Αλέξανδρος Κοσματόπουλος
Στη διήγηση του γεγονότος της βάπτισης ο Ιωάννης ο Πρόδρομος στέκεται με δισταγμό και δέος μπροστά στο ενδεχόμενο να  βαπτίσει τον Ιησού: «Εγώ χρείαν έχω υπό σου βαπτισθήναι, και συ έρχη προς με;». Όμως εκείνος επιμένει λέγοντας: «΄Αφες άρτι· ούτω γαρ πρέπον εστίν ημίν πληρώσαι πάσαν δικαιοσύνην» (Ματθ. 3,14-16). Πρέπει να πληρωθεί ο χρόνος, να πληρωθεί το παρελθόν, να ολοκληρωθεί μια μεγάλη περίοδος προετοιμασίας προκειμένου να φανεί ο δρόμος από την βάπτιση δια του ύδατος στην βάπτιση δια του πυρός. «Εγώ μεν βαπτίζω υμάς εν ύδατι εις μετάνοιαν· ο δε οπίσω μου ερχόμενος ισχυρότερός μου εστίν…αυτός υμάς βαπτίσει εν Πνεύματι Αγίω και πυρί»  (Ματθ. 3, 11).
Η βάπτιση δια του πυρός πιστεύω έγκειται στη συνάντηση με τις αρχές του σκότους. Η πάλη διεξάγεται όχι προς αίμα και σάρκα, αλλά προς τις αρχές, τις εξουσίες, τους κοσμοκράτορες του σκότους του αιώνος τούτου, προς τα πονηρά πνεύματα στους ουρανούς (Εφεσ. 6, 12). Ο απόστολος Παύλος υποδηλώνει με τούτα τα λόγια πως οι δυνάμεις αυτές διεκδικούν έναν υπερβατικό χαρακτήρα, και ότι παίζουν σημαντικό ρόλο στη ζωή των ανθρώπων. Στην πάλη με το αρχαίο κακό μας εισάγει η συνάντηση του Ιησού με τον διάβολο.
Μετά την βάπτισή του στον Ιορδάνη ο Ιησούς πορεύεται στην έρημο,  στον τόπο που σαν σε καθρέφτη μπροστά δεν μπορεί κανείς τίποτα να κρύψει. Εκεί υφίσταται επί  σαράντα  μέρες τους πειρασμούς, χωρίς να δοκιμάσει τροφή.  Δεν πηγαίνει στην έρημο υπακούοντας σε κάποια εντολή, ούτε ακολουθεί την «ελεύθερη θέλησή του». Το πνεύμα είναι που τον οδηγεί. Στους τρεις πειρασμούς του Ιησού περικλείεται η ιστορία του κόσμου, αλλά και η στάση εκείνου που μοναδική του επιθυμία είναι να πορευτεί στα βήματα του Χριστού. Ο Ιησούς υπερισχύει των ίδιων πειρασμών στους οποίους υπέκυψε ο Αδάμ, εξουδετερώνοντας την επιρροή τους. Απορρίπτει τις προτροπές του διαβόλου, και με την απόρριψή τους αναλαμβάνει το έργο της σωτηρίας του κόσμου. 
Ποιος είναι ο διάβολος, η μυστηριώδης αυτή φυσιογνωμία που στα χρόνια μας θεωρείται εντελώς μυθική; Όταν οι ευαγγελιστές και ο απόστολος Παύλος τον αποκαλούν άρχοντα του κόσμου και θεό του αιώνος τούτου, γνωρίζουν για ποιο πράγμα μιλούν. Ο σατανάς πρωτίστως γυρεύει να αποπλανήσει και να παραπλανήσει, να υποδείξει έναν δρόμο πλάνης ως δρόμο αληθινό και συνάμα απελευθερωτικό. «Εν τη αληθεία ουχ έστηκεν, ότι ουκ έστιν αλήθεια εν αυτώ» (Ιω. 8, 44). ΄Όταν δεν μπορεί να παραπλανήσει μεταμορφώνεται σε δημόσιο κατήγορο όπως στην περίπτωση του Ιώβ. Ο διάβολος δεν προβάλλει μια θετική στάση απέναντι στον Ιησού. Απλώς προσβάλλει. Ωστόσο είναι ο κύριος όλων των βασιλείων της γης, και όλες οι ενέργειες των ανθρώπων βασίζονται στον τρόπο του και στους μηχανισμούς του.




