Ο Προσκυνητής: Ο αγαπητός μου φίλος, ο καθηγητής και εγώ, δεν ημπορέσαμε να αντισταθούμε εις την επιθυμία να ξεκινήσουμε σήμερα για το ταξείδι μας. Πριν, λοιπόν, αναχωρήσουμε, θέλουμε να σας χαιρετήσουμε και να σας παρακαλέσουμε για τις προσευχές σας να μη μας ξεχνάτε σ' αυτές.
Ο Καθηγητής: Βεβαίως, η φιλία μας μαζί σας εσήμανε πολλά για μας και αποτέλεσμα αυτής ήταν η αποχαιρετιστήριος συνομιλία για τα πνευματικά ζητήματα, τα οποία τόσο μας εχαροποίησαν εδώ εις το σπίτι σας, μαζί με την συντροφιά των φίλων σας.
»Θα τα θυμώμεθα όλα αυτά πάντοτε και θα τα έχουμε εις την καρδιά μας, σαν υποθήκη χριστιανικής αγάπης, εις την μακρυνή χώρα προς την οποία κατευθυνόμεθα.
Ο Πνευματικός: Ευχαριστώ γιατί μ' εθυμηθήκατε. Είναι δε μαζί με τα άλλα, επί πλέον και μια ιδιαίτερη ευκαιρία η άφιξίς σας εδώ, γιατί υπάρχουν δυο ταξειδιώτες κοντά μου, ένας Μολδαυός μοναχός και ένας ερημίτης, ο όποιος έχει ζήσει σε σιωπή είκοσι πέντε ολόκληρα χρόνια σε ένα δάσος. Θέλουν να σας ιδούν, τους έχω δε καλέσει ήδη να έλθουν εις την παρέα μας. Νάτοι, ήλθαν κι όλας.
Ο Προσκυνητής: Ω! Πόσον ευλογημένη είναι η ζωή της μοναξιάς και πόσο κατάλληλη για να φέρνη την ψυχή σε αδιάσπαστην επαφή με τον Θεό! Το δάσος της σιωπής είναι σαν ένας Κήπος της Εδέμ εις τον οποίον το γλυκύτατο δένδρο της ζωής θάλλει, ριζωμένο εις την γεμάτη προσευχή καρδιά του ερημίτου. Εάν ημπορούσα να εξασφαλίσω την στοιχειώδη τροφή μου, τίποτε δεν θα ήτο δυνατόν να με κρατήση από την ζωή της οσιότητος εις την ερημιά.
Ο Καθηγητής: Το κάθε τι από μακρυά μας φαίνεται καλό και το επιθυμούμε, αλλ' η πείρα μάς διδάσκει ότι από κοντά τα πάντα, όσα πλεονεκτήματα κι αν έχουν, έχουν επίσης και τα μειονεκτήματά τους. Φυσικά εάν κάποιος είναι μελαγχολικός τύπος και προσκλίνει προς την ζωήν της σιωπής, τότε αυτού η μονήρης ζωή θα του φαίνεται ιδεώδης. Αλλά μια τέτοια ζωή, είναι, πάλι, γεμάτη από κινδύνους. Η ιστορία της ασκητικής ζωής έχει όχι ολίγα περιστατικά κατά τα οποία πολλοί ασκηταί και ερημίται έχοντας εντελώς αποξενωθή από την επικοινωνία με τους ανθρώπους, έπεσαν σε πλάνες μεγάλες και σε διάφορες πνευματικές διαστροφές.
Ο Ερημίτης: Πολύ εκπλήττομαι που ακούω αυτό το πράγμα να λέγεται συχνά και από μοναχούς και από θεοφοβούμενους ανθρώπους, ότι δηλαδή πολλοί οι οποίοι αγαπούν την ζωή της μονώσεως και εφαρμόζουν την εσωτερική προσευχή, δήθεν κινδυνεύουν να φθάσουν σε επιζήμιες υπερβολές ή πνευματικές διαστροφές και να καταστραφούν. Αυτός ο φόβος και αυτή η νοοτροπία κάνουν πολλούς να φοβούνται να «αποταχθούν» και να ακολουθήσουν την κλήσι του Θεού προς την ψυχή των.
«Επικαλούνται ωρισμένα περιστατικά μόνο και μόνο για να ανακόψουν, και εις τον εαυτόν τους και εις τους άλλους, τον ζήλον για την μακάρια ζωή της ασκήσεως και της εσωτερικής προσευχής.
«Κατά την γνώμην μου, αυτό είναι αποτέλεσμα δύο αιτίων, τα οποία είναι, είτε αδυναμία κατανοήσεως του έργου αυτού, καθώς και έλλειψις πνευματικού φωτισμού, είτε αδιαφορία προς τις αληθινές πνευματικές επιτεύξεις, η οποία αδιαφορία γεννά την ζήλεια, μήπως άλλοι φθάσουν σε πνευματικά ύψη, οπότε θα είναι δυνατή η σύγκρισις του ύψους εις το οποίον έφθασαν μερικοί, με τα χαμηλώματα των τόπων εις τα οποία εκείνοι που κατηγορούν, περιορίζονται.
«Είναι αλήθεια ότι όλοι αυτοί οι οποίοι φέρονται κατ' αυτόν τον τρόπον δεν ερεύνησαν ποτέ την διδασκαλία των αγίων Πατέρων εις αυτό το ζήτημα, επειδή είναι γεγονός, ότι κατηγορηματικά διδάσκουν πως αυτός που επικαλείται τον Θεόν δεν είναι ούτε να φοβήται ούτε να αμφιβάλλη. Εάν μερικοί ερημίται έτυχε να πέσουν σε ακατανόητες υπερβολές και σε φανατισμό, τούτο εγινεν εξ αιτίας ή υπερηφάνειας ή στερήσεως οδηγού ή τέλος δια τον λόγον ότι εξέλαβαν ως πραγματικές, διάφορες ψευδοοράσεις που ήσαν αποτέλεσμα ή της φαντασίας των ή απάτης του σατανά.
«Εάν ήλεγχαν τον εαυτόν τους με πραγματική διάθεσι και ταπείνωσι θα αντελαμβάνοντο εξ ιδίας πείρας τον πραγματικό στέφανον της δόξης, συνεχίζουν οι Πατέρες, επειδή η βοήθεια εκ μέρους του Θεού έρχεται απαλή και προστατευτική όταν ένα τέτοιο πράγμα παρέχεται από τον Θεόν εις τον άνθρωπο. Έχε θάρρος. Εγώ είμαι μαζί σου. Μη φοβείσαι, λέγει προτρέποντας ο Ιησούς Χριστός. Ως εκ τούτου, το να μη ησυχάζη κανείς και να αισθάνεται φόβον δια την εσωτερικήν ζωήν, με την προφασιστικήν ιδέαν του κινδύνου της δήθεν πτώσεως εις πλάνας, τούτο είναι, μάταιο, αστήρικτο και άτοπο.
