73. Ένας που κατέχεται από κάποια μακρά ασθένεια, όταν δεν μπορεί πιά να δεχθεί τροφή και νερό, απελπίζεται, και αυτό είναι σημάδι θανάτου και τον κλαίνε οι συγγενείς και οι φίλοι του. Έτσι και ο Θεός και οι Άγγελοι, λυπούνται πολύ και θρηνούν τι.ς ψυχές που δεν μπορούν να προσλάβουν την επουράνια τροφή.
Αν λοιπόν έγινες θρόνος του Θεού, αν η ψυχή σου έγινε όλη πνευματικός οφθαλμός κι όλη φως, αν τράφηκες με την τροφή εκείνη του Πνεύματος, αν πίνεις από το ζωντανό νερό(Ιω. 4, 10) και από το πνευματικό κρασί που ευφραίνει την καρδιά(Ψαλμ. 103, 15), αν η ψυχή σου φόρεσε τα ενδύματα του ανέκφραστου φωτός, αν ο εσωτερικός σου άνθρωπος έλαβε πείρα και βεβαιότητα όλων αυτών, τότε λοιπόν ζεις από τώρα την πραγματικά αιώνια ζωή και αναπαύεσαι από τώρα μαζί με το Χριστό.
Αν όμως ακόμη δεν τα έλαβες αυτά ούτε τα έκανες κτήμα σου, να κλαις θερμά και να οδύρεσαι που δεν απέκτησες ακόμη αυτόν τον πλούτο, και να είναι αδιάκοπη η φροντίδα σου και η δέηση για τη φτώχεια σου. Αλλά μακάρι τουλάχιστον να αισθανόταν τη φτώχεια του εκείνος που δεν έχει αυτόν τον θείο πλούτο, και να μη γυρνούσε αμέριμνος σαν να τον έχει παραχορτάσει.Γιατί λέει ο Κύριος: «Καθένας που ζητά, βρίσκει· και όποιος χτυπά, θα του ανοιχτεί η θύρα»(Ματθ. 7, 8).
74. Αν το λάδι εκείνο που γινόταν από διάφορα μυρωδικά(Εξ. 30, 23-25) είχε τόση δύναμη, ώστε εκείνοι που χρίονταν, να αποκτούν το βασιλικό αξίωμα(Α΄ Βασ. 26, 11), πόσο περισσότερο εκείνοι που χρίονται στο νου και στον έσω άνθρωπο με το αγιαστικό λάδι της αγαλλιάσεως(Ψαλμ. 44, 8) και δέχονται τον αρραβώνα του αγαθού Πνεύματος, θα φτάσουν τα μέτρα της τελειότητας, δηλαδή της βασιλείας του Χριστού και της θείας υιοθεσίας, και θα μυηθούν στα μυστήρια του βασιλιά Χριστού, έχοντας την άδεια να πλησιάζουν τον Πατέρα όποτε θέλουν; Γιατί αν και δεν έχουν λάβει ακόμη τελείως την κληρονομιά, επειδή σηκώνουν ακόμη το βάρος του σώματος, αλλ' όμως λόγω του αρραβώνα του Πνεύματος είναι σίγουρες οι ελπίδες τους, και δεν αμφιβάλλουν καθόλου ότι θα συμβασιλεύσουν με το Χριστό(Β΄ Τιμ. 2, 12) και ότι θα έχουν αφθονία και πλεονασμό Πνεύματος· γιατί από αυτήν ήδη τη ζωή δοκίμασαν τη δύναμη και την ηδονή εκείνη. Το κάλυμμα που έβαλε ο σατανάς πάνω στους ανθρώπους μετά την παρακοή, έρχεται η χάρη, και με την κάθαρση του εσωτερικού ανθρώπου και του νου, το αφαιρεί εντελώς και πετάει σαν σκύβαλο μακριά κάθε μολυσμό και κάθε ακάθαρτο λογισμό της ψυχής, θέλοντας να την κάνει καθαρή και να την επαναφέρει στην αρχική της κατάσταση, ώστε να βλέπει με καθαρά και ανεμπόδιστα μάτια τη δόξα του αληθινού φωτός.
