Αναζητώντας τον Θεό.
Εφηβεία: Βιώνοντας νέες πραγματικότητες σε κοινωνίες που αλλάζουν.
(Εισήγηση στο συνέδριο του γραφείου νεότητας της Αρχιεπισκοπής
της Αθήνας για την εφηβεία. 26 – 28 Ιανουαρίου 2007).



Όταν μιλά κανείς για την αναζήτηση του Θεού υπάρχει ένας πολύ μεγάλος κίνδυνος. Γιατί ο Θεός δεν εκβιάζεται και δεν γνωρίζεται παρά μόνον όταν κι ο Ίδιος το θελήσει. Αν λοιπόν ήθελα να πω κάτι αξιόλογο θα όφειλα να αφήσω τις σκέψεις μου κατά μέρος και να αφήσω τον Θεό να μιλήσει στην καρδιά μου. Κι εφ’ όσον δεν το κάνει, θα όφειλα να έχω την ειλικρίνεια να ομολογήσω πως δεν έχω τίποτα να πω γιατί, απλούστατα, δεν γνωρίζω τίποτα. Κι αυτή η ομολογία θα ήταν πολύ πιο γόνιμη από τις όποιες αυθαίρετες αποφάνσεις.



Το δυστύχημα όμως είναι ότι οι άνθρωποι που μιλούν ακατάσχετα γι’ αυτά τα θέματα, συνήθως δεν έχουν επίγνωση αυτής τους της άγνοιας και σκορπίζουν σύγχυση σε όσους έχουν την αφέλεια να τους εμπιστευτούν. Μιλούν για τον Θεό και τη Χάρη Του με μια ευκολία και μια επιπολαιότητα που με σοκάρει. Αυτό είναι που κατά τη γνώμη μου ονομάζουμε θρησκεία. Και το παρατηρούμε ακόμα και σε σημαντικές μορφές της Ιστορίας. Μου έρχεται στο μυαλό ο Αυγουστίνος, που ήταν ένας συμπαθής επίσκοπος του 4ου αιώνα του οποίου, όμως, οι «θεολογικοί» αυτοσχεδιασμοί αποτέλεσαν την αφετηρία της διολίσθησης της δυτικής εκκλησίας στον σκοταδισμό την περίοδο του Μεσαίωνα. Έναν σκοταδισμό που δεν άφησε και τους ορθοδόξους ανεπηρέαστους.

Γι’ αυτό και ενώ μιλάμε για την αναζήτηση του Θεού, νιώθω την ανάγκη να αναφερθώ πρώτα στον Μεσαιωνικό σκοταδισμό. Γιατί δεν θέλω να παράξω το δικό μου Μεσαίωνα όπως κάνουν και τόσοι άλλοι. Αλλά τι είναι ο σκοταδισμός στην ουσία του; Και πώς μας εμποδίζει στην πορεία μας προς τον Θεό; Θα δώσω μια παρομοίωση για να το αποσαφηνίσω. Αν κάποιος είναι ερωτευμένος, ενδέχεται να μην κοιμάται τα βράδια. Φανταστείτε λοιπόν πως έρχεται ένας τύπος και λέει: «Α, θέλω κι εγώ να ερωτευτώ. Τι πρέπει να κάνω;». Μέσα στην αφέλειά του, και μην έχοντας ζήσει την εμπειρία του έρωτα, διαβάζει για κάποιον που είχε όντως ερωτευτεί, εστιάζει στο εξωτερικό σύμπτωμα και συμπεραίνει: «Πρέπει να μη κοιμάμαι τα βράδια!». Αρχίζει λοιπόν να πίνει 10 εσπρέσσο κάθε βράδυ αναζητώντας τον αληθινό έρωτα ...κλεισμένος στο δωμάτιό του τις νύχτες, όντας εξουθενωμένος το πρωί στη δουλειά και ανίκανος να χαρεί τη ζωή του από την αϋπνία...

Σαν να μην έφτανε αυτό, κάποιοι φίλοι του, αποφασίζουν να βελτιώσουν τις μεθόδους του και βάζουν το μυαλό τους να δουλέψει: Εκτός από το να πίνουν καφέ τα βράδια, αρχίζουν να ακούν δυνατή μουσική τις νύχτες, να ζητούν από φίλους να τους καταβρέχουν όταν αποκοιμούνται και άλλα παρόμοια.

Ο στόχος, προφανώς, έχει παντελώς χαθεί.

