Ύστερα από όχι μεγάλο χρονικό διάστημα την εδιάβασα όλη και αντελήφθηκα πόση σοφία, πόση αγιότητα και πόσο βάθος ενοράσεως υπήρχε σ' αυτό το ευλογημένο βιβλίο. Είδα δε ακόμη ότι χειρίζεται τόσα άλλα θέματα, και περιλαμβάνει τόσες διδασκαλίες από τους θείους Πατέρας, έτσι που δεν μπορούσα να συλλάβω με μιας όλα όσα ήταν γραμμένα για την εσωτερική Προσευχή, επειδή εγώ ενδιαφερόμουν να μάθω απ' το βιβλίο αυτό, κυρίως, πώς να εφαρμόσω την Προσευχή που αυτοενεργεί εις την καρδιά μέσα.

Αυτή ήταν η μεγάλη μου επιθυμία, σύμφωνα και με του αποστόλου Παύλου τα λόγια, «Ζηλούτε δε τα χαρίσματα τα κρείττονα» και «Τ ο Πνεύμα μη σβέννυται». Περιεργάστηκα το ζήτημα αυτό μέσ' στη σκέψι μου αρκετό χρόνο. Τι έπρεπε να γίνη; Το μυαλό μου και η αντίληψίς μου δεν είχαν ανάλογη δύναμι με το έργο που εζητούσα να φέρω εις πέρας και δεν είχα κανένα να μου το εξηγήση όταν εχρειάζετο.


Απεφάσισα, λοιπόν, να ικετεύσω τον Θεό εις τις προσευχές μου, μήπως με βοηθήση να το καταλάβω κάπως. Επί είκοσι τέσσερεις ώρες δεν έκανα τίποτε άλλο παρά να προσεύχωμαι χωρίς ούτε μιας στιγμής διακοπή. Τέλος η σκέψις μου ηρέμησε και αποκοιμήθηκα. Εις τον ύπνο μου ωνειρεύθηκα οτι ήμουν με τον μακαρίτη τον Πνευματικό μου οδηγό εις το κελλί του και ότι αυτός μου εξηγούσε την «Φιλοκαλία». «Το άγιο αυτό βιβλίο είναι γεμάτο από πλούτο σοφίας» μου έλεγε, «είναι ένα μυστικό θησαυροφυλάκιο διαφόρων εννοιών και εντολών του Θεού. Δεν είναι καταληπτό παντού κι απ' τον κάθε ένα, δίνει όμως ασφαλώς εις τον κάθε άνθρωπο ό,τι του χρειάζεται· εις τον σοφό είναι σοφός οδηγός και εις τον απλό παρέχει απλά την καθοδήγησι. Γι' αυτό σεις οι απλοί που δεν έχετε μεγάλη μόρφωσι δεν πρέπει να διαβάζετε τα κεφάλαιά του το ένα ύστερα από το άλλο, όπως είναι με την σειρά τους μέσ' στο βιβλίο. Η σειρά είναι βαλμένη έτσι, για τους θεολόγους. Αυτοί που δεν έχουν εμβαθύνει εις την θεολογία αλλ' επιθυμούν να μάθουν για την εσωτερική Προσευχή απ' αυτό το βιβλίο, πρέπει να διαβάζουν απ' εκείνο σύμφωνα με την παρακάτω σειρά:

1. Πρώτα απ' όλα πρέπει να διαβάσουν όσα έχει γράψει ο μοναχός Νικηφόρος κι αυτό βρίσκεται εις το δεύτερο μέρος της «Φιλοκαλίας».
2. Έπειτα, όλο το βιβλίο του Γρηγορίου του Σιναΐτου, εκτός από τα μικρά κεφάλαια.
3. Μετά, ό,τι έχει γράψει ο Συμεών ο Νέος θεολόγος για τους τρεις τύπους της Προσευχής, καθώς και τους λόγους «Περί Πίστεως» και,
4. Τέλος, το βιβλίο που έγραψαν οι μοναχοί Κάλλιστος και Ιγνάτιος. Εις αυτούς τους Πατέρας υπάρχει τέλεια καθοδήγησις και διδασκαλία για την εσωτερική Προσευχή της καρδιάς, με τέτοιον τρόπο που ο κάθε ένας μπορεί να την καταλάβη. Κι αν θέλης ακόμη να βρης μιά πολύ καταπληκτική διδασκαλία για την Προσευχή, γύρισε εις το τέταρτο μέρος του βιβλίου και θα βρής ένα περιληπτικό σχέδιο «Περί Προσευχή ς», γραμμένο απ' τον αγιώτατο Κάλλιστο, τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως».

Εις το όνειρό μου αυτό είδα πως εκρατούσα την «Φιλοκαλία» εις τα χέρια μου και άρχισα να ψάχνω για το περιληπτικό αυτό σχέδιο, αλλά δεν ημπορούσα να το βρω. Ο Πνευματικός μου οδηγός όμως εγύρισε κάμποσες σελίδες και μου είπε: «Εδώ είναι, θα το σημειώσω για να μη το χάσης». Πήρε δε ένα κομματάκι κάρβουνο από κάτω και εσημείωσε μιά γραμμή εις το περιθώριο εκεί που άρχιζε το κεφάλαιο. Τον άκουγα με πολλή προσοχή και προσπάθησα να εντυπώσω στο μυαλό μου κάθε μιά του λέξι όπως την έλεγε.

