84. Όπως στα φαινόμενα πράγματα απαρνήθηκες τον εξωτερικό άνθρωπο, δίνοντας ελεημοσύνη και σκορπίζοντας τα υπάρχοντά σου, έτσι πρέπει να απαρνηθείς τις αμαρτωλές συνήθειες. Και αν απέκτησες σοφία σαρκική η γήινες γνώσεις, αρνήσου τες. Αν στηρίζεσαι σε προτερήματα της σάρκας, απομακρύνσου απ' αυτά, ταπείνωσε τον εαυτό σου και μίκρυνέ τον. Γιατί μόνο έτσι θα μπορέσεις να γίνεις μαθητής της μωρίας του κηρύγματος(Α΄ Κορ. 1, 21). Και σ' αυτή θα βρεις την αληθινή σοφία, όχι σε κομψά λόγια, αλλά στη δύναμη του Σταυρού, έχοντας εσωτερικά τα ίδια ενεργήματα μ' εκείνους που καταξιώθηκαν να την αποκτήσουν. Όπως λέει ο Παύλος, ο Σταυρός του Χριστού είναι για τους Ιουδαίους σκάνδαλο, για τους Έλληνες μωρία, για μας όμως τους σωζόμενους είναι δύναμη Θεού και Θεού σοφία(Α΄ Κορ. 1, 23-24).



85. Κι αν ακόμη έλαβες ουράνια γεύση, και αν έγινες μέτοχος εκείνης της σοφίας και απέκτησες ανάπαυση στην ψυχή σου, μην υπερηφανεύεσαι, μήτε να ξεθαρρεύεις σαν να έφτασες πλέον και να κατάκτησες όλη την αλήθεια, για να μην ακούσεις και συ: «Τώρα πλέον είσαστε χορτάτοι! Τώρα πλέον γίνατε πλούσιοι! Χωρίς εμάς, κατακτήσατε τη βασιλεία των ουρανών! Και μακάρι να βασιλεύατε, για να βασιλεύσομε κι εμείς μαζί σας.»(Α΄ Κορ. 4, 8). Αλλά και αν γεύθηκες τα ουράνια, να πιστεύεις ότι δεν άγγιξες ακόμη το Χριστιανισμό. Αυτό το φρόνημα να μην είναι επιφανειακό, αλλά να το έχεις πάντοτε σαν φυτεμένο και επικυρωμένο οριστικά μέσα στη διάνοιά σου.


86. Όπως ο πλεονέκτης, και αν συνάξει αναρίθμητα χρήματα, δεν χορταίνει, αλλά όσα προσθέτονται κάθε μέρα, τόσο αυξάνουν την επιθυμία του για περισσότερα, ή όπως εκείνος που απομακρύνεται από ένα ποτάμι με γλυκύτατο νερό πριν ξεδιψάσει, νιώθει μεγαλύτερη δίψα, έτσι και στον καθένα η γεύση του Θεού δεν έχει κόρο ή τέλος, αλλά όσο πλουτίζει κανείς με αυτόν τον πλούτο, τόσο νομίζει τον εαυτό του φτωχό.


Οι Χριστιανοί δεν θεωρούν πολύτιμη τη ζωή τους, αλλά αισθάνονται να είναι εντελώς τιποτένιοι μπροστά στο Θεό, και θεωρούν τους εαυτούς των δούλους όλων των ανθρώπων. Πολύ χαίρεται ο Θεός και αναπαύεται με αυτή την ψυχή, για την ταπείνωσή της. Αν λοιπόν έχει κανείς κάποιο καλό ή και είναι πνευματικά πλούσιος, να μη νομίζει γι' αυτό ότι είναι κάτι ή ότι έχει κάτι. Γιατί ο Κύριος σιχαίνεται την οίηση, και αυτή ευθύς απ' την αρχή έχει διώξει από τον Παράδεισο τον άνθρωπο που άκουσε ότι "θα είστε σαν θεοί"(Γεν. 3, 5) και πήρε θάρρος μ' αυτή τη μάταιη ελπίδα.

