«Ειρηνευμένος με τις τελευταίες σκέψεις και αποφάσεις, άρχισα τον δρόμο με την Προσευχή. Είχε βρέξει δυο ολόκληρες ημέρες και ο δρόμος ήτο τόσο λασπωμένος ώστε με μεγάλη δυσκολία μπορούσα να περπατώ. Εβάδισα, λοιπόν, παραπλεύρως εις την στέππα, μιάν ολόκληρη απόστασι δεκαπέντε χιλιομέτρων. Δεν συνήντησα πουθενά ψυχή ζώσα. Επί τέλους βράδυ - βράδυ, συνήντησα ένα μοναχικό σπίτι, κτισμένο από το δεξιό μέρος του δρόμου. Εχάρηκα επειδή θα μπορούσα να παρακαλέσω να μείνω το βράδυ εκεί κι ως την άλλην ημέρα θα είχε ο Θεός, ίσως δε υποχωρούσε και η κακοκαιρία. Όπως εζύγωσα, είδα να κάθεται σ' ένα πεζούλι ένας γέρος μισομεθυσμένος, φορώντας ένα χονδρό στρατιωτικό μανδύα.
Τον εχαιρέτησα και του είπα:
"Ποιόν θα μπορούσα να παρακαλέσω να μου επιτρέψη να μείνω το βράδυ εδώ;
"Ποιος άλλος από εμένα θα μπορούσε να δώση την άδεια; εφώναξε δυνατά. Εγώ είμαι ο αφέντης εδώ. Αυτό εδώ είναι το ταχυδρομείο και εγώ είμαι ο υπεύθυνος".
"Θα μ' αφήσετε, λοιπόν, να περάσω την νύκτα στο σπίτι σας";
Έχεις ταξειδιωτική άδεια; δώσε μου ό,τι άλλο επίσημο χαρτί έχεις".
«Του έδωσα το διαβατήριό μου και ενώ το εκρατούσε μ' ερώτησε: "Πού είναι το διαβατήριο σου";
"Αυτό είναι που κρατείτε εις τα χέρια σας", του απήντησα.
Τότε, λοιπόν, έλα μέσα , μου είπε.
«Φόρεσε τα γυαλιά του, εδιάβασε το διαβατήριο απ' την αρχή μέχρι το τέλος και είπε:
"Εν τάξει είναι. Μείνε εδώ τη νύκτα. Εγώ είμαι καλός άνθρωπος, πιε μια βότκα".
"Δεν πίνω, δεν ήπια ποτέ μου", απήντησα.
"Καλά, τότε πιε ό,τι θέλεις. Πιε νερό σκέτο, δεν με νοιάζει. Πάντως κάθησε να δειπνήσουμε μαζί.
«Κάθησαν εις το τραπέζι, αυτός και η μαγείρισσά του, μια νέα γυναίκα, που είχε και αυτή πιη κάμποσο, με παρεκάλεσαν δε να καθήσω κ' εγώ. Ελογόφερναν σ' όλο το διάστημα του φαγητού, βριστήκανε αρκετά και στο τέλος πιαστήκανε στα χέρια. Ο άνδρας επήγε να κοιμηθή στο ανώγι, ενώ η μαγείρισσα άρχισε να πλένη τα πιάτα εξακολουθώντας το υβρεολόγιο. Εκάθησα σε μια καρέκλα κ' εσκεπτόμουν ότι θα περάση κάμποση ώρα μέχρις ότου τελειώση. Σε λίγο την ερώτησα πού θα κοιμηθώ, επειδή ήμουν πάρα πολύ κουρασμένος απ' την πεζοπορία. "Θα σου φτιάξω το κρεβάτι σου" μου απάντησε κ' έστρωσε πάνω σε δυό πάγκους κοντά εις το παράθυρο, μια κουβέρτα, δείχνοντάς μου επί πλέον κ' ένα μαξιλάρι. Εξάπλωσα και έκλεισα τα μάτια μου για να κοιμηθώ. Η μαγείρισσα απασχολήθηκε ακόμη για κάμποσο, έπειτα έσβησε τη φωτιά και έφυγε για να κοιμηθή.
