ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ
Α'
Ο πνευματικός:
Ένας ολόκληρος χρόνος είχε περάσει αφ' ότου για τελευταία φορά είχα ιδή τον Προσκυνητή, όταν ένα κτύπημα εις την πόρτα και μια συμπαθής γνωστή φωνή ανήγγειλε τον ερχομό του αδελφού αυτού του αφιερωμένου εις τον Θεό τον οποίον καλωσώρισα με την καρδιά μου, λέγοντας:
«Έλα μέσα, αγαπημένε μου αδελφέ, έλα να ευχαριστήσουμε μαζί τον Θεό που ευλόγησε το ταξείδι και την επάνοδό σου».
Ο προσκυνητής:
Ευλογημένο να είναι το όνομα του Πανάγαθου Θεού, για την αφθονία των αγαθών, που σύμφωνα με την αγία Του βουλή παρέχει σε μας τους προσκυνητάς και ξένους σε ξένα μέρη.
Να με πάλιν. Ο αμαρτωλός που έφυγα τον περασμένο χρόνο. Με την βοήθεια του Θεού και το έλεός του, ξαναήλθα για να ευχαριστηθώ με το θερμό σου καλωσόρισμα.
Ασφαλώς θα περιμένης να μάθης πολλά απ' την Αγία πόλι του Θεού, την Ιερουσαλήμ εις την οποία με τόση θέρμην επιθυμούσα να πάγω για να προσκυνήσω. Αλλά οι επιθυμίες του ανθρώπου δεν εκπληρώνονται όλες όπως αυτός θέλει, αυτό δε συνέβη και μ' εμένα. Όμως δεν εκπλήττομαι γι' αυτό, γιατί πώς ημπορώ, εγώ ένας ταλαίπωρος αμαρτωλός, να φαντασθώ τον εαυτόν μου άξιο να πατήσω εις τα άγια χώματα, τα οποία άγιασαν τα πανάχραντα του Χριστού μας πόδια;
Θυμάσαι, πάτερ μου, ότι σε άφησα πέρυσι, έχοντας ένα κουφό γέρο σύντροφό μου και ένα γράμμα ενός εμπόρου από το Ιρκούτσκ προς τον γυιό του εις την Οδησσό, που τον παρακαλούσε να με στείλη εις την Ιερουσαλήμ;
Εφθάσαμε τότε εις την Οδησσό πολύ καλά και εγκαίρως. Ο σύντροφός μου έβγαλε αμέσως το εισιτήριο μ' ένα πλοίο για την Κωνσταντινούπολι και ανεχώρησεν. Εγώ άρχισα την έρευνα να βρω την διεύθυνσι του σπιτιού του γυιου του εμπόρου. Δεν άργησα, αλήθεια, να την εύρω, αλλά προς μεγάλην μου έκπληξι και θλίψιν, επληροφορήθηκα ότι αυτός που εζητούσα δεν υπήρχε πια, γιατί είχε πεθάνει ξαφνικά πριν είκοσι μέρες. Το γεγονός αυτό με έφερε σε αμηχανία, αλλά η ελπίδα προς τον Θεό δεν με εγκατέλειψε.
Όλοι του σπιτιού εθρηνούσαν και η χήρα με τρία παιδιά, ήταν τόσο πολύ θλιμμένη και απογοητευμένη, ώστε έκλαιγε νύκτα - μέρα και κάθε τόσο ελιποθυμούσε από την λύπη την πολλή. Πολλοί έλεγαν ότι δεν θα ζήση απ' τον μεγάλο της πόνο.
Την παρηγόρησα όσον ημπορούσα, αλλ' όπως ήταν φυσικό, μετά τον θάνατο του ανδρός της, δεν ήτο δυνατόν να με στείλη εις τα Ιεροσόλυμα.
Με παρεκάλεσε να μείνω σπίτι της μέχρις ότου πάη ο πεθερός της από το Ιρκούτσκ εις την Οδησσό, για να τακτοποιήση τις υποθέσεις της ορφανεμένης οικογενείας. Συμφώνησα και έμεινα.
Επέρασεν μια εβδομάδα, ένας μήνας, δύο, αλλ' αντί να έλθη αυτός που περιμέναμε, έγραψεν ότι οι δουλειές δεν του επέτρεπαν ν' αφήση το Ιρκούτσκ και να πάη στην Οδησσό, συνεβούλευε δε την χήρα να πληρώση ό,τι εχρωστούσε εις τους υπαλλήλους και να αναχωρήση αμέσως με τα παιδιά για το Ιρκούτσκ.
Άρχισεν όμως ύστερα απ' αυτό, αρκετή φασαρία εις το σπίτι για την τακτοποίησι τόσων ζητημάτων κ' εγώ αντελήφθηκα ότι έπρεπε να φύγω, πράγμα που έκανα, αφού εξέφρασα τις πολλές ευχαριστίες μου για την φιλοξενία που ευγενικά μου είχε παρασχεθή.
Ξανάρχισα, λοιπόν, και πάλι τις περιοδείες μου μέσα εις την Ρωσία. Εσκέφθηκα και ξανασκέφθηκα. Πού να πάω τώρα; Τέλος απεφάσισα να αναχωρήσω για το Κίεβο που είχα χρόνια να το επισκεφθώ.
Ανεχώρησα, λοιπόν. Φυσικά εις την αρχή εστενοχωρήθηκα διότι δεν κατώρθωσα να πραγματοποιήσω το ιερό προσκύνημά μου εις τους Αγίους Τόπους, αλλ' εσκέφθηκα έπειτα, ότι η θεία Πρόνοια θα είχε κάποιο σκοπό που δεν μου επέτρεψε να πάγω κ' έτσι ηρέμησα με την ελπίδα ότι ο Θεός που αγαπά όλους τους ανθρώπους, θα μ' εβοηθούσεν εις το μέλλον και δεν θα με εγκατέλειπε χωρίς να μου δώση κάποιαν ευκαιρία καταρτισμού και πνευματικής ωφελείας, έπειτα από ένα τόσο μεγάλο ταξείδι που είχα κάνει μέσα εις την Ρωσία.
Είχα αλήθεια συναντήσει εις το διάστημα αυτό τόσους ανθρώπους που με εδίδαξαν και με εφώτισαν για τόσα πράγματα και ζητήματα τα οποία με εβοήθησαν εις την σωτηρία της ψυχής μου. Εάν δεν είχα κάνει το μακρύ αυτό ταξείδι δεν θα είχα γνωρίσει τόσους ανθρώπους για να πάρω τόση μεγάλη ψυχικήν ωφέλεια.
Έτσι περπάτησα μιαν ολόκληρην ημέρα λέγοντας την προσευχή του Ιησού και το βράδυ όταν εσταμάτησα για να διανυκτερεύσω, εδιάβασα την «Φιλοκαλία» για να στηρίξω την ψυχή και να την παρακινήσω για την νίκη εις τον αγώνα της, εναντίον των αοράτων εχθρών της σωτηρίας της.
Εις τον δρόμο μου, σαράντα περίπου χιλιόμετρα απ' την Οδησσό, είδα το εξής περίεργο. Συνήντησα μια σειρά από τριάντα περίπου αμάξια φορτωμένα με εμπορεύματα. Παρεκάλεσα και μ' επήραν μαζί τους. Ο οδηγός του πρώτου, απ' όλα, αμαξιού, περπατούσε δίπλα εις το άλογό του, ενώ οι άλλοι άνδρες εβάδιζαν λίγο πιό κάτω, όλοι μαζί, αποτελώντας μια μεγάλην ομάδα. Όπως προχωρούσαν έφθασαν κοντά σε μια μεγάλη δεξαμενή που την διαπερνούσε ένα ρεύμα μέσα εις το οποίο, την εποχή αυτή της ανοίξεως, εκυλούσαν με θόρυβο, μαζί με το νερό, κομμάτια πάγου, που στοιβάζονταν εις τις άκρες της δεξαμενής.
Ξαφνικά ο οδηγός του πρώτου αμαξιού, ένας νέος άνθρωπος, εσταμάτησε το άλογό του, μαζί δε με αυτό εσταμάτησαν αναγκαστικά, και όλη η υπόλοιπη σειρά των αμαξιών. Οι άλλοι αμαξηλάται έτρεξαν προς το μέρος του πρώτου, όπου έκπληκτοι τον είδαν ότι είχε αρχίσει να βγάζη τα ρούχα του. Τον ερώτησαν γιατί ξεντύνεται και αυτός απήντησεν ότι ήθελε να πάρη ένα λουτρό εις την δεξαμενή.