Σκέψου ότι ο Θεός σου και Βασιλιάς, αλλά και Υιός του Θεού, κένωσε τον εαυτό Του παίρνοντας μορφή δούλου(Φιλιπ. 2, 7), ότι έγινε φτωχός(Β΄ Κορ. 8, 9) και συγκαταριθμήθηκε μεταξύ των ατίμων(Μαρκ. 15, 28) και σταυρώθηκε. Αν έτσι έγινε με το Θεό, εσύ ο άνθρωπος που αποτελείσαι από σάρκα και αίμα, που είσαι χώμα και στάχτη(Γεν. 18, 27) και που —αλοίμονο— δεν έχεις τιποτε το αγαθό, αλλά είσαι τελείως ακάθαρτος, πώς έχεις μεγάλη ιδέα και αλαζονεύεσαι; Εσύ λοιπόν, αν βέβαια είσαι συνετός, ακόμη και για κάτι καλό που έλαβες από το Θεό, να λές: «Αυτό δεν είναι δικό μου, από Άλλον το πήρα· και αν Αυτός το κρίνει σκόπιμο, θα μου το πάρει πίσω». Έτσι κάθε καλό να το αποδίδεις στον Κύριο, κάθε κακό στον εαυτό σου.


87. Ο θησαυρός που λέει ο Απόστολος ότι τον έχομε σε πήλινα σκεύη(Β΄ Κορ. 4, 7), να πιστεύεις ότι είναι η αγιαστική δύναμη του Πνεύματος, την οποία αξιώθηκε να λάβει από αυτήν ακόμη τη ζωή. Γιατί λέει πάλι κάπου ο ίδιος: «Αυτός έγινε για μας σοφία από το Θεό, και δικαίωση και αγιασμός και απολύτρωση»(Α΄ Κορ. 1, 30).

Εκείνος λοιπόν που βρήκε και κρατάει μέσα του τον επουράνιο αυτό θησαυρό του Πνεύματος, μπορεί να εργάζεται κάθε αρετή και κάθε εντολή, όχι μόνον καθαρά και άψογα, αλλά και χωρίς κόπους και χωρίς κούραση, πράγμα που πρωτύτερα κάθε άλλο παρά το έκανε άκοπα. Γιατί αυτό δεν μπορεί να το κάνει κανείς, ακόμη και αν θέλει να καλλιεργήσει αληθινά τον καρπό του Πνεύματος, πριν λάβει το αγαθό πνεύμα.

Πλην όμως ας βιάζει ο καθένας τον εαυτό του κάθε φορά και ας τρέχει με υπομονή(Εβρ. 12, 1) και πίστη, και ας παρακαλεί θερμά το Χριστό, ώστε να επιτύχει αυτόν τον επουράνιο θησαυρό. Και τότε, όπως είπαμε, με τη δύναμη και τη χάρη Του, θα μπορεί να εργάζεται το σύνολο των αρετών καθαρά, τέλεια και χωρίς μόχθο και ταλαιπωρία.


88. Εκείνοι που έχουν τον θεϊκό πλούτο του Πνεύματος μέσα τους, όταν απευθύνουν σε άλλους λόγια πνευματικά, τα μεταδίδουν στους συνομιλητές τους σαν να τα βγάζουν από το θησαυρό που έχουν μέσα τους(Ματθ. 12, 35). Όσοι όμως δεν απέκτησαν αυτόν το θησαυρό στο βάθος της καρδιάς τους, από τον οποίο αναβρύζει αγαθοσύνη θεϊκών ενθυμήσεων και μυστηρίων και βαθύτατων λόγων, αλλά ανθολογούν ορισμένα μόνο από τη μία και την άλλη Γραφή και τα έχουν στην άκρη της γλώσσας τους ή άκουσαν και από πνευματικούς ανθρώπους, κομπάζουν στους λόγους αυτούς, προβάλλοντας τα ξένα σαν δικά τους, και εμφανίζονται σαν γονείς ξένων τέκνων.


