Του κρατά το χέρι. Ή μάλλον ότι απέμεινε από αυτό. Μια λευκή άμορφη μάζα, άκαμπτη. Γύψινη. Με πέντε δάχτυλα να ξεχωρίζουν.


Άνευρα. Ταλαίπωρα. Το «άψυχα» που της έρχεται στο νου το αποδιώχνει με τρόμο.

Τριγύρω τους υπάρχει κίνηση μα εκείνη δεν την παρατηρεί. Νιώθει πίσω της, τις σκιές των ανθρώπων με τα άσπρα που περνάνε.



Κοντοστέκονται μια στιγμή, κουνούν παρηγορητικά το κεφάλι κι απομακρύνονται.

Άλλοτε πάλι τους πλησιάζουν. Ελέγχουν κάτι και ξαναφεύγουν.


Δύο ανθρώπινα κουρέλια. Ένα ξαπλωτό κι ένα καθιστό.
Ποιος άραγε είναι πιο χάλια; Αυτός ή εκείνη; Και μαζί τους εκείνο το ρυθμικό «τικ, τακ» να μετρά τους χτύπους της καρδιάς του. Αργά, βασανιστικά μα ελπιδοφόρα.

Όσο αυτό χτυπά, ζει κι αυτή. Ελπίζει…
Στο νοσοκομείο τον φέρανε κομμάτια. Ένα τηλεφώνημα στη μέση της νύχτας στο κινητό κι έκτοτε ένας πανικός. Ένας αγώνας δρόμου. Τροχαίο. Μεθυσμένος οδηγός, μπήκε στο αντίθετο ρεύμα… Τα υπόλοιπα ψιλά γράμματα των εφημερίδων. Κι εκείνος πέντε ώρες στο χειρουργείο, με εσωτερική αιμορραγία.

Κι εκείνη πέντε ώρες έξω από το χειρουργείο, να αιμορραγεί δίχως κανείς να βλέπει την πληγή.
Εντατική. Για όσο… αντέξει;

Οι γιατροί δεν ήταν πολύ αισιόδοξοι. Οι πρώτες 48 ώρες είναι κρίσιμες. Λες και δεν το ήξερε. Τόσες ταινίες, τόσα ξένα σήριαλ. Έμαθε πια τις ατάκες.

Κι αυτός ο χρόνος δεν περνά. Αλλά θέλει στ’ αλήθεια να περάσει; Φοβάται τι θα φέρει το ύστερα. Φοβάται το τελεσίδικο. Την ενδεχόμενη απώλεια. Που τη διώχνει από το κεφάλι της κι αυτή γυρνά επίμονα με κάθε χτύπο του παλμογράφου δίπλα τους.

Του χαϊδεύει τα ακροδάχτυλα κι αφήνει το βλέμμα της να μείνει πάνω του.
Να τον χορτάσει… για όσο…
Πάλι αυτές οι σκέψεις. Τις διώχνεις κουνώντας πεισματωμένη το κεφάλι. Λες κι έτσι θα φοβηθούν και θα φύγουν.

Τον κοιτά και προσπαθεί να τον αναγνωρίσει. Ένα αιμάτινο, πρησμένο ομοίωμα του προηγούμενου εαυτού του. Μα κι αυτό το αγαπάει. Κι αν αυτό πρέπει να έχει από δω και στο εξής, αυτό θα λατρέψει. Αρκεί να το έχει. Αρκεί να ζήσει…

Καλά κάνει εκείνη και δε βάζει γουλιά στο στόμα της. Κι εκείνος ο οδηγός, πόσο πια είχε πιεί; Πόσο που να περάσει διαζώματα κι εμπόδια και να προσγειωθεί πάνω σε εκείνον…
Στον άντρα της… Στην άτυχη αγάπη της.

«Μη μου πεθάνεις, σε παρακαλώ», λέει και ξαναλέει.

Σαν προσευχή… Σαν ξόρκι… Κλείνει τα μάτια και ταλαντεύεται μπρος πίσω λέγοντας το συνέχεια. Κι έτσι όπως είναι με λυτά αγριεμένα μαλλιά και την αγρύπνια στο πρόσωπο, μάλλον για μάγισσα μοιάζει… Ας είναι κι έτσι. Αρκεί να σωθεί…

Χρειάστηκε πολύ αίμα. Ευτυχώς βρέθηκε. Υπάρχουν άνθρωποι εκεί έξω που νοιάζονται για το συνάνθρωπο. Που έρχονται να ξορκίσουν το κακό που κάνουν οι άλλοι.
Οι ανεύθυνοι, οι αδύναμοι…

Μονάχα να ζήσει. Να δει τα μάτια του, που μένουν πεισματικά κλειστά, να ανοίγουν. Να την κοιτούν. Έστω κι ας μην την αναγνωρίσουν. Γιατί ο γιατρός δεν ήταν πολύ αισιόδοξος. Βασικά δεν ήταν καθόλου… Πολλές οι κακώσεις. Κυρίως στο κεφάλι…

Αλλά εκείνη δεν ακούει. Θα σωθεί. Δε γίνεται να μη σωθεί.
Δε γίνεται να υπάρξει αύριο δίχως εκείνον.
Ας ξυπνήσει και για το μετά, βλέπουμε.

Ας έχει προβλήματα. Όλα θα λυθούν. Κι εκεί θα είναι αυτή να τον στηρίξει.
Γιατί κανένα φάρμακο, καμία αγωγή δε συγκρίνεται με την αγάπη. Με την ασφάλεια πως ένας άνθρωπος είναι εκεί να σε φροντίσει, να σε νοιαστεί. Κι αυτή θα είναι εκεί. Αποκλειστική νοσοκόμα και σύντροφος. Για ό,τι εκείνος χρειαστεί.

Γιατί οι άνθρωποι μάτια μου κρίνονται στα δύσκολα. Τότε που αναζητάς ένα χέρι και δύσκολα το βρίσκεις. Γιατί το γέλιο το κυνηγούν πολλοί. Το δάκρυ έχει λιγότερους υποστηρικτές. Κι ο ανθρώπινος πόνος έχει την κατάρα να σε βρίσκει μόνο. Ή με ελάχιστους.

Κι εκείνη θα ήταν εκεί. Θα ρίζωνε στην καρέκλα μέχρι εκείνος να ξυπνήσει.
Γιατί έτσι την καταλάβαινε την αγάπη. Δοτική κι απόλυτη.
Κι έτσι έπρεπε να είναι. Αγαπώ σημαίνει δίνω.

Σημαίνει μοιράζομαι. Φροντίζω, προστατεύω κι ανησυχώ. Δε δραπετεύω στα ζόρικα. Μένω και παλεύω…
Κι εκείνη θα πάλευε και για τους δυο τους. Έτσι όπως ακριβώς τα κανόνισε η μοίρα.
Να μοιράσει μια καρδιά σε δύο ζωές. Κι όσο χτυπούσε η δική του, υπήρχε ελπίδα…

«Μόνο μη μου πεθάνεις σε παρακαλώ… Αν μ’ αγαπάς, μη μου το σκάσεις δραπέτη μου στο ζόρικα. Κι εγώ είμαι εδώ…»