Μερικοί απ' τους αμαξάδες άρχισαν να γελούν, άλλοι τον εκορόϊδευαν αποκαλώντας τον τρελλό και ο αδελφός του ο μεγαλύτερος προσπάθησε να τον σταματήση εμποδίζοντάς τον με σπρωξιές. Αυτός όμως αντιστάθηκε, μη θέλοντας με κανένα τρόπο να υπακούση εις τις προτροπές να μη κάνη το λουτρό που εσκεπτόταν. Κάμποσοι από τους νεωτέρους της παρέας άρχισαν να βγάζουν νερό απ' την δεξαμενή με τους γκουβάδες που επότιζαν τα άλογα και για αστείο το πετούσαν εις τον νέο που ήθελε να κάνη το λουτρό, λέγοντας: «Θέλεις λουτρό; Λοιπόν, εμείς θα σου κάνουμε ένα». Όπως, όμως, τον έβρεξε το νερό εφώναξε δυνατά: «Α! είναι εξαιρετικό»! κ' εκάθησε κάτω εις το έδαφος. Οι άλλοι εξηκολούθησαν ρίχνοντας το νερό, αλλ΄ ο νέος όπως ήταν καθισμένος, σιγά - σιγά ξαπλώθηκε κάτω και προς μεγάλην έκπληξιν όλων εξεψύχησεν εμπρός εις τα μάτια μας. Όλοι ετρομοκρατήθηκαν απ' το γεγονός αυτό και εσάστισαν συγχρόνως, μη μπορώντας να καταλάβουν καλά - καλά τι είχε συμβή.
Οι μεγαλύτεροι εμαζεύτηκαν γύρω απ' τον νεκρό λέγοντας ότι πρέπει να ειδοποιηθούν οι αρχές, ενώ οι άλλοι συζητούσαν ότι αυτή ήταν η μοίρα του νεαρού νεκρού και φυσικά ό,τι έγινε έτσι έπρεπε να γίνη.
Έμεινα και εγώ εκεί μαζί τους μιάν ώρα περίπου και έπειτα εξηκολούθησα τον δρόμο μου. Δυόμιση χιλιόμετρα απ' εκεί, ενώ περπατούσα, είδα ένα χωριό παραπλεύρως εις τον αμαξωτό δρόμο και όπως επλησίασα συνήντησα ένα γέρο ιερέα που περπατούσε εις τον δρόμον αυτόν. Εσκέφθηκα ότι θα μπορούσα να του διηγηθώ ό,τι είχαν μόλις ιδή τα μάτια μου, για να μπορέσω να μάθω τις σκέψεις του επάνω σ' αυτό το γεγονός. Ο παπάς μ' επήρε εις το σπίτι του, όπου ευρήκα την ευκαιρία να του διηγηθώ την ιστορία του θανάτου του νέου αμαξηλάτη και να τον παρακαλέσω να μου δώση μιαν εξήγηση. «Δεν ημπορώ να σου πω τίποτα γι' αυτό το γεγονός, αγαπητέ αδελφέ, εκτός ίσως από το ότι υπάρχουν πολλά θαυμάσια εις την φύσι, τα οποία δεν ημπορούμε να τα καταλάβουμε, έχουν δε από τον Θεό ορισθή κατά τέτοιον τρόπον, ώστε να δείχνουν εις τους ανθρώπους τους νόμους του Θεού επάνω εις την φύσι καθώς και την Πρόνοιά Του περισσότερο καθαρά, διά μέσου των αλλαγών εις τους νόμους αυτούς, και των διαφόρων φαινομένων που είναι αφύσικα.
Συνέβη κάποτε και εγώ να παρακολουθήσω μια παρόμοια περίπτωσι. Κοντά εις το χωριό μας υπάρχει ένα απότομο και βαθύ βάραθρο, όχι πολύ μακρύ και καμμιά τριανταριά μέτρα βάθος. Είναι τρομακτικό να κοιτάζης το σκοτεινό βάθος του. Γύρω του έχει κτισθή ένα τοίχωμα προστατευτικό των ανθρώπων. Ένας χωρικός εις την ενορία μου, καλός οικογενειάρχης και αξιοσέβαστος άνθρωπος, ξαφνικά, χωρίς κανένα λόγο, κατελήφθηκε από μιαν ακατανίκητη επιθυμία να πέση μέσα εις το βάραθρο.
Επολέμησε σκληρά τον παράλογο και επικίνδυνον αυτόν πόθο μιαν ολόκληρην εβδομάδα, αλλά εις το τέλος ενικήθηκε. Εσηκώθηκε, λοιπόν, ένα πρωΐ, έτρεξε προς την χαράδρα, επήδησε το τοίχωμα και έπεσε μέσα εις το βάραθρο. Ευτυχώς άκουσαν εγκαίρως τα μουγγρητά των πόνων του και με χίλια δυό βάσανα κατώρθωσαν να τον βγάλουν, με τα δυό πόδια σπασμένα, μέσα απ' την άβυσσο που είχε πέσει.
»Όταν τον ερώτησαν γιατί έκανε αυτό το διάβημα, απήντησεν ότι αν και υπέφερε τώρα από φρικτούς πόνους, όμως του ήταν αδύνατο να αντισταθή εις την παράλογη και ακατανίκητη επιθυμία που τον εβασάνισε μιαν ολόκληρην εβδομάδα, λέγοντάς του επιτακτικά, να πέση μέσα εις το βάραθρο, αδιαφορώντας για τον κίνδυνο της ζωής του.
«Έμεινεν ένα ολόκληρο χρόνο εις το νοσοκομείο. Συνήθιζα και επήγαινα και τον έβλεπα, πολλές δε φορές είδα τους γιατρούς γύρω του να τον περιεργάζωνται. Ήθελα, όπως και εσύ, ν' ακούσω από αυτούς και να μάθω την αιτία του διαβήματος αυτού. Με μια φωνή όλοι οι γιατροί μου απήντησαν ότι αυτό που έκανε ο άνθρωπος αυτός να πέση εις το βάραθρο, ήταν αποτέλεσμα τρέλλας. Όταν τους εζήτησα μιαν επιστημονικήν εξήγησι, για την περίπτωσιν αυτή που καταλαμβάνει καμμιά φορά τους ανθρώπους, δεν ημπόρεσα καμμιάν απάντησι να πάρω, εκτός από το ότι οι περιπτώσεις αυτές είναι μυστικά της φύσεως, τα οποία δεν έχει ακόμη η επιστήμη ανακαλύψει.
»Εις αυτά παρετήρησα λέγοντας ότι εάν σε παρόμοιες περιστάσεις ο άνθρωπος απευθυνόταν εις τον Θεό με δυνατή προσευχή, ή αν ευρίσκοντο άνθρωποι να διδάξουν την προσευχή, σ' αυτούς που έχουν τις εκδηλώσεις αυτής της τρέλλας, είμαι βέβαιος ότι ο ακυβέρνητος αυτός παροξυσμός δεν θα κατώρθωνε να επιτύχη του καταστρεπτικού σκοπού του.
»Αλήθεια, υπάρχουν πολλά ακόμα εις την ανθρώπινη ζωή, τα οποία, δυστυχώς, δεν ημπορούμε να τα καταλάβουμε τέλεια».
Ενώ εξακολουθούσαμε την συνομιλία επάνω σ' αυτό το ζήτημα, άρχισε να βραδυάζη. Εκοιμήθηκα αυτήν την νύκτα εις του παπά. Το πρωί ο δήμαρχος έστειλε το γραμματέα του να παρακαλέση τον ιερέα για την κηδεία του νεκρού εις το κοιμητήριο και να του πη ότι οι γιατροί μετά από την νεκροψία δεν ανεκάλυψαν σημεία τρέλλας, απέδωσαν δε το θάνατο σε συγκοπή καρδίας.
«Κοίταξε τώρα, είπεν ο παπάς, απευθυνόμενος προς εμένα, η ιατρική επιστήμη δεν ημπορεί να μας ειπή ποιά ήτο η ακριβής αιτία της ακυβέρνητης ορμής που εξεδήλωσεν ο δυστυχής αυτός για το νερό».