»Δεν είχε περάσει, όμως, λίγη ώρα, όταν ξαφνικά, το παράθυρο δίπλα μου, η κορνίζα, τα τζάμια, τα εξώφυλλα έγιναν κομμάτια, ενώ συγχρόνως ένας τρομερός κρότος ετρύπησε τ' αυτιά μου. Όλο το σπίτι εφάνηκε πως έφυγε απ' τη θέσι του κ' ένα ξεφωνητό ακούστηκε. Όλα αυτά ετρόμαξαν την μαγείρισσα και καθώς εγύρισε πάλι εις το δωμάτιο για να ιδή τί συμβαίνει, παραπάτησε και έπεσε κάτω στο πάτωμα. Επετάχτηκα κ' εγώ τρομαγμένος, νομίζοντας ότι η γη είχε ανοίξει εμπρός εις τα πόδια μου. Μέσ' στον τρόμο μου, είδα δυο αμαξάδες να φέρνουν μέσα εις το δωμάτιο έναν άνδρα, του οποίου το κεφάλι δεν ξεχώριζε από τα αίματα. Αυτό μ' ετρόμαξε περισσότερο. Ο τραυματίας ήταν ταχυδρόμος του Τσάρου και είχε φθάσει εις τον σταθμόν αυτόν για ν' αλλάξη άλογα. Ο οδηγός δεν υπελόγισε καλά την στροφή και το ένα από τα τιμόνια εκτύπησε εις το παράθυρο, που ήταν γωνιακό, ενώ ο τροχός του αμαξιού υπεχώρησε σ' ένα χαντάκι που ήταν μπροστά και όλο το αμάξι έκανε ένα άσχημο αναποδογύρισμα. Ο αγγελιαφόρος του βασιλέως έπεσε έξω από το αμάξι κ' εκτύπησε πολύ το κεφάλι του σ' ένα στύλο. Ο τραυματίας παρεκάλεσε να του δέσουν το τραύμα, ήπιε ένα ποτήρι βότκα κ΄ εφώναξε:
"Άλογα"!
«Προχώρησα προς το μέρος του και του είπα:
"Δεν πρέπει, κύριε, με το τραύμα που έχετε να ταξειδεύσετε, νύχτα καιρό".
"Ένας πιστός του Τσάρου δεν έχει καιρό να αρρωστήση", απήντησε, για να φύγη σε λίγο, μόλις τον ετοίμασαν.
«Οι αμαξάδες εσήκωσαν την μαγείρισσα απ' το πάτωμα, που είχε μείνει αναίσθητη, και την έφεραν κοντά εις την σόμπα, λέγοντας: "Δεν έχει τίποτα, σε λίγο θα συνέλθη". Ο οικοδεσπότης ήπιε ένα ποτήρι βότκα κ' εξαναπήγε εις το κρεβάτι του. Έτσι έμεινα μόνος. Σε λίγο η γυναίκα συνήλθε, εσηκώθηκε, περπάτησε κάμποσο μέσα στο δωμάτιο και παραληρώντας εβγήκε έξω από το σπίτι. Ο φόβος που επήρα μου εφάνηκε ότι μου ενέκρωσε τις δυνάμεις μου και αφού άφησα τον εαυτό μου να προσευχηθή για λίγο, εκοιμήθηκα, ενώ η ώρα ήταν λίγο πριν από τα χαράματα.
«Το πρωί εξεκίνησα και μόλις επροχώρησα λιγάκι, άρχισα την Προσευχή με πίστι, με βεβαιότητα και με ευχαριστίες προς τον Πατέρα των πάντων, η ευλογία και η συγκατάνευσις του οποίου με είχαν σώσει από τόσους παλαιούς και προσφάτους κινδύνους.
«Έξη χρόνια αργότερα επερνούσα έξω από ένα γυναικείο μοναστήρι κ' εμπήκα μέσα εις την εκκλησία του για να προσευχηθώ. Η ηγουμένη, μια ευγενέστατη γυναίκα, με καλωσώρισε και με προσκάλεσε να πάρω τσάϊ μετά τη Λειτουργία. Όλως απρόοπτα μερικοί ξένοι εζήτησαν να την ιδούν, εβγήκε, λοιπόν, έξω, αφήνοντάς με με μερικές καλογριές, που περίμεναν να τελείωση το τσάϊ, για να της μιλήσουν για τις διάφορες δουλειές του μοναστηριού.