«Η ταπείνωσις, αποτέλεσμα της συναισθήσεως των αμαρτιών μας, το άνοιγμα της ψυχής μας εις ένα πνευματικόν οδηγό και η "αμορφία" εις την προσευχήν, είναι η τριπλή και ισχυρή άμυνα εναντίον των ενδεχομένων παραπλανήσεων, δια τας οποίας μερικοί αισθάνονται τόσον φόβον ώστε δεν καταπιάνονται με την ενεργητικότητα του νου.
«Συνήθως αυτοί οι άνθρωποι θεωρούν τους εαυτούς των εκτεθειμένους σε πειρασμούς, όπως τα κατωτέρω σοφά λόγια του Φιλόθεου του Σιναΐτου μας λέγουν: "Υπάρχουν μερικοί μοναχοί οι οποίοι δεν εννοούν την απάτην του ιδικού των νου, η οποία απάτη είναι έργον του διαβόλου και προσκολλώνται με επιμέλεια σε ένα είδος ενεργητικότητος, όπως π.χ. εις τις εξωτερικές καλές πράξεις, σχετικά δε με τον νου, δηλαδή όσον αφορά εις την εσωτερική πνευματικήν εμβάθυνσι, λίγη δίνουν φροντίδα, τούτο δε διότι δεν έχουν ούτε φωτισμόν ούτε γνώσιν, σχετικά με αυτό το μεγάλο ζήτημα". "Κι όταν ακόμη οι, σαν τους πάρα πάνω, άνθρωποι, ακούουν για άλλους ότι η χάρις ενεργεί και εργάζεται εσωτερικά μέσα εις αυτούς που φροντίζουν, εξ αιτίας της ζήλειας των, θεωρούν την ενέργειαν αυτή της χάριτος ότι είναι αυταπάτη", διακηρύσσει ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης».
Ο Καθηγητής: Επιτρέψατέ μου να σας υποβάλλω μίαν ερώτησι. Φυσικά η επίγνωσις των διαφόρων αμαρτημάτων ενός εκάστου καθίσταται προσιτή όταν ο καθένας ερευνά τον εαυτόν του. Αλλά πώς είναι δυνατόν να έχη επιτυχία κανείς όταν δεν διαθέτει ένα πνευματικόν οδηγό, ο οποίος θα τον καθοδήγηση ως προς την εσωτερική ζωήν, από την ιδικήν του πείρα, ανοίγοντας την καρδιά του εις τον μαθητευόμενον και κερδίζοντας εκείνου την ψυχή, με αποτέλεσμα να εμφυτευθή εις τον ακόμη ατελή, η ορθή και αξιόπιστη γνώσις περί της πνευματικής ζωής;
»Σε παρόμοια περίπτωσι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα ήτο καλύτερο να μη επιχείρηση κανείς την πνευματικήν εμβάθυνσι καθόλου, παρά να την αρχίση χωρίς την καθοδήγησι κάποιου ο οποίος να είναι έμπειρος; Επί πλέον, για μένα, δεν είναι καταληπτόν, πώς ένας ο οποίος θέτει τον εαυτόν του εις την παρουσία του Θεού, είναι δυνατόν να τηρήση τελείαν "αμορφίαν". Αυτό δεν είναι φυσικόν επειδή ως προς την ψυχήν, ή το μυαλό μας δεν ημπορούν να φέρουν και να παρουσιάσουν εις την φαντασίαν τίποτε χωρίς αυτό να έχη κάποια μορφή. Η τελεία "αμορφία", λοιπόν, φαίνεται, κατά την γνώμη μου, μάλλον αδύνατη.
«Αλλά γιατί τάχα; Όταν ο νους μας προσκολλάται εις τον Θεόν δεν θα μπορούσαμε να θέσουμε εις την φαντασίαν μας, τον Ιησούν Χριστόν, ή την Αγία Τριάδα, κ.ο.κ.»;
Ο Ερημίτης: Η καθοδήγησις ενός πνευματικού οδηγού, ο οποίος θα είναι γνώστης εκ πείρας των πνευματικών αυτών ζητημάτων και προς τον οποίον ο μαθητευόμενος θα δύναται να ανοίγη, χωρίς κανένα εμπόδιο, την καρδιά του με εμπιστοσύνη, δε θα λέη και τους λογισμούς οι οποίοι τον συναντούν κατά το διάστημα της διαβάσεώς του επάνω εις το μονοπάτι της εσωτερικής ζωής, είναι από τα πιο απαραίτητα για όποιον εφαρμόζει την προσευχή της καρδιάς κ' έχει περάσει μέσα εις τα όρια της ζωής της σιωπής. Ακόμη, εις περιπτώσεις κατά τις οποίες είναι αδύνατο να εύρη κανείς ένα τέτοιον άνθρωπον, οι ίδιοι οι άγιοι Πατέρες κάμουν εξαίρεσι σχετικά με αυτό.
Ο Νικηφόρος ο Έγκλειστος μας ομιλεί καθαρά ως προς αυτό, με τα εξής λόγια: «Κατά το διάστημα της εφαρμογής της εσωτερικής ενεργείας της καρδιάς ένας γνήσιος και κατηρτισμένος Πνευματικός Οδηγός είναι απαραίτητος. Εάν δεν ευρίσκεται εύκολα, θα επιμείνη κανείς και θα ψάξη για να εύρη τον καλύτερο. Εάν και τότε καταστή αδύνατο να ευρεθή, πρέπει με άκρα ταπείνωσιν ο ενδιαφερόμενος να ζητήση του Θεού την βοήθεια και να καταφύγη για καθοδήγησι εις τα συγγράμματα που περιέχουν την διδασκαλίαν των αγίων Πατέρων, αφού συγχρόνως συμβουλεύεται σχετικά και τον Λόγον του Θεού, όπως είναι διατυπωμένος εις τας Αγίας Γραφάς.
«Πρέπει, κανείς, επίσης, να λάβη υπ' όψιν του το γεγονός ότι αυτός ο οποίος θέλει να αποκτήση καλωσύνη και ενδιαφέρεται για τον ζήλο, ημπορεί να πάρη κάτι τι ωφέλιμο από κατάλληλες συμβουλές απλοϊκών ανθρώπων επειδή οι άγιοι Πατέρες μας βεβαιώνουν ότι εάν με πίστι και με καλή προαίρεσι υποβάλλουμε μίαν ερώτησιν, ακόμη και προς ένα Σαρακηνόν, ημπορεί αυτός να μας δώση αξιόλογες συμβουλές. Εάν πάλι, αντίθετα, ζητήση κανείς συμβουλές έ'στω κι από ένα προφήτη, χωρίς, όμως, πεποίθησι και καλοπιστίαν, ασφαλώς δεν θα μείνη ικανοποιημένος. Υπάρχει σχετικά με την πάρα πάνω υπόθεσι ένα περιστατικό με τον άγιο Μακάριο τον Μέγα, τον Αιγύπτιο, προς τον οποίον ένας απλός και αγράμματος χωρικός, έδωσε κάποτε μιάν εξαίρετη εξήγησιν που έβγαλε εντελώς τον άγιο, από την κατάστασι μιας θλίψεως η οποία τον κατείχε.
