Απο το βιβλίο του καθηγητού Γ. Πατρώνου «Θεολογία και Ορθόδοξο βίωμα»
εκδ. Δόμος
πηγή : Αμέθυστος
Σε αυτό το θέμα επικεντρώνεται σήμερα όλη η προσπάθεια για τη βίωση απο τους πιστούς μιας αληθινής Ορθόδοξης Πνευματικότητας.
Το να έχουμε θετικά αποτελέσματα απο το μυστήριο της εξομολογήσεως είναι πολύ φυσικό. Και τα θετικά αποτελέσματα οφείλονται στο λυτρωτικό και χαρισματικό στοιχείο του Μυστηρίου της Μετανοίας.
Η ύπαρξη όμως αρνητικών αποτελεσμάτων οφείλεται στον ανθρώπινο παράγοντα και στην ανίερη αντιμετώπιση απο μερικούς πνευματικούς εξομολόγους, της αγωνίας των πιστών για λύτρωση και σωτηρία.
Το θέμα αυτό είναι πολύ εύκολο να επισύρει επικρίσεις και αντιρρήσεις, διότι πρέπει να πιστεύουμε όλοι μας πώς μέσα στους πνευματικούς και εκκλησιαστικούς χώρους όλα έχουν καλώς και πώς δέν επιτρέπεται να εγγίζει κανείς κριτικά τις ιδιαίτερες πνευματικές σχέσεις εξομολόγων και εξομολογουμένων. Αυτός ο χώρος και ιδιαιτέρως της πνευματικής καθοδήγησης θεωρείται ώς άβατο, ώς «ταμπού» για τους τρίτους και αυτή η σχέση επενδύεται συνήθως με πολλή μυστικοπάθεια, και με μεγάλη δόση μυστηριακότητας και μεταφυσικότητας.
Ο καθοδηγητικός λόγος του πνευματικού, ταυτίζεται συνήθως με τη θεία θέληση και δέν επιδέχεται σχολιασμό και αμφισβήτηση.
Στον καθοδηγούμενο πιστό καλλιεργείται η πεποίθηση, ότι όλα όσα διαμείβονται σε αυτή τη σχέση έχουν το στοιχείο του «αλάθητου», αφού στηρίζονται στην επενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Χρειάζεται επομένως η πλήρης υποταγή και υπακοή. Γιατί δέν πρόκειται για ανθρώπινες αντιλήψεις και συμβουλές αλλά για «εντολές» του Θεού.
Είναι μια πολύ επικίνδυνη πνευματικά υπόθεση να ταυτίζει κάποιος τον δικό του προσωπικό λόγο με τις εντολές του Θεού.
Ο όρος «εξομολόγησις» δέν απαντάται πουθενά, ούτε στα ιερά Ευαγγέλια, ούτε στις Πράξεις των Αποστόλων, αλλά ούτε και στις Επιστολές, που είναι ποιμαντικού και πνευματικού χαρακτήρος και θα έπρεπε η πράξη της εξομολόγησης να επιβεβαιώνει με την εξωτερίκευση των αμαρτιών τη μετάνοια, σύμφωνα με τις σημερινές πεποιθήσεις.
Αντιθέτως στα Ιερά κείμενα της πίστεως μας τονίζεται μόνον το θέμα της μετάνοιας και της επιστροφής. Χωρίς μετάνοια είναι ανέφικτη οποιαδήποτε αλλαγή και ασφαλώς απραγματοποίητη κάθε μορφή πνευματικής ζωής. Στην Π.Δ. οι Προφήτες εκήρυτταν μετάνοια και καλούσαν τους πλανημένους σε επιστροφή. Στην Κ.Δ. η μετάνοια σχετίζεται με την έλευση της Βασιλείας του Θεού και θεωρείται βασική προϋπόθεση εισόδου σε αυτήν. Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΠΡΟΗΓΕΙΤΑΙ ΠΑΝΤΟΤΕ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ. «Μετανοείτε, ήγγικε γαρ η Βασιλεία των ουρανών».