Όταν εξύπνησα ήταν ακόμη σκοτάδι. Ήμουν ακόμη ξαπλωμένος, όταν η σκέψη μου περιεστράφηκε γύρω εις το όνειρό μου και σ' αυτά που ο μακαρίτης ο οδηγός μου μου είχεν ειπή. «Ο Θεός ξεύρει» εσκέφθηκα, «εάν αληθινά ήταν το πνεύμα του μακαρίτη αυτό που είδα, ή ήταν όλο αυτό αποτέλεσμα των σκέψεών μου, που προέρχονται από την «Φιλοκαλία» και από όσα με εδίδαξε αυτός όταν εζούσε».

Με αυτή την αμφιβολία εις το μυαλό μου εσηχκώθηκα, επειδή άρχισε να χαράζη. Και τι είδα; Επάνω εις την πλάκα που εχρησίμευε για τραπέζι της καλύβας βρισκόταν ανοιγμένη η «Φιλοκαλία» στην σελίδα που μου είχε δείξει η ψυχή του οδηγού μου και είχε την γραμμή τραβηγμένη με κάρβουνο εις το περιθώριο, όπως ακριβώς είχε συμβή και εις το όνειρό μου! Ακόμη και το κομματάκι το κάρβουνο, ήταν αφημένο επάνω εις την πλάκα, δίπλα εις το βιβλίο! Το εκοίταξα με μεγάλη έκπληξι, γιατί θυμώμουν πολύ καλά πως το βιβλίο από βραδύς το είχα βάλει κλειστό, κάτω από τα πανιά που μου εχρησίμευαν για μαξιλάρι και οτι δεν υπήρχε τίποτα εκεί που τώρα έβλεπα την γραμμή, τραβηγμένη με κάρβουνο. Ύστερα απ' αυτά εβεβαιώθηκα για την αλήθεια του ονείρου μου και για το ότι ο ευλογημένος και αξέχαστος διδάσκαλός μου είχε βρει «παρρησία» εις τον Θεόν.

Άρχισα, λοιπόν, να διαβάζω απ' την «Φιλοκαλία» όλα αυτά που είχε αυτός ορίσει. Τα επέρασα με την σειρά μια φορά κ' έπειτα δεύτερη, αυτή δε η μελέτη άναψε μέσ' στην καρδιά μου την επιθυμία και τον ζήλο να εφαρμόσω τέλεια αυτά που είχα διαβάσει. Κατενόησα πολύ καθαρά τι σημαίνει εσωτερική Προσευχή, πώς κατορθώνεται, ποιοί είναι οι καρποί της, πώς γεμίζει την καρδιά του ανθρώπου και την ψυχή του με ευφροσύνη και πώς αυτός που την αποκτά μπορεί να εξηγήση εάν αυτή η ευφροσύνη προέρχεται από τον Θεό, από τον εξωτερικό κόσμο, ή από τον πειρασμό.

Έτσι άρχισα να ερευνώ την καρδιά μου σύμφωνα με την διδασκαλία του Συμεών του νέου θεολόγου. Με κλειστά τα μάτια μου προσήλωσα την σκέψι μου και την φαντασία μου επάνω εις την καρδιά μου. Προσπάθησα να την απεικονίσω και να ακούσω τα κτυπήματά της εις το αριστερό μέρος του στήθους μου. Άρχισα να το πράττω αυτό κάμποσες φορές την ημέρα, για μισή ώρα κάθε φορά, και στην αρχή δεν αισθάνθηκα παρά μόνον μιαν αίσθησι σκοταδιού. Όμως, σιγά-σιγά, για πολύ λίγο χρονικό διάστημα κάθε φορά, μπορούσα να απεικονίζω την καρδιά μου μέσ' στο μυαλό μου και να παρακολουθώ τις κινήσεις της. Με τη βοήθεια δε του ρυθμού της αναπνοής μου μπορούσα να ρυθμίζω την προσευχή του Χριστού όπως την διδάσκουν σχετικώς οι Πατέρες, Γρηγόριος ο Σιναΐτης και ο Κάλλιστος και ο Ιγνάτιος.

Όταν ανέπνεα, με την εισπνοή έλεγα: «Κύριε, Ιησού Χριστέ», και με την εκπνοή συμπλήρωνα λέγοντας εις την καρδιά μου μέσα: «ελέησόν με». Εις την αρχή αυτό διαρκούσε μιάν ώρα, έπειτα δυό ωρες, μετά όσο περισσότερον ημπορούσα, και εις τέλος όλη την ημέρα. Εάν συνέβαινε καμμιά δυσκολία, εάν με κατελάμβανε οκνηρία ή αμφιβολία, έσπευδα να ανοίξω την «Φιλοκαλία» και να διαβάσω τα μέρη αυτά που πραγματεύονται για την εργασία της καρδιάς, και έτσι ξανάβρισκα τον ζήλο και την θερμότητα για την «Προσευχή» αυτή.