Αυτοί οι ταλαίπωροι άνθρωποι βιώνουν έναν ιδιότυπο σκοταδισμό: Δεν γνωρίζουν τι είναι αυτό που αναζητούν. Μπορεί να νιώθουν μια ασφάλεια μέσα στην ομάδα τους και τις αλλόκοτες συνήθειές τους, αλλά είναι φανερό πως δεν έχουν καμία υποψία του ποιος ήταν ο αρχικός στόχος. Και θα ήταν προτιμότερο να μην είχαν ακούσει ποτέ γι' αυτόν, ώστε να μπορούσαν να χαρούν τουλάχιστον τη ζωή τους και να μην υποβάλλουν τον εαυτό τους σε αυτό το ιδιότυπο βασανιστήριο. Και ίσως καταφάσκοντας με αυτόν τον τρόπο τη ζωή, γνώριζαν και τον έρωτα και μάλιστα χωρίς να ξενυχτούν λόγω της καφεΐνης τα βράδια...

Η ειρωνεία είναι πως όταν κάποιος από αυτούς όντως ερωτευτεί και συνειδητοποιήσει πως όλα αυτά είναι μάταια κι ότι το νόημα βρίσκεται αλλού, οι άλλοι της ομάδας τον καταδιώκουν ως αιρετικό, αφού πλέον δεν τηρεί την παράδοση της σέκτας.

Το ίδιο συμβαίνει και με τον σφετερισμό του ονόματος του Θεού από τους εκάστοτε θρησκευτικούς ανθρώπους. Ο καθένας ας αντιληφθεί τις αναλογίες.

Αλλά αν όλα αυτά είναι θρησκεία, τι είναι αναζήτηση του Θεού;

Ως φυσικός επιστήμονας αλλά και έχοντας μελετήσει λίγο φιλοσοφία, έχω διαβάσει επανειλημμένως πως η μόνη δυνατότητα που έχουμε οι άνθρωποι για επαφή με τον έξω κόσμο είναι οι πέντε μας αισθήσεις (όραση, ακοή κ.τ.λ.). Οι άγιοι όμως μας μιλούν για προσευχή. Τι είναι η προσευχή; Είναι κάτι που το βλέπουμε ή το ακούμε; Ή είναι απλά μια συναισθηματική κατάσταση; Αυτό πιστεύουν μερικοί ψυχολόγοι. Κι έχουν δίκιο, με την έννοια ότι αυτό βιώνουμε ως προσευχή οι άνθρωποι, συνήθως. Κάποιοι άγιοι, όμως, μάς λένε ότι όταν είμαστε έτοιμοι, η αληθινή προσευχή γίνεται κάτι άλλο: Γίνεται η διόπτρα σε μια νέα πραγματικότητα. Μας λένε ότι ο άνθρωπος έχει και τη δυνατότητα της γνώσης του Θεού, της μετοχής στη χάρη Του. Το σώμα και τη ψυχή μας έχουν μια πρόσβαση στις Άκτιστες Ενέργειες Του. Κι οι άγιοι μας λένε ότι όποιος έχει ζήσει αυτήν την πραγματικότητα καταλαβαίνει ότι αυτό είναι το μεγαλύτερο, το ασύγκριτο Δώρο που μάς έχει δοθεί. Η αληθινή αναζήτηση του Θεού δεν είναι κάτι άλλο από την προσπάθεια να ανοίξουν τα μάτια της ψυχής και να ανοιχτούμε σε αυτό το Δώρο.

Για να το κάνω ακόμη σαφέστερο: Αν η επιστήμη κάποτε μας εξασφαλίσει αιώνια υγεία και ζωή και η τεχνολογία την ευημερία των ανθρώπων, όταν η τέχνη ακμάσει, το φυσικό περιβάλλον προστατευτεί, ακόμη κι αν όλοι οι άνθρωποι για κάποιο λόγο γίνουμε καλοί κι επομένως θα είναι περιττή μια θρησκεία που να περιστέλλει τις συνειδήσεις, αν δηλαδή υπερνικούσαμε κάθε πρόβλημα της ανθρωπότητας θα υπήρχε λόγος να αναζητάμε πλέον τον Θεό; Ή μήπως ο άνθρωπος έχοντας τη δυνατότητα να βρει την πληρότητα μόνος του δε θα Τον είχε πια ανάγκη; Θα απαντούσα ναι και στα δύο: Ναι. Δεν θα τον είχε ανάγκη. Αλλά και ναι: θα υπήρχε λόγος να Τον αναζητήσει. Γιατί υπάρχει μια Ελευθερία που δεν είναι απλά υπέρβαση ανάγκης. Που δεν είναι ελευθερία από κάτι: από τη φθορά, τη δυστυχία ή τον θάνατο. Υπάρχει μια Ελευθερία που είναι Δώρο του Θεού στον άνθρωπο και που μόνο όταν το ζήσει κανείς καταλαβαίνει την αξία του.