Πρίν απο το Βάπτισμα προηγείται η μετάνοια και η μετάνοια είναι εκείνη που ανοίγει την θύρα της χάριτος.
Η πνευματική ζωή, υπο τις προϋποθέσεις αυτές, δέν είναι μια «κρυφή» ατομική υπόθεση όπως συνήθως κατανοείται όταν συσχετίζεται με το θέμα της εξομολογήσεως. Είναι ένα γεγονός Εκκλησιολογικό, κοινωνίας προσώπων, και απαιτεί διαφάνεια και άνοιγμα προς τους άλλους.
Γίνεται έτσι εύκολα κατανοητό, γιατί στην Εκκλησία των πρώτων αιώνων η εξομολόγηση γινόταν δημόσια και μάλιστα σε ώρα λειτουργικής σύναξης όλων των πιστών. Η εξομολόγηση ήταν μια πράξη μετάνοιας, συμφιλίωσης και επανένταξης στην Εκκλησιολογική κοινότητα των πιστών. Ήταν μυστήριο Εκκλησιολογικό και όχι ενέργεια ψυχολογικής εκτόνωσης και πνευματικής καθοδήγησης.
Η εξομολόγηση, δηλ. η «ανακοίνωση» των αμαρτιών δέν απαιτεί την ριζική μετάνοια και μεταστροφή αλλά κάποιο ψύχο-παιδαγωγικό στοιχείο. Για αυτό και τα αποτελέσματα δέν είναι μεταμορφωτικά, όχι μόνο απο τη συχνή προσέλευση στην εξομολόγηση αλλά και απο τη συχνή μετοχή και στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
Ας δούμε όμως τώρα με συντομία πώς διαμορφώνεται το θέμα της μετάνοιας, πέρα απο την Κ.Δ. στην Εκκλησιαστική ιστορία!
Ενώ, στην ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία μέχρι και τον 14ο αιώνα, η θεολογία και το κήρυγμα είχαν ένα μοναδικό σημείο αναφοράς, την θεία Ευχαριστία, όλα τα επι μέρους, ακολουθίες, τελετουργικές πράξεις, κατήχηση, κήρυγμα, μετάνοια μυστηριακή και πνευματική ζωή, βρίσκονταν σε άμεση σχέση με την Θ.Λειτουργεία και την Θ. Ευχαριστία.
Δέν νοούνταν κατήχηση και βάπτισμα, γάμος, χειροτονία χωρίς την σύνδεση με την Θ. Λειτουργία και την μετοχή στην Θ. Ευχαριστία.
Οι αμαρτωλοί και οι «πεπτωκότες» δέν μετείχαν στη Θεία Ευχαριστία.
Μόνον απο τον 14ο αιώνα και εξής,κάτω απο την επίδραση του πνεύματος και της θεολογίας της Δύσης αρχίσαμε να μιλάμε για επτά κεχωρισμένα και ανεξάρτητα μεταξύ τους Μυστήρια.
Απο τότε άρχισε η αξιολόγηση τους σε πρωτεύοντα και δευτερεύοντα μυστήρια, ο συσχετισμός στη μετοχή κάποιου μυστηρίου με την υποχρεωτική πρόταξη κάποιου άλλου, ο χωρισμός σε υποχρεωτικά και προαιρετικά, και η επικάλυψη ή η αναίρεση του ενός απο κάποιο άλλο Μυστήριο.
Αυτός ο χωρισμός των Μυστηρίων σε επτά και η διαίρεση τους σε κατηγορίες με ανάλογες πνευματικές αξιολογήσεις ανήκει στην αιχμαλωσία μας στον σχολαστικισμό και δείχνει μια έντονη παρέκκλιση απο την Ορθοδοξία, αλλά ταυτόχρονα λόγω ακριβώς της νοοτροπίας της Ορθοδοξίας, επειδή έχουν γίνει πια οι παρεκκλίσεις παράδοση της Εκκλησίας μας, δείχνουμε και μια αυστηρή τάση διαφύλαξης αυτής της παράδοσης η οποία είναι μια παρέκκλιση της Ορθόδοξης ακριβώς ζωής.