Έπειτα από τρεις εβδομάδες αισθάνθηκα ένα πόνο εις την καρδιά μου κ' έπειτα μιά εξαιρετικά ευφροσύνη θερμότητα και παρηγοριά και ειρήνη. Αυτό μου έδωσε μεγάλη ενίσχυσι και με παρεκίνησε να αφιερωθώ όσο περισσότερον ημπορούσα στην φροντίδα μου να λέω την «Προσευχή» και συνέβη ώστε να αισθανθώ ύστερα απ' αυτό, σαν να είχα καταληφθή απ' αυτή, πράγμα που μούδινε άφατη χαρά. Από το σημείο αυτό άρχισα να έχω από καιρό σε καιρό διαφορετικά συναισθήματα εις την καρδιά και σκέψεις εις το μυαλό μου. Άλλοτε η καρδιά μου αισθανόταν σαν να εκόχλαζε από χαρά, τόσος ήταν ο φωτισμός, η ελευθερία και η παρηγοριά που εδρεύανε μέσα της. Άλλοτε αισθανόμουν μιά καυτερή αγάπη για τον Χριστό και για όλα τα πλάσματα του Θεού. Άλλοτε εβούρκωναν τα μάτια μου από δάκρυα ευγνωμοσύνης προς τον Θεό για το έλεος το πλούσιο που έδειξε σε μένα, έναν άθλιο αμαρτωλό. Άλλοτε η διάνοιά μου, που πολλές φορές πριν, είχεν αποδειχθή αδύνατη και ατελής, έπαιρνε τόσο φως, ώστε εγινόταν ικανή να κατανοήση και να περιεργασθή θέματα και ζητήματα, που μέχρι τότε δεν ήταν σε θέσι ούτε κάν να τα φαντασθή. Άλλοτε η αίσθησις της θερμής ευχαριστήσεως μέσ' στην καρδιά μου απλωνότανε και κατελάμβανε όλη μου την ύπαρξι και άλλοτε με κατελάμβανε βαθειά συγκίνησις από το γεγονός ότι μπορούσα να κατανοώ τί είναι η πανταχού παρουσία του Θεού. Άλλοτε, τέλος, με την επίκλησι του ονόματος του Ιησού Χριστού, σκεπαζόμουνα από ουράνια ευλογία και τοτε μπορούσα να καταλάβω την έννοια των λόγων «η Βασιλεία του Θεού εντός υμών εστιν».

Έχοντας όλα αυτά κι άλλα παρόμοια συναισθήματα, αντελήφθηκα ότι η «Προσευχή» φέρνει τους καρπούς της με τρεις τρόπους: με το Πνεύμα, με τα συναισθήματα και με τις αποκαλύψεις.

Εις την πρώτη περίπτωσι π.χ. καρπός της Προσευχής είναι: «η γλυκύτης της αγάπης του Θεού, η εσωτερική ειρήνη, η ήρεμη χαρά του νου, η καθαρότης της σκέψεως και η γλυκεία ανάμνησις του Θεού». Εις την δευτέρα περίπτωση καρπός είναι: «η ευχάριστη θερμότης της καρδιάς, η πληρότης της ευτυχίας που καταλαμβάνει και όλα τα μέλη του σώματος ακόμη, το κόχλασμα ευτυχίας εις την καρδιά, ο φωτισμός και το θάρρος, η βαθύτερη άγνωστη χαρά της ζωής και η δύναμις της υπομονής εις την λύπη και την αρρώστια». Εις την τρίτη, τέλος, περίπτωσι, αποτέλεσμα και καρπός της «Προσευχής» είναι: «η διάνοιξις του νου με φωτισμό, η κατανόησις των Αγίων Γραφών, η γνώσις της γλώσσης των διαφόρων δημιουργημάτων, η απόκτησις ελευθερίας μέσα από την ματαιότητα και τον θόρυβον, η γνώσις της χαράς της εσωτερικής ζωής, και τέλος, η βεβαιότης της προσεγγίσεως του Θεού προς εμάς και η γνώσις της αγάπης Του για όλους μας».

Έπειτα από πέντε μήνες ζωής με προσευχή και με ευτυχία σαν κι αυτή, συνήθισα τόσο πολύ την «Προσευχή του Χριστού», ώστε την είχα σύντροφό μου συνεχή και σταθερό. Εις το τέλος η «Προσευχή» ενεργούσε μόνη της μέσα στο μυαλό μου, χωρίς καθόλου προσπάθεια από μέρους μου και αυτό συνέβαινε όχι μόνον όταν ήμουν ξύπνιος αλλά και εις τον ύπνο μου ακόμη. Τίποτε δεν ημπορούσε να την διασπάση ούτε για ένα λεπτό της ώρας και καμμιά μου απασχόλησις δεν την έβλαπτε. Η ψυχή μου έστελνε συνεχώς ευχαριστίες προς τον Θεό και η καρδιά μου έλειωνε από ατέλειωτη ευτυχία.

Ήλθε όμως κι ο καιρός που το δάσος έπρεπε να υλοτομηθή. Οι εργάται άρχισαν να έρχωνται ομάδες -ομάδες κ' εγώ έπρεπε να εγκαταλείψω την ήσυχη αυτή διαμονή μου. Ευχαρίστησα τον φύλακα του δάσους, είπα μερικές προσευχές, φίλησα το μέρος της γης επάνω εις το οποίον ο Θεός κατεδέχθη να χαρίση σε μένα τον ανάξιο, το μέγα του έλεος, έβαλα εις την πλάτη μου το σακκίδιο με τα βιβλία κ' εξεκίνησα.