Οι τέτοιοι άνθρωποι αρπάζονται από τώρα νοερά σ' εκείνον τον αιώνα και βλέπουν τα κάλλη και τα θαύματά του. Όπως δηλαδή τα σωματικά μάτια, όταν είναι γερά και υγιή, ατενίζουν με θάρρος τις ακτίνες του ηλίου, έτσι και αυτοί· χρησιμοποιώντας τον φωτεινό και καθαρμένο νου τους, βλέπουν συνεχώς τις άδυτες λάμψεις του Κυρίου.
75. Αυτό το μέτρο δεν κατακτάται εύκολα από τους ανθρώπους, αλλά απαιτεί συνεχείς κόπους και πολλούς αγώνες και ιδρώτες. Γιατί πολλοί είναι εκείνοι που και η χάρη είναι μαζί τους και ενεργεί, και η κακία κρύβεται στα ενδόμυχα και δεν απομακρύνεται διόλου, αλλά τα δύο πνεύματα, του φωτός και του σκότους, ενεργούν μέσα στην ίδια καρδιά. Θα μου πεις όμως οπωσδήποτε: «Τι κοινό υπάρχει ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι; Ή πώς μπορεί να υπάρχουν στον ίδιο τόπο ναός του Θεού και ναός ειδώλων;»(Β΄Κορ. 6, 14 και 16).
Κι εγώ θα σου αποκριθώ το ίδιο: Πράγματι τι κοινό υπάρχει ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι; Ή σε τι το θείο φως συσκοτίζεται ή θολώνεται ή καταμολύνεται, αυτό που είναι εντελώς καθαρό και αμόλυντο; Όπως λέει η Γραφή, το φως λάμπει μέσα στο σκοτάδι, και το σκοτάδι δεν μπόρεσε να το σβήσει(Ιω. 1, 5).
Ώστε τα πράγματα δεν πρέπει να τα εξηγούμε χωριστά και μονότροπα. Μερικοί επαναπαύονται να έχουν τόσο τη χάρη του Θεού, όσο να μπορούν να συγκρατούν τον εαυτό τους και να μην τους νικά η αμαρτία που κατοικεί μέσα τους. Και έτσι συμβαίνει, τώρα να έχουν προσευχή νηφάλια και ανάπαυση, κι έπειτα να ενεργούνται από ακάθαρτους λογισμούς και να δελεάζονται από την αμαρτία, ενώ συνυπάρχει δηλαδή και η θεία χάρη.
Εκείνοι λοιπόν που είναι επιπόλαιοι και δεν επιδιώκουν ακόμη την ακρίβεια, όταν ένιωσαν κάπως την ενέργεια της θείας χάρης, νόμισαν ότι ελευθερώθηκαν για πάντα από την αμαρτία. Εκείνοι όμως που έχουν διάκριση και είναι νουνεχείς, δε θα αρνηθούν ότι και όταν κατοικεί μέσα τους η χάρη του Θεού, και πάλι ταράζονται από αισχρούς και άτοπους λογισμούς.
76. Γνωρίσαμε αδελφούς, οι οποίοι τόσο πλούσια απόλαυσαν τη θεία χάρη, ώστε για πέντε και έξι χρόνια να μαραθεί και να σβήσει σ' αυτούς η σαρκική επιθυμία. Κατόπιν, όταν νόμισαν ότι έφτασαν στο λιμάνι και στη γαλήνη, τότε όρμησε σαν από ενέδρα κατεπάνω τους η δαιμονική κακία τόσο σκληρά και άγρια, ώστε να δοκιμάσουν έκπληξη και απορία. Κανένας όμως απ' όσους είναι οξυδερκείς και συνετοί δεν ξεθαρρεύεται να πει ότι, αφού έχω τη χάρη, απαλλάχθηκα από την αμαρτία.
