Articles by "πίστη και γνώση"
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα πίστη και γνώση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Το ερώτημα για τη σχέση πίστεως και γνώσεως είναι πολύ παλιό. Από τα πρώτα κιόλας βήματά της η Εκκλησία το αντιμετώπισε σ’ αυτή ή σ’ εκείνη τη μορφή του. Και ήταν πολύ φυσικό να αναρωτιούνται οι άνθρωποι ποιά σχέση είχε η αποκάλυψη του Θεού, που αποκτούσαν με την πίστη, με τη γνώση τους για τον κόσμο και τον άνθρωπο που είχαν πριν προσχωρήσουν στο λαό του Θεού. Ήταν και η πίστη κατά κάποιο τρόπο μια νέα γνώση για το Θεό και τον άνθρωπο. Ποιά σχέση είχε με όσα γνώριζαν μέχρι τότε; Τί το καινούριο έδινε στον πιστό και μέχρι ποιά σημείο υποκαθιστούσε, αχρήστευε ή συμπλήρωνε την ανθρώπινη γνώση; Η αποκάλυψη απαιτούσε περαιτέρω πρόοδο των ανθρωπίνων προσπαθειών για γνώση ή μήπως συνδεόταν με μια παραίτηση από κάθε παραπέρα ενασχόληση με την έρευνα;


Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά δεν ήταν μονοσήμαντη ούτε πάντα ή ίδια. Η ζωή της Εκκλησίας παρουσιάζει στο σημείο αυτό όλες τις δυνατές απαντήσεις, ανάλογες με τις πολιτιστικές προϋποθέσεις και το βαθμό αφομοιώσεως του Ευαγγελίου από τους νέους πιστούς. Προσωπικές εμπειρίες, πολιτιστικό κλίμα και παιδεία έπαιξαν το ρόλο τους στη διαμόρφωση μιας απαντήσεως και στην πρακτική της στην καθημερινή ζωή των πιοτών.


Έτσι στη Κόρινθο, λίγο μετά την ίδρυση της Εκκλησίας, ο Απ. Παύλος αντιμετωπίζει στην Α’ επιστολή του προς την τοπική εκκλησία μια ομάδα χριστιανών που έδειχνε ολοφάνερη προτίμηση προς τη γνώση. Γι’ αυτούς η πίστη ήταν μια προβαθμίδα, που έπρεπε να ξεπεράσει ο άνθρωπος, για να φτάσει τελικά στη γνώση των μυστηρίων της πνευματικής ζωής­ και να γίνει έτσι τέλειος, πνευματικός. Την άποψη αυτή εκπροσωπούσαν και πρακτικά οι «γνωστικοί» της Κορίνθου, θεωρώντας τον εαυτό τους σπουδαίο και ξεχωριστό και υποτιμώντας τους άλλους, αυτούς που περιορίζονταν στην πίστη για να πετύχουν τη σωτηρία. Ο Απ. Παύλος φυσικά δεν μπορούσε να δεχτεί κάτι τέτοιο, γιατί και θεωρητικά ήταν εσφαλμένο και πρακτικά δημιουργούσε απαράδεκτους διαχωρισμούς στους κόλπους της κοινότητας, θυμίζει κατ’ επανάληψη στους Κορινθίους, πως «η γνώσις φυσιοί, η αγάπη οικοδομεί». Είναι χαρακτηριστικό, πως δεν αντιπαραθέτει στο φούσκωμα, στην αλαζονεία των «γνωστικών» την πίστη, αλλά τήν καθημερινή έκφραση της, την αγάπη, θέλει έτσι να δείξει πως δεν πρόκειται για  ένα θεωρητικό πρόβλημα, αλλά για μια επικίνδυνη πρακτική που μεταβάλλει την ίδια τη καρδιά του χριστιανισμού.