«Σχετικά με την "αμορφία", που είναι η αποφυγή χρησιμοποιήσεως της φαντασίας και η μη παραδοχή οιασδήποτε μορφής κατά το διάστημα της πνευματικής απορροφήσεως, έστω και αν η μορφή αυτή είναι είτε φως, είτε άγγελος, είτε ο Χριστός, είτε οποιοσδήποτε άγιος, δηλαδή σχετικά με την εξοστράκισι κάθε είδους ονειροπολήσεως, είναι σύμφωνοι οι πεπειραμένοι Πατέρες δια τον εξής λόγον, ο οποίος δεν είναι άλλος, ειμή το γεγονός ότι η φαντασία πολύ εύκολα ημπορεί να ενσαρκώση, ή με άλλα λόγια, να δώση ζωή εις ό,τι ο νους μας παρουσιάζει, εις τρόπον ώστε αυτός που δεν διαθέτει πολλήν πείρα, να κινδυνεύση να εκλάβη τις φαντασιώσεις αυτές, ως σημεία και οράματα τα οποία είναι δήθεν γεννήματα της θείας Χάριτος και να πέση έτσι σε αυταπάτη, συγχρόνως δε να λησμονήση την Αγία Γραφή η οποία μας προειδοποιεί ότι είναι δυνατόν, προκείμενου να πλανήση τους ανθρώπους ο Σατανάς να μετασχηματισθή ακόμη και εις άγγελον φωτός. Το ότι ο νους μας κατά τρόπον φυσικό και εύκολον ημπορεί να ευρεθή εις μία κατάστασιν "αμορφίας" και να διατηρηθή έτσι, ακόμη και όταν συλλογίζεται την παρουσία του Θεού, φαίνεται από το γεγονός ότι η δύναμις της φαντασίας δύναται με τρόπον εμφανή να παρουσίαση ένα πράγμα κατά τον τρόπον της "αμορφίας" και να διατηρήση την παρουσία του για ένα διάστημα. Παράδειγμα σχετικό είναι η παρουσία εις τις ψυχές μας, του αέρος ή της θερμότητος ή του ψύχους. Όταν π.χ. αισθάνεσαι κρύο ημπορείς να έχης μια ζωντανή ιδέα της θερμότητος εις το μυαλό σου, αν και η θερμότης δεν έχει σχήμα ούτε είναι αντικείμενον της οράσεως κι ούτε ημπορεί να μετρηθή από το φυσικον αίσθημα ενός ανθρώπου ο οποίος κρυώνει.
»Κατά τον ίδιον τρόπον η πνευματική και ακατάληπτος ύπαρξις του Θεού, ημπορεί να παρουσιασθή εις τον νουν και να αναγνωρισθή από την καρδιά, σε απόλυτη "αμορφία"».
Ο Προσκυνητής: Κατά το διάστημα των ταξειδιών μου συναντήθηκα με ανθρώπους, αφωσιωμένους εις τον Θεόν, ανθρώπους οι οποίοι ζητούσαν την σωτηρία και οι οποίοι μου είπαν ότι εφοβούντο πολύ να ασχοληθούν με την εσωτερική ζωή, που την απέκρουαν ως απλή φαντασίωσι.
»Σε μερικούς απ' αυτούς εδιάβασα από την "Φιλοκαλία" την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Σιναΐτου, με κάμποση ωφέλεια κ' η οποία έχει ως εξής: "Η ενέργεια της καρδιάς δεν είναι δυνατόν να είναι φαντασίωσις, όπως ημπορεί να συμβή με το μυαλό. Επειδή, όταν ο εχθρός θέλη να μετατρέψη την θερμότητα της καρδιάς εις το ιδικόν του αδέσποτο πυρ, ή να μεταλλάξη τη χαρά της καρδιάς σε παχυλές απολαύσεις των αισθήσεων, η ησυχία, η πείρα και το συναίσθημα το ίδιο, θα αποκαλύψουν την τεχνική και το βάθος ακόμη και προς αυτούς οι οποίοι δεν είναι πολύ διαβασμένοι. Έχω συναντήσει επίσης μερικούς ανθρώπους οι οποίοι, δυστυχώς, παρ' ότι εγνώρισαν την οδό της σιωπής και της προσευχής της καρδιάς, επειδή συνήντησαν ένα εμπόδιο ή την θλίψι μιας εφάμαρτης αδυναμίας, εσταμάτησαν την εσωτερική ενεργητικότητα της καρδιάς, την οποίαν είχαν γνωρίσει».
Ο Καθηγητής: Μάλιστα. Αυτό είναι πολύ φυσικό. Έχω κ' εγώ πείρα του ιδίου πράγματος, όταν πολλές φορές, κατά διάφορα διαστήματα, εξέφυγα από το εσωτερικό αυτό σχήμα του νου ή όταν έκανα κάποια αμαρτία κάνω δε την εξής σκέψι. Εφ' όσον η εσωτερική προσευχή της καρδιάς, είναι κάτι τι το άγιον, είναι ένωσις με τον Θεό, δεν πρέπει να είναι απαράδεκτο και δεν πρέπει να αποφύγη κανείς να τολμήση, να φέρη τα άγια, μέσα σε μια αμαρτωλή καρδιά, εκτός εάν την αγνίση πρώτα με σιωπηρή συντριβή και μετάνοια και γενικά την προπαρασκευάση κατάλληλα για την επικοινωνία με τον Θεό; Δεν είναι καλύτερα να είναι κανείς βουβός ενώπιον του Θεού παρά να του προσφέρη άσκοπες λέξεις και μάλιστα μέσα από μια καρδιά η οποία είναι το σκοτάδι και η ακαταστασία;
Ο Μοναχός: Είναι μεγάλο κρίμα ότι σκέπτεσαι κατ' αυτόν τον τρόπο. Αυτό είναι απελπισία η οποία είναι η χειρότερη από τις αμαρτίες και αποτελεί το ισχυρότερον όπλο του άρχοντος του σκότους, εναντίον μας. Η διδασκαλία των πεπειραμένων αγίων Πατέρων μας, σχετικώς με αυτό, είναι εντελώς διαφορετική. Ο Νικήτας Στηθάτος λέει ότι εάν έχη κανείς πέσει και έχει βυθισθή μέσα και εις τα βάθη ακόμη του κακού της Κολάσεως, πάλι δεν πρέπει να απελπίζεται, αλλά γρήγορα να στρέψη το βλέμμα του προς τον Θεό κ' Εκείνος γοργά θ' αναστήση την πεσμένη του καρδιά και θα της δώση περισσότερη δύναμι απ' όση πρώτα είχε. Έτσι μετά από κάθε πτώσι και κάθε τραύμα της καρδιάς από αμαρτία, αυτό που έχει να κάνη κανείς είναι να θέση αμέσως την καρδιά του εις την παρουσία του Θεού για θεραπεία και καθαρμό, ακριβώς όπως όταν ωρισμένα αντικείμενα έχουν μολυνθή ή μουχλιάσει, τα εκθέτουμε εις την δύναμι των ηλιακών ακτίνων, οι οποίες με την ισχύ τους τα ξεμουχλιάζουν, τα καθαρίζουν, τα ξεβρωμίζουν. Πολλοί πνευματικοί συγγραφείς μιλούν θετικά γι' αυτόν τον εσωτερικόν αγώνα εναντίον των εχθρών της σωτηρίας, που είναι τα πάθη μας.
