των νοητών θηρίων που γίνεται με πολλούς και ποικίλους τρόπους, και τα κάλλη του άφθαρτου κόσμου που είναι απερίγραπτα στην όψη και ανείπωτα στην ηδονή, με τον ίδιο τρόπο που αυτά γίνονται σαφή και ολοφάνερα στους τέλειους κατά την αρετή και σ' εκείνους που το νοερό φως έλαμψε ενεργώς στις καρδιές τους.

Γιατί, όπως λέει ο μακάριος Παύλος, η στερεή τροφή είναι για τους τελείους, οι οποίοι από τον εθισμό έχουν γυμνασμένα τα πνευματικά αισθητήρια στο να διακρίνουν το καλό και το κακό(Εβρ. 5, 14). Αλλά και ο θείος Πέτρος λέει: «Και σεις, έχοντας τα λόγια των Προφητών, καλά θα κάνετε να τα προσέχετε, γιατί είναι σαν λυχνάρι που φέγγει στο σκοτάδι, ώσπου να χαράξει η ημέρα και ν' ανατείλει στις καρδιές σας ο αυγερινός»(Β΄ Πέτρ. 1, 19).

Αλλά οι πολλοί δε διαφέρουν διόλου από εκείνους που βαδίζουν τη νύχτα χωρίς κανένα φως και χωρίς την παραμικρή ακτίνα, χωρίς δηλαδή κάποιο θείο λόγο να φωτίζει τις ψυχές τους, ώστε σχεδόν μοιάζουν με τυφλούς. Αυτοί είναι οι ολότελα δεμένοι με τα δεσμά της ύλης και τις βιοτικές αλυσίδες, και ούτε ο φόβος του Θεού τους συγκρατεί, ούτε κανένα αγαθό έργο κάνουν.

Γιατί όσοι από εκείνους που ζουν μέσα στον κόσμο, όπως είπαμε, φωτίζονται —σαν από άστρα— από τις άγιες εντολές του Θεού, και κρατούν την πίστη και το φόβο του Θεού, αυτοί δεν τυλίγονται ολότελα στο σκοτάδι, γι' αυτό και μπορούν να έχουν ελπίδα σωτηρίας.


144. Όπως οι άνθρωποι στον κόσμο μαζεύουν τον πλούτο από διάφορες αφορμές και εργασίες, άλλοι δηλαδή από αξιώματα, άλλοι από εμπόριο, άλλοι από χειρωνακτική ή γεωργική εργασία, και άλλοι με άλλον τρόπο, το ίδιο συμβαίνει και στα πνευματικά. Άλλοι μαζεύουν τον επουράνιο πλούτο από διάφορα χαρίσματα, όπως φανερώνεται από τα λόγια του Αποστόλου: «Έχομε διάφορα χαρίσματα, ανάλογα με τη χάρη του Θεού που μας δόθηκε»(Ρωμ. 12, 6)· άλλοι από διάφορες ασκήσεις και από διάφορες πνευματικές εργασίες και αρετές που γίνονται μόνο για το Θεό.

Για χάρη αυτού του πλούτου είναι απαγορευμένο να κρίνει κανείς ή να εξουθενώνει ή να καταδικάζει τον πλησίον. Αλλά και εκείνοι είναι φανεροί, που βρίσκουν χρυσάφι με εξόρυξη, όσοι δηλαδή αγωνίζονται με μακροθυμία και υπομονή και αποκτούν μερικό πλούτο καθώς τους ενισχύει η αγαθή ελπίδα.

Επίσης είναι φανεροί και όσοι μοιάζουν με μισθωτούς και είναι οκνηροί και νωχελικοί· αυτοί τρώνε αμέσως ό,τι τους πέσει, δε φέρνουν σε πέρας με υπομονή τα έργα που κάνουν και παρουσιάζονται διαρκώς να τριγυρίζουν γυμνοί και φτωχοί. Αυτοί δηλαδή είναι έτοιμοι και ενθουσιώδεις να λάβουν τη χάρη, ράθυμοι όμως και φυγόπονοι να εργαστούν και να την αυξήσουν.