Οι απόψεις του Παύλου όμως δεν εμπόδισαν τον Β΄ και Γ΄ αιώνα πλήθος ανθρώπων να βαδίσει τον ίδιο σφαλερό δρόμο, με μεγαλύτερη μάλιστα επιμονή και φυσικά μεγαλύτερο ξεστράτισμα από την ευαγγελική οδό. Η αίρεση των γνωστικών πήρε το όνομά της από την εκτίμηση προς τη γνώση σαν οδό σωτηρίας, συνδυασμένη βέβαια με μια ολοκληρωτική μεταμόρφωση του χριστιανικού Ευαγγελίου. Η αποδοχή της γνώσεως ως της μόνης βαθμίδας πνευματικής τελειότητας, γρήγορα δημιούργησε κάστες μέσα στους κόλπους των γνωστικών. Έτσι άλλαξε ουσιαστικά ο χαρακτήρας του χριστιανισμού και οι γνωστικοί βρέθηκαν αυτόματα έξω από την Εκκλησία, αφού πηγή της διδασκαλίας τους είχαν τα δικά τους ανθρώπινα κατασκευάσματα και όχι την αποκάλυψη του Θεού εν Χριστώ. Η γνώση είχε καταπιεί τελείως την πίστη…


Τον ίδιο σφαλερό δρόμο ακολούθησαν και οι αιρετικοί της αρχαίας Εκκλησίας, ο Άρειος, ο Μακεδόνιος και οι υπόλοιποι. Δέχτηκαν βέβαια την αποκάλυψη του Θεού ως βάση της πίστεως, θέλησαν όμως να ερμηνεύσουν τη Γραφή με τα κριτήρια της φιλοσοφικής γνώσεως, όπως τα καταλάβαιναν αυτοί, αδιαφορώντας για την πίστη της Εκκλησίας όπως είχε διαμορφωθεί στο πέρασμα των αιώνων μέσα στην Παράδοσή της.

Και έτσι έκαμαν την υποκειμενική γνώση τους κριτήριο για την αλήθεια της πίστεως. Έβαλαν στη θέση του Ευαγγελίου τον ορθό λόγο μιας φιλοσοφικής σχολής, με αποτέλεσμα να φύγουν από την ορθή οδό.
Φυσικά δεν έλειψαν και οι διαμετρικά αντίθετες απόψεις. Άνθρωποι άγευστοι από φιλοσοφική παιδεία, με το ζήλο του νεοφώτιστου έσπευσαν να υποστηρίξουν μια ριζική λύση. Αρνήθηκαν κάθε σχέση ανάμεσα στην αποκάλυψη που εκφράζεται με την πίστη και στη γνώση που παρέχει στον άνθρωπο η εμπειρία και η λογική του. Απέρριψαν βιαστικά κάθε σχέση της πίστεως με τη φιλοσοφία, που άλλωστε ελάχιστα γνώριζαν. Έφτασαν έτσι σε σχήματα, που αν επικρατούσαν θα απομόνωναν τον χριστιανισμό από την ίδια τη ζωή. Γιατί πίστη ξεκομμένη από τις πνευματικές αναζητήσεις του ανθρώπου, δεν μπορεί να έχει πρόσβαση στις ανθρώπινες καρδιές και προπαντός απήχηση στους ηγέτες, σ’ αυτούς που στέκονται σαν παράδειγμα για τον κοινό άνθρωπο.