Εάν τραυματίζεται κανείς έστω και χίλιες φορές και πάλι δεν πρέπει με κανένα τρόπο να σταματήση την ζωοποιό ενέργεια, δηλαδή την επίκλησι του Ιησού Χριστού, ο οποίος είναι παρών εις την καρδιά του καθενός μας. Οι πράξεις μας, όχι μόνον δεν πρέπει να μας απομακρύνουν από την όδευσί μας μέσα εις την παρουσία του Θεού, ή να μας απωθούν από την εσωτερική προσευχή με αποτέλεσμα την ανησυχία, την θλίψι, την απογοήτευσι, αλλά πρέπει όσο το δυνατόν περισσότερο να μας πλησιάζουν προς τον Θεό. Το παιδάκι, που η μητέρα του το διδάσκει τα πρώτα βήματα, περπατάει ένα γύρω κοντά της, μόλις δε αισθανθή να κλονίζωνται τα βήματά του τρέχει και στηρίζεται πιάνοντας τα φορέματά της, χωρίς χρονοτριβή.
Ο Ερημίτης: Νομίζω, σχετικά με το πνεύμα της απελπισίας και τις σκέψεις της αγωνίας και της αμφιβολίας, ότι εύκολα όλα αυτά προκαλούνται από την ακαταστασία του νου και την αποτυχία του, να καθοδηγήση την σιωπηλή εσωτερική ζωή. Οι παλαιοί Πατέρες με την θεία σοφία τους ενικούσαν την απελπισία και ελάμβαναν εσωτερικό φωτισμό και δύναμι από την ελπίδα προς τον Θεό, δια της ειρηνικής σιωπής και της μονώσεως, μας έδωσαν δε σοφή διδασκαλία την εξής ωφέλιμη συμβουλή: «Μείνε σιωπηλός εις το κελλί σου κι αυτό θα σε διδάξη τα πάντα».
Ο Καθηγητής: Έχω τέτοια εκτίμησι σ' εσάς, ώστε άκουσα με μεγάλη χαρά την από μέρους σας κριτικήν ανάλυσι των ιδικών μου σκέψεων περί της σιωπής, την οποίαν τόσο πολύ εκθειάζετε και περί της ωφελείας της ζωής της μονώσεως, την οποίαν οι ερημίται με τόση πολλήν αγάπη ζουν. Καλά, αλλά σκέπτομαι και το εξής:
»Εφ' όσον όλοι οι άνθρωποι, σύμφωνα με φυσικόν νόμο τον οποίον ώρισεν ο Θεός, εξαρτώνται ο ένας από τον άλλο και ως εκ τούτου είναι υποχρεωμένοι εις την ζωή τους να βοηθή ο ένας τον άλλον, να εργάζεται ο ένας για τον άλλον, να υπηρετή ο ένας τον άλλον, αυτή η αλληλοβοήθεια δεν είναι σημαντικός παράγων της ευτυχίας των ανθρώπων και δεν δείχνει του καθενός την αγάπη προς τον πλησίον; Ο ερημίτης όμως και οπαδός της σιωπής, που έχει εγκαταλείψει την ανθρωπίνη κοινωνία με ποιόν τρόπο με την απραξία την οποία έχει καθιερώσει, ημπορεί να υπηρετήση τον συνάνθρωπό του και να συμβάλη εις την ευτυχία του συνόλου; Νομίζω ότι καταστρέφει εντελώς εις τον εαυτόν του τον νόμον του δημιουργού, ο οποίος αφορά εις την δι' αγάπης ένωσιν, κατά τον τρόπον του καθενός, καθώς και εις την ευεργετικήν επίδρασι εις την αδελφότητα, την κοινότητα των ανθρώπων.
Ο Ερημίτης: Εφ' όσον η άποψίς σας αφορά εις την σιωπήν είναι λανθασμένη και το συμπέρασμα εις το οποίον καταλήξατε δεν είναι δυνατόν να είναι ορθόν. Ας το ιδούμεν, όμως, εις τας λεπτομερείας του, το ζήτημα αυτό: 1) Ο άνθρωπος ο οποίος έχει εκλέξει να ζη σε σιωπηρή μόνωσι, δεν ζη καθόλου σε κατάστασιν απραξίας και οκνηρίας, απεναντίας δε ευρίσκεται σε ύψιστο σημείο ενεργητικότητος, πολύ μεγαλυτέρας μάλιστα αυτής, την οποίαν αναπτύσσει ένας ο οποίος ζη μέσα εις την ανθρώπινη κοινωνία. Χωρίς κατάπαυσιν, ενεργεί σύμφωνα προς την λογική του φύσιν, αγρυπνεί διανοητικά, διανοείται συνεχώς και με άγρυπνο μάτι παρακολουθεί την πνευματική πρόοδό του και την ηθική του ύπαρξιν. Αυτός είναι ο πραγματικός και ορθός σκοπός της σιωπής.
Με αυτόν, όμως, τον τρόπον, ο αναχωρητής υπηρετώντας την τελειοποίησίν του, εξυπηρετεί και άλλους διά τους οποίους η αδιάσπαστη βύθισις εις τον εαυτόν του για την ηθική τους εξέλιξιν, είναι αδύνατος. Αυτός, λοιπόν, που φρουρεί τον εαυτόν του εις την σιωπήν και επικοινωνεί κατ' αυτήν με την εσωτερική του πείραν, είτε με λόγους σε εξαιρετικές περιστάσεις, είτε με συγγραφάς, προάγει τα πνευματικά πλεονεκτήματα και αυτά που αφορούν εις την σωτηρίαν των αδελφών του.
Προσφέρει δε περισσότερες και μάλιστα υψηλοτέρας μορφής υπηρεσίες, απ' ό,τι θα προσέφερεν ένας άλλος σε ευεργεσίες και αγαθοεργίες, επειδή όσα βοηθήματα κι αν μοιράση κανείς εις τους διαφόρους πάσχοντας ουδέποτε θα επαρκέσουν, ενώ εκείνος ο οποίος ημπορεί να προσφέρη ηθικές ευεργεσίες και υπηρεσίες, βοηθώντας εις την τελειοποίησιν την πνευματικήν των ανθρώπων, καθίσταται ευεργέτης του συνόλου.