Ο π. Antony Bloom λέει ότι στα νιάτα του (κατά τα οποία ήταν άθεος) ζούσε ευτυχισμένος. Αλλά τού φαινόταν μια ευτυχία χωρίς νόημα κι είχε αποφασίσει ν’ αυτοκτονήσει αν μέσα σε κάποιο χρόνο δεν έβρισκε κάποιο νόημα στη ζωή. Το βρήκε τελικά στο πρόσωπο του Χριστού. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν πρέπει να επιδιώκουμε την ευτυχία, αλλά ότι ο Χριστός ήρθε να μας χαρίσει κάτι βαθύτερο κι από την ευτυχία!.. Η αληθινή Εκκλησία μάς καλεί σε μια (επι-) Κοινωνία που αγκαλιάζει τα πάντα. Και ο τελευταίος κόκκος άμμου της πιο ξεχασμένης παραλίας έχει αγαπηθεί από τον Θεό. Ο Θεός δεν υπόσχεται ευτυχία, αλλά μας καλεί σε μια τέτοια Αγάπη. Είναι κάτι πέρα από τη φύση του ανθρώπου.

Αυτή είναι η διδασκαλία της αληθινής Εκκλησίας και μια «εκκλησία» που δεν προσπαθεί να μεταγγίζει την Αγάπη αυτήν, έχει χάσει τον προσανατολισμό της.

Σε αυτήν την πορεία αναζήτησης, για μένα, τρομερό σκάνδαλο είναι τα ερωτήματα που με ξεπερνούν: Πώς ο Θεός της Αγάπης επιτρέπει τέτοιον πόνο μέσα στην ιστορία: από σκοταδισμό των θρησκειών μέχρι φρικαλεότητες του Άουσβιτς σε αθώους ανθρώπους; Πώς εγκατέλειψε τον Χριστό στο σταυρό; Όταν μπαίνω σε αυτές τις σκέψεις, η μόνη λογική απάντηση που βρίσκω είναι ότι ο Θεός δεν υπάρχει ή ότι δεν είναι Θεός αγάπης και μας έχει εγκαταλείψει. Αλλά αν θεωρήσω έγκυρη αυτή τη σκέψη, ίσως επαναλαμβάνω το λάθος του Αυγουστίνου: να ερμηνεύω πράγματα που με ξεπερνούν με τη λογική, εγκαινιάζοντας έτσι τον δικό μου σκοταδισμό. Ο π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ παρατηρεί ότι ενώ είχε κι αυτός τέτοια αναπάντητα και βασανιστικά ερωτήματα, όταν ένιωσε την Παρουσία του Θεού, τα ερωτήματα εξαφανίστηκαν. Κι είδε πως μέσα στον Θεό δεν υπάρχει τραγωδία. Αυτό δεν μπορώ να το καταλάβω βιωματικά μιας και δεν έχω τις δικές του εμπειρίες. Η μαρτυρία του όμως, με βοηθά να πιστεύω πως η αναζήτησή μου έχει νόημα. 

Αλλά μιας και το συνέδριό μας αφορά στην εφηβεία, θα ήθελα να μεταφερθώ λίγο και σ’ αυτήν: Στο φροντιστήριο που δουλεύω ως φυσικός, με αφορμή κοσμολογικά ερωτήματα, πιάνουμε καμιά φορά κουβέντα με τα παιδιά για την δημιουργία και το τέλος του κόσμου, την προέλευση του ανθρώπου, την ύπαρξη του Θεού και του νοήματος της ζωής. Κάποιες φορές τα ερωτήματα είναι τόσο κατακλυσμιαία που δυσκολεύομαι να επανέλθω στο μάθημα και την επίλυση εξισώσεων. Το ενδιαφέρον λοιπόν υπάρχει. Ωστόσο είμαι βέβαιος ότι ελάχιστα από αυτά τα παιδιά θα απευθύνονταν σε ένα κατηχητικό ή την θεσμική εκκλησία για να βρουν απαντήσεις.