Αυτοί, στους άλλους μεν πρόσφεραν άκοπη την απόλαυση των λόγων, οι ίδιοι όμως μετά την ομιλία τους βρέθηκαν να μοιάζουν με φτωχούς, γιατί ο κάθε λόγος τους σαν να γύρισε σ' εκείνον από τον οποίο τον πήραν, κι αυτοί έμειναν χωρίς δικό τους θησαυρό, από τον οποίο να μπορούν και τον εαυτό τους πρώτα να ευφραίνουν, και τους άλλους να ωφελούν.


Γι' αυτό πρέπει πρώτα να ζητούμε από το Θεό να βάλει μέσα μας αυτόν τον αληθινό πλούτο, και τότε θα είναι εύκολο και τους άλλους να ωφελούμε και να τους μεταδίδομε λόγους πνευματικούς και θεία μυστήρια. Γιατί έτσι ευδόκησε η αγαθότητα του Θεού να κατοικήσει σε κάθε έναν που πιστεύει. «Όποιον με αγαπά, λέει, θα τον αγαπήσει ο Πατέρας μου· θα τον αγαπήσω κι εγώ και θα του φανερώσω τον εαυτό μου. Εγώ και ο Πατέρας θα έρθομε και θα κατοικήσομε σ' αυτόν(Ιω. 14, 21 και 2)».



89. Εκείνοι που αξιώθηκαν να γίνουν τέκνα Θεού και έχουν το Χριστό να ακτινοβολεί μέσα τους, διευθύνονται από ποικίλους και διαφόρους τρόπους του Πνεύματος και περιθάλπονται στα βάθη της καρδιάς τους από τη χάρη. Δεν είναι ανάρμοστο να φέρομε παραδείγματα από τις κοσμικές απολαύσεις, για να πάρομε κάποια ιδέα των θείων ενεργημάτων της χάρης μέσα στην ψυχή.


Συμβαίνει δηλαδή καμιά φορά οι άνθρωποι αυτοί σαν να βρίσκονται σε βασιλικό δείπνο να ευφραίνονται και να χαίρονται με κάποια ανέκφραστη και ανείπωτη αγαλλίαση. Και άλλοτε, σαν νεόνυμφοι να νιώθουν πνευματική ηδονή, ενώ άλλοτε σαν ασώματοι άγγελοι να αισθάνονται τόση ελαφρότητα στο σώμα τους, ώστε να νομίζουν ότι δεν έχουν σώμα. Και άλλοτε σαν να ευφραίνονται και να μεθούν με την ανέκφραστη μέθη των μυστηρίων του Πνεύματος, ενώ άλλοτε κλαίνε και οδύρονται προσευχόμενοι για τη σωτηρία των ανθρώπων.


Γιατί πυρπολούνται από τη θεία αγάπη του Πνεύματος προς όλους τους ανθρώπους και παίρνουν επάνω τους το πένθος όλων των απογόνων του Αδάμ. Άλλοτε πάλι, το πνεύμα άναψε μέσα τους τόση αγάπη, ενωμένη με ανείπωτη ηδονή, ώστε αν ήταν δυνατόν κάθε άνθρωπο να τον αγκαλιάσουν, χωρίς να ξεχωρίζουν καλό ή κακό.


Άλλοτε, τόσο πολύ εξουδένωσαν τον εαυτό τους, ώστε να νομίζουν ότι κανένας δεν είναι παρακάτω απ' αυτούς, αλλά ότι είναι τελευταίοι απ' όλους. Κάποτε τους πλημμυρίζει κάποια ανέκφραστη πνευματική χαρά, ενώ κάποτε, παρόμοια με ένα χειροδύναμο που φόρεσε βασιλική πανοπλία και αφού κατέβηκε στον πόλεμο, κατατρόπωσε τους εχθρούς, και αυτοί οπλίσθηκαν με τα όπλα του Πνεύματος και συγκρούσθηκαν με τους αόρατους εχθρούς και τους έριξαν κάτω από τα πόδια τους.