Η πείρα του και η διδασκαλία του μεταδίδεται από γενεάς εις γενεάν και έτσι εμείς σήμερα ημπορούμε και ωφελούμεθα από πείρα, διδασκαλία και αρετή, που ακμάσανε και σε παλαιές εποχές ακόμη. Αυτή η ευεργεσία δεν διαφέρει, νομίζω, καθόλου από την χριστιανικήν αγάπη, μάλιστα δε, θα έλεγα, ότι μάλλον την ξεπερνά.
2) Η ευεργετική και χρησιμωτάτη επίδρασις του ανθρώπου, ο οποίος τηρεί την σιωπή με τους πλησίον αυτού, δεν φαίνεται μόνον από την τρανήν απόδειξι περί του πόση δύναμιν ημπορεί να αποκτήση ο άνθρωπος επάνω εις τον εαυτόν του, καθώς και πόση κυριαρχίαν εις τα πάθη του, αλλ' επί πλέον, με το ζωντανό παράδειγμα της αυταπαρνήσεως ωφελεί τον προσεκτικό και καλόπιστο χριστιανό, διδάσκοντάς τον την ανάγκη, της περισσοτέρας κυριαρχίας εις τις αδυναμίες του, και το απαραίτητο, της πυκνοτέρας εντρυφήσεώς του εις την μελέτη του νόμου του Θεού. Ο χριστιανός που ζη εις τον κόσμον, ακούγοντας για τον αφωσιωμένον ερημίτη και την αγία ζωή του, αισθάνεται κι αυτός την ανάγκη να ζήση μια ενάρετη ζωή, συλλογίζεται ότι ο άνθρωπος είναι ένα φύσημα ανέμου, ένα πέταγμα πουλιού επάνω εις την γη, τέλος δε διδάσκει ότι είναι δυνατόν ο άνθρωπος με την προσπάθεια, με την νοερά προσευχή και την χάρι του Θεού να φθάση σε τέτοιο ύψος πνευματικότητος, ώστε να μπορή από μακρυά να ατενίζη κάπως την πλήρη πνευματικότητα, την οποίαν είχαν οι πρωτόπλαστοι εις τον Παράδεισο, μόλις εβγήκαν από τα χέρια του Δημιουργού. Ο σιωπηρός ασκητής διδάσκει με την σιωπή του και οικοδομεί περισσότερον ίσως απ' ό,τι θα εδίδασκε με τα λόγια του.
3) Όλες οι πάρα πάνω ωφέλειες εκπηγάζουν από την γνήσια σιωπή η οποία φωτίζεται και αγιάζεται από το φως της Χάριτος. Αλλ' εάν ο τηρητής της σιωπής δεν έχει αποκτήσει αυτές τις δωρεές της Χάριτος, οι οποίες τον αναδεικνύουν φως δια τον κόσμον, κ' επίσης όταν ακόμη εμπήκε εις την οδόν της σιωπής με τον σκοπόν να κρύψη τον εαυτόν του, τούτο δε εξ αιτίας κλίσεώς του προς την αφροντισίαν, και τότε ακόμη, προξενεί μεγάλο καλό εις τους συνανθρώπους του, ακριβώς όπως ο κηπουρός που με το κλάδεμα των διαφόρων ξερών και παρασιτικών κλαδιών, καθαρίζει τα δένδρα, ώστε οι υπόλοιποι κλάδοι δυναμώνοντας, να μπορέσουν ασφαλέστερα να καρποφορήσουν. Αυτό ασφαλώς δεν είναι ολίγη ωφέλεια.
«Γενικά, τέλος, είναι σπουδαίο το όφελος από το γεγονός ότι ο αφιερωμένος εις την μονήρη ζωήν εκλεκτός, προξενεί την εξασθένησι της δυνάμεως των διαφόρων πειρασμών οι οποίοι θα ήτο δυνατόν να έχουν καταστρεπτικό πνευματικό και ηθικόν αποτέλεσμα εις την κοινωνίαν των συνανθρώπων του, με την οποίαν έρχεται εις επαφήν. Για το θέμα της αξίας της σιωπής ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος εκφράζεται ως εξής: "Εάν από την μια μεριά βάλουμε όλες τις πράξεις της ζωής αυτής και από την άλλη πλευρά θέσουμε την σιωπή θα ιδούμε ότι η ζυγαριά θα γείρη προς το μέρος της δευτέρας. Μη θέτης αυτούς οι οποίοι επιτελούν σημεία και κάνουν αξιοθαύμαστα πράγματα εις τον κόσμον, με εκείνους οι οποίοι τηρούν την σιωπή και κατέχουν γνώσι. Αγάπα την απραξία της σιωπής περισσότερο απ' ό,τι ο ποτισμένος με την φιλαργυρία ποθεί τον χρυσό, αγάπα την επιστροφή των ανθρώπων προς τον Θεό. Είναι προτιμότερο να κόψης τους ιδικούς σου δεσμούς προς την αμαρτία, από το να ελευθέρωσης δούλους από τα δεσμά της δουλείας τους". Αλλ' επί πλέον και διάφοροι σοφοί συνέβη να αναγνωρίσουν την αξία της σιωπής.
Η φιλοσοφική σχολή των Νεοπλατωνικών, η οποία απέκτησε πολλούς οπαδούς κάτω από την καθοδήγησι του φιλοσόφου Πλωτίνου, ανεβίβασε σε μέγα βαθμό την εσωτερική θεωρητική ζωή, την οποία, όμως, κατώρθωναν ιδιαιτέρως δια της σιωπής. Ένας πνευματικός συγγραφεύς γράφει, ότι εάν το κράτος συμβή να φθάση σε ύψιστο βαθμό παιδείας και ηθικής και πάλιν έχει ανάγκη να έχη ανθρώπους για την πνευματική θεωρία, η οποία, μαζί με τις άλλες υπηρεσίες των πολιτών, θα χρησιμεύση εις την διατήρησι του πνεύματος της αληθείας, το οποίον λαμβάνεται από τις προηγούμενες γενεές και παραδίδεται εις τις επόμενες. Τέτοια άτομα εις την Εκκλησίαν είναι οι Ερημίται, οι Έγκλειστοι, οι Αναχωρηταί».
Ο Προσκυνητής: Νομίζω ότι κανείς δεν απέδωσε τόσον αληθινά την αξία της υπεροχής της σιωπής, όσον ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, όταν έγραψε: «Η σιωπή είναι η μητέρα της προσευχής, είναι μία επιστροφή από την αιχμαλωσία της αμαρτίας, είναι η αυθόρμητη επιτυχία εις την αρετή, είναι μία συνεχής άνοδος προς τους ουρανούς». Αλλά και ο Ιησούς Χριστός, ο ίδιος, θέλοντας να μας δείξη τα πλεονεκτήματα και την αναγκαιότητα της μονώσεως με σιωπή, συχνά άφηνε για λίγο το δημόσιο κήρυγμά του και ανεχώρει σε σιωπηλά μέρη για προσευχή και ησυχία.