Μετά από αυτά, εχαιρέτησα τον ιερέα και ξανάρχισα τον δρόμο μου. Ύστερα από ταξείδι κάμποσων ημερών και ενώ άρχισα να κουράζωμαι κάπως, έφθασα σε μιαν αρκετά μεγάλην εμπορική πόλι που ονομάζετο Μπυελάγια - Τσερκώβ. Επειδή είχεν αρχίσει να βραδυάζη άρχισα να ερευνώ για την νυκτερινή διαμονή μου, οπόταν εις την αγορά συνήντησα έναν άνθρωπο που εφαίνετο πως ήταν κι αυτός ταξειδιώτης. Ερωτούσε κ' εκείνος εις τα διάφορα καταστήματα για την διεύθυνσι ενός προσώπου που κατοικούσε σ' αυτό το μέρος. Μόλις με είδε ήλθε κοντά μου και μου είπε:
«Φαίνεσαι κ' εσύ να είσαι προσκυνητής σαν κ' εμένα γι' αυτό ας πάμε μαζί να βρούμε έναν άνθρωπο που μένει σ' αυτήν εδώ την πόλι και ονομάζεται Εβραιίνωφ. Είναι ένας καλός χριστιανός, έχει ένα σπουδαίο ξενοδοχείο και ευχαριστείται να φιλοξενεί προσκυνητάς. Κοίταξε, έχω την διεύθυνσί του γραμμένη».
Μ' ευχαρίστησι συμφώνησα, ύστερα δε από λίγο ευρήκαμε το σπίτι που εζητούσαμε. Αν και ο οικοδεσπότης απουσίαζεν, η σύζυγός του, μια εξαιρετική γυναίκα, μας εδέχθη με καλωσύνη και ευγένεια και μας έδωσε ένα μοναχικό δωμάτιο εις το ανώγι του σπιτιού για ν' αναπαυθούμε κάπως.
Ύστερα από λίγο ο νοικοκύρης του σπιτιού ήλθε και μας επήρε να δειπνήσουμε μαζί. Κατά το διάστημα του δείπνου εκουβεντιάσαμε συνηθισμένα πράγματα, έπειτα, όμως, η συνομιλία μας εστράφη εις την ετυμολογία του ονόματος του οικοδεσπότου, το οποίον ήτο, όπως είπαμε, Εβραιΐνωφ. «Θα σας ειπώ παράξενα πράγματα για τ' όνομά μου» είπεν ο ενδιαφερόμενος και άρχισε να διηγήται:
«Συνέβη ως εξής: Ο πατέρας μου ήτο Εβραίος. Είχε γεννηθή εις το Σκλοβ κ' εμισούσε πολύ τους χριστιανούς. Από τα νεανικά του χρόνια προπαρασκευαζόταν για να γίνη ραββίνος και εσπούδαζε κ' εμελετούσε σκληρά για να μάθη όλα τα ιουδαϊκά μυστικά και τις παραδόσεις, οι οποίες υπήρχαν, με σκοπό την κατηγορία του Χριστιανισμού. Μιαν ημέρα έτυχε να περάση μέσα από ένα χριστιανικό νεκροταφείο, όπου συνέβη να μπλεχθεί εις τα πόδια του ένα ανθρώπινο κρανίο, που εφαίνετο πως αυτές τις ημέρες το είχαν μόλις ξεθάψει. Είχε και το κάτω σαγόνι, τα μεγάλα δε και γυμνά δόντια του του έδιναν μιαν απαίσιαν εμφάνισι. Σε μια κατάστασι μίσους εκλώτσησε το κρανίο κ' έπειτα το έφτυσε. Σε λίγο, χωρίς να αρκεσθή σ' αυτά, το επήρε και το έστησε σ' ένα στύλο, όπως στήνουν τα κρανία των ζώων για να φοβούνται τα πουλιά. Την νύκτα, όμως, εις τον ύπνο του, παρουσιάσθηκεν ένας άγνωστός του και με παράπονο μαζί και αγανάκτησι του είπε:
"Πώς ετόλμησες να ασεβήσης εις τα λείψανά μου; Εγώ είμαι χριστιανός, ενώ συ είσαι εχθρός του Χριστού"!
»Το φάντασμα αυτό παρουσιάσθηκε πολλές φορές τις νύκτες, έκανε δε τον άνθρωπον αυτόν να χάση τελείως τον ύπνο του. Έπειτα, σαν να μη έφθαναν οι νύκτες, άρχισε να τον ταλαιπωρεί και την ημέρα, κατά το διάστημα της οποίας, τα αυτιά του άκουγαν σαν ηχώ τα ίδια επιτιμητικά λόγια. Όπως επερνούσεν ο καιρός, οι εμφανίσεις του φαντάσματος εγίνοντο όλο και συχνότερες ώστε ο ταλαίπωρος, κάθε μέρα έχανεν από τις σωματικές και τις ψυχικές του δυνάμεις. Επήγεν εις τον Ραββίνο, ο οποίος του εδιάβασε ευχές και εξορκισμούς, αλλ' εις μάτην, γιατί το φάντασμα όχι μόνον δεν εξηφανίσθη αλλά παρουσιάζετο συχνότερα τώρα και ισχυρότερο.
»Το περιστατικό αυτό εγνώσθη από πολλούς, συνέβη δέ να το μάθη και ένας φίλος του έμπορος, χριστιανός, ο οποίος άρχισε να τον συμβουλεύη να ασπασθή την Χριστιανική θρησκεία, προσπαθοΰσε δε να τον πείση ότι δεν θα γλυτώση τελικά απ' το μαρτύριο αυτό αν δεν γίνη χριστιανός.
«Αλλ' ο άνθρωπος, σαν σπουδασμένος Εβραίος που ήτο, ήταν πολύ δύσκολο να απαρνηθή την θρησκεία του. Τέλος, όμως, επείσθηκε να ειπή ότι "θα κάνω ό,τι μου λες, φθάνει να με βεβαιώσης ότι θα απαλλαγώ από το μαρτύριο αυτό του φαντάσματος που μ' ευρήκε και με βασανίζει". Ο χριστιανός μόλις άκουσε τα λόγια αυτά, με πολλή χαρά εφρόντισε να τον πείση να κάνη μιαν αίτησι προς τον επίσκοπο, για να τον δεχθή αυτός ως κατηχούμενον και να τον βαπτίση εις την Χριστιανικήν Εκκλησία. Η αίτησις, τέλος, συντάχθηκε και ο Εβραίος, αφού υπερνίκησε κάμποσες δυσκολίες, την υπέγραψε.
»Το θαύμα, όμως, έγινε! Μόλις υπέγραψεν ο Εβραίος την αίτησιν εκείνη, την ίδιαν αυτή στιγμήν το φάντασμα εχάθηκε και δεν εξαναφανερώθηκε.
»Η χαρά που κατέλαβε τον ταλαιπωρημένον αυτόν άνθρωπον ήτο τόσο μεγάλη, ώστε αισθάνθηκεν αμέσως ακατανίκητα, θερμή την πίστι προς τον Χριστό να τον κυριεύη. Επήγε αμέσως ο ίδιος και επεσκέφθηκε τον επίσκοπο, του εξωμολογήθη τα πάντα και εξέφρασε την θερμή του επιθυμία να βαπτισθή. Με μεγάλη προθυμία και κατάνυξιν έμαθε τα ορθόδοξα δόγματα και μετά το βάπτισμά του ήλθε κ' εγκαταστάθηκεν εις την πόλιν αυτήν εδώ. Έζησε μια πολύ αγία και ήσυχη ζωή, έκανε δε πολλές ελεημοσύνες εις τους πτωχούς. Με εδίδαξε να ζω όπως ο ίδιος έζησε την χριστιανική ζωή, προ δε του θανάτου του, μου έδωσε πολύτιμες συμβουλές και την ευχή του. Εξ αιτίας αυτής της προελεύσεώς του από Εβραίους επήρε η οικογένειά μας το όνομα Εβραιίνωφ».
Παρηκολούθησα την ιστορίαν αυτή με σεβασμό και συντριβή και εβυθίστηκα σε σκέψεις, λέγοντας εις τον εαυτόν μου: «Πόσον εύσπλαγχνος και καλός είναι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός και πόσο μεγάλη είναι η αγάπη Του! Πόσο πλούσιους τρόπους έχει να οδηγή κοντά του τους αμαρτωλούς.
Με πόση μεγάλη σοφία χειρίζεται μικρά κι ασήμαντα γεγονότα, για να φέρη μεγάλα αποτελέσματα. Ποιος θα μπορούσε να φαντασθή ότι μια ευτελής πράξις μίσους ενός Εβραίου και ένα πεταμένο κρανίο θα έφερναν εις την αληθινή γνώσι του Χριστού έναν άνθρωπο και θα τον ωδηγούσαν να ζήση μια ζωή αγίου»;
Μετά από το δείπνο ευχαριστήσαμε τον Θεό και τον άνθρωπο που μας εφιλοξενούσε και αποχωρήσαμε εις το δωμάτιό μας. Μη θέλοντας ακόμη να πέσουμε για να κοιμηθούμε αρχίσαμε να συνομιλούμε για διάφορα πράγματα. Ο σύντροφός μου μου είπεν ότι ήταν έμπορος από το Μογκίλεβ και ότι είχε παραμείνει δυό ολόκληρα χρόνια εις την Βεσσαραβία εις ένα μοναστήρι δόκιμος. Τώρα επήγαινε εις το μέρος όπου είχε ζήσει για να πάρη την συγκατάθεσι των συγγενών του και γνωστών και να γίνη πια μοναχός.