« Είπεν δε αυτώ ο διάβολος· ει υιός ει του Θεού, ειπέ τω λίθω τούτω ίνα γένηται άρτος. Και απεκρίθη προς αυτόν ο Ιησούς· γέγραπται  ότι ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται  άνθρωπος, αλλ’ επί παντί ρήματι εκπορευομένω διά στόματος Θεού». Και στους τρεις πειρασμούς ο Ιησούς απαντά με χωρία από την Παλαιά Διαθήκη. Το Δευτερονόμιο (8,3) αναφέρεται στο σημείο αυτό στο αρχέγονο μάνα. Εδώ φαίνεται και η διαφορά ανάμεσα στο μάνα το πεσόν από τον ουρανό και στον λόγο της αληθείας. Ο διάβολος καλεί τον Ιησού να επανέλθει στην αρχαία εκείνη τάξη της εξ ύψους βίαιης επιβολής, που η καθολικότητά της αγκάλιαζε το ανθρώπινο γένος. Αν ο Ιησούς μετέτρεπε τις πέτρες σε ψωμιά θα ήταν μια αδιαμφισβήτητη απόδειξη της θεότητάς του. Αλλά ο Ιησούς γνωρίζει ότι η θεότητα για την οποία ομιλεί δεν επιβάλλεται άνωθεν με την επίδειξη της δυνάμεώς της, ούτε επιβάλλει δια της βίας ένα τρόπο ζωής ή κάποιες αξίες. Είναι η θεότητα η οποία αποκαλύπτεται με την ελεύθερη αποδοχή. Αποκαλύπτεται, και η φανέρωσή της δεν γεμίζει με τρόμο και δέος την ψυχή, αλλά με πλησμονή, συμπόνια και έλεος. Ο άνθρωπος χρειάζεται τον άρτο για να τραφεί αλλά τούτο δεν αρκεί για να ζήσει. Ο Ιησούς δεν τρώει επί σαράντα μέρες, όσο διαρκούν οι πειρασμοί. Δεν νομίζω ότι με την αποχή του από την τροφή υποδεικνύει κάποιο ασκητικό ιδεώδες. Δηλώνει την πλήρωσή του από το πνεύμα, το οποίο και τον ενδυναμώνει στον αγώνα του, αν και το λόγιο, «ούτως ουν πας εξ υμών, ος ουκ αποτάσσεται πάσι τοις εαυτού υπάρχουσιν, ου δύναται είναι μου μαθητής» (Λουκ 14,33), υπαινίσσεται την παραίτηση από όσα ορίζουν την επίγεια ύπαρξη. Και τούτη η παραίτηση ασφαλώς ενέχει μια στάση ασκητική.  
Μόλις πέρασαν οι σαράντα μέρες και οι πειρασμοί πείνασε. Με τη λέξη «επείνασεν» ο Χριστός δείχνει ακόμη μια φορά την ανθρώπινη υπόστασή του. Ο Γερμανός μυστικιστής ΄Εκχαρτ λέει ότι στον Χριστό υπήρχε ένας εξωτερικός και ένας εσωτερικός άνθρωπος, και πως όσα έπραττε σε σχέση με τα εξωτερικά πράγματα τα έπραττε απ’ τη μεριά του εξωτερικού ανθρώπου, ενώ ο εσωτερικός άνθρωπος παρακολουθούσε ακίνητος και αποχωρισμένος. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο ο Ιησούς θα κινούνταν υπό το κράτος ενός διχασμού. Όμως δεν υπάρχει κανενός είδους διχασμός στην αντιμετώπιση των πειρασμών του διαβόλου. Ο υιός του ανθρώπου και ο υιός του Θεού, που συγκεραίνονται στο πρόσωπο του Χριστού, δεν είναι δύο ξεχωριστά όντα που το ένα παραμένει σε απόσταση ή αντιμάχεται το άλλο. Τη στάση του υπαγορεύει η ενιαία υπόστασή του.
«Και αναγαγών αυτόν έδειξεν αυτώ πάσας τας βασιλείας της οικουμένης εν στιγμή χρόνου και είπεν αυτώ ο διάβολος· σοι δώσω την εξουσίαν ταύτην άπασαν και την δόξαν αυτών, ότι εμοί παραδέδοται και ω εάν θέλω δίδωμι αυτήν· συ ουν εάν προσκυνήσης ενώπιον εμού, έσται σου πάσα. Και αποκριθείς ο Ιησούς είπεν αυτώ· γέγραπται γαρ, Κύριον τον Θεόν σου προσκυνήσεις και αυτώ μόνω λατρεύσεις» (Δευτ. 6,13· 10,20).