»Οι σιωπηλοί θεωρητικοί Πατέρες, είναι σαν τους στύλους και υποστηρίζουν την βαθειά ευσέβεια της Εκκλησίας, δια της μυστικής και συνεχούς προσευχής των. Βλέπει κανείς, λοιπόν, και κατά το απώτερον παρελθόν, διαφόρους κοινούς ανθρώπους καθώς και ευγενείς, τέλος δε και βασιλείς, να πηγαίνουν για να επισκεφθούν διαφόρους ερημίτας και ανθρώπους αφιερωμένους εις την σιωπή και να τους παρακαλούν θερμά να προσεύχωνται γι' αυτούς και την ενίσχυσί των εις την σωτηρίαν.
Ώστε ο σιωπηλός έγκλειστος, ο ερημίτης και ο αναχωρητής, ημπορούν να υπηρετούν τον πλησίον τους και να βοηθούν εις την πρόοδον της κοινωνίας και την ευτυχίαν της, με την αδιάπτωτη, γι' αυτήν, προσευχή τους».
Ο Καθηγητής: Τώρα υπάρχει ακόμη κάτι το οποίο δεν κατορθώνω εύκολα να το καταλάβω. Υπάρχει γενική συνήθεια μεταξύ όλων μας των χριστιανών, να παρακαλούμε ο ένας τον άλλον για προσευχές προς τον Θεό, να θέλουμε ο ένας τις προσευχές του άλλου και να εκδηλώνουμε πεποίθησι για τις προσευχές ωρισμένων μελών της Εκκλησίας. Δεν είναι αυτό, όμως, μία σαφής εκδήλωσις φιλαυτίας; Δεν είναι επίσης αυτό μια απλή συνήθεια την οποία επαναλαμβάνουμε ακούσια, μόνο και μόνο γιατί ακούμε τους άλλους να παρακαλούν για ενθύμισιν εις τις προσευχές, ο ένας τον άλλο; Χρειάζεται πράγματι ο Θεός την ανθρώπινη παράκλησιν, αφού Εκείνος προβλέπει για τα πάντα και ενεργεί σύμφωνα με την ευλογημένη Πρόνοιά Του κι όχι κατά τις ιδικές μας επιθυμίες, επειδή γνωρίζει και διευθετεί τα πάντα, προτού ακόμη λάβουν χώραν οι παρακλήσεις μας, όπως άλλωστε το λέει και το Άγιον Ευαγγέλιό Του; Είναι δυνατόν η προσευχή, έστω και πολλών ανθρώπων, να καταστή ισχυρότερη και να υπερισχύση των αποφάσεών Του; Ημπορεί δε να κάνη το ίδιο η προσευχή ενός μόνου προσώπου; Δεν θα γινόταν εις αυτήν την περίπτωσιν ο Θεός ακροατής του καθενός ανθρώπου; Είναι δε ακόμη δυνατόν, να με σώση πραγματικά, η προσευχή ενός τρίτου προσώπου, όταν όλες οι ενδείξεις είναι αντίθετες από τον σκοπό της παρακλήσεώς μου προς εκείνον, για την συμπερίληψί μου εις την προσευχή του;
«Νομίζω ότι η προτροπή μεταξύ διαφόρων προσώπων, για προσευχή, του ενός υπέρ του άλλου προς τον Θεόν, δεν είναι παρά μια ευσεβής έκφρασις χριστιανικής αβρότητος, η οποία δείχνει σημεία ταπεινοφροσύνης με αυτό που εκδηλώνεται ως επιθυμία προτιμήσεως εις την προσευχήν, αυτού ή εκείνου».
Ο Μοναχός: Εάν κανείς κρίνη επιπόλαια και εξωτερικά το ζήτημα αυτό, τότε, φυσικά, καταλήγει σε πρόχειρα συμπεράσματα, σαν το πάρα πάνω. Αλλ' ο πνευματικός σκοπός, ευλογημένος από το φως της θρησκείας και εξησκημένος με την πείρα της εσωτερικής ζωής, προχωρεί πολύ βαθύτερα, θεωρεί τα πνευματικά καθαρώτερα και μυστηριωδώς αποκαλύπτει κάτι εντελώς διαφορετικό απ' ό,τι διετυπώσατε προηγουμένως.
Έτσι, λοιπόν, για να το εννοήσουμε αυτό πληρέστερα και συντομώτερα, ας πάρουμε ένα παράδειγμα και ας βεβαιώσουμε την αλήθειά του από τον Λόγον του Θεού. Ας υποθέσουμε ότι ένας μαθητής έρχεται σε έναν ωρισμένο διδάσκαλο για να μαθητεύση, αλλ' οι όχι μεγάλες ικανότητές του, η οκνηρία και η αδυναμία του να συγκεντρωθή εις τον εαυτόν του, τον εμποδίζουν από την επιτυχία εις τις σπουδές του και τον θέτουν εις την κατηγορία των αμελών και αποτυχημένων, θλιμμένος από την κατάστασιν αυτή και μη ξεύροντας τί να κάμη και πώς να αντιμετωπίση σταθερά τις αποτυχίες του, πιάνει γνωριμία με ένα συμμαθητή του, ικανώτερον απ' αυτόν και επιμελέστερον, εις τον οποίον εξηγεί το πρόβλημα που τον απασχολεί και την στενοχώρια του.
«Ας εργασθούμε από εδώ και πέρα μαζί, απαντά πρόθυμα ο συμμαθητής, ας συνδεθούμε περισσότερον, ας είμεθα χαρούμενοι και το αποτέλεσμα του φιλικού συνδέσμου μας, της συμμελέτης μας και της χαράς, θα είναι οπωσδήποτε η επιτυχία». Έτσι αρχίζει η συνεργασία εις την μελέτην, ο ένας εξηγεί εις τον άλλο τις δυσκολίες κι αλληλοβοηθούνται και προοδεύουν, χαρούμενοι κ' οι δυό, ώστε ύστερα από λίγο καιρόν ο αδύνατος μαθητής γίνεται καλός, αγαπά την εργασία του, η αδιαφορία και η οκνηρία μετατρέπονται σε επιμέλεια, τελικά δε παρουσιάζεται με έναν εξαίρετο και καλό σφυρηλατημένο χαρακτήρα.
Από την άλλη μεριά ο καλός απ' την αρχή, ο πρόθυμος και επιμελής μαθητής, καθίσταται καλύτερος, επιμελέστερος, αποδοτικώτερος. Από την επίδρασι την οποίαν είχαν ο ένας προς τον άλλον, έφθασαν από κοινού σε ζηλευτό σημείο προόδου. Ένα τέτοιο περιστατικό είναι κάτι τι το φυσικό, γιατί ο άνθρωπος είναι γεννημένος να ζη σε επικοινωνία με τους συνανθρώπους του, να εξελίσσεται φυσιολογικά, λογικά, διανοητικά, ψυχικά, δια της κοινωνίας, δια των διαφόρων συνηθειών της ζωής, δια της εξασκήσεως, δια των διαφόρων συγκινήσεων, δια των ενεργειών της θελήσεως, με μια λεξι, δι' όλων εκείνων τα οποία λαμβάνει ως παραδείγματα αυτού του είδους.