Είναι επίσης ευμετάβλητοι και μόλις γευθούν νιώθουν κόρο, και στην εργασία κουράζονται εύκολα και δείχνουν μουδιασμένοι· και έτσι τους αφαιρείται η χάρη που έλαβαν. Γιατί πάντοτε η αδρανής, νωθρή, αμβλυμένη, οκνηρή και γεμάτη αμέλεια προαίρεση βρίσκεται ασύμφωνη με τη χάρη, έρημη από αγαθά έργα, ακατάλληλη για το Θεό και άδοξη, και σ' αυτόν τον κόσμο, και στον μελλοντικό.


145. Όταν ο άνθρωπος καταπάτησε την εντολή του Θεού και ξέπεσε από τη ζωή του Παραδείσου, επακολούθησε το δέσιμό του με δύο αλυσίδες. Η μία είναι ο δεσμός των βιοτικών πραγμάτων και των σαρκικών ηδονών, όπως είναι ο πλούτος, η δόξα, η φιλία, η γυναίκα, τα παιδιά, οι συγγενείς, η πατρίδα, τα κτήματα και γενικά όλα τα ορατά, από τα οποία ο λόγος του Θεού μας διατάζει να λυνόμαστε με τη θέλησή μας.

Η άλλη αλυσίδα είναι αόρατη και εσωτερική. Είναι δηλαδή δεμένη η ψυχή με σκοτεινά δεσμά από τα πονηρά πνεύματα, εξαιτίας των οποίων ούτε το Θεό να αγαπήσει μπορεί, ούτε να πιστέψει, ούτε να προσευχηθεί όπως θέλει. Γιατί από την παράβαση του πρώτου ανθρώπου, όλοι συναντούμε μέσα μας αντίσταση σε όλα, και στα φανερά και στα αφανή.

Όταν κανείς υπακούσει στο λόγο του Θεού και απομακρυνθεί από όλα τα βιοτικά πράγματα και απαρνηθεί όλες τις σαρκικές ηδονές, τότε αφού παραμείνει κοντά στο Θεό και αφοσιωθεί σ' Αυτόν, παίρνει θεία δύναμη και μαθαίνει ότι μέσα στα άδυτα της καρδιάς κρύβεται κάποια άλλη πάλη και κάποιος άλλος πόλεμος λογισμών.

Και αν παραμείνει έτσι κοντά στο Θεό και επικαλείται την ευσπλαχνία του Χριστού, με μεγάλη πίστη και υπομονή, αλλά και με τη βοήθεια του Θεού, μπορεί να ελευθερωθεί από τα δεσμά και τους φραγμούς εκείνους και το σκοτάδι των πονηρών πνευμάτων, δηλαδή από τις ενέργειες των κρυμμένων παθών.

Αυτόν τον πόλεμο, με τη χάρη και τη δύναμη του Χριστού, μπορούμε να τον καταργήσομε. Χωρίς όμως τη βοήθεια του Θεού, είναι εντελώς αδύνατο να λυτρώσει κανείς τον εαυτό του ώστε να ελευθερωθεί από την πάλη των λογισμών. Το μόνο που μπορεί κανείς, είναι να αντιλέγει στους λογισμούς και να μην ευχαριστείται μ' αυτούς.


146. Όποιος είναι μπλεγμένος στα πράγματα αυτού του κόσμου και τα ποικίλα δεσμά του και παρασύρεται από τα πάθη της κακίας, είναι πολύ μακριά από το να γνωρίζει —όπως είπαμε— ότι υπάρχει κάποια άλλη πάλη και κάποιος άλλος πόλεμος που δε φαίνονται. Αρκεί να λύσει κανείς τον εαυτό του από όλα τα ορατά και ν' αρχίσει να παραμένει κοντά στον Κύριο, για να μπορέσει να αντιληφθεί τη διαρκή εσωτερική πάλη των παθών και τον αόρατο πόλεμο που είναι μέσα μας.