«Τα μοναστήρια εις την Βεσσαραβία με ικανοποιούν απόλυτα. Η οργάνωσίς των η τάξις, η αυστηρά ζωή πολλών αγίων πνευματικών εκεί, είναι απαράμιλλες». Τέλος με εβεβαίωσεν ότι συγκρίνοντας τα Βεσσαραβικά με τα Ρωσικά μοναστήρια, η διαφορά που υπάρχει είναι όσον η απόστασις του ουρανού από τη γη και με παρώτρυνε να πάω και εγώ να μονάσω εκεί.
Ενώ συνωμιλούσαμε γι' αυτά τα πράγματα έφεραν ακόμη έναν άνθρωπο να μείνη εις το ίδιο δωμάτιο. Ήταν ένας έφεδρος αξιωματικός που επήγαινε σπίτι του με άδεια. Ήτο πολύ κουρασμένος απ' το ταξείδι. Είπαμε τις προσευχές μας και οι τρεις μαζί και εξαπλώσαμε για να κοιμηθούμε. Την άλλη μέρα εσηκωθήκαμε ενωρίς το πρωί και αρχίσαμε να ετοιμαζώμεθα για τον δρόμο, όταν ακούσαμε τις καμπάνες να κτυπούν για τον Όρθρο. Ο έμπορος και εγώ αρχίσαμε να συλλογιζώμεθα αν θα έπρεπε να ξεκινήσουμε προτού πάμε και ακούσουμε τον όρθρο, γιατί πώς θα μπορούσαμε ν' αρχίσουμε το ταξείδι χωρίς να πάμε εις την εκκλησία, μια και είχαμε ακούσει τις καμπάνες την ώρα της ετοιμασίας, πριν αναχωρήσουμε; Θα ήταν πολύ καλύτερο να πάμε να προσευχηθούμε κατά την ακολουθία του όρθρου κ' έπειτα να αρχίσουμε το ταξείδι με πιο μεγάλην ευχαρίστησι.
Την απόφασί μας αυτή την ανακοινώσαμε εις τον αξιωματικό, ο οποίος απήντησε: «Για ποιο λόγο να πάμε εις την εκκλησία, αφού έχουμε δρόμο μπροστά μας να κάνουμε; Τί θα ωφεληθή ο Θεός εάν πάμε εις τον όρθρο; Δεν είναι καλύτερα να ξεκινήσουμε και να πούμε την προσευχή μας περπατώντας; Σεις οι δυο φυσικά, αν θέλετε, πηγαίνετε, εγώ όμως δεν θα έλθω μαζί σας εις την εκκλησία γιατί κατά το διάστημα του όρθρου, θα προχωρήσω δυόμιση χιλιόμετρα πάνω - κάτω και θα φθάσω έτσι γρηγορώτερα σπίτι μου».
Ο έμπορος απήντησεν εις αυτά λέγοντας: «Κοίταξε, αδελφέ, μην έχης πολύ μεγάλη εμπιστοσύνη εις τα σχέδιά σου και μην είσαι βιαστικός εις την ζωή σου μέχρις ότου πληροφορηθής και του Θεού την συγκατάθεσι σε ό,τι σκοπεύης να κάνης. Ύστερα από αυτά εμείς οι δυό επήγαμε εις την εκκλησία, αυτός δε ξεκίνησε για το ταξείδι του.
Παρακολουθήσαμε τον όρθρο και συνέχεια την θεία Λειτουργία. Έπειτα επήγαμε εις το δωμάτιο μας για να πάρουμε τα πράγματά μας. Είμεθα σχεδόν έτοιμοι για να ξεκινήσουμε, όταν η οικοδέσποινα εμπήκε μέσα κρατώντας το σαμοβάρι γεμάτο τσάϊ. «Φεύγετε, μας είπε, αλλά δεν πρέπει να ξεκινήσετε χωρίς να πάρετε ένα τσάϊ και χωρίς να γευματίσετε το μεσημέρι. Δεν ημπορούμε να σας αφήσουμε να φύγετε νηστικοί». Έτσι παραμείναμε. Αλλά δεν είχε περάσει μισή ώρα που καθήσαμε για το τσάϊ, όταν ξαφνικά είδαμε τον αξιωματικό να φθάνη τρέχοντας και ασθμαίνοντας.
«Ήλθα να σας συναντήσω, με ανάμικτα συναισθήματα χαράς και λύπης».
«Τί σου συνέβη»; τον ερωτήσαμε, κ' εκείνος απήντησε :
«Όταν σας άφησα το πρωί και εξεκίνησα, πριν βγω από την πόλι, εσκέφθηκα να αλλάξω λίγα χρήματα και να τα κάνω ψιλά. Εμπήκα, λοιπόν, σ' ένα μαγαζάκι για ν' αλλάξω τα χρήματα, συγχρόνως δε να πιω και ένα ποτό, μια που είχα να κάνω μακρύ δρόμο. Ήπια το ποτό μου, το επλήρωσα, επήρα τα ρέστα που μου εχρειάζοντο και άρχισα τον δρόμο μου ελαφρός σαν πουλί. Όταν είχα προχωρήσει ενάμιση χιλιόμετρο περίπου, εσκέφθηκα να μετρήσω τα ψιλά που είχα πάρει.
Κάθησα, λοιπόν, εις την άκρη του δοόμου, έβγαλα το πορτοφόλι μου και άρχισα να μετρώ. Όλα ήσαν εν τάξει. Βάζοντας όμως, το πορτοφόλι εις την τσέπη μου, είδα πως έλειπε από μέσα το στρατιωτικό μου βιβλιάριο. Έψαξα με αγωνία τις τσέπες και το σακκίδιό μου. Αλλά το βιβλιάριο δεν ευρισκόταν πουθενά. Επήγα να σκάσω από την αγωνία μου. Εκόντεψα να χάσω το μυαλό μου. Για μια στιγμή εσκέφθηκα ότι θα μου είχε πέσει κάπου εκεί στο μαγαζάκι που είχα πιή το ποτό κ' έβγαλα για να πληρώσω. Έπρεπε να σπεύσω και άρχισα να τρέχω για να γυρίσω πίσω όσο το δυνατόν γρηγορώτερα. Όπως έτρεχα, εσκεπτόμουνα τί θα έκανα αν δεν το εύρισκα, σε τι περιπέτεια θα έμπλεκα!
»Έφθασα εις το μαγαζάκι, τέλος, κ' έτρεξα προς τον καταστηματάρχη ρωτώντας τον μήπως ευρήκε το βιβλιάριό μου. "Δεν είδα τέτοιο πράγμα" μου απήντησε. Η αμηχανία μου και η στενοχώρια την στιγμήν αυτή ήσαν πολύ μεγάλες. Άρχισα τότε να ψάχνω γύρω εκεί, όπου μπορούσα να θυμηθώ ότι είχα περάσει ή είχα σταθή. Την φορά όμως αυτήν υπήρξα τυχερός και επήρα εξαιρετική χαρά, γιατί, επί τέλους, το ευρήκα. Μου είχε πέσει κ' ευρισκόταν κλειστό σε μια γωνιά επάνω σε άχυρα, ανακατεμένα με λάσπες. Το επήρα με χαρά και το εκαθάρισα. Δεν επείραζε που είχε λερωθή, φθάνει που το είχα βρη. Ευχαρίστησα τον Θεό, δεν ημπορώ δε να σας παραστήσω την χαρά που αισθάνθηκα. Μου εφάνηκε σα να ελευθερώθηκα από ένα μεγάλο βάρος που επίεζε τα στήθη μου.
Ίσως υποστώ κάποια τιμωρία, όταν οι ανώτεροί μου δουν το βιβλιάριο πως είναι λερωμένο, αλλ' αυτό δεν είναι τίποτα μπροστά σε ό,τι θα πάθαινα αν δεν το εύρισκα. Τώρα μπορώ να πάω σπίτι μου και να γυρίσω εις την υπηρεσία μου χωρίς φασαρίες, ήλθα, όμως, σ' εσάς για να πω το πάθημά μου και να σας παρακαλέσω για κάτι μαλακτικό και έναν επίδεσμο για το πόδι μου, που απ' το βιαστικό τρέξιμο, χωρίς να το καταλάβω, παραπάτησα κάπου και το έχω στραμπουλήξει, τώρα δε με ενοχλεί τόσον ώστε να μη μπορώ να περπατήσω».
