62. Ο μακάριος Μωυσής, με τη δόξα του Πνεύματος που έλαμπε στο πρόσωπό του, την οποία κανείς άνθρωπος δεν μπορούσε να ατενίσει(Εξ. 34, 29-30), προτύπωσε πως θα δοξαστούν στην ανάσταση των δικαίων τα σώματα των Αγίων, με δόξα που από τώρα αξιώνονται να έχουν στον έσω άνθρωπο οι πιστές ψυχές των Αγίων. «Εμείς —λέει— με ακάλυπτο το πρόσωπο, δηλαδή με τον έσω άνθρωπο, δεχόμαστε σαν σε καθρέφτη τη δόξα του Κυρίου και μεταμορφωνόμαστε σ' αυτή τη λαμπρή εικόνα Του ανεβαίνοντας από δόξα σε δόξα»(Β΄ Κορ. 3, 18).
Για το Μωυσή πάλι λέει η Γραφή ότι έμεινε στο όρος σαράντα ημέρες και σαράντα νύχτες και δεν έφαγε ούτε ήπιε(Εξ. 34, 28), πράγμα που δεν είναι της ανθρώπινης φύσεως· άρα δεχόταν κάποια τροφή πνευματική. Αυτή την τροφή γεύονται από τώρα οι άγιες ψυχές από το πνεύμα.
63. Η δόξα την οποία έχουν πλούτο τους, όπως είπαμε, από εδώ οι ψυχές των Αγίων, αυτή θα σκεπάσει και θα ντύσει τα γυμνά σώματα στην ανάσταση και θα τα μεταφέρει ανάρπαστα στους ουρανούς. Και τότε πλέον οι Άγιοι με το σώμα και την ψυχή θα αναπαυθούν για πάντα στη βασιλεία του Θεού. Όταν έπλασε ο Θεός τον Αδάμ, δεν του έβαλε στο σώμα φτερά όπως στα πουλιά, αφού έμελλε να του δώσει στην ανάσταση τα φτερά του Πνεύματος, για να υψώνεται με αυτά και να αρπάζεται όπου θέλει το Πνεύμα.
Αυτά τα νοητά φτερά έχουν δοθεί από τώρα στις ψυχές των Αγίων και τις σηκώνουν ψηλά προς το ουράνιο φρόνημα. Γιατί ο στολισμός των Χριστιανών είναι άλλος και τα ενδύματα άλλα και άλλη η τράπεζα και άλλη η απόλαυση, επειδή γνωρίζομε ότι ο Χριστός θα έρθει από τον ουρανό και θα αναστήσει όλους τους νεκρούς από την αρχή του κόσμου, όπως μαρτυρούν οι θείες Γραφές. Τότε θα τους χωρίσει σε δύο μέρη, και αυτούς που θα έχουν το δικό Του σημάδι, που είναι η σφραγίδα του θείου Πνεύματος, θα τους τοποθετήσει στα δεξιά Του και θα τους μιλήσει(Ματθ. 25, 32-34).
Γιατί όπως είπε, «τα δικά μου πρόβατα ακούνε τη φωνή μου και τη γνωρίζουν»(Ιω. 10, 3-4). Και τότε τα σώματά τους θα ντυθούν με θεία δόξα, δηλαδή τη δόξα των αγαθών έργων και τη δόξα του Πνεύματος που έλαβαν από εδώ οι ψυχές των Αγίων. Και έτσι αφού δοξαστούν με το θεϊκό φως και αρπαχθούν στους ουρανούς για να προϋπαντήσουν τον Κύριο, όπως έχει γραφεί, θα είναι παντοτινά μαζί με τον Κύριο(Α΄ Θεσ. 4, 17) .
64. Εκείνοι που φροντίζουν να κατορθώνουν όσο είναι δυνατόν καλύτερα το βίο του Χριστιανού, πρέπει πρώτα-πρώτα να φροντίζουν με μεγάλη επιμέλεια για το διανοητικό και διακριτικό και ηγεμονικό μέρος της ψυχής, ώστε να διακρίνουν ακριβώς το καλό από το κακό και να βγάλουν έξω από την καθαρή φύση όσα πάθη εισήλθαν έπειτα παρά φύση, και έτσι να μπορούν να ζουν χωρίς προσκόμματα, χρησιμοποιώντας ως μάτι το όργανο της διακρίσεως, και να μένουν ανεπηρέαστοι από τις αφορμές της κακίας.