Επειδή λοιπόν μου ζητήθηκε να αναφέρω σκέψεις για το πώς η εκκλησία θα μπορούσε να προσεγγίσει αυτά τα παιδιά, θα ήθελα να αντιστρέψω το ερώτημα: Aν αν η θεσμική εκκλησία είναι φορέας της Αλήθειας, γιατί δεν απευθύνουν αυθόρμητα τα παιδιά σε αυτήν τα ερωτήματά τους;

Κρίνοντας από την επαφή μου με τους μαθητές μου, με φίλους στο πανεπιστήμιο, με τους συνεργάτες σε ένα φοιτητικό περιοδικό που συμμετέχω ή και από ευρύτερες νεανικές παρέες, θα έλεγα ότι οι περισσότεροι νέοι, όταν νιώσουν την ανάγκη να αναζητήσουν τον Θεό, δεν θα στραφούν στην εκκλησία. Ίσως λίγοι στραφούν σε κάποιον ιερέα που τους εμπνέει ως πρόσωπο. Ίσως κάποιοι ανάψουν ένα κερί σε έναν ναό ή εξωκλήσι. Αλλά δεν περιμένουν από τη θεσμική εκκλησία να τους μιλήσει για τον αληθινό Θεό περισσότερο απ’ όσο θα περίμεναν από την υποθετική «ερωτική σέκτα της αϋπνίας» να τους μιλήσει για τον αληθινό έρωτα. Για τους περισσότερους, η θεσμική εκκλησία είναι ένα φολκλορικό φαινόμενο, ένας φορέας συντήρησης που σφετερίζεται το όνομα του Θεού χειραγωγώντας αφελείς συνειδήσεις. Και πιστεύουν πως τα όποια ετεροχρονισμένα ανοίγματα κάνει, τα κάνει για λόγους στράτευσης οπαδών κι όχι για να μοιραστεί μιαν Αλήθεια της οποίας είναι φορέας.

Θα μπορούσε να αποδώσει κανείς αυτά σε προκατάληψη της κοινωνίας. Αλλά από τα οκτώ χρόνια που ήμουν κατηχητής, μπορώ να πω με βεβαιότητα πως πάρα πολλοί αξιόλογοι άνθρωποι που περνούν από εκκλησιαστικούς χώρους, αποστασιοποιούνται τελικά. Για αυτούς δεν τίθεται θέμα προκατάληψης. Έζησαν τα πράγματα από μέσα.

Νομίζω, λοιπόν, πως πριν πάμε να μιλήσουμε στους έφηβους για τον Θεό και να βοηθήσουμε στην αναζήτησή τους, πρέπει να αναρωτηθούμε αν είμαστε φορείς του ευαγγελικού μηνύματος. Ο Χριστός μάς είχε προειδοποιήσει για «ποιμένες» που θα κηρύττουν και θα θαυματουργούν (!) στ’ όνομά Του αλλά θα εμποδίζουν τους ανθρώπους να Τον συναντήσουν. Μήπως είμαστε εμείς αυτοί οι «ποιμένες»;

Τολμάμε να φιλοσοφούμε για το Θεό με σχολαστικές αναλύσεις που δεν αγγίζουν κανέναν. Τον επικαλούμαστε για να «εξαγνίσουμε» προκαταλήψεις και νευρώσεις μας. Η πλειοψηφία της εκκλησιαστικής ηγεσίας παίζει στο όνομα του Θεού βλάσφημα παιχνίδια εξουσίας και εθνικισμού. Δεν έχει τα θεολογικά κριτήρια να μην ονομάζει «Ιερά παράδοση» τον συντηρητισμό της, ή Εκκλησία τον εαυτό της ["Νεκρός": αντί για το σύνολο του λαού, προφανώς]. Με την ευθύνη πιστών και πνευματικών, ακρωτηριάζονται άνθρωποι με τις απαγορεύσεις, τις στρεβλώσεις και τις ενοχές. Απαξιώνεται ο έρωτας και η σεξουαλικότητα που είναι τόσο κρίσιμα θέματα για την εφηβεία. Τα τελευταία χρόνια, ακόμη και η «Θεολογία του προσώπου» εκφυλίστηκε σε ξύλινο λόγο που εκφέρεται από ανέραστα χείλη.

