Ὁ Χριστιανός εἶναι ἕνας μικρός Χριστός ἐπάνω στήν γῆ. Ναί!

Ὁ Χριστιανός πρέπει νά εἶναι μιά σμικρογραφία τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως, ὅταν ἀποσπάσουμε μιά σταγόνα νεροῦ ἀπό τήν θάλασσα, ἔχουμε στά χέρια μας μία σμικρογραφία τῆς θαλάσσης, ἔτσι καί ὅταν ἀποσπάσουμε ἕναν Χριστιανό ἀπό τό μυστικό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἔχουμε μία σμικρογραφία Χριστοῦ...

 
Γιά νά εἶναι κάθε Χριστιανός ἕνας μικρός Χριστός, ὀφείλει νά ἀποκτήση νοῦ Χριστοῦ, μάτια Χριστοῦ, γλῶσσα Χριστοῦ, χέρια Χριστοῦ, καρδιά Χριστοῦ.

Νοῦ Χριστοῦ, πού νά εἶναι πάντα φωτεινός, πού νά μήν φιλοξενῆ σκέψι κακή, νά μήν σκέπτεται καί νά μήν σχεδιάζη τό κακό.

Μάτια Χριστοῦ, πού νά μήν βλέπουν τήν ματαιότητα τοῦ κόσμου, ἀλλά τήν αἰωνιότητα τοῦ οὐρανοῦ. Μάτια καθαρά, βλέμμα ἁγνό, γεμᾶτο συμπόνια καί καλωσύνη.

Γλῶσσα Χριστοῦ, πού νά ὑπηρετῆ τήν ἀλήθεια, νά ὑπερασπίζεται τήν δικαιοσύνη καί νά εἶναι ἄγρυπνος φρουρός τῶν δικαιωμάτων τοῦ Θεοῦ.

Χέρια Χριστοῦ, πού νά μήν διαπράττουν κλοπή, πού νά μήν παλαμίζουν τό Εὐαγγέλιο, νά μή χειροδικοῦν καί καθίστανται δολοφονικά.

Καρδιά Χριστοῦ, πού νά ἀγαπᾶ χωρίς ὑπολογισμούς. Μιά καρδιά πού νά χωροῦν ἀκόμη καί οἱ πλέον ἄσπονδοι ἐχθροί. Μιά καρδιά, πού νά μή σείεται ἀπ’ τό κακό, πού νά μήν πληγώνεται ἀπό τόν πονηρό· μιά καρδιά γεμάτη ἀπό θεϊκή ἀγάπη.

Αὐτός εἶναι ὁ Χριστιανός. Ναί, αὐτό θά πῆ Χριστιανός.




                 «Θυμάσαι τη μέρα που δανείστηκα
                 το καινούργιο σου αυτοκίνητο και το τρακάρισα;
                 Νόμισα πως θα με σκότωνες, μα δεν το έκανες.
                 Και θυμάσαι τη φορά που επέμενα να πάμε στη θάλασσα
                 κι εσύ έλεγες ότι θα βρέξει, και έβρεξε;
                 Νόμιζα πως θα μου ’λεγες «Στο είχα πει». Μα δεν το έκανες.
                 Θυμάσαι τη φορά που φλερτάρισα με όλους τους άντρες
                 για να σε κάνω να ζηλέψεις, και συ ζήλεψες;
                 Νόμισα πως θα με παρατούσες, μα δεν το έκανες.
                 Θυμάσαι τη φορά που λέρωσα την ταπετσαρία
                 του αυτοκινήτου σου με κρέμα φράουλα;
                 Νόμιζα πως θα με χτυπούσες, μα δεν το έκανες.
                 Και θυμάσαι τη φορά που ξέχασα να σου πω πως
                 ο χορός ήταν επίσημος και ήρθες με το μπλουτζίν;
                 Νόμιζα πως θα ’φευγες, αλλά δεν το έκανες.
                 Ναι, υπάρχουν χιλιάδες πράγματα που δεν τα έκανες.
                 Αλλά με δέχτηκες και μ’ αγάπησες και με προστάτεψες.
                 Υπήρχαν χιλιάδες πράγματα που ήθελα να σου ανταποδώσω
                 όταν θα γύριζες από την δουλειά, αλλά δε γύρισες».
via