Η διάκριση των μυστηρίων σιγά σιγά, καθώς δέν διορθώνόταν γνώρισε μια απαράδεκτη απολυτοποίηση. Για την Ορθόδοξη θεολογία το κάθε μυστήριο δέν κατέχει το «επι μέρους» αλλά το όλον της Σωτησίας. Τα μυστήρια δέν μπορούν αν θεωρούνται προσθετικά το ένα προς το άλλο, ώστε στο τέλος να συμπληρώνεται και να ολοκληρώνεται η Σωρηρία, όπως τα θεωρεί πλεόν η Δυτικότροπη Ορθοδοξία (αυτό που καταγγέλλεται σαν Κληρικαλισμός) Ένας βαπτισμένος μετέχει στο «όλον» της Σωτηρίας. Το ίδιο ισχύει και για τα υπόλοιπα Μυστήρια : της μετανοίας, του γάμου, της Ιερωσύνης, της θείας Ευχαριστίας. Δέν πρέπει να ξεχνούμε ότι στον χώρο του αναχωρητικού και ασκητικού μοναχισμού, ΟΣΙΟΙ ΚΑΙ ΑΓΙΟΙ, επι μεγάλα χρονικά διαστήματα, δεκαετίες ολόκληρες και πολλές φορές ώς το τέλος του βίου τους μέσα στις ερήμους, δέν εξομολογήθηκαν, δέν λειτουργήθηκαν, και δέν κοινώνησαν. ΤΙ ΘΑ ΛΕΓΑΜΕ ΓΙΑ ΑΥΤΟΥΣ ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΕΥΣΕΒΕΙΣ; Θα τους διαγράφαμε απο «μέλη» της Εκκλησιαστικής κοινότητας; ( όπως γίνεται ήδη σήμερα)
Δέν είναι όμως ευτυχώς μόνο τα «Επτά Μυστήρια» που καθαγιάζουν τον άνθρωπο. Είναι και η κάθε Εκκλησιαστική πράξη, η κάθε διακονία, το κάθε λειτούργημα και πνευματική εμπειρία.
Και πολύ περισσότερο δέν είναι μόνο η « εξομολόγηση», όπως απολυτοποιείται απο πολλούς, και μάλιστα όχι στην έννοια της βίωσης της μετανοίας, αλλά κυρίως στην καθιέρωση μιας σχέσης εξάρτησης προσώπων και ελέγχου των συνειδήσεων, όπου και διαμορφώνεται μια αντιεκκλησιολογική διάκριση «καθαρών» και «ακαθάρτων» στο σώμα της Εκκλησίας και του λαού του Θεού. (αυτά για την Ελληνική Ορθόδοξη παπική Εκκλησία που μας τυραννά στις μέρες μας)
Πολλές φορές κατά το παρελθόν, στην Εκκλησιαστική μας ιστορία, είχε δημιουργηθεί η πεποίθηση για την ανάγκη μιας ουσιαστικής διάκρισης μεταξύ του μυστηρίου της μετανοίας και της εξομολογήσεως, απο την υπόθεση της πνευματικής καθοδήγησης. Τον 7ο αιώνα, ο Αναστάσιος Σιναϊτης συμβουλεύει : «Εξομολογήσαι τω Θεώ δια των ιερέων τας αμαρτίας σου», και για το θέμα της πνευματικής καθοδήγησης συνιστά, παράλληλα, όπως ο πιστός ερευνήσει να βρεί κατάλληλον «πνευματικόν άνδρα», χωρίς να αναφέρει εάν αυτός θα είναι λαϊκός, μοναχός ή ιερωμένος, κάνοντας έτσι σαφή διάκριση μεταξύ των δύο λειτουργιών, τής μυστηριακής μετανοίας και τής παιδαγωγικής πνευματικής καθοδήγησης.