Ώστε εφ' όσον η ζωή των ανθρώπων ευρίσκεται σε πολύ στενές σχέσεις και κάτω από ισχυρότατες επιδράσεις του ενός προς τον άλλον, αυτός ο οποίος τυχόν ζη μέσα σε ωρισμένο είδος ανθρώπων, συνηθίζει και εφαρμόζει εις την ιδική του ζωή τις συνήθειες, το είδος της συμπεριφοράς, όχι σπάνια δε και τις ιδιοτυπίες του περιβάλλοντός του. Συνεπώς ο ψυχρός γίνεται ενθουσιώδης, ο αμβλύς οξύς, ο οκνηρός ενεργητικός, και αντιθέτως. Το πνεύμα ενός ημπορεί να ωφελήση και να ενεργήση ευεργετικά εις την ψυχήν ενός άλλου και φυσικά εις την περίπτωσιν της προσευχής δεν είναι αφύσικον να επηρεάζη δι' αυτής ο ένας τον άλλον, δίνοντας θάρρος εις την περίπτωσιν της απελπισίας, απωθώντας από τυχόν πτώσεις σε αμαρτίες ενισχύοντας σε προσπάθειες τελειοποιήσεως. Έτσι βοηθώντας ο ένας τον άλλον καθιστάμεθα όλοι περισσότερον αφωσιωμένοι εις τον Θεό, περισσότερον ενεργητικοί πνευματικά, περισσότερον σταθεροί, περισσότερον σοβαροί, εις όλας μας τας εκδηλώσεις. Αυτό είναι το μυστικό της προσευχής που γίνεται για τους άλλους, εξηγώντας την ευσεβή συνήθεια των χριστιανών να προσεύχωνται ο ένας για τον άλλον και να παρακαλούν τον Θεό εις τις προσευχές, για τους αδελφούς των. Ακόμη από αυτό καταλαβαίνει κανείς ότι ο Θεός δεν είναι σαν τους ισχυρούς των ανθρώπων οι οποίοι ευχαριστούνται εις τις πολλές και αλλεπάλληλες αιτήσεις.
»Ο Θεός ευαρεστείται εις την προσευχή η οποία απευθύνεται προς Αυτόν από καθαρή καρδιά, που είναι εις θέσιν να τον αισθανθή, να συνομιλήση και να ενωθή τελικά μαζί Του. Αλλ' εάν η αμοιβαία προσευχή των χριστιανών οι οποίοι ζουν εις την γην είναι τόσον ωφέλιμη και αποτελεσματική, επίσης κατά τον ίδιο τρόπο η προσευχή αμοιβαίως ωφελεί και όταν γίνεται για τους κεκοιμημένους, των οποίων ο κόσμος ευρίσκεται εις τους ουρανούς, πλην όμως ευρίσκεται συγχρόνως και σε στενό σύνδεσμο με τον ιδικόν μας επάνω εις την γην, κόσμο. Κατ' αυτόν τον τρόπο οι ψυχές της Στρατευόμενης Εκκλησίας έρχονται σε πνευματικήν επικοινωνία με τις ψυχές της θριαμβευούσης Εκκλησίας, ή όπως θα ελέγαμε με απλούστερα λόγια, έρχονται σε πνευματικήν επικοινωνία οι ζώντες μετά των τεθνεώτων.
»Όλα όσα ελέχθησαν πάρα πάνω είναι βασισμένα εις την ψυχολογία, αλλ' εάν ανοίξουμε την Αγία Γραφή ημπορούμε να επιβεβαιώσουμε την ίδια αλήθεια σχετικά και από τον λόγο του Θεού.
1) Ο Ιησούς Χριστός λέει εις τον Απόστολο Πέτρο: "Ἐγώ ἐδεήθην περί σοῦ ἵνα μή ἐκλίπῃ ἡ πίστις σου". (Λουκ. 22,32). Βλέπουμε δηλ. από τα λόγια αυτά, ότι η δύναμις της προσευχής την οποίαν έκαμε ο Χριστός, ενίσχυσε το πνεύμα του Αποστόλου Πέτρου και τον εδυνάμωσε όταν η δύναμις της πίστεώς του εκρινόταν.
2)Όταν ο ίδιος Απόστολος Πέτρος, εκρατείτο εις την φυλακή, "προσευχή ἧν ἐκτενής γενομένη ὑπό τῆς Ἐκκλησίας πρός τόν Θεόν ὑπέρ αὐτοῦ" (Πράξ. 12,5).Εδώ έχουμε πάλιν αποκάλυψι της βοηθείας την οποία η αδελφική προσευχή παρέχει εις τις ταραγμένες στιγμές του βίου.
3) Η καθαρώτερη, όμως, αγιογραφική μαρτυρία για το ζήτημα που μας απασχολεί προέρχεται από τον άγιο Ιάκωβο τον Αδελφόθεο, ο οποίος γράφει εις την Επιστολήν του: "Ἐξομολογεῖσθε ἀλλήλοις τά παραπτώματα ὑμῶν καύ εὔχεσθε ὑπέρ ἀλλήλων ὅπως ἰαθῆτε, πολύ ἰσχύει δέησις δικαίου ἐνεργουμένη" (Ιακ. 5,16). Τα λόγια αυτά είναι θετική επιβεβαίωσις του ψυχολογικού θέματος το οποίον εθίγη πάρα πάνω. Τί θα ημπορούσαμεν, όμως, να ειπούμε για το παράδειγμα του μεγάλου Αποστόλου Παύλου, το οποίον μας έχει δοθή σαν υπόδειγμα Προσευχής του ενός προς τον άλλον;
Ένας συγγραφεύς παρατηρεί λέγοντας ότι το παράδειγμα του Παύλου μας διδάσκει σαφώς πόσον αναγκαία είναι η αμοιβαία προσευχή του ενός για τον άλλον, όσο μας διδάσκει και το γεγονός ενός ισχυρού εις την προσευχή και εις τους αγώνας κατά των παθών της αμαρτίας, ασκητού, ο οποίος αισθάνεται ισχυρότατη την ανάγκη και ζητεί με δάκρυα την εξ ύψους βοήθεια για την τελική νίκη.
Εις την προς Εβραίους Επιστολήν ο Παύλος, παρακαλεί λέγοντας: "Προσεύχεσθε περί ἡμῶν πεποίθαμεν γάρ ὅτι καλήν συνείδησιν ἔχομεν ἐν πάσι καλῶς θέλοντες ἀναστρέφεσθαι"(Εβρ. 13,18).
»Όταν, λοιπόν, έχουμε υπ' όψιν αυτό, τότε είναι δυνατόν να καταλάβουμε πόσο παράλογον είναι να επαναπαυώμεθα εις τις προσευχές μας μόνο και εις τις ιδικές μας επιτυχίες όταν ένας Παύλος, πλήρης χάριτος, με ταπεινοφροσύνη παρακαλεί τους αδελφούς να προσευχηθούν γι' αυτόν. Έτσι, λοιπόν, με ταπείνωσι, απλότητα και ενότητα αγάπης, δεν απορρίπτουμε ούτε απεχθανόμεθα την βοήθεια των προσευχών, των έστω και αδυνάτων κατά την πίστι, εφ' όσον το μεγάλο και καθαρώτατο πνεύμα του Παύλου δεν αφήνει καμμιά αμφιβολία σχετική μ' αυτό, τουναντίον δε παρακαλεί για τις προσευχές όλων γενικά, γνωρίζοντας ότι η δύναμις του Θεού "ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται".