Γιατί θέλημα της ψυχής είναι, να διατηρεί τα μέλη του σώματος αμόλυντα από τη βλάβη των αισθήσεων, να αποκλείσει τον εαυτό της από τους περισπασμούς του κόσμου και να φυλάξει την καρδιά να μην απλώνει στον κόσμο τα ενεργήματα των λογισμών της, αλλά να τα περιορίζει από παντού και να τα συγκρατεί από κάθε χαμαίζηλη φροντίδα και ηδονή.
Κι όταν δει ο Κύριος κάποιον να ζει με αυτόν τον τρόπο και να φροντίζει να διατηρεί τέτοια ακρίβεια και προσοχή και να έχει την πρόθεση να τον υπηρετεί με φόβο και τρόμο(Ψαλμ. 2, 11), τότε του προσφέρει και τη βοήθεια της χάρης Του. Τι όμως να κάνει ο Θεός σ' εκείνον που προσφέρει τον εαυτό του στον κόσμο και τρέχει πίσω από τις ηδονές του;
65. Οι πέντε παρθένες που έμειναν άγρυπνες και που πήραν στα δοχεία της καρδιάς τους το ξένο προς τη φύση τους λάδι, δηλαδή τη χάρη του Πνεύματος, μπόρεσαν να μπουν μαζί με τον Νυμφίο στον νυμφώνα. Οι άλλες οι μωρές, οι κακές, που έμειναν στους όρους της δικής τους φύσεως, δεν έμειναν άγρυπνες, ούτε φρόντισαν να αποκτήσουν το λάδι αυτό της αγαλλιάσεως μέσα στις καρδιές τους όσο ήταν ακόμη στη ζωή, αλλά κατά κάποιο τρόπο αποκοιμήθηκαν από αμέλεια και χαυνότητα και από οίηση για τις αρετές τους.
Γι' αυτό και κλείστηκε γι' αυτές ο νυμφώνας της βασιλείας(Ματθ. 25, 1-10). Είναι λοιπόν φανερό ότι τις κρατούσε κάποιος δεσμός και κάποια φιλία με τον κόσμο, αφού δεν έδωσαν όλη την αγάπη και ολόκληρο τον έρωτά τους στον επουράνιο Νυμφίο. Γιατί οι ψυχές που ζητούν τον αγιασμό του Πνεύματος, ο οποίος είναι ξένος για την ανθρώπινη φύση, ανάβουν όλη την αγάπη τους για το Χριστό, εκεί βαδίζουν, εκεί προσεύχονται, εκεί σκέφτονται, εκεί μελετούν, και έχουν απομακρυνθεί απ' όλα τα άλλα. Οι πέντε αισθήσεις της ψυχής, δηλαδή η φρόνηση, η γνώση, η διάκριση, η υπομονή και το έλεος, αν δεχθούν την ουράνια χάρη και τον αγιασμό του Πνεύματος, τότε θα είναι πράγματι "φρόνιμες παρθένες". Αν όμως εγκαταλειφθούν στα όρια της δικής τους φύσεως, τότε είναι πράγματι μωρές και τέκνα του κόσμου και της οργής(Εφ. 2, 3)
66. Η κακία είναι κάτι το ξένο για την ανθρώπινη φύση, εισχώρησε όμως με την παράβαση του πρώτου ανθρώπου και τη δεχτήκαμε και με τον καιρό έγινε σαν φυσική σε μας. Έτσι και με κάτι ξένο για τη φύση μας, την επουράνια δωρεά δηλαδή του Πνεύματος, πρέπει να διώξομε μακριά από τη φύση μας την κακία και να αποκατασταθούμε στην αρχική καθαρότητα. Αλλά αν αυτό δεν γίνει με πολλή προσευχή και πίστη και προσοχή και αποστροφή των πραγμάτων του κόσμου, και αν η φύση μας, που τη μόλυνε η κακία, δεν αγιαστεί από την αγάπη εκείνη, η οποία είναι ο Κύριος, και αν δε μείνομε μέχρι τέλους άπτωτοι και δεν οικειοποιηθούμε τις θείες εντολές Του, δεν μπορούμε να επιτύχομε την επουράνια βασιλεία.