Πότε τους κυκλώνει μεγάλη γαλήνη και ησυχία και τους αγκαλιάζει η ειρήνη και τους κυριεύει μιά θαυμαστή πνευματική ηδονή, και πότε γεμίζουν σύνεση και θεία σοφία και ανεξιχνίαστη πνευματική γνώση. Και γενικά, δέχονται τόση σοφία από τη χάρη του Χριστού, όση δεν μπορεί καμιά γλώσσα να διηγηθεί. Ωστόσο συχνά έχουν εξωτερική όψη όπως όλοι οι άλλοι.


Έτσι η θεία χάρη με πολλούς τρόπους αλλάζει και διαφοροποιείται μέσα σ' αυτούς, σαν να θέλει να παιδαγωγεί και να γυμνάζει την ψυχή, για να την παρουσιάσει τέλεια και άμεμπτη και καθαρότατη στον επουράνιο Πατέρα.



90. Τα παραπάνω ενεργήματα του Πνεύματος ανήκουν στα υψηλά πνευματικά μέτρα που είναι πολύ κοντά στην τελειότητα. Αυτές οι ποικίλες παρηγοριές της χάρης ενεργούνται σ' αυτούς από το πνεύμα με διάφορους τρόπους, αλλά όμως ακατάπαυστα, και η μία πνευματική ενέργεια διαδέχεται την άλλη.


Όταν φτάσει κανείς στην πνευματική τελειότητα, αφού καθαρθεί ολότελα από όλα τα πάθη και ενωθεί και ανακραθεί εντελώς μέσω της ανέκφραστης μεθέξεως με το Παράκλητο πνεύμα, όταν και αυτή η ψυχή καταξιωθεί να γίνει πνεύμα, επειδή ενώθηκε με το πνεύμα, τότε γίνεται όλος φως, όλος πνεύμα, όλος χαρά, όλος ανάπαυση, όλος αγαλλίαση, όλος αγάπη, όλος ευσπλαχνία, όλος αγαθότητα και καλωσύνη.


Και κατά κάποιο τρόπο καταπίνεται μέσα στις αρετές της δυνάμεως του αγαθού Πνεύματος, σαν μιά πέτρα στην άβυσσο της θάλασσας που περιβάλλεται όλη από νερό. Αυτοί λοιπόν που ενώθηκαν εξ ολοκλήρου με το Πνεύμα του Θεού, έχουν εξομοιωθεί με το Χριστό και έχουν τις αρετές του Πνεύματος αμετάβλητες και παρουσιάζουν σε όλους τέτοιους καρπούς. Γιατί αφού έγιναν μέσα τους άμεμπτοι και καθαροί στην καρδιά(Ματθ. 5, 10) από το Πνεύμα, είναι αδύνατο να παρουσιάσουν εξωτερικά καρπούς κακίας, αλλά πάντοτε λάμπουν σ' αυτούς οι καρποί του Πνεύματος.


Αυτή είναι η προκοπή της πνευματικής τελειότητας, της πληρότητας που δίνει ο Χριστός, στην οποία μας συμβουλεύει ο Απόστολος να φτάσομε, λέγοντας: «Για να γεμίσετε με όλη την πληρότητα που δίνει ο Χριστός»(Εφ. 3, 19), και πάλι: «Ώσπου να καταλήξομε όλοι να γίνομε ώριμοι, με όλη την πληρότητα που δίνει ο Χριστός»(Εφ. 4, 13).



91. Συμβαίνει, μόλις κανείς γονατίσει στην προσευχή, να γεμίζει η καρδιά του από θεία ενέργεια και η ψυχή χαίρεται μαζί με τον Κύριο σαν νύμφη με τον νυμφίο, όπως προαναφέρθηκε. Αυτό το λέει,και ο μέγας Ησαΐας: «Όπως χαίρεται ο νυμφίος με τη νύμφη, έτσι θα χαρεί ο Κύριος μαζί σου»(Ησ. 62, 5).


Συμβαίνει πάλι, ένας τέτοιος άνθρωπος να είναι απασχολημένος όλη την ημέρα, και όταν κάποια ώρα ευκαιρήσει να προσευχηθεί, να αρπάζεται ο εσωτερικός άνθρωπος στο άπειρο βάθος του πνευματικού κόσμου.