Είναι ανάγκη λοιπόν η εξομολόγηση να επανέλθει και πάλι στον λειτουργικό και μυστηριακό της χαρακτήρα, τής μετάνοιας, και η πνευματική καθοδήγηση να επανατοποθετήσει ώς πρώτη στο αξίωμα τόν σεβασμό της προσωπικής ελευθερίας και της προσωπικής ιδιαιτερότητας του κάθε καθοδηγημένου. Η πνευματική ελευθερία, για την οποία ο ίδιος ο Χριστός σταυρώθηκε, δέν απεμπολείται.
"Τή ελευθερία ουν, ή Χριστός ημάς ηλευθέρωσε, στήκετε, και μη πάλιν ζυγώ δουλείας ενέχεσθε "(Γαλ. 5,1).
Μην ξεχνούμε πώς συχνά παρουσιάζονται ανάμεσα μας ψευδαπόστολοι και ψευδάδελφοι, οι οποίοι επιδιώκουν "κατασκοπήσαι την ελευθερίαν ημών ήν έχομεν εν Χριστώ Ιησού, ίνα ημάς καταδουλώσαι" (Γαλ. 2,4). Ο κάθε πιστός πρέπει να συνειδητοποιήσει πώς καλείται να εισέλθει είς την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεού (Ρωμ.8,21).
Η πνευματική ζωή είναι μια προσωπική πορεία και προσωπική περιπέτεια, έξω απο διασφαλίσεις και κατοχυρώσεις. Πρόκειται για την πνευματική ανέλιξη και άνδρωση του ανθρώπου απο νήπιον εις άνδρα τέλειον (Α' Κορ. 13,11). Μια ελεγχόμενη πνευματική ζωή υπό στενή και καθημερινή καθοδήγηση ουσιαστικά απονευρώνει τον άνθρωπο και τον διατηρεί σε μια ανούσια πνευματική νηπιότητα, χωρίς εσωτερική υγεία και χωρίς τη χαρά της δημιουργίας.
Σε αυτό το θέμα επικεντρώνεται σήμερα όλη η προσπάθεια για τη βίωση απο τους πιστούς μιας αληθινής Ορθόδοξης Πνευματικότητας.
Το να έχουμε θετικά αποτελέσματα απο το μυστήριο της εξομολογήσεως είναι πολύ φυσικό. Και τα θετικά αποτελέσματα οφείλονται στο λυτρωτικό και χαρισματικό στοιχείο του Μυστηρίου της Μετανοίας.
Η ύπαρξη όμως αρνητικών αποτελεσμάτων οφείλεται στον ανθρώπινο παράγοντα και στην ανίερη αντιμετώπιση απο μερικούς πνευματικούς εξομολόγους, της αγωνίας των πιστών για λύτρωση και σωτηρία.
Το θέμα αυτό είναι πολύ εύκολο να επισύρει επικρίσεις και αντιρρήσεις, διότι πρέπει να πιστεύουμε όλοι μας πώς μέσα στους πνευματικούς και εκκλησιαστικούς χώρους όλα έχουν καλώς και πώς δέν επιτρέπεται να εγγίζει κανείς κριτικά τις ιδιαίτερες πνευματικές σχέσεις εξομολόγων και εξομολογουμένων. Αυτός ο χώρος και ιδιαιτέρως της πνευματικής καθοδήγησης θεωρείται ώς άβατο, ώς «ταμπού» για τους τρίτους και αυτή η σχέση επενδύεται συνήθως με πολλή μυστικοπάθεια, και με μεγάλη δόση μυστηριακότητας και μεταφυσικότητας.
Ο καθοδηγητικός λόγος του πνευματικού, ταυτίζεται συνήθως με τη θεία θέληση και δέν επιδέχεται σχολιασμό και αμφισβήτηση.