«Ερώτησα μιαν απ' αυτές, αυτήν ακριβώς που μας σερβίριζε το τσάϊ και που φαινόταν ψυχή με πολλή ταπείνωσι, πόσα χρόνια είχε στο μοναστήρι.
"Πέντε χρόνια", μου απήντησε.
"Είχε πάθει το μυαλό μου και με τη δύναμι του Θεού, ευρήκα εδώ τη γιατρειά μου. Μετά το θαύμα που συνέβη σε μένα κ' ευρήκα την υγεία μου, έλαβα το σχήμα και αφιερώθηκα εις τον Θεό με την φροντίδα της αγίας ηγουμένης".
"Πώς σου συνέβη να αρρωστήσης"; την εξαναρώτησα.
"Από φόβο, μου απήντησε. Εργαζόμουν σε ένα απομεμακρυσμένο ταχυδρομείο, και μια βραδυά ένα αμάξι έπεσε επάνω στο παράθυρό του και συνέτριψε τα πάντα. Τόσο πολύ ετρόμαξα ώστε δεν συνήλθα από τότε παρά ύστερα από ένα ολόκληρο χρόνο, όταν ο Θεός εφώτισε τους δικούς μου να με φέρουν σε τούτο εδώ το άγιο μοναστήρι".
«Όταν τα άκουσα αυτά, εχάρηκε εις τα βάθη της η ψυχή μου, που είδα, με τα μάτια μου τα ίδια πόσους τρόπους έχει ο Θεός για να ομιλή και να ξυπνά απ' τον λήθαργο της αμαρτίας, τις ψυχές των ανθρώπων.
«Είδα κ' ένα σωρό άλλα πράγματα κατά τις προσκυνηματικές μου πορείες, είπα εις τον εξομολογητή μου, αλλά δεν μας φθάνουν τρεις ολόκληρες ημέρες και νύχτες να σου τα εξιστορήσω όλα. Όμως απ' αυτά ένα γεγονός δεν ημπορώ να μη σου το διηγηθώ.
«Μιάν ολοκάθαρη καλοκαιρινή ημέρα, παρετήρησα ένα κοιμητήριο, κοντά στο δρόμο, που είχε κ' ένα σπιτάκι για τον ιερέα δίπλα στην εκκλησία. Αυτή την στιγμή εκτυπούσαν οι καμπάνες για την Λειτουργία κ' επροχώρησα προς τα εκεί για να πάω κ' εγώ. Ορισμένοι επίσης που κατοικούσαν εκεί γύρω, ήσαν εις τον δρόμο για το ίδιο εκκλησάκι, πολλοί δε απ' αυτούς αντί να μπούνε μέσα παρέμεναν έξω και εκάθονταν επάνω στο χορτάρι. Όπως με είδαν να βιάζωμαι για να μπω μέσα, μου είπαν: "Μη σπεύδης γιατί θα μείνης ορθός πολλήν ώρα μέχρις ότου αρχίση η Ακολουθία. Όλες οι Ακολουθίες εδώ αργούνε πάρα πολύ, επειδή η υγεία του παπά δεν είναι τόσο καλή και δεν ημπορεί να βιάζεται".
«Πραγματικά ο Όρθρος και η Λειτουργία εκράτησαν πάρα πολύ. Ο παπάς ήταν νέος άνθρωπος, μα πολύ ωχρός και αδύνατος. Ελειτούργησε εξαιρετικά αργά, αλλά με πολύ μεγάλη προσοχή και αφοσίωσι και προτού τελειώση, εκήρυξε ένα απλό αλλά όμορφο λόγο εποικοδομητικό, πώς να αυξανώμεθα εις του Θεού την αγάπη. Μου είπε να φάμε μαζί και να μείνω κοντά του. Κατά το διάστημα του γεύματος του είπα: "Πόσο αργά αλλά και με πόση κατάνυξι ελειτουργήσατε, πάτερ μου"!
