(Με αφορμή μια φράση του αγ. Ιωάννη του Θεολόγου)
Στις 26 Σεπτεμβρίου η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει την κοίμηση και τη μετάσταση του αγίου Ιωάννη του Θεολόγου. Μετά από μία πολυτάραχη, μακρά και βασανισμένη ζωή εκοιμήθη στην Έφεσο, όπου πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Σύμφωνα με την ορθόδοξη παράδοση όταν οι μαθητές του επισκέφθηκαν τον τάφο του δεν βρήκαν το σώμα του, καθώς είχε μετατεθεί «ἐκ τῆς γῆς εἰς τὰ ἄνω».
Το συγγραφικό έργο του αγ. Ιωάννη, το οποίο περιλαμβάνει πέντε κείμενα της Καινής Διαθήκης, το Ευαγγέλιο που φέρει το όνομά του, την Αποκάλυψη και τρεις Επιστολές (Αʹ, Βʹ και Γʹ Ιωάννου), όχι μόνο είναι πολύ μεγάλο ως προς την έκταση, αλλά και πολύ σημαντικό για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε την αξία του χριστιανισμού.
Από το πλήθος των θαυμαστών στοιχείων που περιλαμβάνονται στα κείμενά του θα θέλαμε τα απομονώσουμε μία μόνο αναφορά του στη Αʹ Ιωάννου, η οποία είναι ξεχωριστά σημαντική γιατί απαντά σε ένα καίριο ερώτημα:
Τι ακριβώς είναι τα ευαγγέλια;
Γιατί η Εκκλησία έβαλε στον κανόνα της Καινής Διαθήκης μόνο τα τέσσερα και όχι πολλά άλλα παρόμοιου τύπου που κυκλοφορούσαν είτε κατά την αποστολική εποχή είχε αργότερα;
Από τον πρόλογο του ευαγγελίου του Λουκά μαθαίνουμε ότι ήδη κατά την εποχή που προηγούνταν της συγγραφής του ευαγγελίου του είχαν τεθεί σε κυκλοφορία οι καρποί της συγγραφικής προσπάθειας πολλών, οι οποίοι προσπαθούσαν να μεταφέρουν στους συγχρόνους τους τις θέσεις τους για το Χριστό και την Εκκλησία.
Ο ευαγγ. Λουκάς από το δεύτερο στίχο του κειμένου του θέτει τις προϋποθέσεις της συγγραφής του. Αυτό που επιθυμεί να προσφέρει στους άλλους είναι αυτό που «οἱ ἀπ’ ἀρχῆς αὐτόπται και ὑπηρέται γενόμενοι τοῦ λόγου» του παρέδωσαν.
Δηλαδή;
Όπως γνωρίζουμε, ο ευαγγ. Λουκάς δεν ήταν μαθητής του Κυρίου, αλλά μαθητής των αποστόλων και πιο συγκεκριμένα μαθητής και συνοδός του απ. Παύλου, ο οποίος είχε τη γνωστή εμπειρία της θεοφάνειας μπροστά στις πύλες της Δαμασκού. Συνεπώς δεν είχε άμεση εμπειρία του λόγου, όπως οι Ματθαίος και Ιωάννης, αλλά στήριξε τη συγγραφή του σε αυτά που του παρέδωσαν.
Στο σημείο αυτό πρέπει να τονίσουμε ότι τα ευαγγέλια, παρά το ότι μας παρέχουν πολλά ιστορικά στοιχεία για την ζωή του Κυρίου και την επί της γης παρουσία του δεν πρέπει να προσεγγίζονται ως βιογραφίες του Χριστού ή ως μία καταγραφή των μετακινήσεων, της ζωής και του τέλους του.
Τι είναι στην πραγματικότητα;
Αν μπορούσαμε να συνοψίσουμε την απάντηση σε μία φράση θα λέγαμε ότι «αποτελούν την καταγραφή της εμπειρίας της Εκκλησίας περί του Χριστού».
Ας διευκρινίσουμε κάπως αυτή τη φράση.