67. Θέλω να εξετάσω ένα λεπτό και βαθύ λόγο, ανάλογα με τη δύναμή μου. Παίρνει σώμα ανθρώπου ο άπειρος και ασώματος Κύριος από άπειρη αγαθότητα και μικραίνει —μπορεί να πει κανείς— τον εαυτό Του, ο μέγας και υπερούσιος, για να μπορέσει να ενωθεί με τα νοερά κτίσματά Του, δηλαδή με ψυχές Αγίων και Αγγέλων, ώστε να μπορέσουν και αυτές να γίνουν μέτοχοι της αθάνατης ζωής της θεότητάς Του. Επειδή και το καθένα, σύμφωνα με τη φύση του, είναι σώμα, ο άγγελος, η ψυχή, ο δαίμονας. Και αν είναι λεπτά, ωστόσο το καθένα κατά την υπόσταση, τη μορφή και την εικόνα που αναλογεί στη λεπτότητα της φύσεώς του, είναι σώμα λεπτό. Όπως λοιπόν το σώμα τούτο κατά την υπόσταση είναι παχύ, έτσι και η ψυχή που είναι σώμα λεπτό, πήρε και φόρεσε τα μέλη αυτού του σώματος.
Φόρεσε τα μάτια, με τα οποία και βλέπει, τα αυτιά, με τα οποία ακούει, τα χέρια, τη μύτη, και γενικώς όλο το σώμα και τα μέλη του τα φόρεσε η ψυχή και ενώθηκε μ' αυτό, με το οποίο και ενεργεί όλα όσα συνδέονται με τη ζωή. Κατά τον ίδιο τρόπο και η ανεκλάλητη και ακατανόητη αγαθότητα του Χριστού μικραίνει τον εαυτό Της και παίρνει σώμα και ενώνεται με τις πιστές και αγαπητές σ' Αυτόν ψυχές και τις αγκαλιάζει και γίνεται ένα πνεύμα με αυτές σύμφωνα με το λόγο του Παύλου(Α΄ Κορ. 6, 17). και γίνεται, μπορούμε να πούμε, ψυχή στην ψυχή και υπόσταση στην υπόσταση, ώστε μιά τέτοια ψυχή να ζήσει και να υπάρξει μέσα στη θεότητά Του, να φτάσει στην αθάνατη ζωή και να απολαύσει άφθαρτη ηδονή και ανέκφραστη δόξα.
68. Για την ψυχή αυτή ο Κύριος, όταν θέλει, γίνεται φωτιά και κατακαίει κάθε κακό και παρείσακτο μέσα της, όπως λέει και ο Προφήτης: «Ο Θεός μας είναι φωτιά που κατακαίει». Άλλοτε γίνεται ανάπαυση ανείπωτη και ανέκφραστη, κι άλλοτε χαρά και ειρήνη(Ρωμ. 14, 17) και περιθάλπει και περικυκλώνει την ψυχή.
Μόνο να αγωνίζεται κανείς να τον αγαπά και να τον ευχαριστεί με τους αγαθούς τρόπους του· και θα δει με την πείρα και την αίσθησή του ότι άγγιξε ανεκλάλητα αγαθά, που μάτι δεν τα είδε και αυτί δεν τα άκουσε και άνθρωπος δεν τα διανοήθηκε(Α΄ Κορ. 2, 9), όσα δηλαδή αγαθά γίνεται το Πνεύμα του Κυρίου, από τη μιά για ανάπαυση, και από την άλλη για αγαλλίαση και τρυφή και ζωή της ψυχής που αναδεικνύεται άξιά Του.
Γιατί σωματοποιεί τον εαυτό Του και τον κάνει πνευματική τροφή, αλλά και ένδυμα και κάλλη απερίγραπτα, για να γεμίσει έτσι την ψυχή πνευματική χαρά. «Εγώ είμαι —λέει— ο άρτος της ζωής»(Ιω. 6, 35), και: «Όποιος πίνει από το νερό που θα του δώσω, θα αναβρύσει μέσα του μία πηγή νερού που θα δίνει αιώνια ζωή» .
69. Με τέτοιο τρόπο φανερώθηκε ο Θεός και στους ιερείς και Αγίους της Παλαιάς Διαθήκης, όπως ο Ίδιος ήθελε και όπως ήταν ωφέλιμο στον Άγιο που τον έβλεπε. Αλλιώς, για παράδειγμα, φανερώθηκε στον Αβραάμ(Γεν. 18, 1-2), αλλιώς στον Ισαάκ(Γεν. 26,24), στον Ιακώβ(Γεν. 28, 13), στο Νώε(Γεν. 9, 12-13), στο Δανιήλ(Δαν. 7, 13), στο Μωυσή(Εξ. 3, 4-6), στο Δαβίδ(Β΄ Βασ. 24, 16-17) και στον καθένα από τους Προφήτες(Γ΄ Βασ. 19, 11- 12), μικραίνοντας τον εαυτό Του και παίρνοντας σωματική μορφή, όπως είπαμε· μεταμορφωνόταν και φανερωνόταν σ' αυτούς που τον αγαπούσαν, όχι όπως είναι ο Ίδιος —γιατί είναι αχώρητος—, αλλά ανάλογα με τη δεκτικότητα και τη δύναμή τους, για την πολλή και ακατανόητη αγάπη που είχε σ' αυτούς.