Για ένα πολύ μεγάλο διάστημα περιπλανιώμουνα σε διάφορα μέρη, μέχρις ότου έφθασα τέλος εις το Ιρκούτσκ. Η αυτοενεργούσα Προσευχή μέσ' στην καρδιά μου, μου ήταν σε όλο το δρόμο μου ανακούφισις και παρηγοριά. Ο,τιδήποτε και αν συναντούσα, η «Προσευχή» δεν εσταματούσε από του να με χαροποιή σε ανάλογο βαθμό, ανάλογα με τις διάφορες καταστάσεις. Όπου κι αν ήμουνα, ό,τι κι αν έκανα, η «Προσευχή» ούτε εμπόδιο ήταν σε τίποτε, ούτε από τίποτε εμποδιζόταν.

Την ώρα της εργασίας η «Προσευχή του Χριστού» προχωρεί μόνη της μέσ' στην καρδιά μου κ' η δουλειά τελειώνει γρηγορώτερα. Όταν διαβάζω ή παρακολουθώ ή ακούω κάτι με προσοχή, η «Προσευχή» καθόλου δεν με σταματά, και το ίδιο χρονικό διάστημα είμαι ενήμερος και των δύο, σαν να έχω δύο εαυτούς, σαν να έχω δύο ψυχές, σε ένα και το αυτό σώμα. Τί μυστήριο αλήθεια είναι ο άνθρωπος! Γι' αυτό ο καθένας με όλη την ψυχή του ας δοξολογή τον Θεό λέγοντας: «ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας».

Πολλά μου συνέβησαν εις τον δρόμον αυτό· πολλές και παράξενες περιπέτειες. Εάν δε άρχιζα να τις διηγούμαι όλες δεν θα μου έφθανε ούτε ένα ημερονύκτιο ολόκληρο.

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ, π.χ., εβάδιζα μόνος μου μέσα σ' ένα δάσος προς ένα χωριουδάκι που το έβλεπα ν' απέχη μόλις ενάμιση χιλιόμετρο εμπρός μου και που λογάριαζα να παραμείνω την νύκτα αυτή. Ξαφνικά ένας λύκος πρόβαλε μπροστά μου και έκανε να έλθη προς το μέρος μου. Είχα στα χέρια μου το μάλλινο κομποσχοίνι του γέροντα οδηγού μου, γιατί δεν το αποχωριζόμουν ποτέ κ' έκανα να κτυπήσω τον λύκο μ' αυτό. Μου έφυγε όμως το κομποσχοίνι από τα χέρια μου κ' ετυλίχθηκε εις του λύκου τον λαιμό. Το ζώον άρχισε να απομακρύνεται από μένα, αλλά όπως επήδησε πιό πέρα επάνω σ' ένα θαμνώδες αγκάθι, επιάστηκαν σ' αυτό τα πισινά του πόδια κι όπως εγύριζε να ελευθερωθή, έμπλεξε και το κομποσχοίνι σ' ένα πάσσαλο ξερού δένδρου έτσι, ώστε σε κάθε στροφή του ο λύκος τυλιγόταν και περισσότερο. Έκανα το σταυρό μου με πίστι κ' επροχώρησα να ελευθερώσω το αγρίμι, κυρίως γιατί φοβόμουνα μήπως εις την αγωνία του, κόβοντας το κομποσχοίνι το έσερνε μαζί του, και έτσι θα έχανα το πολύτιμο αυτό δώρο του Γέροντά μου. Εκράτησα κάπως το κομποσχοίνι κ' έτσι ελευθερώθηκε το κεφάλι του λύκου, που έφυγε χωρίς ν' αφήση ίχνη. Ευχαρίστησα τον Θεό, έχοντας εις το μυαλό μου τον ευλογημένο Πνευματικό οδηγό, κ' έφθασα ασφαλώς εις το χωριό, όπου εζήτησα κατάλυμμα για μιά νύχτα σ' ένα χάνι.

Εμπήκα μέσα. Δυό άνδρες εκεί, ο ένας γέρος και ο άλλος μεσόκοπος και καλοδεμένος, ήσαν καθισμένοι σε μιά γωνιά σ' ένα τραπέζι, πίνοντας τσάϊ. Δεν εφαίνονταν να είναι απλοί άνθρωποι κ' ερώτησα τον ιπποκόμο τους, ποιοί ήσαν. Έμαθα, λοιπόν, απ' αυτόν ότι ο γέρος ήταν δάσκαλος σ' ένα δημοτικό σχολείο και ο άλλος γραμματεύς επαρχιακού δικαστηρίου. Ήσαν και οι δυό άνθρωποι καλυτέρας τάξεως, επήγαιναν δε σ' ένα πανηγύρι καμμιά δεκαπενταριά χιλιόμετρα απ' εκεί. Αφού εκάθησα λίγο, παρεκάλεσα την οικοδέσποινα του καταφυγίου μου να μου δώση λίγη κλωστή και μιά βελόνα, εζύγωσα στο φως μιας λαμπάδας κ' εκάθησα να ράψω το κομποσχοίνι μου, που είχε ξυλωθή σ' ένα μέρος κ' ήταν έτοιμο να κοπή.

Ο γραμματεύς μ' εκοίταξε και μου είπε:
«Φαντάζομαι πόσο σκληρά θα προσευχήθηκες για να σπάση το κομποσχοίνι σου».
«Δεν το έσπασα εγώ», απήντησα, «ένας λύκος μου το έκανε έτσι».
«Ένας λύκος; Ώστε και οι λύκοι λένε προσευχές»; είπε πειρακτικά.
Τους είπα όσα συνέβησαν και πόσο πολύτιμο ήταν αυτό το κομποσχοίνι για μένα.