Τον πλημμυρίζει τότε κάποια ανέκφραστη και άμετρη ηδονή, ώστε ο νους να κυριεύεται από έκπληξη καθώς έχει όλος αρπαγεί στα ύψη, και να του προκαλείται στο διάστημα αυτό λήθη όλου του επιγείου φρονήματος, γιατί μέστωσαν, όπως είπαμε, οι λογισμοί του και οδηγήθηκαν αιχμάλωτοι σε απέραντα και ακατάληπτα πράγματα.


Και από την προσευχή συμβαίνει εκείνη την ώρα στον άνθρωπο να φεύγει και η ψυχή μαζί με την προσευχή.



92. Σ' εκείνον που ερωτά αν είναι δυνατόν ο άνθρωπος πάντοτε να βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση, πρέπει να πούμε τα εξής. Δεν υπάρχει χρόνος που να μη συνυπάρχει η χάρη με τον άνθρωπο, να μην είναι ριζωμένη και να μη γίνεται σαν κάτι φυσικά ενωμένο στον άνθρωπο με τον οποίο συνυπάρχει. Και ενώ αυτή είναι μία, οικονομεί τα πράγματα όπως θέλει, κατά πολλούς τρόπους, για το συμφέρον του ανθρώπου.


Η φωτιά δηλαδή μέσα σ' αυτόν, άλλοτε καίει περισσότερο, άλλοτε λιγότερο. Και το φως άλλοτε λάμπει περισσότερο, άλλοτε μαζεύεται και σκυθρωπάζει, κατά θεία πάντως οικονομία, παρ' όλο που η λαμπάδα καίει χωρίς να σβήνει. Όταν όμως το φως γίνεται λαμπρότερο, τότε και ο άνθρωπος παρουσιάζεται σαν να μεθά περισσότερο με την αγάπη του Θεού.


Ενίοτε το ίδιο αυτό φως που φέγγει ακατάπαυστα στην καρδιά, ανοίγει δίοδο στο εσωτερικότερο και βαθύτερο φως, ώστε ολόκληρος ο άνθρωπος, βυθισμένος στη γλυκύτητα και στη θεωρία εκείνη, να μη βρίσκεται πλέον στον εαυτό του, αλλά να ζει στον κόσμο σαν μωρός και άξεστος εξαιτίας της υπερβολικής αγάπης που απλώθηκε στην ψυχή, και της ηδονής και του βάθους των μυστηρίων που αξιώθηκε.


Και συμβαίνει πολλές φορές σ' αυτόν τον καιρό να φτάσει τα μέτρα της τελειότητας και να ελευθερωθεί από κάθε αμαρτία και ψεγάδι, έπειτα όμως από αυτά να συσταλεί κατά κάποιο τρόπο η χάρη και να πέσει στην ψυχή το κάλυμμα της εχθρικής δυνάμεως.



93. Να ξέρεις ότι τα σχετικά με τη χάρη έχουν ως εξής. Ας υποθέσομε ότι η τελειότητα έχει δώδεκα σκαλοπάτια. Συμβαίνει λοιπόν να φτάνει κανείς και σ' αυτό το μέτρο. Αλλά πάλι υποχωρεί η χάρη και κατεβαίνοντας ένα σκαλοπάτι σταματά, ας πούμε, στο ενδέκατο. Φανερώσαμε παραπάνω εκείνα τα θαυμάσια, τα οποία δοκίμασε ο άνθρωπος εκείνος. Αν λοιπόν είχε αυτά τα θαυμάσια συνεχώς στον ίδιο βαθμό, τότε ούτε θα του ήταν δυνατό να οικονομεί τους αδελφούς και να τους διδάσκει.


Επειδή ούτε να ακούει θα μπορούσε, ούτε να μιλάει, ή και να φροντίζει για κάτι, έστω και το παραμικρό, παρά θα βρισκόταν σε μιά γωνιά εκστατικός και σαν μεθυσμένος. Γι' αυτό και δεν του δόθηκε το τέλειο μέτρο, για να έχει καιρό και τους αδελφούς να φροντίζει και να ασχολείται με την διακονία του λόγου.