Αυτή είναι η Εκκλησία του Θεού της Αγάπης και του τελευταίου κόκκου άμμου;

Ένα άλλο σύμπτωμα του σκοταδισμού είναι ότι διαχειρίζεται τους υπαρξιακούς φόβους των πιστών για να υποσκάπτει τη ζωή. Φαντασιώνεται έναν άυλο, «ανώτερο» κόσμο στον οποίο αυθυποβάλλεται ότι βρίσκει νόημα: Έναν κόσμο «καφεΐνης». Η εκκλησία δεν έχει ελευθερωθεί ακόμη από αυτό το κλίμα. Με αυτόν τον τρόπο υπονομεύει τη ζωή και ακρωτηριάζει τα εργαλεία που μας χάρισε ο Θεός για να Τον πλησιάσουμε. Γιατί δεν υπάρχει καμία κατάφαση, καμία αληθινή χαρά που θα μπορούσε να μην απευθύνεται στον Αληθινό Θεό ["Νεκρός": αληθινή χαρά - αλλά υπάρχουν και ψευδείς & νοσηρές "χαρές"]. Ο Θεός είναι σαν τον ουρανό που σκεπάζει όλη την πλάση: Δεν της αρνείται κάτι από τη φύση της, αλλά την σκέπει, την φωτίζει, της δίνει ελπίδα και νοηματοδοτεί κάθε της εκδήλωση. Πολλοί άγιοι που μιλούν για την επίσκεψη του Θεού, μαρτυρούν ότι το υλικό τους σώμα είναι δέκτης αυτής της Παρουσίας Του. Νιώθουν ότι το ίδιο τους το σώμα προσεύχεται.  
Θα ήθελα εδώ να παραθέσω ένα κείμενο μιας κοπέλας που περιγράφει πώς τα χρόνια της εφηβείας ήταν γι’ αυτήν ήταν ένα πέρασμα από το δικό της σκοταδισμό, από το δικό της προσωπικό ψεύδος (που βίωνε στο δημοτικό), στη ζωή.

«Η 1η γυμνασίου ήταν η πιο συμπλεγματική μου περίοδος ή μάλλον, λίγο πριν τη κατηφόρα. Άρχισα να μιλάω άσχημα... Χειρότερα από αλήτη, και είχα και επιβράβευση από πάνω. Όσο όμως οι δικοί μου με έβλεπαν να κάνω την προσευχή μου (έστω κι αν βαριόμουν θανατηφόρα την ώρα εκείνη) και δεν με άκουγαν να μιλώ άσχημα, όλα ήταν ΟΚ. Στη 2α γυμνασίου είπα, ή μάλλον ούρλιαξα μέσα μου: ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΕΔΩ; Hello! Ξύπνα! Έχεις:

-Πραγματικούς φίλους; Όχι…
-Αγάπη μέσα σου; Όχι…
-Συμπόνια; Όχι…
-Όνειρα; Όχι…
-ΠΡΟΣΩΠΟ; Όχι..!! Δεν είχα ΤΙΠΟΤΑ! Ανειλικρινής, ψεύτρα (περισσότερο προς τον εαυτό μου), επιπόλαια κενή… Τίποτα! Δεν είχα τίποτα μέσα μου, εκτός από ένα ερωτηματικό βουτηγμένο στην αηδία… Μετά το δημοτικό, όπου ήμουν κλεισμένη στον κόσμο μου, είχα βγει έξω από αυτόν, χωρίς να έχω ιδέα πού βρίσκομαι! Ήρθε η αντίδραση. Σταμάτησα να βρίζω, να φέρομαι άσχημα και άρχισα να ντύνομαι άνετα, όπως ήθελα εγώ... Ταυτόχρονα σταμάτησα να χαμογελώ ψεύτικα, να τρώω, να «προσεύχομαι»… Είχα, μέσα από μια αιματηρή περίοδο, που ήμουν το πιο μιασμένο και βρωμερό πλάσμα του κόσμου, χωρίς ελπίδα σωτηρίας, αρχίσει να βρίσκω τον εαυτό μου…
(…)
Κι έτσι πέρασε κι η τρίτη τάξη του γυμνασίου… Δημιουργικότατα. Άρχισα να γράφω, να δημιουργώ και να πρεσβεύω απόψεις και ιδέες στα κοινωνικά θέματα (χωρίς να παπαγαλίζω), να μαθαίνω, ν’ ακούω μουσική, ν’ ανακαλύπτω τις δυνατότητες του μυαλού και του σώματός μου.»
Διαβάζοντας αυτό το κείμενο, αναρωτιέμαι, αν η εκκλησία έχει φτάσει την δική της εφηβεία... Γιατί αυτή η ψυχολογική εξέλιξη αντανακλά και την πνευματική εξέλιξη και ενήλικων ανθρώπων στην αναζήτηση του Θεού:

Όπως η κοπέλα γκρέμισε πρώτα το κοσμοείδωλο της, πρώτα γκρεμίζει κανείς τα είδωλα του Θεού που του έχουν χτίσει ή που ο ίδιος έχει πλάσει στο μυαλό του. Αυτό εύκολα το λέμε αλλά σπανίως συμβαίνει. Το επισήμανε κι ο Ντοστογιέφσκι στον «Μεγάλο Ιεροεξεταστή» και πιστεύω πως κανείς μας δεν θα το καταφέρει ολοκληρωτικά.