Ο γραμματεύς εγέλασε, λέγοντας πάλι: «Θαύματα πάντα συμβαίνουν σε σας τους φθηνούς αγίους. Σαν τι αγιότητα μπορεί να έχη ένα γεγονός σαν κι αυτό που μας είπες; Είναι απλούστατο. Ο λύκος εφοβήθηκε από αυτό που του πέταξες και έφυγε. Είναι γεγονός ότι οι λύκοι και οι σκύλοι τρομάζουν όταν τους πετάξη κανείς κάτι και το να μπλέκουνε σ' ένα θάμνο είναι κάτι το πολύ κοινό. Αυτά πολλές φορές συμβαίνουν. Πού το βλέπετε το θαύμα»;

Αλλά ο γέρος απήντησε ως εξής: «Μην πηδάς σε συμπεράσματα σαν κι αυτά, αγαπητέ μου. Σου διέφυγε η βαθύτερη έννοια του περιστατικού. Από μέρους μου, εγώ βλέπω εις την ιστορίαν του χωρικού αυτού το μυστήριον της φύσεως απ' τις δυο του μεριές, την αισθητή και την πνευματική».

«Πώς συμβαίνει αυτό»; ερώτησεν ο γραμματεύς.

«Λοιπόν, τα πράγματα έχουν πάνω - κάτω ως εξής: "Αν και δεν έχης πανεπιστημιακή μόρφωσι, έχεις βεβαίως όμως μάθει την ιερά ιστορία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, με το σύστημα των περιληπτικών ερωτήσεων και απαντήσεων, εις το σχολείο, θυμάσαι ότι τον προπάτορα Αδάμ, όταν ευρίσκετο ακόμη εις την κατάστασι της αγίας αθωότητος, όλα τα ζώα τον υπάκουαν, τον εζύγωναν με φόβο κι αυτός έδωσε εις το καθένα το όνομά του; Ο γέρος εις τον οποίον ανήκε το κομποσχοίνι αυτό, ήταν άγιος άνθρωπος. Λοιπόν, ποιά είναι η έννοια της αγιότητος; Για τον αμαρτωλό δεν είναι τίποτε άλλο παρά η επάνοδος, με την προσπάθεια και αυτοκυριαρχία, σε μιά κατάστασι αθωότητος και αναμαρτησίας που ζυγώνει την αγνότητα των πρωτοπλάστων. Όταν η ψυχή καθίσταται αγία, το σώμα επίσης γίνεται άγιο. Το κομποσχοίνι αυτό βρισκότανε, ποιος ξέρει για πόσα χρόνια, στα χέρια ενός ανθρώπου που καθημερινά αγίαζε τον εαυτό του. Η επαφή του μ' αυτό, το έκανε να πάρη από την άγια δύναμι της αγνότητος του πρώτου ανθρώπου, πριν από την αμαρτία! Αυτό είναι το μυστήριο της πνευματικής φύσεως! Όλα τα ζώα πάντοτε καταλαβαίνουν αυτήν την δύναμι, την οσφραίνονται κατά ένα τρόπο, επειδή είναι γνωστό, ότι εις ολα τα ζώα η οσφρησις είναι η σπουδαιότερα των αισθήσεων. Αυτό είναι το μυστήριον της φύσεως».

«Σεις οι μορφωμένοι διανοείσθε σχετικά με τη δύναμι και την σοφία, αλλά εμείς αντιλαμβανόμεθα τα πράγματα πολύ απλά. Αδειάζουμε μ' ευχαρίστησι ένα ποτήρι γεμάτο βότκα κι αυτό αποτελεί την ιδικήν μας τη δύναμι», είπε ο γραμματεύς κ' επροχώρησε για να πληρώση.

«Αυτά είναι για σένα μόνο», είπε ο δάσκαλος, «αλλά θέλω να σε παρακαλέσω, την γνώσι να την αφήσης για μας»...

Μου άρεσε ο τρόπος που μίλησε, τον εζύγωσα και του είπα: «Θα μπορούσα να σας απασχολήσω λίγο, λέγοντάς σας κάτι περισσότερο για τον Πνευματικό μου οδηγό»; Έτσι του διηγήθηκα για την εμφάνισή του εις τον ύπνο μου, την διδασκαλία που μου έκανε τότε και το σημάδι που εχάραξε με το καρβουνάκι εις την «Φιλοκαλία».

Με άκουγε με προσοχή σε όσα του έλεγα, αλλά ο γραμματεύς, που είχε πιο πέρα ξαπλώσει σε μιά πολυθρόνα, εμουρμούρισε:
«Είναι αλήθεια ότι το πολύ διάβασμα της Γραφής παίρνει τα μυαλά του ανθρώπου. Έτσι δεν είναι, όταν πιστεύης ότι ένα φάντασμα νεκρού ανθρώπου κάνει την νύκτα διάφορα σημάδια σ' ένα βιβλίο; Απλούστατα, άφησες το βιβλίο να πέση στο έδαφος, ενώ ήσουν μισοκοιμισμένος και όπως έπεσε, το κάρβουνο που ήτανε κάτω, έκανε τη γραμμή που λες εις το περιθώριο του βιβλίου. Αυτό είναι το θαύμα του βιβλίου σου. Απατεώνες! Έχω συναντήσει μέχρι τώρα πολλούς από σας».