Γιατί, όπως είπαμε, αν δε γίνουν αυτά με όλη μας την ψυχή και δε στέρξει κανείς να προσκολληθεί ολωσδιόλου στο Θεό, δεν αντιλαμβάνεται τα απόρρητα αυτά πάθη της κακίας και τους εσωτερικούς δεσμούς, αλλά κινδυνεύει, ενώ έχει τραύματα και περιθάλπει κρυφά πάθη, να νομίζει ότι είναι υγιής και όχι άρρωστος.

Εκείνος όμως που περιφρονεί την επιθυμία και τη δόξα, μπορεί πρώτα να δει τα πάθη που είναι μέσα του, και έπειτα να παρακαλέσει το Χριστό με πίστη· και αφού λάβει από τον ουρανό τα όπλα του Πνεύματος, τον θώρακα της δικαιοσύνης, την περικεφαλαία της σωτηρίας, την ασπίδα της πίστεως και το ξίφος του Πνεύματος(Εφ. 6, 14-16), να παλέψει και να τα νικήσει.


147. Χίλιους δυο τρόπους μηχανεύεται ο εχθρός για να μας αποσπάσει από την ελπίδα και την αγάπη του Χριστού. Δηλαδή ή φέρνει εσωτερικά θλίψεις στην ψυχή μέσω των πονηρών πνευμάτων, ή της προξενεί λογισμούς μιαρούς και ανεπίτρεπτους, ανασκαλεύοντας τη μνήμη των παλιών αμαρτημάτων, για να την οδηγήσει σε χαύνωση και σε λογισμούς απελπισίας, ότι δεν είναι δυνατόν να βρεί σωτηρία.

Θέλει ακόμη να κάνει την ψυχή να πιστέψει ότι οι λογισμοί αυτοί γεννιούνται από την ίδια και δεν τους υποβάλλει κρυφά και με κακία ένα εχθρικό πνεύμα. Ή λοιπόν κάνει αυτά, ή φέρνει πόνους σωματικούς, ή σχεδιάζει θλίψεις και ονειδισμούς από τους ανθρώπους. Αλλά όσο ο πονηρός ρίχνει εναντίον μας αυτά τα πυρωμένα βέλη(Εφ. 6, 16), τόσο περισσότερο πρέπει εμείς να φουντώνομε την ελπίδα προς το Θεό και να γνωρίζομε ακριβώς ότι θέλημά Του είναι, να δοκιμάζει τις ψυχές που έχουν έρωτα προς Αυτόν, για να φανεί αν τον αγαπούν αληθινά.


148. Χίλια χρόνια της ζωής αυτής, αν συγκριθούν με τον άφθαρτο και αιώνιο κόσμο, είναι σαν ένας κόκκος άμμου που παίρνει κανείς από τη θάλασσα. Σκέψου τώρα ως εξής: Έστω ότι μπορείς να γίνεις μοναδικός βασιλιάς σ' όλη τη γη και να εξουσιάζεις μόνος σου όλους τους θησαυρούς της οικουμένης.

Ας πούμε ακόμη ότι η αρχή της βασιλείας σου συμπίπτει με την αρχή της δημιουργίας των ανθρώπων, και το τέρμα της με τη συντέλεια, όταν αυτά τα ορατά και όλος ο κόσμος θα αλλάξουν και θα μεταποιηθούν.

Πες μου λοιπόν τώρα, αν ήταν να διαλέξεις, θα προτιμούσες αυτή την επίγεια βασιλεία, αντί την αληθινή και σταθερή, που δεν έχει απολύτως τίποτε παροδικό και φθαρτό; Εγώ θ' απαντούσα πως όχι, αν βέβαια έκρινες σωστά και σκεφτόσουν καλά το συμφέρον σου. Γιατί λέει ο Κύριος: «Τι θα ωφεληθεί ο άνθρωπος, αν κερδίσει ολόκληρο τον κόσμο, χάσει όμως την ψυχή του»(Ματθ. 16, 26);