«Όλα αυτά τα έπαθες, αδελφέ μου, του είπεν ο έμπορος, επειδή δεν μας άκουσες και δεν ήλθες μαζί μας το πρωί εις την εκκλησία. Ήθελες να κερδίσης χρόνο και να τώρα ευρίσκεσαι εις το σημείο απ' όπου εξεκίνησες και με το πόδι πονεμένο. Εγώ σου είπα να μην είσαι τόσο βιαστικός εις τα σχέδιά σου. Να, λοιπόν, τα αποτελέσματα της βιασύνης σου. Δεν ήτο τόσο σπουδαίο πράγμα το ότι δεν ήλθες μαζί μας εις την εκκλησία, αλλά μην ξεχνάς ότι εκτός απ' αυτό, είπες πως, τί καλό μας κάνει ο Θεός όταν προσευχώμεθα; Αυτό που είπες, αδελφέ, ήταν πολύ κακό. Είναι αλήνεια ότι ο Θεός δεν έχει ανάγκη από τις αμαρτωλές μας προσευχές, αλλ' επειδή μας αγαπά επιθυμεί να προσευχώμεθα προς Αυτόν. Πρέπει να ξεύρης ότι δεν είναι μόνον η αγία προσευχή την οποίαν το Άγιον Πνεύμα μάς αξιώνει να προσφέρουμε και διεγείρει μέσα μας την επιθυμία να ευαρεστήσουμε Αυτός ο οποίος μας εδίδαξε λέγοντας: "Μείνετε εν εμοί καγώ εν υμίν", αλλά και κάθε έφεσις και κάθε παλμός και κάθε σκέψις μας, που έχει σκοπό την δόξα Του και την σωτηρία μας, εις τα μάτια Του έχουν αρκετή αξία, για όλα δε αυτά η άπειρη αγάπη του Θεού παρέχει ανεξάντλητες αμοιβές. Η αγάπη του Θεού παρέχει εκατονταπλάσια χάρι απ' ό,τι οι ανθρώπινες ενέργειες αξίζουν. Εάν δώσης γι' Αυτόν ένα δίλεπτο, Εκείνος θα σε ανταμείψη με χρυσό. Εάν απλώς βάλης σκοπό να πορευθής προς τον Πατέρα, Αυτός θα έλθη να σε συναντήση χωρίς να περιμένη. Απλώς με μια λέξι μικρή και άτονη —Βοήθησόν μοι, Ελέησόν με— κ' Εκείνος πέφτει εις την αγκαλιά σου και σε φιλεί.
»Τέτοια είναι η αγάπη του ουρανίου Πατέρα μας την οποία δείχνει πάντα σ' εμάς αν και πολλές φορές είμεθα ανάξιοι, αυτό δε το κάνει Εκείνος γιατί αγάλλεται σε κάθε κίνησί μας, έστω και μικρή, για την σωτηρία. Εσύ, υποθέτω, σκέπτεσαι ως εξής και λες: Τι ανάγκην έχει ο Θεός από εμάς για να τον δοξολογήσουμε και τι κερδίζει κανείς από την προσευχή, όταν προσεύχεται λιγάκι και η σκέψι του πλανάται εδώ και εκεί, ή όταν κάνη κανείς ένα μικρό καθήκον, όπως είναι οι σταυροί, οι μετάνοιες, η εγκάρδια προσευχή του Ιησού, η ακρόασις προς τους ιερωμένους, η λιγοστή πνευματική μελέτη, η νηστεία, η υπομονή σε μια μικρή προσβολή; Όλα αυτά σου φαίνονται πως δεν είναι αρκετά για την σωτηρία και ανωφελή για να ασχοληθή κανείς. Δεν έχεις, όμως, δίκαιο, γιατί καμμιά από αυτές τις φαινομενικά μικρές πράξεις δεν πηγαίνει εις μάτην, επειδή το παντεποπτικό μάτι του Θεού τα παρακολουθεί και τα δέχεται όλα, παρέχει δε ανταμοιβήν, όχι μελλοντική μόνο και αιώνια, αλλ' ακόμη και εις την παρούσα ζωή.
»Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος γράφει σχετικά μ' αυτό τα εξής: "Κανένα καλό, οποιουδήποτε είδους, ακόμη και το πιο ασήμαντο, δεν θα αποδοκιμασθή από τον δίκαιο Κριτή. Εφ' όσον τα αμαρτήματα θα εξετασθούν με τόση λεπτομέρεια και θα δώσουμε λόγο και για τα λόγια και τις επιθυμίες και τις σκέψεις μας ακόμη, πολύ περισσότερο τα καλά έργα όσο μικρά τυχόν κι αν είναι, θα ληφθούν υπ' όψιν με τις λεπτομέρειές τους προς όφελός μας, όταν θα βρεθούμε μπροστά εις τον δίκαιο Κριτήν ο οποίος δεν παύει να είναι συγχρόνως και γεμάτος από αγάπη".
»Θα σου διηγηθώ ένα περιστατικό που είδα ο ίδιος, τον περασμένο χρόνο εις το μοναστήρι της Βεσσαραβίας, εις το οποίον ήμουν, όπως σου είπα. Εζούσεν εκεί ένας μοναχός με πολύ καλή ζωή. Μίαν ημέραν, όμως, τον έζωσεν ο πειρασμός και του έβαλε εις την καρδιά του σφοδράν την επιθυμία να φάη λίγο παστό ψάρι. Εις το μοναστήρι δεν ήτο εύκολο να βρη ό,τι εζητούσε, εσχεδίασε δε να πάη εις την αγορά για να αγοράση λίγο. Εν τω μεταξύ, αγωνίσθηκε με τον εαυτό του, για να κατανικήση τον πειρασμό με το λογικόν επιχείρημα ότι ήταν μοναχός και έπρεπε να είναι ικανοποιημένος με την τροφή την οποία παρείχε η τράπεζα του μοναστηρίου, που ήταν κοινόβιο και δεν επετρέπετο οι αδελφοί να λαθροφαγούν. Επί πλέον δε η επίσκεψις εις την αγοράν, όπου υπάρχει τόσος πολύς και διαφορετικός κόσμος, για ένα μοναχό θα ήταν φυσικά μια αιτία πειρασμού.
«Τέλος, όμως, τα ψέματα του πονηρού υπερίσχυσαν, η τελική συγκατάθεσις έγινε και ο μοναχός εξεκίνησε για την αγορά. Όταν είχε προχωρήσει κάμποσο απ' το μοναστήρι αντελήφθη ότι δεν εκρατούσε το κομποσχοίνι εις το χέρι του, όπως συνέβαινεν άλλοτε. Αυτό τον έκανε να σκεφθή: "Πώς συνέβη να κάνω εγώ τέτοιο πράγμα; Πώς έφυγα απ' το μοναστήρι μου χωρίς το κομποσχοίνι και μοιάζω σαν στρατιώτη με δίχως όπλο; Τί θα λένε όσοι με συναντήσουν, βλέποντάς με, μοναχό, χωρίς το κομποσχοίνι του; Είναι αλήθεια πολύ παράξενο αυτό που μου συμβαίνει".
Εγύρισε, λοιπόν, πίσω, ανεκάλυψεν όμως, γυρίζοντας, το κομποσχοίνι, σε μια απ' τις τσέπες του. Το έβγαλεν, έκανε το σταυρό του και άρχισε το δρόμο του προς την αγορά πάλι, προχωρώντας ήρεμα και προσευχόμενος σιωπηλά. Όπως έφθασε εις την αγορά, είδε ένα άλογο ζεμμένο σ' ένα κάρρο φορτωμένο με τεράστια βαρέλια.
Ξαφνικά το άλογο ξαφνιάστηκε από κάτι, έκοψε το σχοινί του και προχωρώντας αφηνιασμένο άρπαξε δαγκώνοντας απ' το ράσο, εις τον ώμο, τον μοναχό, που έτυχε μπροστά του, και τον επέταξε λίγα μέτρα μακρυά, χωρίς, όμως, να του προξενήση και σπουδαία τραύματα, εκτός από κάμποσες γραντζουνιές. Αμέσως, όμως, αναποδογύρισε το κάρρο και τα βαρέλια κατρακύλισαν με δύναμι εις το μέρος ακριβώς απ' όπου είχεν αρπάξει τον μοναχό, το άλογο.
«Θα είχε γίνει ένα σύντριμμα μέσα εις τα βαρέλια, ο δυστυχής, αν δεν είχε μετακινηθή έστω και μ' αυτόν τον βίαιο τρόπο που δεν τον περίμενε καθόλου. Αφού συνήλθε κάπως και ηρέμησε, αγόρασε το ψάρι που ήθελεν, εγύρισε εις το μοναστήρι, το έφαγε, είπε τις προσευχές του και έπεσε να κοιμηθή.