70. Η ψυχή που αξιώθηκε να δεχθεί ένοικό της την ουράνια δύναμη και τη θεϊκή εκείνη φωτιά, και που η επουράνια αγάπη του αγαθού Πνεύματος ενώθηκε με τα μέλη της, ελευθερώνεται εντελώς από κάθε κοσμική αγάπη. Το σίδερο, το μολύβι, ο χρυσός, το ασήμι, όταν παραδοθούν στη φωτιά, λιώνουν αλλάζοντας τη σκληρή φύση τους σε μαλακή, και όσο βρίσκονται μέσα στη φωτιά είναι χαλαρά και ρευστά και έχουν αποβάλλει τη φυσική τους σκληρότητα εξαιτίας της δυνάμεως της φωτιάς.
Έτσι και η ψυχή που δέχθηκε την επουράνια εκείνη φωτιά της αγάπης του Πνεύματος, αποσύρεται από κάθε προσκόλληση στο κοσμικό πνεύμα, ελευθερώνεται από τα δεσμά της κακίας και αποβάλλει τη φυσική σκληρότητα της αμαρτίας, θεωρώντας τα όλα μικρά και περιφρονώντας τα. Λέω μάλιστα ότι, η ψυχή που κυριεύθηκε απ' αυτόν τον έρωτα, και αν ακόμη έχει αδελφούς που τους αγαπά πολύ, αλλά την εμποδίζουν απ' αυτή την αγάπη, και αυτούς θα τους απαρνηθεί.
Η αγάπη της σαρκικής κοινωνίας του γάμου οδηγεί στο χωρισμό από τον πατέρα και τη μητέρα και τους αδελφούς, ώστε κι όταν κανείς αγαπά κανέναν από αυτούς, τον αγαπά επιφανειακά, ενώ όλη τη διάθεση του και τον πόθο του τον έχει στην γυναίκα του· αν λοιπόν η σαρκική αγάπη ελευθερώνει με τέτοιο τρόπο από κάθε άλλη αγάπη του κόσμου, μόλις και μετά βίας εκείνοι που πληγώθηκαν από εκείνον τον απαθή θεϊκό πόθο μπορούν να κρατηθούν από κάποιον έρωτα των πραγμάτων του κόσμου.
71. Ο Θεός, επειδή είναι αγαθός και φιλάνθρωπος, μακροθυμεί και περιμένει πολύν καιρό τη μετάνοια κάθε αμαρτωλού, και κάνει εορτή ουράνια την επιστροφή όποιου μετανοεί. Γιατί ο Ίδιος λέει: «Γίνεται χαρά στον ουρανό για έναν αμαρτωλό που μετανοεί»(Λουκ. 15, 7).
Αν όμως κανείς, βλέποντας αυτή την αγαθότητα και τη μακροθυμία, και ότι ο Θεός δεν τιμωρεί το κάθε αμάρτημα επειδή, όπως είπαμε, περιμένει τη μετάνοιά μας, παραμελήσει την εντολή, και την αγαθότητα αυτή την κάνει —αλοίμονο— αφορμή καταφρονήσεως, προσθέτοντας αμαρτία πάνω στην αμαρτία και ορθώνοντας εμπόδια και συνάπτοντας ραθυμία στη ραθυμία, θα φτάσει στο αποκορύφωμα της αμαρτίας και θα καταλήξει σε τέτοια πτώση, που δε θα μπορεί πλέον να σηκωθεί, αλλά αφού υποστεί ολοκληρωτική συντριβή και παραδοθεί ολότελα στον πονηρό, θα απωλεσθεί.
Έτσι έγινε στα Σόδομα· αφού οι κάτοικοι έφτασαν και ξεπέρασαν κάθε όριο αμαρτίας, αφού δεν έμεινε πλέον σ' αυτούς ούτε σπίθα μετάνοιας, καταστράφηκαν από τη θεία δίκη με φωτιά(Γεν. 19, 24-25). Έτσι και στην εποχή του Νώε· επειδή οι άνθρωποι ήταν αχαλίνωτοι στις ορμές της κακίας και δεν έδειχναν κανένα είδος μετάνοιας, συσσώρευσαν τέτοιο όγκο αμαρτιών, ώστε όλη η γη να καταστραφεί τελείως(Γεν. 6, 7).