Στο δεύτερο στάδιο μένει κανείς μετέωρος. Ο Θεός πέθανε και ο άνθρωπος καλείται να αντιμετωπίσει αυτό το κενό. Η τόλμη εδώ έγκειται στο να μην φτιάξει νέα είδωλα στη θέση των παλιών. Να έχει τα κότσια να αντιμετωπίσει το σκοτάδι, τον αγνωστικισμό. Θυμίζω εδώ τη φράση της κοπέλας: «Μετά το δημοτικό, όπου ήμουν κλεισμένη στον κόσμο μου, είχα βγει έξω από αυτόν, χωρίς να έχω ιδέα πού βρίσκομαι!». Τα πάντα επαναπροσδιορίζονται. Για πολλούς ανθρώπους αυτό είναι μια λυτρωτική εμπειρία. Γιατί «σκοτώνοντας» τον «Θεό» στον οποίο πίστευαν, ελευθερώνονται από την αλλοτρίωση που τους επέβαλε.

Από κει κι ύστερα (στο τρίτο στάδιο), δεν ξέρω αν υπάρχουν και πολλά που μπορούμε να κάνουμε, πέρα από το να έχουμε ταπείνωση, να καταφάσκουμε τη ζωή και να προσπαθούμε να αγαπάμε. Εναπόκειται στον (αληθινό) Θεό να απαντήσει. Και θα το κάνει αν και όταν το θελήσει...

Αυτή είναι η ακροβασία, η αβεβαιότητα της σχέσης, σε αντίθεση με τις βεβαιότητες και τις κατοχυρώσεις των θρησκειών: Όπως και σε μια ανθρώπινη σχέση, ο Άλλος είναι ελεύθερος να απουσιάσει, να σ’ αφήσει να παλέψεις μόνος σου, να σ’ αφήσει να πιστέψεις πως σε ξέχασε ή ακόμη πως δεν υπάρχει.

Αν στην ως τώρα ζωή μου, λοιπόν, δεν έχω βιώσει παρά ψήγματα, παρά νύξεις μιας Παρουσίας, πού έγκειται ο προσανατολισμός μου;

Θα έχετε ακούσει για τη θεωρία της «Μεγάλης Έκρηξης» για ο πώς δημιουργήθηκε ο Κόσμος. Πώς από έναν χώρο που δεν είναι μεγαλύτερος από την κεφαλή μιας καρφίτσας, ξεπήδησε όλο μας το Σύμπαν μέσα από μια ασύλληπτη «έκρηξη» ενέργειας και φωτός.

Σκεφτόμουν πρόσφατα πως αυτό στο οποίο ελπίζω είναι μια αντίστοιχη «Μεγάλη Έκπληξη» του Θεού της Αγάπης: Πως αν υπάρχει, ελπίζω σε Αυτόν κι όχι στην πενιχρή κι απερίγραπτα λειψή δική μου αναζήτηση. Δεν ελπίζω, λοιπόν, τόσο στη αναζήτηση του ανθρώπου προς τον Θεό, αλλά την αναζήτηση του Θεού προς τον άνθρωπο.. Θα έφτανα να πω πως πλέον έχω πάψει να Τον αναζητώ, όχι γιατί δεν Τον προσμένω, αλλά γιατί ξέρω πως η Παρουσία Του δεν είναι κάτι που περνά από το χέρι μου.

Ελπίζω πως για κάποιο λόγο επιλέγει τώρα να σιωπά. Ίσως μέσα από αυτήν τη σιωπή να μας ετοιμάζει να Τον γνωρίσουμε. Κι ότι παρά όλη μας την αναξιότητα, όλα μας τα σκοτάδια, θα έρθει η στιγμή που σαρώσει τα πάντα στο πέρασμά Του σε μια θάλασσα Ελέους, Φωτός και Αγάπης που δεν είμαστε σε θέση να υποψιαστούμε.

via