«Εκοιμώταν ελαφρά, όταν εις τον ύπνο του παρουσιάστηκε ένας παράξενος άνθρωπος, που φαινόταν σαν πνευματικός οδηγός, και του είπε: "Άκουσέ με. Εγώ είμαι ο προστάτης αυτού του συγκροτήματος και θέλω να σε διδάξω μερικά πράγματα που πρέπει απαραιτήτως να γνωρίζης. Κοίταξε τώρα η μικρή προσπάθεια που έκανες για ν' αντισταθής εις τον πειρασμό, η αμέλειά σου για την αυτογνωσία και την αυτοκυριαρχία σου, έδωσαν εις τον αόρατον εχθρό ευκαιρία για να επιτελή εναντίον σου. Είχεν έτσι προετοιμάσει ο τρισκατάρατος αυτό το αφήνιασμα του αλόγου και το πέσιμο των βαρελιών, για να σε σκοτώση.
Αλλ' ο άγγελος φύλακάς σου τα προείδε όλα αυτά και έβαλε μέσ' στο μυαλό σου την σκέψι να προσευχηθής και να θυμηθής το κομποσχοίνι σου. Επειδή δε δεν περιεφρόνησες την σύστασι αλλ' υπήκουσες εις αυτή και την έθεσες εις ενέργειαν, ο άγγελος έκανε το παν και σε έσωσε από τον θάνατο. Βλέπεις, λοιπόν, πόση μεγάλη είναι η αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο και πόσο πλούσια ανταμείβει και την παραμικρή στροφή μας προς Εκείνον"! Λέγοντας αυτά ο πνευματικός αυτός οδηγός εξηφανίσθη από το κελλί.
Ο μοναχός εγονάτισε, αλλά συγχρόνως εξύπνησε και αντελήφθη τον εαυτόν του όχι επάνω εις το κρεβάτι αλλά εις το κατώφλι της εισόδου γονατισμένο ή μάλλον πεσμένο πρηνή. Το γεγονός αυτό το διηγήθηκε ο ίδιος έπειτα για ωφέλεια των αδελφών, ήμουν δε και εγώ ένας απ' εκείνους που τον ήκουσαν με τα ίδια τους τ' αυτιά.
«Αλήθεια είναι πανάφθονη η αγάπη του Θεού προς τους ανθρώπους. Δεν είναι εξαίσιο το ότι μια πράξις —όπως αυτή του κομποσχοινιού που ο μοναχός το έβγαλε για να προσευχηθή με την νοερά προσευχή του Ιησού— του έσωσε τη ζωή του; Αλλ' επίσης εξαίρετο δεν είναι το γεγονός ότι ολίγη επίκλησις του ονόματος του Ιησού, έφθασε για να αντισταθμίση ένα σωρό ώρες που εξοδεύθηκαν σε αμέλεια και φιλαυτία; Πραγματικά εις την περίπτωσι αυτή επληρώθηκε το δίλεπτο με χρυσό. Βλέπεις, λοιπόν, αδελφέ μου, πόσον ολοδύναμη είναι η προσευχή; Και πόσο παντοδύναμο είναι το όνομα του Θεού όταν το επικαλούμεθα;
Ο άγιος Ιωάννης ο Καρπάθιος εις την "Φιλοκαλία" λέγει ότι: "Όταν κατά την προσευχή του Ιησού επικαλούμεθα το Άγιον Όνομά Του και λέμε, "ελέησόν με τον αμαρτωλόν", σε κάθε τέτοια επίκλησι η φωνή του Θεού απαντά μυστικά: "Υιέ, αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου", και προχωρεί λέγοντας πως, "όταν λέγομε την προσευχή, την στιγμήν αυτή, δεν διαφέρουμε καθόλου από τους Αγίους, τους Ομολογητάς και τους Μάρτυρας".
Αλλά και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει: "Η Προσευχή, όταν την κάνουμε με την καρδιά μας, όσο αμαρτωλοί και αν είμεθα μας καθαρίζει. Η αγάπη του Θεού είναι πολύ μεγάλη, ενώ εμείς καίτοι είμεθα αμαρτωλοί δεν θέλουμε να δώσουμε ούτε ολίγην ώρα για ευχαριστίες προς τον Θεό και ανταλλάσσουμε τον χρόνον της προσευχής, που είναι ο πιο πολύτιμος απ' όλους, για βιοτικές και ανωφελείς φροντίδες, ξεχνώντας τον Θεό και το καθήκον μας. Εξ αιτίας αυτού, πολλές φορές παθαίνουμε ατυχήματα και δυστυχίες, τις οποίες πάλι η αγάπη και η πρόνοια του Θεού τις χρησιμοποιεί για να μας καθοδηγήση και να μας διδάξη να στρέψουμε τις καρδιές μας προς Εκείνον"».
Όταν ο έμπορος ετελείωσε όλα αυτά που είπε, απευθυνόμενος προς τον αξιωματικό, παρετήρησα κ' εγώ, λέγοντας:
«Πόσην ανακούφισιν, αλήθεια, έφεραν τα λόγια σου εις την αμαρτωλή ψυχή μου, αδελφέ μου! Αισθάνομαι ότι θα μπορούσα να γονατίσω μπροστά σου και να σ' ευχαριστήσω». Εκείνος ακούγοντας αυτά, μου είπε: «Βλέπω ότι αρέσκεσαι πολύ ν' ακούς θρησκευτικές ιστορίες. Περίμενε μια στιγμή και θα βρω να σου διαβάσω μιαν όμοια με αυτή που σου είπα. Έχω μαζί μου εις το ταξείδι μου αυτό, ένα βιβλίο που ονομάζεται "Αμαρτωλών Σωτηρία", εις το οποίον υπάρχουν διηγήσεις θαυμασίων πραγμάτων».
Έβγαλε το βιβλίο απ' το σακκίδιό του και άρχισε να διαβάζη μιαν ωραιότατη διήγησι για κάποιον Αγαθόνικον, έναν αφωσιωμένον εις τον Θεόν άνθρωπον, ο οποίος από την παιδική του ηλικίαν είχε διδαχθή από τους ευσεβείς γονείς του να λέγη κάθε μέρα μπροστά εις την εικόνα της Μητέρας του Θεού την προσευχή που αρχίζει με τα λόγια: «Θεοτόκε Παρθένε, χαίρε, κεχαριτωμένη Μαρία...»
Καμμιάν ημέρα δεν παρέλειψε να ειπή την προσευχήν αυτή. Αργότερα, όμως, όταν ενηλικιώθη και έφτιαξε την ιδική του ζωή, απορροφήθηκε από τις φροντίδες και τις φασαρίες της ζωής ώστε να αραιώση σιγά - σιγά την προσευχήν αυτή, μέχρις ότου, τέλος, την εσταμάτησεν εντελώς.
Μίαν ημέραν, όμως, συνέβη να φιλοξενήση για μια νύκτα ένα προσκυνητή, ο οποίος του είπεν ότι ήτο μοναχός από την Θηβαΐδα και ότι είχεν ιδή ένα όραμα εις το οποίο διετάχθηκε να πάη να βρη τον Αγαθόνικο και να τον επιπλήξη για το γεγονός ότι είχε σταματήσει την συνηθισμένη προσευχή του προς τη Μητέρα του Θεού. Ο Αγαθόνικος απήντησε ότι επί τόσα χρόνια που έλεγε την προσευχήν αυτή δεν είδε κανένα όφελος ούτε αποτέλεσμα.
Εις αυτά ο ερημίτης απήντησε, λέγοντας: «Θυμήσου, τυφλέ και αγνώμων άνθρωπε, πόσες φορές αυτή η απλή προσευχή σε εβοήθησε και σε έσωσεν από καταστροφές. Θυμήσου, πως μια φορά, όταν ήσουν πολύ νέος, εσώθηκες κατά τρόπο θαυμαστόν από βέβαιο πνιγμό. Δεν θυμάσαι, ακόμη, ότι μια επιδημία κάποτε, που έστειλεν εις τον τάφο ένα σωρό φίλους σου, εσένα δεν σε έθιξε καθόλου;
Εξέχασες, όταν κάποτε που οδηγούσατε ένα αμάξι μ' ένα φίλο σου, επέσατε κ' οι δυό, ενώ δε αυτός έσπασε το πόδι του εσύ έμεινες σώος και αβλαβής; Λησμονείς, ότι ένας συνηλικιώτης φίλος σου, που ήταν υγιής σαν σίδερο, τώρα κάμποσον καιρόν, είναι κατάκοιτος άρρωστος και δυστυχισμένος, ενώ εσύ είσαι υγιής και δεν ηξεύρεις τι θα πη αρρώστια;
Γενικά, υπενθύμισε εις τον Αγαθόνικον, ένα σωρό ευεργεσίες του Θεού και τέλος συνεπλήρωσε λέγοντας: «Γνώριζε ότι όλα αυτά τα κακά απεσοβήθησαν από σένα, χάρις εις την προστασία της Παναγίας Μητέρας του Θεού, εξ αιτίας αυτής της μικρής προσευχής δια μέσου της οποίας ύψωνες κάθε μέρα την ψυχή σου σε ένωσι με τον Θεό. Από εδώ και εις το εξής πρόσεχε, μη παραλείπης την προσευχή και την ανάμνησι της Βασίλισσας των Ουρανών κι αυτή ποτέ δεν θα σε εγκαταλείψη».