94. Όταν ακούμε τα λόγια της βασιλείας και μας έρχονται δάκρυα, να μην περιοριστούμε στα δικά μας δάκρυα, ούτε στην ακοή μας ότι καλά ακούσαμε, ούτε στα μάτια μας ότι καλά είδαμε, και νομίσομε ότι αυτά μας είναι αρκετά.


Γιατί υπάρχουν και αλλά αυτιά και αλλά μάτια και αλλά δάκρυα, όπως επίσης και άλλη διάνοια και ψυχή, που είναι αυτό τούτο το θεϊκό και επουράνιο πνεύμα, το οποίο ακούει και κλαίει και προσεύχεται και γνωρίζει και πράττει αληθινά το θέλημα του Θεού. Αφού και ο Κύριος, όταν υποσχόταν στους Αποστόλους τη μέγιστη δωρεά του Πνεύματος, είπε: «Εγώ φεύγω, αλλά ο Παράκλητος, το Άγιο πνεύμα, που θα στείλει ο Πατέρας στο όνομά μου, εκείνος θα σας διδάξει τα πάντα»(Ιω. 14, 26), και πάλι: «Έχω πολλά να σας πω ακόμα, αλλά δεν μπορείτε τώρα να σηκώσετε μεγαλύτερο βάρος. Όταν όμως θα έρθει εκείνος, το πνεύμα της αλήθειας, θα σας οδηγήσει σε όλη την αλήθεια»(Ιω. 16, 12-13).


Εκείνος λοιπόν θα προσευχηθεί και εκείνος θα κλάψει· γιατί, όπως λέει ο Απόστολος, εμείς δεν ξέρομε πώς να προσευχηθούμε όπως πρέπει, αλλά το πνεύμα το ίδιο μεσιτεύει για μας με στεναγμούς που δεν εκφράζονται με λέξεις(Ρωμ. 8, 26). Γιατί μόνο στο πνεύμα είναι φανερό το θέλημα του Θεού: «Κανείς δε γνωρίζει όσα αναφέρονται στο Θεό, παρά μόνο το πνεύμα του Θεού»(Α΄ Κορ. 2, 11).


Και όταν σύμφωνα με την υπόσχεση, κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, επιφοίτησε ο Παράκλητος και η δύναμη του αγαθού Πνεύματος σκήνωσε στις ψυχές των Αποστόλων(Πράξ. 2, 1-4), αφαιρέθηκε από αυτούς ολότελα το κάλυμμα της κακίας, καταργήθηκαν τα πάθη και ξεσκεπάστηκαν τα μάτια της καρδιάς τους.


Και αφού γέμισαν από σοφία και έγιναν τέλειοι από το πνεύμα, διά μέσου του Πνεύματος έμαθαν πώς να πράττουν το θέλημα του Θεού, και από Εκείνο χειραγωγήθηκαν σ' ολόκληρη την αλήθεια, καθώς Εκείνο έγινε ο ηγεμόνας και ο βασιλιάς των ψυχών τους. Κι εμείς λοιπόν, όταν μας έρχεται να κλάψομε, ενώ ακούμε το λόγο του Θεού, ας παρακαλέσομε το Χριστό με αδίστακτη πίστη να έρθει σ' εμάς το πνεύμα, όπως ελπίσαμε, το οποίο αληθινά ακούει και προσεύχεται σύμφωνα με το θέλημα και τη βούληση του Θεού.



95. Να θεωρείς ότι το πράγμα έχει ως εξής: Υπάρχει κάποια σκοτεινή δύναμη που σκεπάζει ελαφρά το νου σαν λεπτή ομίχλη. Και μ' όλο που η λαμπάδα καίει παντοτινά και φωτίζει, όπως είπαμε, ωστόσο υπάρχει κάτι που καλύπτει εκείνο το φως. Γι' αυτό και δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι ένας τέτοιος άνθρωπος δεν είναι τέλειος ή ολότελα ελεύθερος από την αμαρτία, αλλά είναι, σαν να πούμε, και ελεύθερος και όχι ελεύθερος.