"Μάλιστα, απήντησε, αλλά των ενοριτών μου δεν αρέσει αυτό και όλο μουρμουρίζουν. Τί να κάνω όμως, θέλω να εμβαθύνω και να χαίρωμαι την ομορφιά κάθε ευχής προτού την απαγγείλω. Χωρίς αυτή την εμβάθυνσι και τα ανάλογα συναισθήματα, κάθε λέξις που απαγγέλλεται είναι ανωφελής και γι' αυτόν που την λέγει και γι' αυτούς που την ακούν. Το κάθε τι πρέπει να συγκεντρώνεται εις την εσωτερική ζωή και την εσωτερική προσευχή. Αλλά είναι λίγοι αυτοί που καταλαβαίνουν αυτά τα μεγάλα ζητήματα κι αυτό συμβαίνει γιατί νεκρώνεται μέσα τους η τασι ς και η επιθυμία για πνευματικά".
"Όμως για να αποκτήση κανείς και να διατηρήση αυτήν την επιθυμία και την τάσι για τα πνευματικά και την κατανόησί τους, θα συναντήση ίσως, μεγάλες δυσκολίες", του είπα, για να κατορθώσω να μάθω περισσότερα.
"Δεν είναι δύσκολο καθόλου, μου απήντησε. Για να αποκτήση κανείς πνευματική φώτισι και να γίνη άνθρωπος της συγκεντρωμένης εσωτερικής ζωής, πρέπει να συνηθίση να παίρνη ένα κομμάτι, μισή ή μια σελίδα της Αγίας Γραφής και να συγκεντρώνεται εις αυτό μερικές ώρες για κάμποσες ημέρες με όλη του την δύναμι, έτσι δε ύστερα από μια τέτοιαν επανάληψι, θα πάρη φως και θα αποκτήση κατανόησι. Συγχρόνως πρέπει με τον ίδιο τρόπο να προσεύχεται, για να γίνη δε η προσευχή του καθαρή, αληθινή και ευχάριστη, πρέπει να αποτελήται από λίγες δυνατές και περιεκτικές λέξεις που θα τις εκλέξη ο άνθρωπος και θα τις επαναλαμβάνη συχνά για ένα μεγάλο διάστημα. Μετά απ' αυτά θα βρη ευφροσύνη πραγματική εις την Προσευχή".
»Η διδασκαλία αυτή του εφημερίου με ευχαρίστησε πάρα πολύ. Πόσο απλή και πρακτική ήταν, αλλά συγχρόνως και πόσο βαθειά και σοφή. Ευχαρίστησα τον Θεό με την σκέψι μου, που ευδόκησε να γνωρίσω ένα τέτοιον εκκλησιαστικό ποιμένα.
»Όταν το φαγητό ετελείωσε, μου είπε: "Εσύ να κοιμήσης λιγάκι τώρα, κ' εγώ θα διαβάσω την αυριανή περικοπή του Ευαγγελίου, για να ετοιμασθώ για το κήρυγμα".
«Εμπήκα, λοιπόν, εις την κουζίνα, όπου δεν υπήρχε κανείς, εκτός από μια πολύ γριά γυναίκα, που καθόταν σε μια γωνιά κ' έβηχε δυνατά. Εκάθησα μπροστά σε ένα μικρό παράθυρο, έβγαλα τη "Φιλοκαλία" από το σακκίδιό μου κι άρχισα να διαβάζω. Σε λίγο άκουσα πως η γριά εψιθύριζε αδιάκοπα την Προσευχή του Χριστού. Αυτό με ευχαρίστησε και με εξέπληξε συγχρόνως κ' έτσι της είπα: "Τί όμορφο πράγμα είναι να προφέρη κανείς συνεχώς το άγιο όνομα του Κυρίου σε διαρκή προσευχή! Δεν είναι αυτό μια απ' τις πιο θρησκευτικές και τις πιο γλυκειές χριστιανικές πράξεις";
"Μάλιστα! απήντησε. Το "Κύριε ελέησον" είναι το μόνο πράγμα εις το οποίον μπορώ να ακουμπήσω και να αναπαύσω τα γεράματά μου".
"Την έχεις από πολύ καιρό συνηθίσει αυτού του είδους την προσευχή";
"Αφ' ότου ακόμη ήμουν νέα, γιατί η προσευχή αυτή με έσωσε από την καταστροφή και τον θάνατο".