Μόλις είχε τελειώσει το διάβασμα, μας εκάλεσαν για το γεύμα, μετά δε απ' αυτό έχοντας καινούργιες δυνάμεις ευχαριστήσαμε και πάλι αυτούς που μας εφιλοξένησαν κ' εξεκινήσαμε για το δρόμο. Σε λίγο εχωρίσαμε, αφού ο καθένας ακολούθησε την πορεία του για τον ιδικό του προορισμό.
Μετά από πέντε ημερών πεζοπορία κατά τις οποίες εσκεπτόμουν και ξανασκεπτόμουν τις διδακτικές ιστορίες που άκουσα από τον έμπορο και τον δόκιμο απ' την Μπυελάγια - Τσερκώβ, άρχισα να πλησιάζω εις το Κίεβο. Ξαφνικά, όμως, και χωρίς κανένα λόγο, άρχισα να μελαγχολώ, να αισθάνωμαι βαρειές τις σκέψεις μου, και να καταλαμβάνωνται από ένα είδος απελπισίας. Την νοερά προσευχή του Ιησού την έκανα με κάποια δυσκολία και απροθυμία. Εν τω μεταξύ, συνήντησα ένα πυκνό δάσος με πυκνή χλόη και θάμνους και αφήνοντας τον δρόμον εμπήκα μέσα για να ξεκουραστώ λιγάκι κι άρχισα να ψάχνω για ένα καλό μέρος, που θα μπορούσα να καθήσω και ν΄ ανοίξω την «Φιλοκαλία» για να διαβάσω λίγο και να νικήσω την αθυμία που είχε καταλάβει την ψυχή μου. Ευρήκα, τέλος, μιαν ήσυχη θέσι κι άρχισα να διαβάζω «Περί των οκτώ της κακίας λογισμών» του αγίου Ιωάννου Κασσιανού του Ρωμαίου.
Όταν είχα προχωρήσει εις το διάβασμα κάπου μισήν ώρα, παρετήρησα ότι ευρισκόταν ένας άνδρας μέσα εις το ίδιο δάσος καμμιά εβδομηνταριά μέτρα απ' το μέρος όπου εκαθόμουν. Ήταν γονατισμένος και εντελώς αμίλητος. Ευχαριστήθηκα που τον είδα και νομίζοντας ότι προσεύχεται, εξηκολούθησα το διάβασμά μου. Είχε περάσει περίπου μια ώρα ακόμη όταν ξανασήκωσα το κεφάλι μου απ' το βιβλίο για να ρίξω μια ματιά γύρω. Παρετήρησα όμως ότι ο άνθρωπος που είχα ιδή, ήταν ακόμη γονατισμένος και αμετάβλητος εις την στάσιν αυτή της προσευχής. Αυτό με συνεκίνησε και με έκανε να σκεφθώ πόσοι αφωσιωμένοι δούλοι του Θεού υπάρχουν εις τον κόσμον αυτό.
Όπως, όμως, εσκεπτόμουν αυτά, ο γονατισμένος άνθρωπος ξαφνικά έπεσε εις το έδαφος και έμεινε εκεί ξαπλωμένος κι ακίνητος. Αυτό με εφόβισε και όπως δεν τον είχα ιδή εις το πρόσωπο, γιατί είχε την πλάτη του γυρισμένη προς εμένα, αισθάνθηκα ισχυρή την ανάγκη και την περιέργεια να πάγω να τον ιδώ ποιος ήταν και τι του συνέβη. Όταν έφθασα κοντά, τον είδα να έχη πέσει σε έναν ελαφρόν ύπνο. Ήταν ένα χωριατόπαιδο είκοσι πέντε περίπου ετών. Είχε ένα πολύ ελκυστικό και συμπαθητικό πρόσωπο αλλ' ωχρό ως προς το χρώμα. Ήταν ντυμένος με χωρικά ρούχα, με μια μεγάλη ζώνη εις τη μέση, χωρίς κανένα άλλο διακριτικό, ούτε ραβδί, ούτε το χαρακτηριστικό σακκίδιο, την «κοτόμκα», όπως λέγεται, που έχουν μαζί τους οι χωρικοί. Q θόρυβος των βημάτων μου τον εξύπνησεν και εσηκώθηκεν όρθιος. Τον ερώτησα ποιός ήτο και μου απήντησεν ότι ήτο κυβερνητικός χωρικός της κυβερνήσεως του Σμολένσκ και ότι ήθελε να πάη για το Κίεβο.
«Γιατί, όμως, κάθεσαι εδώ τώρα»; τον ερώτησα πάλι.
«Δεν ηξεύρω, περιμένω κάποια καθοδήγησιν από τον Θεόν», ήταν η απάντησις.
«Είναι πολύς καιρός αφ' ότου άφησες το σπίτι σου»;
«Πάνω από τέσσερα χρόνια».
«Αλλά πού έμενες όλο αυτό το διάστημα»;
«Γυρίζω από προσκύνημα σε προσκύνημα και σε Μοναστήρια και Εκκλησίες. Δεν έχω σπίτι, είμαι ορφανός, δεν έχω συγγενείς εις τον κόσμον αυτό, επί πλέον δε το ένα μου πόδι είναι παράλυτο. Έτσι, λοιπόν, γυρίζω από μέρος σε μέρος εις τον κόσμον αυτό».
«Καλά όλα αυτά, του είπα, αλλά νομίζω, πώς κάποιος θεοφοβούμενος άνθρωπος θα σε καθωδήγησε να επισκέπτεσαι διάφορα αγιασμένα μέρη, γυρίζοντας από τόπο σε τόπο».
Εκείνος απήντησε: «Επειδή δεν είχα πατέρα και μητέρα είχα προσληφθή και εργαζόμουν με τους κοινούς τσοπάνηδες του χωριού μου αρκετά καλά και ευχάριστα μέχρι τα δέκα μου χρόνια, όταν μιαν ημέρα φέρνοντας το κοπάδι πίσω εις το μαντρί, αντελήφθηκα ότι έλειπε του δημάρχου το καλύτερο πρόβατο, ήταν δε ο δήμαρχός μας ένας κακός και απάνθρωπος χωρικός. Όταν το ίδιο αυτό βράδυ ήλθεν απ' τα χωράφια του σπίτι και είδεν ότι είχα χάσει το πρόβατό του αυτό, ώρμησε κατ' επάνω μου βρίζοντάς με και απειλώντας με φοβερά. Εάν δεν έφευγα αμέσως για να ψάξω και να βρω το χαμένο πρόβατον, είχεν ορκισθή ότι θα με εξυλοκοπούσε μέχρι θανάτου. "Θα σου σπάσω χέρια και πόδια" μου είπεν επί λέξει. Εγώ, γνωρίζοντας πόσο σκληρός ήταν, έφυγα και επήγα να ψάξω όλα τα μέρη που είχε βοσκήσει το κοπάδι την ημέρα, για να το βρω. Έψαξα παντού μέχρι τα μεσάνυκτα σχεδόν, αλλά δεν συνήντησα ούτε τα ίχνη του πουθενά. Ήταν άλλωστε μια πολύ σκοτεινή φθινοπωρινή νύκτα.