Γιατί ενεργούν και τα δύο, όπως είπαμε, και η χάρη και η αμαρτία, στον ίδιο νου, αν και οι επιπόλαιοι και αμαθείς, μόλις νιώσουν κάποια μικρή πνευματική κίνηση, λένε "νικήσαμε". Εγώ νομίζω ότι τα πράγματα έχουν ως εξής: Όπως όταν λάμπει καθαρός ήλιος, και πέσει ξαφνικά σκοτεινιά ή ομίχλη, σκοτίζεται το φως του ηλίου, παρόμοια συμβαίνει και μ' εκείνους που έλαβαν τη χάρη του Θεού, δεν καθαρίστηκαν όμως ακόμη τελείως, αλλά στο βάθος κατέχονται ακόμη από την αμαρτία. Ώστε λοιπόν είναι πράγματι απαραίτητη πολλή διάκριση για να τα αντιληφθεί κανείς αυτά τέλεια με την πείρα.
77. Όπως είναι αδύνατο χωρίς μάτια ή γλώσσα, αυτιά και πόδια, να βλέπει κανείς ή να μιλάει, ή να ακούει ή να περπατά, έτσι επίσης είναι αδύνατο χωρίς το Θεό και τη θεία ενέργεια να γίνει κανείς κοινωνός των θείων μυστηρίων και να γνωρίσει τη σοφία του Θεού ή να αποκτήσει τον πλούτο του Πνεύματος. Γιατί οι Έλληνες σοφοί ασκούνται σε λόγους και ασχολούνται πρόθυμα με λογομαχίες. Οι δούλοι όμως του Θεού, και αν δεν είναι επιτήδειοι στα λόγια, όμως καταρτίζονται συνεχώς με τη θεϊκή γνώση και με τη χάρη του Θεού.
78. Καταλήγω να υποθέσω ότι, ακόμη και αυτοί οι Απόστολοι που ήταν γεμάτοι από τη χάρη του αγαθού Παρακλήτου, δεν ήταν ολότελα απαλλαγμένοι από φροντίδες, αλλά μαζί με την αγαλλίαση και την ανέκφραστη χαρά, είχαν και κάποιο φόβο, που προερχόταν βέβαια από την ίδια τη χάρη και όχι από την κακία. Γιατί η ίδια η χάρη τούς προστάτευε ώστε να μην πέσουν ούτε στην παραμικρή παρεκτροπή.
Και όπως ένα μικρό παιδί που χτυπά ένα τείχος με ένα πετραδάκι, δεν του κάνει τίποτε, ή όπως ένα ασθενικό βέλος ελάχιστα βλάπτει έναν γερό θώρακα, έτσι και αν ένα μικρό μέρος της κακίας προσέβαλλε τους Αποστόλους, δεν πετύχαινε τίποτε, γιατί ήταν πολύ καλά θωρακισμένοι με τη δύναμη του Χριστού. Πλήν όμως, αν και ήταν τέλειοι, ήταν παρούσα σ' αυτούς και η ελευθερία του αυτεξουσίου, και όχι όπως μερικοί ανόητα λένε ότι μετά τη χάρη παύουν οι φροντίδες και υπάρχει ανάπαυση. Γιατί ο Κύριος, και από τους τελείους ακόμη ζητεί να είναι το θέλημα της ψυχής στην υπηρεσία του Πνεύματος, ώστε να συμβαδίζουν και τα δύο. Όπως λέει και ο Απόστολος: «μη σβήνετε την ενέργεια του Πνεύματος»(Α΄ Θεσ. 5, 19) .