Η Εκκλησία όμως δεν παρασύρθηκε στο αδιέξοδο της φανατικής αρνήσεως, όπως δεν είχε αποδεχτεί ούτε τη μεταβολή της γνώσεως σε κριτήριο της ορθότητας της πίστεως. Και δεν απομακρύνθηκε από τη σωστή οδό, γιατί οι Πατέρες ήταν άγιοι και φωτισμένοι άνθρωποι, με μεγάλη παιδεία και γνήσιο ορθόδοξο αισθητήριο. Σπουδασμένοι στα καλύτερα σχολεία της εποχής, κάτοχοι της φιλοσοφίας όσο και της αγίας Γραφής, με γνώμονα την οικοδομή της Εκκλησίας στις ενέργειές τους, με κριτήριο την αποκάλυψη του Θεού στα μεγάλα θέματα και με στόχο την εξάπλωση του Ευαγγελίου, χρησιμοποίησαν τη γνώση για να περιχαρακώσουν την πίστη από τους αιρετικούς και την πίστη για να δώσουν σωστό προσανατολισμό στην ανθρώπινη γνώση. Ο άγιος Αθανάσιος, ο Γρηγόριος ο θεολόγος, ο Μ. Βασίλειος, ο Γρηγόριος Νύσσης, ήταν όλοι τους βαθειά μορφωμένοι άνθρωποι, κάτοχοι όχι μόνο της θεϊκής, αλλά και της ανθρώπινης σοφίας .Γι’ αυτό βρήκαν τη χρυσή τομή στο πρόβλημα: χρησιμοποίησαν τη γνώση για να υπερασπιστούν τη σωστή πίστη, για να τη συστηματοποιήσουν, για να την κάνουν προσιτή στον πνευματικό κόσμο της εποχής τους. Κι από την άλλη, με τη βαθειά πίστη τους μπόρεσαν να εντάξουν τη γνώση στην υπηρεσία της αγάπης, δείχνοντας έτσι το δρόμο σ’ όλους τους μεταγενέστερους χριστιανούς.


Δεν ακολουθήθηκε όμως πάντα η γραμμή των Πατέρων στην πορεία της Εκκλησίας. Στη Δύση κυρίως, που οι επιδρομές των βαρβάρων και η ιστορική πορεία στη συνέχεια διέκοψαν την ομαλή συνέχιση της πνευματικής προόδου, η καλλιέργεια των γραμμάτων ατόνησε και ο κόσμος πέρασε σε μια ταύτιση του παρελθόντος με το χριστιανικό θεολογικό σύστημα. Έτσι, όταν με την αναγέννηση πέρασε η Δύση σε μια νέα άνοδο της φιλοσοφίας και της επιστήμης, οι εκκλησιαστικοί ηγέτες δεν παρακολούθησαν την πρόοδο για πολλά χρόνια. Ξεκομμένοι οι ίδιοι από τα νέα πνευματικά ρεύματα και άμοιροι της νέας παιδείας, δεν μπόρεσαν να αφομοιώσουν τη νέα γνώση. Κι άρχισαν να την πολεμούν, στηριζόμενοι βασικά σε μια γνώση κληρονομημένη από το παρελθόν, που στα μάτια τους όμως είχε ταυτιστεί με την παράδοση της Εκκλησίας. Έτσι αυτόματα υποχρέωσαν τους άμοιρους θεολογικής παιδείας σοφούς της εποχής να πάρουν εχθρική στάση απέναντι στην Εκκλησία, αφού την έβλεπαν σαν τροχοπέδη της γνώσεως του άνθρωπου. Σ’ αυτή την άτυχη ιστορική αντίθεση βρίσκεται η ρίζα του κακού, που αν δεν σταματήσει, μπορεί να οδηγήσει στο μαράζωμα του δυτικού πολιτισμού, αφού του κόβει τις μεταφυσικές του ρίζες, το ίδιο το θεμέλιο της πνευματικής υποστάσεώς του.