Μουρμουρίζοντας όλα αυτά, ο γραμματεύς εγύρισε προς τον τοίχο για ν' αποκοιμηθή κ' εγώ ξαναγυρίζοντας προς τον διδάσκαλο, του είπα εάν θέλη να του δείξω το ίδιο το βιβλίο με τη γραμμή εις το περιθώριο.

«Κοίταξέ το με προσοχή», του είπα, βγάζοντάς το από το σακκίδιό μου, «είναι σημειωμένο προσεκτικά και όχι λερωμένο. Αυτό που με εκπλήσσει, εξακολούθησα, είναι το πώς ένα πνεύμα χωρίς σώμα μπορεί να πιάση ένα κάρβουνο και να γράψη μ' αυτό».

Ο δάσκαλος, εκοίταξε τη χαραγμένη γραμμή και είπε: «Αυτό επίσης είναι ένα πνευματικό μυστήριο και θα προσπαθήσω να σου το εξηγήσω. Όταν τα πνεύματα παρουσιάζωνται σ' ένα πρόσωπο, περιβεβλημένα με ανθρώπινο σώμα, το σώμα τους αυτό γίνεται αντιληπτό να μπαινοβγαίνη π.χ. κάπου και να κάνη ένα σωρό κινήσεις και πράξεις, όταν δε εξαφανίζεται, αποθέτει πάλι το υλικό στοιχείο, που είχε για λίγο χρόνο περιβληθή. Ακριβώς όπως η ατμόσφαιρα έχει τη δύναμι να συστέλλεται και να διαστέλλεται, έτσι και η ψυχή μέσα στο σώμα, μπορεί να πάρη ο,τιδήποτε σχήμα, μπορεί να πράξη οποιαδήποτε κίνησι, καθώς και να γράψη. Αλλά ποιό είναι αυτό το βιβλίο; Ας του ρίξω μιά ματιά».

Με το άνοιγμα έπεσε το μάτι του εις τους λόγους Συμεών του Νέου θεολόγου.
«Αυτό πρέπει να είναι θεολογικό έργο», είπε. «Είναι όλο ένα απάνθισμα», του εξήγησα. «Πραγματεύεται και για την εσωτερική προσευχή της καρδιάς, την νοερά, που γίνεται με την επίκλησι του ονόματος του Ιησού Χριστού, το περιεχόμενό του δε προέρχεται από συγγράμματα τριάντα Πατέρων της Εκκλησίας».

«Α! κ' εγώ ξεύρω κάτι γι' αυτή την εσωτερική προσευχή», απήντησε.

Τον ικέτευσα πραγματικά, να μου μιλήση γι' αυτή, και το έκανε, λέγοντας:
«Λοιπόν, η Καινή Διαθήκη, λέγει ότι ο άνθρωπος και όλη η Πλάσις είναι υποκείμενα εις την ματαιότητα όχι θεληματικά, και στενάζουν με την προσπάθεια και την επιθυμία να εισέλθουν εις την ελευθερία των τέκνων του Θεού. Ο μυστηριώδης αυτός αναστεναγμός της όλης δημιουργίας, η εσωτερική αυτή τάσις κάθε ψυχής προς τον Θεό, είναι ακριβώς αυτό που λέμε εσωτερική προσευχή, δεν είναι όμως ανάγκη να την διδαχθή κανείς, γιατί είναι φυσική εις τον κάθε ένα από μας».

«Μα τι πρέπει να κάνη κανείς, να την βρει την Προσευχή αυτή, να την αισθανθή, να την αναγνωρίση εις την θέλησί του μέσα, να την πάρη και να απολαύση την ευτυχία της και το φως της, για να φθάση έτσι εις την σωτηρία του»; ερώτησα.

«Δεν ηξεύρω αν το θέμα αυτό θίγεται εις τα θεολογικά βιβλία», απήντησε.

«Λοιπόν, εδώ το κάθε τι είναι απλοποιημένο», είπα, δείχνοντας το βιβλίο μου και πάλι.

Ο δάσκαλος εσημείωσε τον τίτλο του βιβλίου και είπε, πως θα αγόραζε απαραίτητα ένα από το Τομπόλσκ, για να το μελετήση. Μετά, εχωρίσαμε για να πάρη ο καθένας την πορεία του. Ευχαρίστησα τον Θεόν γι' αυτή την συνομιλία με το δάσκαλο, και παρεκάλεσα ο Θεός να ευδοκήση ώστε και ο γραμματεύς να καταλάβη την ανάγκη να διαβάση την «Φιλοκαλία», έστω και για μιά φορά, για να βρει με τη βοήθειά της την σωτηρία του.