Πώς; Σε παρακαλώ, πες μου, για του Θεού την δόξα και για της ίδιας της Προσευχής τη χάρι".
«Έβαλα την "Φιλοκαλία" μέσ' στο σακκίδιό μου παλι κ επλησίασα κοντά της ν' ακούσω, ενώ αυτή άρχιζε την ιστορία της:
"Ήμουν ένα νέο κι όμορφο κορίτσι. Οι γονείς μου με είχαν αρραβωνιάσει με ένα νέο. Την παραμονή του γάμου, εντελώς ξαφνικά, ο αρραβωνιαστικός μου, σε επίσκεψί του εις το σπίτι μας, έπαθε μια ζάλη, έπεσε κάτω και ξεψύχησε αυτοστιγμεί, χωρίς να βγάλη μιλιά.
"Το ξαφνικό αυτό και τρομερό ατύχημα με εφόβισε και με συνέτριψε τόσο πολύ, ώστε απεφάσισα να μην πανδρευθώ πια. Εις την απόφασί μου αυτή έμεινα σταθερή. Όταν δε πέρασε η επιρροή του γεγονότος, και ηρέμησαν τα συναισθήματά μου, εσκέφθηκα τελικά να αφιερωθώ σε προσκυνηματικές πορείες, αλλά με ταλαιπωρούσε ο φόβος ότι δεν θα το κατώρθωνα ποτέ, επειδή ήμουν γυναίκα και θα ήταν πολύ δύσκολο να ταξειδεύω μόνη μου. Μια ηλικιωμένη γυναίκα όμως μ' εδίδαξε την Προσευχή του Κυρίου και μου είπε, ότι αυτή θα γίνη η βακτηρία μου και η ασπίς μου εις τους τυχόν κινδύνους που θα μου παρουσιασθούν ώστε όλους να τους υπερνικήσω και κανείς να μη με βλάψη. Προσκύνησα και εις τα πιο απόμερα μέρη της Ρωσίας και Σιβηρίας, τίποτα δε ποτέ δεν μου συνέβη. Οι γονείς μου όσο εζούσαν μου έδιναν πάντοτε χρήματα για τα ταξείδια. Τώρα που εγέρασα εκλονίστηκε και η υγεία μου, αλλ' ο παπάς εδώ μου παρέχει τροφή και στέγη".
»Έμεινα συντετριμμένος από εκείνα που άκουσα, επειδή σ' αυτά είδα ένα τόσο ζωντανό παράδειγμα για την εκδήλωσι του Ελέους, της Προνοίας, και της Χάριτος του Θεού. Εζήτησα την ευλογία του σεμνού ιερέως και ξανάρχισα τον δρόμο μου.
«Έπειτα πάλι, ενώ εβάδιζα εις την περιοχή αυτήν εδώ, της διοικήσεως του Καζάν, είχα την ευκαιρία να μάθω επί πλέον, πως η δύναμις της προσευχής του Ονόματος του Χριστού φανερώνεται καθαρά και ισχυρά και σ' αυτούς ακόμη που την χρησιμοποιούν, μόνον επαναλαμβάνοντάς την συχνά και πώς φέρνει τους ευλογημένους καρπούς της γρήγορα και με τρόπον ασφαλή.
«Συνέβη, λοιπόν, να μείνω μια νύχτα σ' ένα Ταταρικό χωριό. Τη στιγμή κατά την οποία έφθασα κ' έμπαινα μέσα, είδα ένα ρωσικό αμάξι και τον αμαξά, έξω από το παράθυρο μιας από τις καλύβες. Τα άλογα έβοσκαν εκεί γύρω.
«Ευχαριστήθηκα, επειδή παρ' ότι το χωριό ήταν μουσουλμανικό, θα έμενα τη νύκτα με τους περαστικούς αυτούς χριστιανούς.
«Επλησίασα και ερώτησα πού επήγαιναν. Έμαθα δε ότι εταξείδευαν από το Καζάν προς την Κριμαία.