Παρότι στην Ανατολή ποτέ η Εκκλησία δεν έφτασε σε τέτοιες ακρότητες, η ιστορική εξέλιξη του δικού μας χώρου, η τάση να μεταφέρονται άκριτα στο τόπο μας όλα όσα συμβαίνουν στη Δύση και η τελική σύνδεση των ακραίων θέσεων με κοινωνικοπολιτικές θεωρίες δημιούργησαν και σ’ εμάς ένα πρόβλημα ανύπαρκτο για όποιον γνωρίζει τη παράδοσή μας. Έτσι εξακολουθούν και σήμερα να εμφανίζονται άνθρωποι που υποστηρίζουν πως η πίστη είναι ασυμβίβαστη με τη γνώση, πως η γνώση θα καταστήσει τελικά άχρηστη την πίστη και άλλα ηχηρά παρόμοια. Πρόκειται για τον απόηχο μιας υπεραισιόδοξης εκδοχής ενός επιστημονισμού, που δεν υποστηρίζεται πια πουθενά σ’ αύτη την αφελή, απλοϊκή του μορφή. Γιατί σήμερα ξέρουμε όλο και περισσότερο τα όρια της δυνατότητάς μας για γνώση. Και πάνω απ’ όλα γνωρίζουμε πως τα μεγάλα ερωτήματα για τη ζωή δεν είναι δεμένα με την απάντησή μας στα επιμέρους επιστημονικά ερωτήματα. Ακόμη αρχίζουν να αναγνωρίζουν οι επιστήμονες τη θετική συμβολή της πίστεως στην εξήγηση του κόσμου, αφού η χριστιανική πίστη, πρώτη αυτή, έβγαλε μέσα από τον άνθρωπο όλες τις προλήψεις και δεισιδαιμονίες που ήταν ανασχετικός παράγοντας για την έρευνα του κόσμου, Και πάνω από όλα: η γνώση μπορεί να φτάσει μέχρις ένα σημείο, Από κει και πέρα αρχίζει μια νέα δουλειά, η δημιουργία μιας συνολικής εικόνας για τον κόσμο, τον άνθρωπο και την πορεία του. Η απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα δεν είναι πια γνώση, αλλά έκφραση πίστεως ή απιστίας. Η επένδυση μιας κοσμοθεωρίας με ψευτοεπιστημονικά επιχειρήματα δεν μπορεί να ξεγελάσει πια κανένα σήμερα. Γιατί είναι διαφανής ο ψευτοθρησκευτικός χαρακτήρας της, όσο και αν επικαλείται μεγάλα ονόματα. Η άρνηση της χριστιανικής πίστεως στο όνομα κάποιας γνώσεως είναι μια χονδροειδής άπατη, που δεν ξεγελά πια. Θα ήταν πιό έντιμο να αρνηθεί κανείς την πίστη στο όνομα της νέας πίστεώς του. Έτσι τουλάχιστο δεν θα κινδύνευε να χαρακτηριστεί ως ανειλικρινής…


Το σημείο όμως που φαίνεται πως η γνώση έχει τα όριά της και που αφήνει μόνη τη πίστη να συντροφεύσει τον άνθρωπο, είναι η αξιολόγηση των πράξεών του και η λήψη αποφάσεων που καθορίζουν τη σχέση του με τους συνανθρώπους. Εδώ φαίνεται πως η πορεία από τη γνώση στη πρακτική αξιολόγησή της και στην εφαρμογή της δεν εξαρτάται από μια άλλη γνώση, αλλά από μια βασική πίστη που έχει ο άνθρωπος διαμορφώσει από πριν και ανεξάρτητα από τη γνώση του. Η χρησιμοποίηση των αποκαλύψεων για πολεμικούς σκοπούς λ.χ. όπως και η ίδια η απόφαση για τον πόλεμο, αποτελούν ενέργειες της ηθικής βουλήσεως του ανθρώπου που ανάγονται σε έσχατη ανάλυση στη πίστη του για την αξία της ανθρώπινης ζωής και το σκοπό του ανθρώπου πάνω στη γη. Το ίδιο και στις διαπροσωπικές σχέσεις, η αντιμετώπιση του άλλου ως αδελφού ή ως εχθρού, ως μέσου για την ικανοποίηση του Εγώ μας ή ως αδελφού «δι’ ον Χριστός απέθανε», απηχεί τη βασική, πρωταρχική πίστη του ανθρώπου, που δεν μπορεί να υποκατασταθεί από κανενός είδους γνώση. Όπου μπαίνει στη μέση η ηθική απόφαση μετά από αξιολόγηση των πραγμάτων – κι αυτό συμβαίνει σ’ όλες τις μεγάλες στιγμές, ατομικές ή συλλογικές -αποφασίζει η πίστη του ανθρώπου, ενώ η γνώση του παρέχει μόνο τα μέσα για την υλοποίηση των αποφάσεών του.