Άλλη μια φορά, ήταν άνοιξις τότε, επέρασα από ένα χωριό όπου εφιλοξενήθηκα από τον παπά. Ήταν ένας εξαιρετικός άνθρωπος κ' εζούσε κατάμονος. Επέρασα τρεις ημέρες κοντά του. Με παρηκολούθησε το λιγοστό αυτό διάστημα και μου είπε: «Μείνε εδώ, και θα έχης και μιά μικρή πληρωμή. Έχω ανάγκη από έναν έμπιστον άνθρωπο. Όπως βλέπεις έχουμε αρχίσει να κτίζουμε μιά πετρόκτιστη εκκλησία κοντά εις την παλιά ξύλινη και είναι καιρός που γυρεύω να βρω έναν τίμιον άνθρωπο να επιβλέπη τους εργάτας και να μένη την ημέρα μέσ' στο μικρό εκκλησάκι, όπου βρίσκεται το κουτί των προσφορών για την ανέγερσι. Είναι ακριβώς ό,τι χρειάζεται για σένα και για τον τρόπο της ζωής σου. Θα είσαι μόνος στο παρεκκλησάκι και θα λες τις προσευχές σου. Υπάρχει εκεί παραπλεύρως ένα μικρό μοναχικό δωμάτιο για τον νεωκόρο. Σε παρακαλώ μείνε εκεί, τουλάχιστον μέχρις ότου τελειώσει η εκκλησία που κτίζουμε.

Αρνήθηκα για κάμποσο, αλλ' εις το τέλος υποτάχθηκα εις τις παρακλήσεις του καλού ιερέως και παρέμεινα εκεί, μέχρι το φθινόπωρο, εις το δωματιάκι που ήταν προωρισμένο για τον νεωκόρο. Εις την αρχή το βρήκα ήσυχο και κατάλληλο για προσευχή, αν και πολύς κόσμος εμπαινόβγαινε προ παντός τις εορτές· άλλοι για να προσευχηθούν, αλλά και μερικοί με τον σκοπό να κλέψουν χρήματα από τον δίσκο της ανοικοδομήσεως της εκκλησίας.

Εδιάβαζα την Αγία Γραφή και την «Φιλοκαλία» κάθε βράδυ, μερικοί δε βλέποντάς με, με παρεκάλεσαν να διαβάζω δυνατά για ν' ακούνε.

Έπειτα από καιρό, παρετήρησα ότι μια χωριατοπούλα ερχόταν συχνά εις το παρεκκλήσι και προσευχόταν πολλή ώρα. Παρακολουθώντας το ψιθύρισμά της, κατάλαβα ότι τα λόγια που έλεγε σαν προσευχόταν, ήσαν παράξενα και οι προσευχές της διαφορετικές από τις συνηθισμένες. Την ερώτησα πού τα έμαθε αυτά τα πράγματα και μου είπε ότι της τα εδίδαξε η μητέρα της, που ήταν εκκλησιαστική γυναίκα. Μου είπε ακόμη, ότι ο πατέρας της ανήκε σε μιαν αίρεσι, που δεν παραδεχόταν την ιερωσύνη.

Την ελυπήθηκα και αισθάνθηκα καθήκον μου να την συμβουλεύσω να λέγη τις προσευχές με τον ορθό τρόπο και σύμφωνα με την παράδοσι της ορθοδόξου Εκκλησίας μας. Έπειτα της εδίδαξα την πραγματική σειρά του «Πάτερ ημών» και των «Χαιρετισμών» της Θεοτόκου, και τελικά την παρώτρυνα να λέγη την Προσευχή του Ιησού Χριστού όσο πιο συχνά μπορούσε, επειδή αυτή φέρνει τον άνθρωπο κοντά στο Θεό περισσότερο από κάθε άλλη προσευχή. Η κοπέλλα εύκολα τα αφομοίωσε. Συνέβη δε ύστερα από λίγο χρονικό διάστημα να συνηθίση τόσο πολύ την «Προσευχή», ώστε, όπως η ίδια μου είπε, την αισθανόταν ότι την προσείλκυε συνεχώς, ότι την ευχαριστούσε να την λέγη όσο συχνότερα μπορούσε, και ότι αργότερα εγέμιζε από αγαλλίασι την καρδιά της, οπότε ξανάρχιζε να την επαναλαμβάνη ακούραστα και πάλι.

Εχάρηκα εξαιρετικά από όλα όσα άκουσα και την παρώτρυνα να προχωρήση περισσότερο εις την χρησιμοποίησι της «Προσευχής».

Το καλοκαίρι επλησίαζε και πάλι. Πολλοί επισκέπτες έρχονταν εις το παρεκκλήσι για να ιδούνε κ' εμένα, όχι μόνο για να τους διαβάσω και να πάρουν τη συμβουλή μου, αλλά και για να μου προξενούν ένα σωρό φασαρίες, ζητώντας τη βοήθειά μου για πράγματα που είχαν χάσει και για υποθέσεις στις οποίες είχαν αποτύχει.

Μερικοί απ' αυτούς ενόμιζαν πως ήμουν μάγος. Το κορίτσι για το οποίο εμίλησα πάρα πάνω, ήλθε μιά μέρα σε μιά κατάστασι μεγάλης λύπης και αμηχανίας, μη ξεύροντας τι να κάνη.

Ο πατέρας της ήθελε να την παντρέψη με έναν άνδρα της αιρέσεώς του και θα γινόταν ο γάμος χωρίς τις ευλογίες του ιερέως, με μόνη μια ιεροτελεστία που θα έκανε ένας χωρικός που ανηήκε εις την ίδια αίρεσι. «Πώς είναι δυνατόν ένας τέτοιος γάμος να είναι κανονικός και νόμιμος; Δεν θα είναι μιά παράνομη και αμαρτωλή συμβίωσι;» έλεγεν η χωριατοπούλα κλαίγοντας κι αποφασισμένη να φύγη από το σπίτι της με πρώτη ευκαιρία.