«Όταν εμιλούσα με τον αμαξά, ο κάτοχος του αμαξιού έσυρε τις κουρτίνες, μ' εκοίταξε μέσα απ' το αμάξι και είπε: "Θα μείνω κ εγώ την νύκτα εδώ, μα δεν ετόλμησα να μπω σε καμμιά από αυτές τις ταταρικές καλύβες γιατί είναι απαίσιες. Θα κοιμηθώ, λοιπόν, μέσ' στο αμάξι". Έπειτα εβγήκε έξω κ εκάναμε μια βόλτα, κουβεντιάζοντας κάτω απ' την εξαιρετική αστροφεγγιά. Μου έκανε ένα σωρό ερωτήσεις, αλλά μου είπε και για τον εαυτό του τα ακόλουθα: "Μέχρι τα εξήντα πέντε μου χρόνια ήμουν πλοίαρχος εις το ναυτικό άλλ' όπως προχωρούσε η ηλικία μου, με κατέλαβε μια δυνατή ισχυαλγία αθεράπευτη. Για τον λόγον αυτό, απεχώρησα από την υπηρεσία κ' εζούσα σε μιαν αγρέπαυλη της συζύγου μου εις την Κριμαία.
"Η γυναίκα μου, όμως, δυστυχώς, ήταν πολύ ιδιότροπη και φοβερή χαρτοπαίκτις. Με παράτησε, λοιπόν, μόνο μου και άρρωστο, επήρε όλα τα υπάρχοντα του σπιτιού και το υπηρετικό προσωπικό κ' επήγε να μείνη εις το Καζάν με την κόρη της, που ήταν πανδρεμένη μ' ένα δημόσιον υπάλληλο.
Το μόνο που μου άφησε ήταν ένας υπηρέτης, βαπτιστικός μου, οκτώ ετών παιδάκι. Έμεινα τρία ολόκληρα χρόνια εις την κατάστασιν αυτήν. Το παιδάκι που ήταν κοντά μου ήταν έξυπνο και εργατικό, με περιποιείτο, μου μαγείρευε, άναβε τη σόμπα και μου έφτιαχνε το σαμοβάρι. Αλλά συγχρόνως ήταν πολύ ζωηρό και έκανε ένα σωρό ζημιές, εκτυπούσε απρόσεκτα τις πόρτες, εφώναζε και με ενωχλούσε υπερβολικά. Όπως ήμουν άρρωστος, ταλαιπωρημένος και απογοητευμένος, άρχισα να διαβάζω συνεχώς, έπεσε δε εις τα χέρια μου, ευτυχώς, ένα θαυμάσιο βιβλίο για την Προσευχή του Ιησού, γραμμένο από τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά. Το εδιάβαζα συνεχώς και επανειλημμένως και συνήθισα αρκετά την Προσευχή, αλλ' ο βαπτιστικός μου με τη φασαρία του, μου διασπούσε την προσοχή συνεχώς και ούτε συμβουλές ούτε τιμωρίες ημπορούσαν να έχουν καμμιά επίδρασι επάνω του. Τέλος εφήρμοσα την ακόλουθη μέθοδο: Τον έβαλα να κάθεται σ' ένα κάθισμα δίπλα μου και τον υπεχρέωνα να απαγγέλλη την Επίκλησι του Ιησού Χριστού, χωρίς καθόλου να σταματά.
"Εις την αρχή αντέδρασε πάρα πολύ, όπως ήταν φυσικό, και έκανε ό,τι επερνούσε απ' το χέρι του για να την αποφύγη. Εγώ όμως επήρα μια βέργα και τον εφοβέριζα να υπακούση και να υποταχθή. Έτσι έλεγε την επίκλησι χωρίς την θέλησί του, ενώ εγώ ή έλεγα το ίδιο μαζί του, ή εδιάβαζα από το βιβλίο του αγίου Γρηγορίου. Μόλις το παιδί εσταματούσε, του έδειχνα το ξύλο που εκρατούσα κ' έτσι εφοβόταν κ' εξακολουθούσε.
"Με αυτόν τον τρόπο, εγλύτωσα από τις φασαρίες του και εβασίλευσε η ησυχία εις το σπίτι μου.