Όλο αυτό οπωσδήποτε δεν γίνεται ερήμην του Θεού, αλλά κατά θεία οικονομία. Και άλλοτε γκρεμίζεται και συντρίβεται το μεσότοιχο εκείνο του φραγμού(Εφ. 2, 14), ενώ άλλοτε δεν γκρεμίζεται ολότελα. Ούτε πάντοτε η προσευχή είναι η ίδια, αλλά άλλοτε η χάρη ανάβει και παρηγορεί και αναπαύει περισσότερο, άλλοτε είναι πιο σκυθρωπή και μειωμένη, όπως η ίδια η χάρη οικονομεί προς το συμφέρον του ανθρώπου.


Έχω φτάσει όμως σε μερικές περιπτώσεις στο τέλειο μέτρο και γεύθηκα και έλαβα πείρα εκείνου του κόσμου. Δεν είδα όμως ακόμη κανένα Χριστιανό τέλειο ή ολότελα ελεύθερο. Αλλά από τη μιά αναπαύεται κανείς από τη χάρη και αξιώνεται να δει μυστήρια και αποκαλύψεις και γίνεται κοινωνός της χάρης και γεύεται την πολλή γλυκύτητά της, και από την άλλη, συνυπάρχει η αμαρτία μέσα του.


Οι άνθρωποι αυτοί, για την υπερβολική χάρη και το φως που τους φωτίζει, θεωρήθηκαν από απειρία τέλειοι και ελεύθεροι. Εγώ δεν γνώρισα ακόμη κανένα τελείως ελεύθερο. Γιατί και σε μένα συνέβη μερικές φορές να φτάσω σ' εκείνο το μέτρο που έχω πει, και έμαθα καλά και γνωρίζω ποιος είναι ο τέλειος άνθρωπος.



96. Όταν ακούσεις περί ενώσεως νυμφίου και νύμφης και περί χορών και οργάνων και εορτών, μη βάλεις στο νου σου τίποτε υλικό ή επίγειο. Αυτά λέγονται από συγκατάβαση μόνο για παράδειγμα. Η ουσία τους είναι ανέκφραστη και πνευματική και απρόσιτη σε σαρκικά μάτια, και μόνο ψυχές άγιες και πιστές μπορούν να τα εννοήσουν.


Γιατί η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος, οι επουράνιοι θησαυροί, οι χοροί και εορτές των αγίων Αγγέλων, φανερώνονται μόνον σ' εκείνον που τα δοκίμασε. Ενώ στον αμύητο, ούτε καν να τα εννοήσει δεν είναι δυνατόν. Άκουε λοιπόν γι' αυτά με ευλάβεια, μέχρις ότου σου συμβεί, για την πίστη σου, να καταξιωθείς να τα επιτύχεις.


Και τότε θα εννοήσεις με την πείρα των ψυχικών οφθαλμών, σε ποιά αγαθά και μυστήρια μπορούν να μετέχουν οι ψυχές των Χριστιανών από αυτή τη ζωή. Γιατί στην ανάσταση, και το σώμα το ίδιο των ανθρώπων αυτών θα αξιωθεί να τα βλέπει αυτά και κατά κάποιο τρόπο να τα κρατά, όταν και αυτό γίνει πνεύμα.



97. Τα κάλλη και οι αγαθοί καρποί της ψυχής μας, δηλαδή η προσευχή, η αγάπη, η πίστη, η αγρυπνία, η νηστεία και οι λοιπές αρετές, όταν αναμιχθούν και ενωθούν με το Άγιο Πνεύμα, τότε και αυτά σαν θυμίαμα ριγμένο στη φωτιά, βγάζουν πλούσια ευωδία· αλλά κι εμείς τότε πολιτευόμαστε εύκολα κατά το θέλημα του Θεού.