Ο διάβολος κατόπιν ανεβάζει τον Ιησού σε ένα ψηλό βουνό και εν ριπή χρόνου του δείχνει όλα τα βασίλεια της οικουμένης. Μιλά ως κυρίαρχος  των βασιλείων της γης που μπορεί να τα δώσει σε όποιον θέλει. Τα προσφέρει στον Ιησού, αρκεί εκείνος να τον προσκυνήσει. Τι θα σήμαινε αυτή η προσκύνηση; Ο Χριστός δεν θα απεμπολούσε μόνο την μεσσιανική του αποστολή, για την οποία εξάλλου  δεν κάνει την παραμικρή αναφορά, αλλά θα διαρρήγνυε τη σχέση του με τον Πατέρα, σχέση στην οποία ο Ιησούς μένει πιστός μέχρι τέλους. Τούτο φαίνεται και στην απάντησή του προς τον Πέτρο (Ματθ. 16, 21-23): «Από τότε  ήρξατο ο Ιησούς δεικνύειν τοις μαθηταίς αυτού ότι δει αυτόν εις Ιεροσόλυμα απελθείν και πολλά παθείν από των πρεσβυτέρων και αρχιερέων και αποκτανθήναι και τη τρίτη ημέρα εγερθήναι. Και προσλαβόμενος αυτόν ο Πέτρος ήρξατο επιτιμάν αυτώ λέγων· ίλεώς σοι, κύριε· ου μη έσται σοι τούτο. Ο δε στραφείς είπεν τω Πέτρω· ύπαγε οπίσω μου σατανά· σκάνδαλον μου ει. Ότι ου φρονείς τα του Θεού αλλά τα των ανθρώπων». Η σχέση του Ιησού με τον Πατέρα είναι σχέση ενότητας και αγάπης, ενότητας δια της αγάπης, και όχι σχέση απλής υποταγής. Την ίδια απάντηση που δίνει στον διάβολο στη διήγηση του Ματθαίου (4,10), «ύπαγε σατανά», τη δίνει και στον Πέτρο. Ο  Χριστός απορρίπτει την επίγεια κυριαρχία, την εξουσία επί των ανθρώπων, την δόξα και τον πλούτο εν ονόματι της βασιλείας του Θεού που υπέρκειται όλων των βασιλείων και των εξουσιών της γης. Τούτο δεν αποτελεί απλώς μια ηθική νίκη επί του διαβόλου, αλλά μια εξ ολοκλήρου διαφορετική τοποθέτηση της υπάρξεως του ανθρώπου μέσα στον κόσμο. Μπορεί το σκηνικό της συνάντησης του Ιησού με τον διάβολο να είναι απόκοσμο ή ακόμη και μυθικό, αλλά οι απαντήσεις που δίνει κάθε άλλο παρά έχουν μυθικό ή απόκρυφο χαρακτήρα. Αντιθέτως αχρηστεύουν όλα τα μυθολογήματα και τις φαντασιώσεις γύρω απ’ τις οποίες οικοδομείται η ανθρώπινη ζωή. Οι πειρασμοί του διαβόλου εμπεριέχουν σε όλο το βάθος τους τις επιθυμίες και τις φρεναπάτες των ανθρώπων ανά τους αιώνες, τις μάταιες πράξεις και τα μάταια εχγειρήματά τους.
«Και ήγαγεν αυτόν εις Ιερουσαλήμ, και έστηκεν αυτόν επί το πτερύγιον  του ιερού και είπεν αυτώ· ει υιός ει του θεού, βάλε σεαυτόν εντεύθεν κάτω· γέγραπται γαρ ότι τοις αγγέλοις αυτού εντελείται περί σου του διαφυλάξαι σε, και ότι επί χειρών αρουσί σε, μήποτε προσκόψεις προς λίθον τον πόδα σου. Και αποκριθείς είπεν αυτώ ο Ιησούς ότι είρηται, ουκ εκπειράσεις Κύριον τον Θεόν σου».