Πρώτα πρέπει να τονίσουμε ότι τα ευαγγέλια αποτελούν καρπό της Εκκλησίας, η οποία προηγείται χρονικά. Δεν νοείται μελέτη των ευαγγελίων και της Αγίας Γραφής γενικότερα έξω από το πνευματικό πλαίσιο της Εκκλησίας. Σε αυτή την περίπτωση τα βιβλικά κείμενα θα μετατρέπονταν σε απλές φιλολογικές μαρτυρίες για τη ζωή και το θάνατο ενός σοφού δασκάλου, ο οποίος πέθανε για τις ιδέες του.
Καταγράφουν, λοιπόν, την εμπειρία της εκκλησίας για το Χριστό. Όχι τόσο τι έκανε, αλλά κυρίως ποιος ήταν. Για το λόγο αυτό το ευαγγέλιο του ευαγγ. Ιωάννη στην αρχή του, στον 14ο στίχο του 1ου κεφαλαίου έχει τη φράση «ὁ λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν». Αυτός ήταν ο Χριστός: ο Λόγος που σαρκώθηκε για να μας πληρώσει, να μας γεμίσει με τη χάρη του.
Για να κατανοήσεις και να καταγράψεις ένα τέτοιο γεγονός δεν χρειάζεσαι σπουδές, γνώσεις, μελέτη της ιστορίας και πανεπιστημιακό πτυχίο. Χρειάζεσαι κάτι άλλο: θεία φώτιση, θεοπνευστία.
Με πολύ απλό και σαφή τρόπο ο ευαγγ. Ιωάννης στον 1ο στίχο του 1ου κεφαλαίου της Αʹ επιστολής του σημειώνει τι κατέγραψαν οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης στα κείμενά τους και ταυτόχρονα προσδιορίζει πιο είναι το κριτήριο για να θεωρηθεί κάποιο κείμενο μέρος του κανόνα της Αγίας Γραφής. Γράφει, λοιπόν, ο άγ. Ιωάννης:
«Ὃ ἦν ἀπ’ ἀρχῆς, ὃ ἀκηκόαμεν, ὃ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὃ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν περὶ τοῦ λόγου τῆς ζωῆς».
Δηλαδή, τονίζει ότι στα βιβλικά κείμενα δεν περιέχεται μία βιογραφία ή μία επιστημονική καταγραφή, αλλά η εμπειρία της προσωπικής συνάντησης των αποστόλων με το Λόγο της ζωής. Η εμπειρία αυτή αποτελεί καρπό της χάριτος και του φωτισμού του Αγίου Πνεύματος. Φορείς αυτής της εμπειρίας ήταν οι απόστολοι, αλλά και οι άμεσοι μαθητές τους.
Μετά από τα παραπάνω είναι ξεκάθαρο γιατί η Εκκλησία δεν έκανε αποδεκτά τα κείμενα διαφόρων συγγραφέων που προέρχονταν έξω από τον πνευματικό της χώρο (π.χ. αιρετικών, γνωστικών, φιλοσόφων): απλούστατα δεν ήταν φορείς της εμπειρίας του Λόγου. Δεν γνώριζαν το Λόγο της ζωής, όχι μόνο ως μία ιστορική μορφή, αλλά ως το Λυτρωτή και Σωτήρα του κόσμου.
Η εορτή της μετάστασης του αγ. Ιωάννη λοιπόν έφερε στο νου μας το κριτήριο που έθεσε η Εκκλησία για την ενσωμάτωση κάποιων κειμένων στον κανόνα της Αγίας Γραφής και την απόρριψη άλλων από αυτόν. Έχοντας αυτά στο νου μας δεν παραξενευόμαστε που κείμενα όπως το «Διατεσσάρων» του Σύρου συγγραφέα Τατιανού, ή πλήθος αφελών φανταστικών διηγήσεων για το Χριστό, τις οποίες εντοπίζουμε στα απόκρυφα και τα ψευφεπίγραφα των πρώτων χριστιανικών, αλλά και των προχριστιανικών αιώνων (για την Παλαιά Διαθήκη), δεν έγιναν αποδεκτά από την Εκκλησία.
Τι άλλο λοιπόν είναι τα ευαγγέλια πέρα από θεόπνευστες διηγήσεις που φέρουν τη σφραγίδα της εμπειρίας του Λόγου, οι οποίες κατά συνέπεια μπορούν, αν θέλουμε, να στηρίξουν την πορεία μας για τη θέωση.
Αυτό αρκεί!
http://amoustakis.wordpress.com/