»Όταν είχα εισχωρήσει ψάχνοντας, βαθειά μέσα εις το δάσος της περιοχής του χωριού μου, που έχει ατέλειωτες περιοχές δασών, ξαφνικά άρχισε μια καταιγίδα. Τα δένδρα έδιναν την εντύπωσιν ότι έσπαζαν, ενώ συγχρόνως σε κάποιαν απόστασι, λύκοι άρχισαν να ουρλιάζουν. Ο τρόμος μου ήταν τόσο μεγάλος ώστε εσηκώθηκαν ολόρθες οι τρίχες του κεφαλιού μου. Η καταιγίδα όσο επήγαινε και προχωρούσε χειρότερα, εγώ δε ήμουν έτοιμος να πέσω κάτω απ' το φόβο μου και τον τρόμο. Τότε, χωρίς να το καταλάβω εγονάτισα, έκανα το σταυρό μου και απ' τα βάθη της καρδιάς μου είπα: "Κύριε Ιησού ελέησόν με". Μόλις είπα τα λόγια αυτά μια απροσδόκητη γαλήνη με κατέλαβεν, σαν να μην είχαν προϋπάρξει, ο φόβος και ο τρόμος εις την ψυχή μρυ, αντιθέτως δε την θέσι τους κατέλαβε μαζί με την γαλήνη, μια χαρά που έκανε την καρδιά μου να αισθάνεται ότι βρίσκεται εις τον ουρανό.
«Έτσι όπως αισθανόμουν, εξηκολούθησα την Προσευχή και απ' την στιγμή της αλλαγής των συναισθημάτων μου και της μεταπτώσεως από τον τρόμο εις την γαλήνην και την χαρά, δεν κατάλαβα τίποτε άλλο. Ούτε πόσο εκράτησε η καταιγίδα, ούτε πότε εσταμάτησε, ούτε πότε επέρασε η νύκτα, παρά μόνον αισθάνθηκα ότι εις το φως της ημέρας συνήλθα και ότι ήμουν εις την ίδια θέσι όπως ακριβώς την στιγμή που είχεν αρχίσει η μπόρα. Εσηκώθηκα ήσυχα και επειδή είδα ότι δεν θα μπορούσα να βρω το πρόβατο, έφυγα. Η καρδιά μου, όμως, επάλλετο με την Προσευχή του Ιησού και ήμουν ευτυχισμένος.
Όταν έφθασα εις το χωριό, ο δήμαρχος μη βλέποντας να φέρνω το πρόβατο πίσω, με εκτύπησε δυνατά και με άφησεν αναίσθητο. Από τότε το πόδι μου αυτό, όπως βλέπεις, είναι παράλυτο. Μετά από αυτό το κτύπημα έμεινα έξι εβδομάδες ακίνητος εις το κρεβάτι. Σ' όλο αυτό το διάστημα έλεγα την Προσευχή, πράγμα που μου έδινε παρηγοριά. Όταν εσηκώθηκα άρχισα να περιπλανούμαι σε διάφορα μέρη, επειδή, όμως, πολλές φορές συνέβαινε να απαντώμαι με ομάδες ανθρώπων που δεν με ενδιέφεραν, μάλλον δε και με εζημίωναν πνευματικά, αφωσιώθηκα να επισκέπτωμαι τα διάφορα άγια μέρη και να τριγυρνώ εις τα δάση. Έτσι έχω περάσει σχεδόν πέντε χρόνια μέχρι τώρα».
Όταν άκουσα όλην αυτή την ιστορία η καρδιά μου αισθάνθηκεν ευτυχισμένη, γιατί ο Θεός είχεν επιτρέψει να συναντήσω ένα τόσο καλόν άνθρωπο, τον οποίον αμέσως ερώτησα: «Χρησιμοποιείς συχνά τώρα την νοεράν αυτή Προσευχή»;
«Δεν θα μπορούσα να υπάρξω χωρίς αυτήν, απήντησε, γιατί μόλις, την πρώτη φορά που σου ανέφερα, εσκέφθηκα και είπα την προσευχήν αυτήν, αισθάνθηκα σαν κάποιος να έκανε τα γόνατά μου να λυγίζουν για την συνηθισμένη στάσι της. Δεν γνωρίζω εάν είναι δεκτή απ' τον Θεόν η Προσευχή μου αυτή, αλλ' εμένα με κάνει ευτυχισμένο και δεν ηξεύρω γιατί, αισθάνομαι ακόμη, μια διαύγεια πνεύματος, ένα είδος ευτυχίας και γαλήνης, άλλοτε δε θλιβερό βάρος εις την καρδιά μου και ένα αίσθημα εγκαταλείψεως των δυνάμεών μου. Παρ' όλα αυτά, όμως, θέλω όσο ζω να προχωρήσω εις την Προσευχήν αυτήν».
«Μη λυπάσαι, αγαπητέ μου αδελφέ. Όλα αυτά ευαρεστούν τον Θεό και για την σωτηρία μας είναι καλό το κάθε τι που συμβαίνει σε ώρα προσευχής. Έτσι λένε οι άγιοι Πατέρες. Όλα ωφελούν και η χαρά και η βαρυκαρδία. Καμμιά προσευχή, είτε καλή είτε όχι καλή, δεν ξεφεύγει την προσοχή του Θεού. Ο Θεός παρέχει διαύγεια, θερμότητα και χαρά όταν θέλη να ανταμείψη και να μας παρηγορήση για τις προσπάθειές μας, ενώ όταν δίνη βαρυκαρδία, δυσθυμία και ξηρότητα καρδίας, επιθυμεί να καθαρίση και να στερεώση την ψυχή μας, όλα δε αυτά σκοπόν έχουν την σωτηρία, την προπαρασκευή και την ταπείνωσι, και την προπαρασκευή για την ευλογημένη ευτυχία της βασιλείας των ουρανών. Για να το αποδείξω αυτό θα σου διαβάσω ένα κομμάτι από τον άγιο Ιωάννη τον συγγραφέα της Κλίμακος.
Ευρήκα το τμήμα αυτό, του το εδιάβασα με προσοχή, εκείνος ευχαριστήθηκε πολύ, ευχαρίστησε δε και εμένα γι' αυτό κ' έπειτα εχωρίσαμε. Επροχώρησε κ' εχάθηκε μέσα στο δάσος, ενώ επήρα πάλι τον αμαξωτό δρόμο. Όπως προχωρούσα ευχαρίστησα τον Θεό που εχρησιμοποίησεν εμένα, έναν άθλιο αμαρτωλό για να διδάξω άλλους. Την άλλην ημέρα με την βοήθεια του Θεού έφθασα εις το Κίεβο. Το πρώτο και κυριώτερο πράγμα που είχα να κάμω εκεί ήταν να σπεύσω να έξομολογηθώ και να προπαρασκευασθώ για να μεταλάβω, αφού ευρισκόμουν εις την αγίαν αυτή πόλι. Εσταμάτησα, λοιπόν, εις το μοναστήρι της Αγίας Λαύρας - Πετσέσκαγιας, που είναι γεμάτη από κατακόμβες και τάφους αγίων μαρτύρων της παλαιάς Ρωσίας. Εκεί θα μπορούσα να εκτελέσω και τα δύο καθήκοντά μου αυτά. Ένας καλός γέρος κοζάκος με οδήγησε μέσα εις το δωματιάκι του και όπως εκάθησα εκεί κοντά, αισθάνθηκα ειρήνη εις την ψυχή μου.
Εις το τέλος της εβδομάδος, αφού προπαρασκευάσθηκα καλά για την αγία Κοινωνία, πριν εξομολογηθώ, εσκέφθηκα ότι ήταν μια ευκαιρία να κάνω εκεί μιαν εξομολόγησιν όσον το δυνατόν πιο λεπτομερή. "Άρχισα, λοιπόν, την προσπάθεια για να θυμηθώ όλα τα αμαρτήματα απ' την νεότητά μου και για να μη τυχόν λησμονήσω έστω και το παραμικρό, τα έγραψα με όση το δυνατόν περισσότερη λεπτομέρεια. Εγέμισα έτσι μια μεγάλη κόλλα χαρτί με όλα αυτά που έγραψα. Έπειτα, όμως, άκουσα ότι εις την Κιτεβάγια Παστίνα, που απέχει περίπου τρία χιλιόμετρα από εκεί, εζούσεν ένας ασκητής ιερεύς, ο οποίος ήτο σοφός άνθρωπος και γεμάτος από κατανόησι. Οποιοσδήποτε επήγαινεν εις αυτόν για να εξομολογηθή ευρισκόταν σε μιαν ατμόσφαιρα γεμάτη από μειλιχιότητα και συμπάθεια, αποχωρούσε δε χορτάτος από διδασκαλία για την σωτηρία του και ήρεμος ψυχικά. Με μεγάλην ευχαρίστησι επληροφορήθηκα για όλα αυτά και ανεχώρησα αμέσως να συναντήσω τον άγιον αυτόν γέροντα.
------------------------------------------------------------------------
πηγή: Ανωνύμου, "Οι Περιπέτειες ενός προσκυνητού", μεταφρ. Μητροπολίτου Κορίνθου Παντελεήμονος Καρανικόλα, εκδ. Παπαδημητρίου, 1998, σελίδες 139 -165.
πηγή: ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