Στον καθοδηγούμενο πιστό καλλιεργείται η πεποίθηση, ότι όλα όσα διαμείβονται σε αυτή τη σχέση έχουν το στοιχείο του «αλάθητου», αφού στηρίζονται στην επενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Χρειάζεται επομένως η πλήρης υποταγή και υπακοή. Γιατί δέν πρόκειται για ανθρώπινες αντιλήψεις και συμβουλές αλλά για «εντολές» του Θεού.
Είναι μια πολύ επικίνδυνη πνευματικά υπόθεση να ταυτίζει κάποιος τον δικό του προσωπικό λόγο με τις εντολές του Θεού.
Ο όρος «εξομολόγησις» δέν απαντάται πουθενά, ούτε στα ιερά Ευαγγέλια, ούτε στις Πράξεις των Αποστόλων, αλλά ούτε και στις Επιστολές, που είναι ποιμαντικού και πνευματικού χαρακτήρος και θα έπρεπε η πράξη της εξομολόγησης να επιβεβαιώνει με την εξωτερίκευση των αμαρτιών τη μετάνοια, σύμφωνα με τις σημερινές πεποιθήσεις.
Αντιθέτως στα Ιερά κείμενα της πίστεως μας τονίζεται μόνον το θέμα της μετάνοιας και της επιστροφής. Χωρίς μετάνοια είναι ανέφικτη οποιαδήποτε αλλαγή και ασφαλώς απραγματοποίητη κάθε μορφή πνευματικής ζωής. Στην Π.Δ. οι Προφήτες εκήρυτταν μετάνοια και καλούσαν τους πλανημένους σε επιστροφή. Στην Κ.Δ. η μετάνοια σχετίζεται με την έλευση της Βασιλείας του Θεού και θεωρείται βασική προϋπόθεση εισόδου σε αυτήν. Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΠΡΟΗΓΕΙΤΑΙ ΠΑΝΤΟΤΕ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ. «Μετανοείτε, ήγγικε γαρ η Βασιλεία των ουρανών».
Πρίν απο το Βάπτισμα προηγείται η μετάνοια και η μετάνοια είναι εκείνη που ανοίγει την θύρα της χάριτος.
Η πνευματική ζωή, υπο τις προϋποθέσεις αυτές, δέν είναι μια «κρυφή» ατομική υπόθεση όπως συνήθως κατανοείται όταν συσχετίζεται με το θέμα της εξομολογήσεως. Είναι ένα γεγονός Εκκλησιολογικό, κοινωνίας προσώπων, και απαιτεί διαφάνεια και άνοιγμα προς τους άλλους.
Γίνεται έτσι εύκολα κατανοητό, γιατί στην Εκκλησία των πρώτων αιώνων η εξομολόγηση γινόταν δημόσια και μάλιστα σε ώρα λειτουργικής σύναξης όλων των πιστών. Η εξομολόγηση ήταν μια πράξη μετάνοιας, συμφιλίωσης και επανένταξης στην Εκκλησιολογική κοινότητα των πιστών. Ήταν μυστήριο Εκκλησιολογικό και όχι ενέργεια ψυχολογικής εκτόνωσης και πνευματικής καθοδήγησης.
Η εξομολόγηση, δηλ. η «ανακοίνωση» των αμαρτιών δέν απαιτεί την ριζική μετάνοια και μεταστροφή αλλά κάποιο ψύχο-παιδαγωγικό στοιχείο. Για αυτό και τα αποτελέσματα δέν είναι μεταμορφωτικά, όχι μόνο απο τη συχνή προσέλευση στην εξομολόγηση αλλά και απο τη συχνή μετοχή και στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
Ας δούμε όμως τώρα με συντομία πώς διαμορφώνεται το θέμα της μετάνοιας, πέρα απο την Κ.Δ. στην Εκκλησιαστική ιστορία!