«Μα πού θα πας»; της είπα εγώ. «Θα σε βρούνε οπωσδήποτε, θα ψάξουν και πουθενά δεν θα μπορέσης να κρυφθής. Καλύτερα να προσευχηθής με θέρμη εις τον Θεό, να εμποδίση τον πατέρα σου από του να σε παντρέψη έτσι όπως θέλει, και να φυλάξη την ψυχή σου από την αίρεσι.
»Αυτό είναι το καλύτερο που έχεις να κάνης και όχι να φύγης απ' το σπίτι σου».

Έτσι με την πάροδο του χρόνου, όλος αυτός ο θόρυβος και η φασαρία άρχισαν να αυξάνουν περισσότερο από ό,τι μπορούσα να βαστάξω, τέλος δε με την πάροδο του καλοκαιριού απεφάσισα να φύγω και να εξακολουθήσω τις προσκυνηματικές πορείες μου όπως πρώτα. Συνωμίλησα με τον παπά γι' αυτές τις αποφάσεις μου, λέγοντας: «Πάτερ μου, σεις ξεύρετε τα σχέδιά μου. Πρέπει να έχω εξασφαλισμένο ένα ήσυχο μέρος για την προσευχή, εδώ δε, μ' όλο που υπάρχει μεγάλη ησυχία, επέρασα ένα ολόκληρο καλοκαίρι. Δώστε μου τώρα την άδεια να φύγω και την ευχή σας να εξακολουθήσω τα ταξείδια μου».

Ο ιερεύς ομως δεν ήθελε να μ' αφήση να φύγω, κ' εφρόντισε να με πείση λέγοντάς μου: «Τι σε εμποδίζει από την προσευχή σου; Δεν είσαι υποχρεωμένος να μιλάς σε κανένα, αν δεν θέλης συ ο ίδιος. Έχεις το καθημερινό σου φαγητό εδώ. Λέγε τις προσευχές μέρα-νύκτα όπως επιθυμείς και ζήσε όπως θέλεις με τα καθήκοντά σου με τον Θεό. Είσαι χρήσιμος εδώ. Μη συναναστρέφεσαι με κανένα που έχει όρεξι για φλυαρία. Η παρουσία σου είναι πολύ επωφελής για τον Ναό μας. Αυτή η υπηρεσία σου είναι πιό αξιόλογη εις τα μάτια του Θεού, παρά οι προσευχές σου. Γιατί επιθυμείς να είσαι συνεχώς μόνος σου; Η κοινή προσευχή είναι πιό ευχάριστη. Ο Θεός δεν έπλασε τον άνθρωπο για να σκέπτεται μόνο για τον εαυτό του, αλλά για να βοηθή ο ένας τον άλλον εις το μονοπάτι της σωτηρίας, ο κάθε ένας ανάλογα με την δύναμί του. Έτσι έκαμαν οι Πατέρες της Εκκλησίας. Επάλευαν μέρα-νύκτα, εφρόντιζαν για τις ανάγκες του ποιμνίου, εκήρυσσαν παντού και δεν παρέμεναν μόνοι σ' ένα μέρος, φροντίζοντας να κρυφθούν από τον κόσμο».

«Ο κάθε ένας έχει το δώρο του από τον Θεό» του απήντησα.

«Όπως υπήρξαν πολλοί ιεροκήρυκες πατέρες, έτσι υπήρξαν και πολλοί ερημίται. Ο κάθε ένας κάνει ό,τι μπορεί, και παρακολουθεί την ιδική του τη γραμμη, με την σκέψιν ότι ο ίδιος ο Θεός δείχνει και σ' αυτόν, όπως και εις τον καθένα, το δρόμο της σωτηρίας του. Πώς σου φαίνεται το γεγονός ότι πολλοί από τους αγίους παρητήθησαν από τις επισκοπές τους ή τις ενορίες τους, και άλλοι άφησαν το μοναστήρι για να πάνε εις την έρημο και να αποφύγουν την φασαρία που προέρχεται από το συγχρωτισμό με άλλους ανθρώπους; Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος π.χ. έφυγε από το ποίμνιό του, που εποίμαινε ως επίσκοπος, και ο άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης άφησε τη Μεγίστη Λαύρα, ακριβώς διότι σε τέτοιους ανθρώπους τα μέρη που εζούσαν και ειργάζοντο, ήσαν γεμάτα από πειρασμούς και επίστευαν όλοι αυτοί ειλικρινά εις τα λόγια του Κυρίου μας, "τι γάρ ωφελήσει άνθρωπον εάν κερδίση τον κόσμον όλον και ζημιωθή την ψυχήν αυτού;"

«Ναί, αλλά αυτοί ήσαν άγιοι», είπεν ο παπάς.

«Εάν, όμως», απήντησα, «αυτοί που ήσαν άγιοι έλαβαν μέτρα να προφυλαχθούν από τους κινδύνους της αναμίξεώς των με τους ανθρώπους, τι καλύτερο, σας παρακαλώ, ένας αδύνατος αμαρτωλός μπορεί να κάνει;

Έτσι εις το τέλος απεχαιρέτησα τον καλόν ιερέα κι αυτός με την καρδιά του με κατευώδωσε.