79. Να μιλάει κανείς για τα πράγματα μόνο με λόγια, είναι πρόχειρο και εύκολο. Είναι εύκολο στον καθένα να πει ότι τούτο το ψωμί, για παράδειγμα, γίνεται από σιτάρι. Τον λεπτομερή όμως τρόπο της κατασκευής του δεν μπορεί ο καθένας να τον εκθέσει, αλλά μόνον όσοι γνωρίζουν. Έτσι λοιπόν να μιλάει απλώς κανείς για την απάθεια και την τελειότητα, είναι εύκολο, να το μάθει όμως με την πείρα και αληθινά, αυτό σημαίνει να καταλάβει αληθινά στην πράξη πώς κατορθώνεται η τελειότητα.
80. Όσους λένε πνευματικά λόγια χωρίς να τα γευθούν και να τα δοκιμάσουν, αυτούς τους παρομοιάζω με έναν άνθρωπο που μέσα στο καλοκαίρι και ακριβώς το καταμεσήμερο περνά έναν τόπο έρημο και άνυδρο, και έπειτα, από την πολλή και φλογισμένη δίψα φαντάζεται ότι κοντά είναι μιά πηγή με κρύο, γλυκό και καθαρό νερό, και ότι πίνει από αυτήν χωρίς να τον εμποδίζει κανείς, όσο θέλει. Ή ακόμη με άνθρωπο που δεν έχει γευθεί ποτέ μέλι και προσπαθεί να δώσει στους άλλους να εννοήσουν τι είδους είναι η γλυκύτητά του.
Τέτοιοι είναι πράγματι όσοι δε δοκίμασαν στην πράξη και με εσωτερική πληροφορία τα σχετικά με την τελειότητα και τον αγιασμό και την απάθεια και θέλουν να μιλούν γι' αυτά στους άλλους. Γιατί αν τους δώσει ο Θεός να λάβουν μικρή αίσθηση για κάτι από όσα λένε, τότε θα εννοήσουν οπωσδήποτε ότι δεν ήταν τα πράγματα όπως τα έλεγαν, αλλά η αλήθεια είναι πολύ διαφορετική. Κινδυνεύει δηλαδή κάπως ο Χριστιανισμός λίγο-λίγο να ξεφεύγει από τον κανονικό του δρόμο και να πέφτει σε αθεΐα.
Έτσι ο Χριστιανισμός είναι σαν φαγητό και ποτό, και όσο περισσότερο τον γεύεται κανείς, τόσο ανάβει την επιθυμία για περισσότερα Και γίνεται ο νους αχόρταστος και ακατάσχετος. Είναι σαν να δώσει κανείς σ' έναν διψασμένο ένα γλυκό ποτό και να τον κάνει όχι μόνο από τη δίψα, αλλά και από την ηδονή του ποτού να το επιθυμεί πιό άπληστα. Αυτά όμως, όπως είπαμε, δεν τα νοούμε μόνο με λόγια χωρίς πείρα, αλλά επιτελούνται με μυστική νοερή εργασία του Αγίου Πνεύματος, και έτσι λέγονται.
81. Το Ευαγγέλιο διατάζει κατηγορηματικά κάθε άνθρωπο, να κάνει ή να μην κάνει κάτι, ώστε να γίνει φίλος του φιλάνθρωπου Βασιλιά. Λέει δηλαδή: «Να μην οργιστείς(Ματθ. 5, 22), να μην επιθυμήσεις(Ματθ. 5, 28), αν σε ραπίσει κανείς στο δεξί μάγουλο, γύρισέ του και το άλλο(Ματθ. 5, 39)».
Ενώ ο Απόστολος, ακολουθώντας από κοντά τα προσταγμένα, εκπαιδεύει και πώς πρέπει σταδιακά να γίνεται το έργο της καθάρσεως, με υπομονή και μακροθυμία. Πρώτα τους τρέφει με γάλα σαν νήπια(Α΄ Κορ. 3, 1-2), έπειτα τους φέρνει σε μεγαλύτερη ηλικία(Εφ. 4, 14-16), και τέλος στην τελειότητα(Εβρ. 5, 14· 6,1). Να το πούμε με ένα παράδειγμα: το Ευαγγέλιο είπε να γίνει τέλειος ο χιτώνας από μαλλί, ενώ ο Απόστολος εξήγησε καθαρά και πώς να λαναρίζεται το μαλλί, και πώς να υφαίνεται και να κατασκευάζεται ο χιτώνας.