"Έπειτα από κάμποσο χρονικό διάστημα αντελήφθηκα ότι η απειλή της βέργας ήταν περιττή, επειδή το παιδί υπήκουε πρόθυμα πια σε ό,τι του έλεγα, παρετήρησα δε ακόμη ότι ο χαρακτήρ του είχε μεταβληθή, είχε παύσει να είναι ενοχλητικό, ήτο ήρεμο και γλυκύ και έκανε τις δουλειές εις το σπίτι καλύτερα από κάθε άλλη φορά. Άρχισα, λοιπόν, με ευχαρίστησι να του αφίνω περισσότερη ελευθερία.
"Ποιο δε νομίζεις ότι ήταν το αποτέλεσμα; Άκουσε, λοιπόν! Συνήθισε τόσο πολύ την Προσευχή του Ιησού, ώστε την έλεγε συνεχώς όλη μέρα, χωρίς πια κανείς να του την απιβάλη. Όταν τον ερώτησα σχετικώς με αυτό, μου είπεν ότι, καταλαβαίνει μέσα του μιαν ακατανίκητη ώθησι και επιθυμία να την λέγη ακατάπαυστα".
"Και τι αισθάνεσαι όταν λέγης την προσευχή"; τον ξαναρώτησα.
"Τίποτε, μου απήντησε, καταλαβαίνω μόνον ότι είναι καλό να την λέγω".
Τι εννοείς όταν λες ότι είναι καλό να την λέγης;
"Δεν ηξεύρω, δεν ημπορώ να το εξηγήσω ακριβώς".
Εννοείς ότι σε κάνει να αισθάνεσαι χαρά;
"Ναι, χαρά, πολλή χαρά! απήντησε.
"Ήταν δώδεκα ετών όταν εκηρύχθηκε ο Κριμαϊκός πόλεμος και εγώ μετεφέρθηκα από την Κριμαία εις το Καζάν. Τον επήρα μαζί μου. Έμεινε με τους άλλους υπηρέτας εις την κουζίνα, αλλά πολύ τον εστενοχωρούσαν οι φασαρίες τους.
"Ήλθε και μου παρεπονέθη, ότι οι άλλοι με τα παιγνίδια τους και τις κοροϊδίες, τον εμπόδιζαν από την Προσευχή. Τέλος ύστερα από τρεις μήνες ήλθε και μου είπε:
"Θα φύγω για τον τόπο μου, γιατί υποφέρω πάρα πολύ από την φασαρία".
"Και πώς θα ταξειδεύσης μόνος σου μια τόση μεγάλην απόστασι; του είπα. Περίμενε και θα σε πάρω μαζί μου όταν θα πάγω κ' εγώ".
"Την άλλην ημέρα ο βαπτιστικός μου αυτός εξαφανίσθηκε.
"Εφάγαμε τον τόπο να ψάχνουμε, αλλά ο μικρός πουθενά δεν ευρέθη.
Τέλος έλαβα ένα γράμμα από την Κριμαία, από τους ανθρώπους μας που εργάζονταν εις τα κτήματά μας εκεί, που μου ανήγγειλαν ότι το παιδί ευρέθη πεθαμένο μέσα εις το ακατοίκητο σπίτι, την Δευτέρα της Λαμπρής, 4 Απριλίου.
Ήτο ξαπλωμένο εις το δάπεδο του δωματίου μου με τα χέρια σταυρωμένα εις το στήθος του. 'Εφορούσε το ίδιο ελαφρό σακκάκι του, όπως και στο σπίτι όταν έκανε τις διάφορες δουλειές. Έτσι όπως το βρήκαν, το έβαψαν με συγκίνησι εις τον κήπο.