Ο διάβολος ανεβάζει τον Ιησού στην άκρη της στέγης του ναού, στον ιερό τόπο όπου τελούνται τα μυστήρια, υποβάλλοντάς τον στον τρίτο πειρασμό: «Αν είσαι υιός του Θεού ρίξε τον εαυτό σου κάτω». Ο πειρασμός στοχεύει ευθέως στην ίδια την θεϊκή προέλευση του Χριστού. Τον καλεί να δείξει ότι είναι υιός του Θεού μπροστά σε όλο τον κόσμο. Προς τούτο χρησιμοποιεί ένα χωρίο από τους Ψαλμούς (90, 11-12): «Οι άγγελοι θα σε σηκώσουν στα χέρια και δεν θα σκοντάψει το πόδι σου σε πέτρα». Η ρήση αυτή θυμίζει τα λόγια του Ιησού για τον λίθο που αποδοκίμασαν οι οικοδομούντες και εγενήθη εις κεφαλήν γωνίας. «Πας ο πεσών επ’ εκείνον τον λίθον συνθλασθήσεται· εφ’ ο δ’ αν πέση, λικμίσει αυτόν» (Λουκ. 20, 17-18). Λόγος που συμπληρώνει τη ρήση του Ησαϊα (18, 16): «Ιδού εγώ εμβαλώ εις τα θεμέλια Σιών λίθον πολυτελή εκλεκτόν ακγογωνιαίον έντιμον εις τα θεμέλια αυτής, και ο πιστεύων επ’ αυτώ ου μη καταισχυνθή».  Για όσους πιστεύουν ο λίθος θα γίνει ασάλευτο θεμέλιο. Όσοι δεν πιστεύουν πέφτοντας πάνω του θα τσακιστούν.
Ο Ιησούς αρνείται να επιδείξει την θειότητά του στο θέατρο του κόσμου, απαντώντας πάλι με μια φράση του Δευτερονομίου (6, 16). Στο γεγονός στο οποίο κάνει μνεία το Δευτερονόμιο  αναφέρεται ο Ψαλμός  94 (7-11), και τον επαναλαμβάνει ο απόστολος Παύλος στην προς Εβραίους επιστολή (3,7-10). Είναι η ημέρα του «παραπικρασμού», του πειρασμού στην έρημο. Στην έρημο όπου οι Ιουδαίοι αμφισβήτησαν τον Θεό και τα έργα του, ο Ιησούς αποκρούει τον πειρασμό. Τα λόγια του διαβόλου αποτελούν μια προσβολή, μια λεκτική επίθεση, προκειμένου να βλαφτεί η ενδιάθετη θεία πνοή που ενυπάρχει σε κάθε άνθρωπο. Προτείνει στον Ιησού την πλατιά λεωφόρο όπου υποτίθεται πως κανένα εμπόδιο δεν θα υπάρξει στο δρόμο του.
Η στάση του Ιησού αποτελεί υπόδειγμα ταπεινοφροσύνης. Οι απαντήσεις του προέρχονται από την Παλαιά Διαθήκη, δεν ξεκινούν από δικές του ιδέες. Δεν στέκει απέναντι στον πειρασμό ως άτομο, έστω διακεκριμένο. Mπαίνει εξ ολοκλήρου στη θέση του ανθρώπου που συνδέεται με τον Θεό, δείχνοντας ταυτόχρονα και τη θεϊκή του προέλευση. Η θειότητα του Ιησού εκφράζεται δια της ταπεινοφροσύνης.
Να ακούσει κανείς τη φωνή του Χριστού σημαίνει να απεκδυθεί κάθε αίτημα ισχύος, όπως και κάθε ιδεολογικό προσανατολισμό. Ο Χριστός δεν ζητά να ακολουθήσουμε κάποιους κανόνες αλλά να ενωτιστούμε τους λόγους του. Αρνούμενος να τον ακούσει ο κόσμος σφυρηλατεί ένα πεπρωμένο αδυσώπητο, και κανένας θεός δεν θα είναι υπεύθυνος γι’ αυτό.  «Εάν υμείς μείνητε εν τω λόγω τω εμώ, αληθώς μαθηταί μου εστέ και γνώσεσθε την αλήθειαν, και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς» (Ιωάν. 8, 31-32). Η ελευθερία προέρχεται από την αλήθεια των λόγων του και δεν αποτελεί μια αφηρημένη έννοια, στην οποία ο καθένας μπορεί να δίνει όποιο περιεχόμενο θέλει.  Η αλήθεια τους μας ελευθερώνει από τα δεσμά που σφυρηλατεί η εκπληρωμένη ή ανεκπλήρωτη επιθυμία, δοκιμάζοντάς μας σ’ αυτό που είμαστε ή νομίζουμε πως είμαστε. 
«Και συντελέσας πάντα πειρασμόν ο διάβολος απέστη απ’ αυτού άχρι καιρού».
πηγή: antifono.gr, περιοδικό Επίγνωση, τ. 114