Σε πολλούς Πατέρας, όπως στον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, ο λόγος λέγεται και λογιστικόν. Ο λόγος στον άνθρωπο είναι ενδιάθετος και προφορικός. Λέγεται εσωτερικά, αλλά εκφράζεται και εξωτερικά. Σιωπή εξωτερική δεν σημαίνει ανυπαρξία εσωτερικού λόγου. Μπορεί όμως κανείς, μετά από μελέτη των Πατερικών έργων, να ισχυρισθή με κάποια επιφύλαξη ότι ο λόγος είναι ενδιάθετος και προφορικός και είναι ενωμένος με τον νου, ενώ η λογική που συνδέεται με την διάνοια είναι το όργανο εκείνο δια του οποίου εκφράζεται ο λόγος. Έτσι μπορεί κανείς να ισχυρισθή ότι υπάρχει μια λεπτή διαφορά μεταξύ του λόγου και της λογικής, καθώς επίσης μεταξύ του λόγου και της διανοίας. Ο όσιος Θαλάσσιος διδάσκει ότι «ίδιον του λογικού, το υποταγήναι τω λόγω»[372]. Ο λογικός άνθρωπος πρέπει να υποταγή στον λόγο. Η διάνοια, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, δεν είναι ο οφθαλμός της ψυχής. Ο νους είναι ο οφθαλμός της ψυχής, ενώ η διάνοια καθιστά τα αισθητά και νοερά διανοητά. Γράφει χαρακτηριστικά: «Οφθαλμούς δε ψυχής ακούων αυτή πείρα γινώσκοντας τους επουρανίους θησαυρούς, μη την διάνοιαν νομίσης. Αύτη γαρ και τα αισθητά και τα νοερά επίσης διανοητά δ’ εαυτής ποιεί»[373]. Δηλαδή η διάνοια δεν είναι εκείνη που γνωρίζει τους επουρανίους θησαυρούς, πράγμα το οποίο κάνει ο νους του ανθρώπου. Η διάνοια απλώς κάνει διανοητά όσα εμπειρικώς ζη ο νους του ανθρώπου. Στον νου αποκαλύπτεται ο Θεός, η δε διάνοια καταγράφει αυτήν την εμπειρία σε λογικές προτάσεις.
Λέγεται συνήθως ότι ο άνθρωπος είναι λογικό ον, και αυτό με την έννοια ότι έχει λογική και σκέπτεται. Αλλά στην πατερική θεολογία λογικός δεν είναι ο άνθρωπος εκείνος που έχει απλώς λογική ή προφορικό λόγο, αλλά εκείνος που δια του λόγου και του λογικού ζητεί να εύρη τον Θεό και να ενωθή μαζί Του[374]. Όποιος καθαρίζει τον νου του μέσα στον οποίο αποκαλύπτεται ο Θεός και εν συνεχεία, δια του λόγου και της διανοίας, εκφράζει αυτήν την εσωτερική εμπειρία, αυτός ο άνθρωπος είναι λογικός. Έξω από αυτήν την τοποθέτηση ο άνθρωπος είναι άλογος και δεν διαφέρει από τα άλογα ζώα. Βέβαια έχει λογικό και λόγο, αλλά επειδή δεν συνδέεται με τον Θεό είναι νεκρός. Η νεκρά ψυχή δείχνει και την νέκρωση του λόγου.
Στον προπτωτικό άνθρωπο έτσι λειτουργούσε ο λόγος. Δηλαδή ο νους αισθανόταν τον Θεό και ο λόγος εξέφραζε τις εμπειρίες του νου. «Νους μεν καθαρός, ορθά βλέπει τα πράγματα. Λόγος δε γεγυμνασμένος, υπ’ όψιν άγει τα οραθέντα»[375]. Σύμφωνα με την θεολογία του οσίου Θαλασσίου, την οποία υπεμνήσθημεν προηγουμένως, ίδιον γνώρισμα του λογικού ανθρώπου είναι να υποταγή στον λόγο και να υπωπιάση και να δουλαγωγήση το σώμα, ενώ ύβρις στον λογικό άνθρωπο είναι να υποταγή στο άλογο, δηλαδή στο σώμα και «πρόνοιαν αυτού ποιείσθαι εις επιθυμίας αισχράς». Επίσης πονηρό έργο της λογικής ψυχής είναι να εγκαταλείπη τον κτίσαντα και να λατρεύη το σώμα[376]. Έτσι στον προπτωτικό άνθρωπο ο νους είχε σχέση με τον Θεό και ο λόγος εξέφραζε αυτή την εμπειρία και την ζωήν με την βοήθεια της διανοίας, του ιδιαιτέρου εκείνου σωματικού οργάνου.
Αλλά μετά την πτώση συνετελέσθη η νέκρωση και ο θάνατος της ψυχής, που είχε σαν συνέπεια την αδυναμία να λειτουργήση φυσικά όλος ο εσωτερικός κόσμος της ψυχής και να υφίστανται ενηρμοσμένες όλες οι εσωτερικές λειτουργίες. Ο νους του ανθρώπου σκοτίσθηκε, καλύφθηκε από τα πάθη και κυριεύθηκε από αδιαπέραστο σκοτάδι. Ο λόγος, μη έχοντας να εκφράση τις εμπειρίες του νου, ταυτίσθηκε με την διάνοια. Έτσι το λογικό υψώθηκε πιο πάνω από τον νου και κυριαρχεί στον μεταπτωτικό άνθρωπο. Αυτό στην πραγματικότητα είναι η ασθένεια του λόγου και του λογικού. Το λογικό είναι υπερτροφικό, ανυψώθηκε σε μεγαλύτερη θέση από τον νου και αιχμαλώτισε τον λόγο. Το υπερτροφικό λογικό καθίσταται πηγή μεγάλης ανωμαλίας στον πνευματικό οργανισμό. Εκεί κυρίως μαίνεται η υπερηφάνεια και όλες οι ενέργειες του εγωϊσμού, που είναι η πηγή της ανωμαλίας.