82. Είναι μερικοί που απέχουν από φανερή πορνεία και κλοπή και πλεονεξία και τα όμοια κακά, και γι' αυτό συναριθμούν τον εαυτό τους με τους Αγίους. Απέχει όμως πολύ αυτό από την αλήθεια. Γιατί πολλές φορές, ενώ η κακία φωλιάζει στο νου τους και ζει εκεί έρποντας, δείχνει πώς τους άφησε κι έφυγε. Άγιος όμως είναι εκείνος που αγιάστηκε και καθάρισε τελείως τον εσωτερικό του άνθρωπο.
Κάποιος αδελφός, ενώ προσευχόταν μαζί με άλλους αδελφούς, αιχμαλωτίσθηκε από τη θεία δύναμη, και με αρπαγή του νου του είδε την άνω Ιερουσαλήμ και τα εκεί φωτεινά κατοικητήρια και φως άπειρο και ανέκφραστο, και άκουσε φωνή ότι αυτός είναι ο τόπος της αναπαύσεως των δικαίων. Μετά από αυτό, υπερηφανεύτηκε και νομίζοντας τον εαυτό του σπουδαίο, έπεσε σε βάθος αμαρτιών και κυριεύτηκε ύστερα από πολλά κακά.
Αν λοιπόν αυτός έπαθε τέτοια, πώς είναι δυνατόν ο καθένας να λέει, «αφού νηστεύω και ζω σαν ξένος και δίνω ελεημοσύνη από τα υπάρχοντά μου(Α΄ Κορ. 13, 3) και έχω φυλαχθεί από τα κακά που είπαμε και τίποτε δεν μου λείπει, άρα είμαι κι εγώ άγιος»; Γιατί όπως είπαμε, τελειότητα είναι όχι η αποχή από τα φανερά κακά, αλλά τέλεια κάθαρση είναι η κάθαρση της διάνοιας.
83. Εσύ που τα υποστηρίζεις αυτά, πέρασε μέσα σου με την επιστασία στους λογισμούς σου, και σκύψε πάνω στο νου σου, τον αιχμάλωτο και δούλο της αμαρτίας, και δες το φίδι που φωλιάζει πιο κάτω κι από το νου και πιο βαθιά από τους λογισμούς, στα λεγόμενα άδυτα της ψυχής σου, και επιδιώκει να σε σκοτώνει πλήττοντας τα πιο ουσιώδη μέρη της ψυχής σου. Γιατί αληθινά είναι άβυσσος ακατανόητη η καρδιά.
Αν λοιπόν σκότωσες το φίδι, αν καθάρισες όλη την ανομία που έχεις μέσα σου και απέρριψες την αμαρτία, τότε καυχήσου για την καθαρότητα που σου έδωσε ο Θεός. Αν όμως όχι, τότε ταπεινώσου σαν φτωχός και αμαρτωλός ακόμη, και πλησίασε παρακαλώντας το Χριστό να σε καθαρίσει από τις κρυφές αμαρτίες σου(Ψαλμ. 18, 13). Γιατί όλη η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη παρουσιάζεται να μιλάει για την καθαρότητα.
Και κάθε άνθρωπος, Ιουδαίος και ειδωλολάτρης, αγαπά την καθαρότητα, κι ας μην είναι απ' όλους κατορθωτή. Η καθαρότητα της καρδίας δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί διαφορετικά, παρά μόνο μέσω του Ιησού. Γιατί Αυτός είναι η ενυπόστατη και απόλυτη αλήθεια. Και χωρίς αυτήν την Αλήθεια είναι αδύνατο να γνωρίσει κανείς την αλήθεια ή να επιτύχει τη σωτηρία .
------------------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, γ΄τόμος, σελ. 274-284)