Έτσι και προς τους Αιγυπτίους, οι οποίοι αμάρταναν πολύ και κακομεταχειρίζονταν το λαό του Θεού, ο Θεός ήταν επιεικής, και δεν τους παρέδιδε σε μια πανωλεθρία, αλλά με διάφορες επιμέρους τιμωρίες τους οδηγούσε σε μετάνοια· μα επειδή μετά από προσωρινή μεταμέλεια γύριζαν πάλι με αγάπη στην κακία και συνέχιζαν την προηγούμενη απιστία τους, και τέλος καταδίωξαν το λαό του Κυρίου που έφευγε από την Αίγυπτο, τους αφάνισε τελείως η θεία δίκη και τους κατέστρεψε(Εξ. 14, 27-28).
Έτσι και στον Ισραηλιτικό λαό που αμάρτανε πολύ και θανάτωνε τους Προφήτες του Θεού, ο Θεός έδειχνε τη συνηθισμένη Του μακροθυμία. Αφού όμως προχώρησαν τόσο στην κακία, ώστε ούτε το δεσποτικό αξίωμα του Χριστού να σεβαστούν, αλλά να απλώσουν χέρι φονικό επάνω Του, διώχτηκαν και αυτοί μια για πάντα και καταπατήθηκαν. Και αφαίρεσε ο Θεός απ' αυτούς και την προφητεία και την ίερωσύνη και την λατρεία, και τα εμπιστεύθηκε στα έθνη που πίστεψαν(Ματθ. 21, 43).
72. Ας προστρέξομε με προθυμία στο Χριστό που μας καλεί και ας ανοίξομε σ' Αυτόν τις καρδιές μας, και ας μη δειλιάζομε και απελπιζόμαστε για τη σωτηρία μας. Γιατί αυτό είναι σόφισμα του εχθρού, με την υπόμνηση των προηγουμένων αμαρτιών να ανοίγει το δρόμο στην απόγνωση. Αλλά ας κατανοήσομε ότι, αν ο Χριστός, όταν ήρθε, έγινε γιατρός και θεραπευτής τυφλών και παράλυτων και κωφαλάλων, και ανάσταινε νεκρούς που είχαν αρχίσει να φθείρονται(Ιω. 11, 39-44), πόσο περισσότερο δε θα γιατρέψει την τυφλότητα του νου και την παράλυση της ψυχής και την κωφαλαλία της αμελούς καρδίας; Αφού δεν είναι άλλος, αλλά Αυτός που έκτισε το σώμα, Αυτός έκτισε και την ψυχή.
Και αν σ' εκείνα που διαλύονται και πεθαίνουν είχε τόση συμπάθεια και έλεος, πόσο μάλλον δε θα δείξει φιλανθρωπία και δε θα θεραπεύσει την αθάνατη ψυχή που κυριεύθηκε από την ασθένεια της κακίας και της άγνοιας και κατόπιν έρχεται σ' Αυτόν και τον παρακαλεί; Γιατί δικά Του είναι τα λόγια: «Ο ουράνιος Πατέρας μου δε θα αποδώσει δικαιοσύνη σ' εκείνους που φωνάζουν σ' Αυτόν νύχτα-μέρα; Σας βεβαιώνω, ότι θα τους αποδώσει το δίκαιό τους αμέσως»(Λουκ. 18, 7-8), και: «Αιτείτε, και θα σας δοθεί· ζητάτε, και θα βρήτε· χτυπάτε, και θα σας ανοιχθεί η θύρα»(Ματθ. 7, 7), και αλλού: «Ακόμη και αν δεν του δώσει επειδή είναι φίλος του, θα σηκωθεί ωστόσο και θα του δώσει ό,τι ζητά, εξαιτίας της αναίδειάς του»(Λουκ. 11, 8).
Μ' αυτά μας προτρέπει να είναι η αίτησή μας στο Θεό αναιδής και επίμονη. Αφού γι' αυτό ήρθε, για να επιστρέψει τους αμαρτωλούς κοντά Του(Ματθ. 9, 13). Μονάχα εμείς αφού απομακρυνθούμε με όλη μας τη δύναμη από τις κακές συνήθειές μας, ας προσηλωθούμε στον Κύριο, και Αυτός δε μας προσπερνά, αλλά είναι έτοιμος να μας βοηθήσει.