"Όταν έλαβα αυτά τα νέα, επήγα πραγματικά να χάσω το μυαλό μου. Πώς εφθασε ο μικρός τόσο σύντομα από τα Ουράλια στην Κριμαία; Τον εχάσαμε εις τις 26 Φεβρουαρίου και ευρέθηκε νεκρός εις τις 4 Απριλίου. Μόνον ένας ταξειδιώτης, με του Θεού τη βοήθεια και με καλά άλογα, θα μπορούσε να καλύψη σε ένα μήνα την απόστασιν αυτή, που είναι τρεις χιλιάδες διακόσια χιλιόμετρα, βαδίζοντας εκατό χιλιόμετρα περίπου την ημέρα! Χωρίς ρούχα, χωρίς χρήματα, χωρίς ταξειδιωτική άδεια! Εάν υποθέσουμε ότι κάποιος ταξειδιώτης τον επήρε εις το αμάξι του, και πάλι μια τέτοια ευκαιρία δεν ημπορεί παρά να οφείλεται εις του Θεού την επέμβασι και τη χάρι. Ο βαπτιστικός μου αυτός απέλαυσε τους καρπούς της Προσευχής, συνεπλήρωσε ο κύριος αυτός και προσέθεσε, εγώ όμως πεπειραμένος και γέρος άνθρωπος δεν έφθασα ακόμη εις το ύψος που έφθασεν εκείνος".
»Έπειτα από λίγο του είπα: "Το βιβλίο του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά που μου ανεφέρατε προηγουμένως ότι το εδιαβάσατε, είναι σπουδαίο. Το γνωρίζω κ' εγώ, αλλά πραγματεύεται μόνο για την προφορική Προσευχή του Χριστού. Πρέπει όμως να διαβάσετε την "Φιλοκαλία". Εκεί δε θα βρήτε τα πάντα, για να μελετήσετε πώς να αποκτήσετε την πνευματική Προσευχή του Ιησού Χριστού εις το μυαλό και την καρδιά και θα διδαχθήτε ακόμη πώς να γευθήτε του γλυκού καρπού της". Του έδειξα συγχρόνως και το ίδιο το βιβλίο της "Φιλοκαλίας". Ευχαριστήθηκε από την συμβουλή μου και υπεσχέθη ότι θα αγοράση και αυτός ένα αντίτυπό της, ενώ εγώ αναλογιζόμουν μέσ' στο μυαλό μου τους τρόπους με τους οποίους η δύναμις του Θεού εκδηλώνεται διά μέσου της Προσευχής αυτής: Πόση σοφία και διδαχή υπήρχε εις την ιστορία που μόλις είχα ακούσει! Η ράβδος έκανε ώστε να διδαχθή η Προσευχή εις το παιδί, ενώ έπειτα απετέλεσε παρηγοριά και βοήθεια εις αυτό.
Δεν είναι, λοιπόν, οι θλίψεις μας και οι δοκιμασίες που συναντούμε στο δρόμο της Προσευχής όπως η ράβδος, εις του Θεού τα χέρια; Προς τι, λοιπόν, να τρομάζουμε και να ενοχλούμεθα όταν ο ουράνιος Πατέρας μας, από απέραντη αγάπη επιτρέπει διάφορες θλίψεις, αφού εκείνες μας παροτρύνουν εις το καλό και εις την προθυμία να μάθουμε τον τρόπο πώς να προσευχώμεθα, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα ανέκφραστη παρηγοριά για τον καθένα μας";
Όταν ετελείωσα, λέγοντας όλα αυτά εις τον εξομολόγο μου, πρόσθεσα: «Συγχώρησέ με, πάτερ μου, εφλυάρησα πάρα πολύ, και οι άγιοι Πατέρες ονομάζουν φλυαρία και την πνευματική συνομιλία ακόμη, όταν εκείνη διαρκή πάρα πολύ. Είναι πιά καιρός να πάγω για να συναντήσω το συνταξειδιώτη μου, να φύγουμε για την Ιερουσαλήμ. Εύχου για μένα τον άθλιον αμαρτωλό, ο Θεός με το έλεός του, να ευλογήση το ταξείδι μου»!
«Με όλη μου την καρδιά το εύχομαι αυτό, αδελφέ μου, απήντησε. Είθε η χάρις του Θεού, που αγαπά τα πάντα, να φωτίση τον δρόμο σου, και να σε συνοδεύση σ' όλο το διάστημα του μακρυνού σου ταξειδιού, όπως ο άγγελος Ραφαήλ συνώδευσε τον Τωβία».
--------------------------------------------------------------πηγή: Ανωνύμου, "Οι Περιπέτειες ενός προσκυνητού", μεταφρ. Μητροπολίτου Κορίνθου Παντελεήμονος Καρανικόλα, εκδ. Παπαδημητρίου, 1998, σελίδες 124-137.
πηγή: ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