Ενώ, στην ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία μέχρι και τον 14ο αιώνα, η θεολογία και το κήρυγμα είχαν ένα μοναδικό σημείο αναφοράς, την θεία Ευχαριστία, όλα τα επι μέρους, ακολουθίες, τελετουργικές πράξεις, κατήχηση, κήρυγμα, μετάνοια μυστηριακή και πνευματική ζωή, βρίσκονταν σε άμεση σχέση με την Θ.Λειτουργεία και την Θ. Ευχαριστία.
Δέν νοούνταν κατήχηση και βάπτισμα, γάμος, χειροτονία χωρίς την σύνδεση με την Θ. Λειτουργία και την μετοχή στην Θ. Ευχαριστία.
Οι αμαρτωλοί και οι «πεπτωκότες» δέν μετείχαν στη Θεία Ευχαριστία.
Μόνον απο τον 14ο αιώνα και εξής,κάτω απο την επίδραση του πνεύματος και της θεολογίας της Δύσης αρχίσαμε να μιλάμε για επτά κεχωρισμένα και ανεξάρτητα μεταξύ τους Μυστήρια.
Απο τότε άρχισε η αξιολόγηση τους σε πρωτεύοντα και δευτερεύοντα μυστήρια, ο συσχετισμός στη μετοχή κάποιου μυστηρίου με την υποχρεωτική πρόταξη κάποιου άλλου, ο χωρισμός σε υποχρεωτικά και προαιρετικά, και η επικάλυψη ή η αναίρεση του ενός απο κάποιο άλλο Μυστήριο.
Αυτός ο χωρισμός των Μυστηρίων σε επτά και η διαίρεση τους σε κατηγορίες με ανάλογες πνευματικές αξιολογήσεις ανήκει στην αιχμαλωσία μας στον σχολαστικισμό και δείχνει μια έντονη παρέκκλιση απο την Ορθοδοξία, αλλά ταυτόχρονα λόγω ακριβώς της νοοτροπίας της Ορθοδοξίας, επειδή έχουν γίνει πια οι παρεκκλίσεις παράδοση της Εκκλησίας μας, δείχνουμε και μια αυστηρή τάση διαφύλαξης αυτής της παράδοσης η οποία είναι μια παρέκκλιση της Ορθόδοξης ακριβώς ζωής.
Η διάκριση των μυστηρίων σιγά σιγά, καθώς δέν διορθώνόταν γνώρισε μια απαράδεκτη απολυτοποίηση. Για την Ορθόδοξη θεολογία το κάθε μυστήριο δέν κατέχει το «επι μέρους» αλλά το όλον της Σωτησίας. Τα μυστήρια δέν μπορούν αν θεωρούνται προσθετικά το ένα προς το άλλο, ώστε στο τέλος να συμπληρώνεται και να ολοκληρώνεται η Σωρηρία, όπως τα θεωρεί πλεόν η Δυτικότροπη Ορθοδοξία (αυτό που καταγγέλλεται σαν Κληρικαλισμός) Ένας βαπτισμένος μετέχει στο «όλον» της Σωτηρίας. Το ίδιο ισχύει και για τα υπόλοιπα Μυστήρια : της μετανοίας, του γάμου, της Ιερωσύνης, της θείας Ευχαριστίας. Δέν πρέπει να ξεχνούμε ότι στον χώρο του αναχωρητικού και ασκητικού μοναχισμού, ΟΣΙΟΙ ΚΑΙ ΑΓΙΟΙ, επι μεγάλα χρονικά διαστήματα, δεκαετίες ολόκληρες και πολλές φορές ώς το τέλος του βίου τους μέσα στις ερήμους, δέν εξομολογήθηκαν, δέν λειτουργήθηκαν, και δέν κοινώνησαν. ΤΙ ΘΑ ΛΕΓΑΜΕ ΓΙΑ ΑΥΤΟΥΣ ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΕΥΣΕΒΕΙΣ; Θα τους διαγράφαμε απο «μέλη» της Εκκλησιαστικής κοινότητας; ( όπως γίνεται ήδη σήμερα)
Δέν είναι όμως ευτυχώς μόνο τα «Επτά Μυστήρια» που καθαγιάζουν τον άνθρωπο. Είναι και η κάθε Εκκλησιαστική πράξη, η κάθε διακονία, το κάθε λειτούργημα και πνευματική εμπειρία.