Το συμπέρασμα μας είναι πολύ απλό και ξεκάθαρο: η γνώση δίνει στον άνθρωπο τα μέσα για τον εξανθρωπισμό της ζωής του, τις δυνατότητες να βρεθεί πιο κοντά στο συνάνθρωπο. Την απόφαση όμως για τη σωστή χρησιμοποίηση της γνώσεως την παίρνει κανείς με βάση τη πίστη του, τη βασική θεώρηση και αξιολόγηση της δικής του ζωής και της ζωής των άλλων. Η πίστη δεν υποκαθιστά τη γνώση στην εξήγηση του κόσμου, ούτε θέλει κάτι παρόμοιο. Δίνει όμως η πίστη πάντα το θεμέλιο για μια πραγματικά ανθρώπινη ζωή και συνύπαρξη των ανθρώπων στο κόσμο. Και στο σημείο αυτό είναι αναντικατάστατη, όπως είναι οι ρίζες του δέντρου…




(Βασ.Π.Στογιάννου,
 «Η Εκκλησία στην ιστορία και στο παρόν»)


via



Αναλύοντας την διδασκαλία του αγίου Ισαάκ του Σύρου σχετικά με τις τρεις γνώσεις, έχουμε υπ’ όψη τους λόγους του αγίου Πατρός ΞΒ’ – ΞΣΤ’ στο βιβλίο Ισαάκ Σύρου Ασκητικά (εκδ. Ρηγοπούλου 1977), στους οποίους κυρίως αναπτύσσεται η διδασκαλία του περί των τριών γνώσεων.

Κατ’ αρχάς κάνει ο άγιος Πατήρ την διάκριση μεταξύ της ανθρωπίνης γνώσεως και της πίστεως. Η ανθρώπινη γνώση έχει ως γνώρισμα ότι δεν πράττει τίποτε «εκτός εξετάσεως και ερεύνης», αλλά εξετάζει αν υπάρχη δυνατότης να γίνη αυτό που επιθυμεί και θέλει (σελ. 251). Δηλαδή στην ανθρώπινη γνώση υπάρχει πολλή λογική, και μάλιστα λειτουργεί η πεπτωκυΐα λογική, η οποία έχει αποστή των φυσικών όρων λειτουργίας, δηλαδή είναι η λογική που κυριαρχεί και του νοός. Η πίστη όμως ορίζεται διαφορετικά και εκεί φαίνεται κυρίως η μεγάλη διαφορά της από την ανθρώπινη γνώση και ακόμη η μεγάλη της αξία. Ο άγιος Ισαάκ, μιλώντας για την πίστη, λέγει ότι με την λέξη αυτή δεν εννοούμε την παραδοχή των δογματικών αληθειών γύρω από τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, και τα σχετικά με την ενανθρώπιση του Χριστού και την πρόσληψη της ανθρωπίνης φύσεως από το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, «ει και αυτή υψηλή εστι λίαν», αλλά κυρίως εννοούμε «την πίστιν την εκ του φωτός της χάριτος ανατέλλουσαν εν τη ψυχή», η οποία με την μαρτυρία της διανοίας στηρίζει την καρδιά για να είναι αδίστακτη στην πληροφορία της ελπίδος (σελ. 261). Η πνευματική αυτή πίστη δεν μαθαίνει με την ακοή τα μυστήρια, «αλλ’ εν τοις πνευματικοίς οφθαλμοίς τα μυστήρια τα κεκρυμμένα εν τη ψυχή, και τον κρυπτόν και θείον πλούτον, τον κεκρυμμένον εκ των οφθαλμών των υιών της σαρκός και αποκαλυπτόμενον εν τω πνεύματι τοις εν τη τραπέζη του Χριστού διαιτωμένοις εν τη αδολεσχία των νόμων αυτού...» (σελ. 261). Δηλαδή ενώ η ανθρώπινη γνώση αποκτάται με την ενέργεια της λογικής και με την ανθρώπινη αναζήτηση, η θεία γνώση αποκτάται με την πίστη. Και αυτή η πίστη είναι κυρίως εκείνη που ανατέλλει στην ψυχή από το Φως της Χάριτος, και με την δύναμη αυτή μαθαίνει ο άνθρωπος όλα εκείνα τα μυστήρια που είναι κρυμμένα από τους οφθαλμούς των σαρκικών ανθρώπων του αιώνος τούτου. Γι’ αυτό η «πίστις λεπτοτέρα της γνώσεως, καθώς η γνώσις των πραγμάτων των αισθητών» (σελ. 261). Όπως η ανθρώπινη γνώση είναι λεπτοτέρα των αισθητών πραγμάτων, έτσι και η πίστη, που είναι θεία γνώση, είναι λεπτοτέρα της ανθρωπίνης γνώσεως.