Και ξέρομε ότι για την ψυχή δεν υπάρχει κανένα αντάλλαγμα. Αφού και από όλο τον κόσμο και από την κοσμική βασιλεία, αυτή μόνη της η ψυχή έχει πολύ μεγαλύτερη αξία, πόσο περισσότερο βέβαια η βασιλεία των ουρανών. Λέμε ότι έχει μεγαλύτερη αξία η ψυχή, γιατί σε κανένα άλλο ον δεν ευαρεστήθηκε ο Θεός να δώσει την ένωση και την κοινωνία με το Πνεύμα Του· ούτε στον ουρανό, ούτε στον ήλιο, ούτε στη σελήνη, ούτε στα άστρα, ούτε στη θάλασσα, ούτε στη γη, ούτε σε άλλο δημιούργημα από όσα βλέπομε, παρά μόνο στον άνθρωπο, τον οποίο αγάπησε από όλα τα κτίσματά Του.

Αν λοιπόν τα μεγάλα αυτού του κόσμου, δηλαδή τον τόσο πλούτο και τη βασιλεία όλης της γης, κρίνοντας ορθά δε θα τα προτιμούσαμε από την αιώνια βασιλεία, τι έπαθαν οι περισσότεροι και αντί αυτήν προτιμούν φαύλα και τυχαία πράγματα, δηλαδή κάποια επιθυμία, λίγη δόξα, ένα μέτριο κέρδος και τα όμοια; Πάντως ό,τι αγαπά κανείς από αυτόν τον κόσμο και είναι δεμένος με αυτό, εκείνο προτιμά από τη βασιλεία των ουρανών.

Και το χειρότερο είναι ότι αυτό το έχει και για Θεό, όπως έχει λεχθεί: «Από ό,τι κανείς ηττηθεί, σ' αυτό και γίνεται δούλος»(Β΄ Πέτρ. 2, 19). Είναι λοιπόν απόλυτη ανάγκη να προστρέξομε στο Θεό, να εξαρτήσομε από Αυτόν τον εαυτό μας, να σταυρωθούμε ψυχικά και σωματικά και να πορευόμαστε σύμφωνα με όλες τις άγιες εντολές Του.


149. Ας είναι. Άραγε σου φαίνεται δίκαιο, τη φθαρτή τούτη δόξα και την προσωρινή βασιλεία και τα λοιπά πρόσκαιρα να τα αποκτούν όσοι τα ορέγονται με πολλούς κόπους και ιδρώτες, το να συμβασιλεύει όμως κανείς αιώνια με το Χριστό και να επιτύχει τα ανεκλάλητα εκείνα αγαθά, να αγοράζεται εύκολα και να κατορθώνεται χωρίς κόπους;


150. Ποιά είναι η οικονομία της παρουσίας του Χριστού; Η επιστροφή και η αποκατάσταση της ανθρώπινης φύσεως στον εαυτό της. Ο Χριστός δηλαδή έδωσε πάλι στην ανθρώπινη φύση το αξίωμα του πρωτόπλαστου Αδάμ, και ακόμη —ω θεϊκή κι αληθινά μεγάλη χάρη!— της δώρισε την ουράνια κληρονομία του αγαθού Πνεύματος, και αφού την έβγαλε από τη φυλακή του σκότους, της έδειξε το δρόμο και τη θύρα της ζωής, από τα οποία όταν έρθει και χτυπήσει, μπορεί να μπει μέσα στη βασιλεία. Γιατί λέει: «Ζητάτε, και θα σας δοθεί· χτυπάτε, και θα σας ανοιχτεί»(Ματθ. 7, 7).

Μέσω αυτής της θύρας δεν είναι αδύνατο να βρεί καθένας που θέλει την ελευθερία της ψυχής του, και η ψυχή να αποκτήσει τους λογισμούς που της ταιριάζουν και ν' αξιωθεί να δεχτεί σύνοικό της το Χριστό και να Τον έχει σαν νυμφίο, με την κοινωνία του αγαθού Πνεύματος. Τι ανέκφραστη αγάπη του Κυρίου προς τον άνθρωπο, που τον έπλασε κατ' εικόνα Του(Γεν. 1, 27)!

----------------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, γ΄τόμος, σελ. 298-315)