Και πολύ περισσότερο δέν είναι μόνο η « εξομολόγηση», όπως απολυτοποιείται απο πολλούς, και μάλιστα όχι στην έννοια της βίωσης της μετανοίας, αλλά κυρίως στην καθιέρωση μιας σχέσης εξάρτησης προσώπων και ελέγχου των συνειδήσεων, όπου και διαμορφώνεται μια αντιεκκλησιολογική διάκριση «καθαρών» και «ακαθάρτων» στο σώμα της Εκκλησίας και του λαού του Θεού. (αυτά για την Ελληνική Ορθόδοξη παπική Εκκλησία που μας τυραννά στις μέρες μας)
Πολλές φορές κατά το παρελθόν, στην Εκκλησιαστική μας ιστορία, είχε δημιουργηθεί η πεποίθηση για την ανάγκη μιας ουσιαστικής διάκρισης μεταξύ του μυστηρίου της μετανοίας και της εξομολογήσεως, απο την υπόθεση της πνευματικής καθοδήγησης. Τον 7ο αιώνα, ο Αναστάσιος Σιναϊτης συμβουλεύει : «Εξομολογήσαι τω Θεώ δια των ιερέων τας αμαρτίας σου», και για το θέμα της πνευματικής καθοδήγησης συνιστά, παράλληλα, όπως ο πιστός ερευνήσει να βρεί κατάλληλον «πνευματικόν άνδρα», χωρίς να αναφέρει εάν αυτός θα είναι λαϊκός, μοναχός ή ιερωμένος, κάνοντας έτσι σαφή διάκριση μεταξύ των δύο λειτουργιών, τής μυστηριακής μετανοίας και τής παιδαγωγικής πνευματικής καθοδήγησης.
Είναι ανάγκη λοιπόν η εξομολόγηση να επανέλθει και πάλι στον λειτουργικό και μυστηριακό της χαρακτήρα, τής μετάνοιας, και η πνευματική καθοδήγηση να επανατοποθετήσει ώς πρώτη στο αξίωμα τόν σεβασμό της προσωπικής ελευθερίας και της προσωπικής ιδιαιτερότητας του κάθε καθοδηγημένου. Η πνευματική ελευθερία, για την οποία ο ίδιος ο Χριστός σταυρώθηκε, δέν απεμπολείται.
"Τή ελευθερία ουν, ή Χριστός ημάς ηλευθέρωσε, στήκετε, και μη πάλιν ζυγώ δουλείας ενέχεσθε "(Γαλ. 5,1).
Μην ξεχνούμε πώς συχνά παρουσιάζονται ανάμεσα μας ψευδαπόστολοι και ψευδάδελφοι, οι οποίοι επιδιώκουν "κατασκοπήσαι την ελευθερίαν ημών ήν έχομεν εν Χριστώ Ιησού, ίνα ημάς καταδουλώσαι" (Γαλ. 2,4). Ο κάθε πιστός πρέπει να συνειδητοποιήσει πώς καλείται να εισέλθει είς την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεού (Ρωμ.8,21).
Η πνευματική ζωή είναι μια προσωπική πορεία και προσωπική περιπέτεια, έξω απο διασφαλίσεις και κατοχυρώσεις. Πρόκειται για την πνευματική ανέλιξη και άνδρωση του ανθρώπου απο νήπιον εις άνδρα τέλειον (Α' Κορ. 13,11). Μια ελεγχόμενη πνευματική ζωή υπό στενή και καθημερινή καθοδήγηση ουσιαστικά απονευρώνει τον άνθρωπο και τον διατηρεί σε μια ανούσια πνευματική νηπιότητα, χωρίς εσωτερική υγεία και χωρίς τη χαρά της δημιουργίας.