Συνεπώς καθίσταται ενίοτε τέλεια και σ' αυτούς που δεν έχουν πολύ δυνατήν επιθυμία για προσευχή. Έχοντας την δύναμι του παραδείγματος αυτού αντιλαμβανόμεθα περαιτέρω ότι η προσευχή του ενός για τον άλλο, δυναμώνει την ένωσι εις την χριστιανική αγάπη την οποία έχει ο Θεός διατάξει, μαρτυρεί την ταπείνωσι του πνεύματος αυτού που παρακαλεί και τέλος προσελκύει το πνεύμα εκείνου ο οποίος προσεύχεται, κατ' αυτόν δε τον τρόπον λαμβάνει χώραν παρακίνησις για αμοιβαία παρακλητική προσευχή».
Ο Καθηγητής: Η ανάλυσις την οποίαν εκάματε και οι αποδείξεις σας είναι ακριβείς, αλλά θα ήτο πολύ ενδιαφέρον να ακούσω από το στόμα σας την πραγματική μέθοδο και τον τρόπο της προσευχής για τους άλλους, επειδή νομίζω ότι ο καρπός και η προσελκυστική δύναμις της προσευχής εξαρτώνται, από ένα ζωντανό ενδιαφέρον για τους συνανθρώπους μας και κατ' εμφανή τρόπον, ως κι από την συνεχή επίδρασι του πνεύματος αυτού που προσεύχεται, επί του πνεύματος αυτού ο οποίος παρεκάλεσε για προσευχές. Αλλά αυτή η κατάστασις της ψυχής δεν απομακρύνει από την αδιάκοπη αίσθησι της αοράτου Παρουσίας του Θεού και δεν μας κάμνει να παρουσιάζουμε εις τον Θεόν τις ανάγκες μας, αντί αυτής ταύτης της ψυχής μας;
»Εάν κάποιος ενθυμείται εις την προσευχήν του τον πλησίον του μια ή δυό φορές την ημέρα παρακαλώντας τον Θεό για δύναμι και βοήθεια, δεν θα ήτο τούτο αρκετό για την ενδυνάμωσι της ψυχής του; Δηλαδή, για να μη μακρυγορώ, θα ήθελα γενικά να μάθω ακριβώς πώς πρέπει να προσευχώμεθα για τους άλλους».
Ο Μοναχός: Η προσευχή, για ο,τιδήποτε, η οποία προσφέρεται εις τον Θεό, μας απομακρύνει από την αίσθησι της παρουσίας του Θεού, αλλά πρέπει ό,τι προσφέρουμε εις τον Θεόν να το προσφέρουμε εις την Παρουσίαν Εκείνου. Γι' αυτό σχετικά με την μέθοδο της προσευχής για τους άλλους πρέπει να σημειωθή ότι η δύναμίς της συνίσταται εις την συμπάθεια και την αγάπη μας για τον πλησίον και έχει επιρροή εις την ψυχή του, σύμφωνα με το μέγεθος της συμπαθείας μας αυτής και της αγάπης. Έτσι, λοιπόν, όταν συμβαίνη να θυμώμεθα τον πλησίον μας, ή τις ώρες που έχουμε καθιερώσει για προσευχή για τον πλησίον, ορθόν είναι να τον φέρνουμε με το νου μας εις την Παρουσία του Θεού και να προσφέρουμε την προσευχή μας κατά τον ακόλουθο τρόπο, λέγοντας: «Πολυέλεε Κύριε και Θεέ, γενηθήτω το θέλημα σου, το οποίον θέλει πάντας ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν. Βοήθησε και σώσε τον δούλον σου... Δέξου την επιθυμία μου αυτήν σαν μια κραυγή αγάπης, αγάπης όπως την εδίδαξες Συ». Μπορεί να επαναλάβη κανείς τις λέξεις αυτές, όταν η ψυχή του το επιθυμή ή όταν είναι ώρα της προσευχής ή κι όταν θέλη να προσευχηθή με το κομποσχοίνι, αφιερώνοντας ωρισμένους κόμπους για τους άλλους. Η πείρα με έχει διδάξει ότι είναι πολύ ευεργετική αυτή η προσευχή για εκείνον τον οποίον προσφέρεται.
Ο Καθηγητής: Οι απόψεις σας, τα επιχειρήματά σας, η εποικοδομητική συνομιλία και οι φωτεινές σκέψεις σας, που ξεπήδησαν από όλα τα ανωτέρω, με έκαναν να αποφασίσω και να τηρήσω εις την ζωή μου όλα όσα άκουσα εδώ και αισθάνθηκα, σας προσφέρω δε ευχαριστίες, ευγνωμοσύνη και τα σεβάσματά μου, από τα βάθη της καρδιάς μου.
Ο Προσκυνητής και ο Καθηγητής: Η ώρα ήλθε για μας και πρέπει να αναχωρήσουμε. Με όλη μας την καρδιά σας παρακαλούμε για τις προσευχές σας, να τις έχουμε σύντροφο κατά το διάστημα του ταξειδιού μας.
Ο Πνευματικός: «Ο Θεός της Ειρήνης, ο οποίος ανέστησε τον Κύριό μας Ιησού Χριστό εκ των νεκρών, τον μεγάλο Ποιμένα και Αμνό, ο οποίος έχυσε το Πανάγιό Του αίμα δια να υπογραφή η Καινή και αιώνιος Διαθήκη, ας σας τελειοποίηση σε κάθε έργο, ώστε να πράττετε το θέλημά Του. Ας κατεργάζεται μέσα σας κάθε τι που θα τον ευαρεστήση, ας σας ευλογή δια του Υιού Του, Κυρίου Ιησού και ας σας φωτίζη δια του Αγίου Πνεύματός Του. Αμήν».
ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΔΟΞΑ ΤΩ ΔΙΔΟΝΤΙ ΗΜΙΝ ΖΩΗΝ ΔΙΑ
ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
----------------------------------------------------------------πηγή: Ανωνύμου, "Οι Περιπέτειες ενός προσκυνητού", μεταφρ. Μητροπολίτου Κορίνθου Παντελεήμονος Καρανικόλα, εκδ. Παπαδημητρίου, 1998, σελίδες 250-272.
πηγή :ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ
----------------------------------------------------------------πηγή: Ανωνύμου, "Οι Περιπέτειες ενός προσκυνητού", μεταφρ. Μητροπολίτου Κορίνθου Παντελεήμονος Καρανικόλα, εκδ. Παπαδημητρίου, 1998, σελίδες 250-272.
πηγή :ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