Γιατί χωρίς το Άγιο πνεύμα, όπως προείπαμε, κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει το θέλημα του Θεού. Όπως η γυναίκα πριν από το γάμο της ακολουθεί τη γνώμη της και κάνει τα θελήματά της, όταν όμως συνάψει γάμο, ζει κάτω από την οδηγία του συζύγου της και δεν κάνει το δικό της, έτσι και η ψυχή έχει δικό της θέλημα και δικούς της νόμους και δικά της έργα. Όταν όμως γίνει άξια να ενωθεί με τον επουράνιο άνδρα Χριστό, υποτάσσεται πλέον στο νόμο του άνδρα της, και δεν ακολουθεί πιά το δικό της θέλημα, αλλά το θέλημα του Νυμφίου της Χριστού.



98. Το ένδυμα του γάμου για το οποίο κάνει λόγο ο Χριστός(Ματθ. 22, 11), να φρονείς ότι είναι η χάρη του Αγίου Πνεύματος, και εκείνος που δεν έγινε άξιος να την περιβληθεί, δε θα μετάσχει στον επουράνιο γάμο και στο πνευματικό εκείνο δείπνο.



99. Ας προσπαθήσομε με πόθο να πιούμε το πνευματικό και θεϊκό κρασί και να μεθύσομε με νηφάλια μέθη, ώστε, όπως εκείνοι που πίνουν πολύ κρασί και λένε ύστερα πολλά, έτσι κι εμείς αφού πιούμε χορταστικά από το πνευματικό αυτό κρασί, να μιλάμε διηγούμενοι τα θεία μυστήρια, όπως λέει ο θείος Δαβίδ: «Το ποτήρι σου με μεθά σαν το δυνατότερο κρασί»(Ψαλμ. 22, 5).



100. «Πτωχή τω πνεύματι»(Ματθ. 5, 2) είναι εκείνη η ψυχή, η οποία γνωρίζει καλά τα τραύματά της, όπως επίσης και το σκοτάδι των παθών, που την περικυκλώνει, και ζητά συνεχώς τη λύτρωση από τον Κύριο. Η ψυχή αυτή υπομένει τους κόπους και δεν χαίρεται με κανένα γήινο αγαθό, αλλά αναζητά μόνο τον καλό Γιατρό και έχει πεποίθηση στη θεραπεία Του. Με ποιο τρόπο λοιπόν η τραυματισμένη αυτή ψυχή θα γίνει ωραία και ευπαρουσίαστη και κατάλληλη να ζήσει μαζί με το Χριστό; Πώς αλλιώς, παρά όπως ήταν έτσι που πλάσθηκε εξαρχής και με την σαφή επίγνωση των τραυμάτων της και της φτώχειας της;


Γιατί αν δεν ευχαριστείται στα τραύματα και τους μώλωπες των παθών της, ούτε δικαιολογεί τα σφάλματά της, ο Κύριος δεν της καταλογίζει την αιτία της αρρώστιας της, αλλά έρχεται και την γιατρεύει και την περιποιείται και της αποκαθιστά ένα απαθές και άφθαρτο κάλλος. Με μόνο όρο, να μη μετέχει με την προαίρεσή της στα όσα πράττει, όπως είπαμε, ούτε να συγκατατίθεται στα πάθη που είναι ενεργά, αλλά με όλη τη δύναμη της να βοά προς τον Κύριο για να την αξιώσει με το αγαθό Πνεύμα Του να ελευθερωθεί από όλα τα πάθη.


Αυτή λοιπόν η ψυχή είναι μακάρια. Αλοίμονο όμως σ' εκείνη που δεν έχει συναίσθηση των τραυμάτων της, και νομίζει ότι δεν έχει καθόλου κακία, από την μεγάλη κακία και πώρωσή της. Αυτή την ψυχή, ο αγαθός Γιατρός δεν την επισκέπτεται, ούτε την θεραπεύει, αφού ούτε αυτή τον ζητά, ούτε τη μέλλει για τα τραύματά της, καθώς νομίζει ότι είναι καλά και υγιής. Γιατί λέει ο Κύριος: «Δεν έχουν ανάγκη από γιατρό οι υγιείς, αλλά οι άρρωστοι»(Ματθ. 9, 12).