Ο άγιος Ισαάκ παρουσιάζει την διαφορά μεταξύ της ανθρωπίνης γνώσεως και της πίστεως. Η ανθρώπινη γνώση δεν μπορεί να μάθη χωρίς εξέταση, ενώ η πίστη «φρόνημα εν καθαρόν και απλούν επιζητεί το απέχον πάσης πανουργίας... ο οίκος της πίστεως έννοια νηπιώδης εστί, και καρδία απλή» (σελ. 251). Ενώ η ανθρώπινη γνώσης έχει κέντρο την λογική, η πίστη έχει κέντρο την απλή και απονήρευτη καρδιά. Η ανθρώπινη γνώση «όρος της φύσεώς εστι», ενώ η πίστη «υπέρ την φύσιν ενεργεί την εαυτής οδοιπορίαν» (σελ. 251). Δηλαδή η ανθρώπινη γνώση είναι καθαρά μια φυσική κατάσταση, λειτουργεί με φυσικούς όρους, ενώ η πίστη είναι υπερφυσική κατάσταση. Επίσης η ανθρώπινη γνώση δεν μπορεί να κατασκευάση τίποτε χωρίς την ύλη, δηλαδή κινείται σε υλικό κόσμο, ενώ η πίστη έχει εξουσία να δημιουργήση καινή κτίση, καθ’ ομοιότητα του Θεού (σελ. 251). Η ανθρώπινη γνώση δεν τολμά και δεν θέλει να υπερβή τους όρους της φύσεως, ενώ η πίστη «εν εξουσία διαβαίνει ταύτα» (σελ. 252). Αυτό αποδεικνύεται από την ζωή όλων των αγίων, οι οποίοι με την δύναμη της πίστεως «εις την φλόγα εισήλθον, και την δύναμιν την καυστικήν του πυρός εχαλίνωσαν, και αβλαβώς εν μέσω αυτής διέβαινον και επί νώτων της θαλάσσης, ως επί ξηράς εβάδισαν» (σελ. 252). Και όλα αυτά που κάνει η πίστη είναι υπέρ την φύσιν και αντίθετα με τους τρόπους της ανθρωπίνης γνώσεως. Η ανθρώπινη γνώση «φυλάττει τους όρους της φύσεως», ενώ η πίστη «υπεράνω της φύσεως διαβαίνει» (σελ. 252). Η ανθρώπινη γνώση ζητεί πάντοτε τρόπους «προς φυλακήν των κτωμένων αυτήν», δηλαδή λαμβάνει πάντοτε προφυλακτικά μέσα και επιδιώκει με ανθρώπινα μέσα να φυλάξη τον άνθρωπο. Η πίστη όμως αφήνεται εξ ολοκλήρου στον Θεό. «Ουδέποτε ε εν πίστει προσευχόμενος, εν τρόποις χρήται και αναστρέφεται» (σελ. 252). Η ανθρώπινη γνώση δεν αρχίζει ένα έργο, αν από την αρχή δεν εξετάση το τέλος αυτού του έργου, ενώ η πίστη λέγει «πάντα δυνατά τω πιστεύοντι. Αδυνατεί γαρ ουδέν τω Θεώ» (σελ. 253).

Βέβαια κατά τον άγιο Ισαάκ τον Σύρο, δεν είναι κατηγορήσιμη η ανθρώπινη γνώση, αλλά η πίστη είναι ανωτέρα της γνώσεως. «Ουχί ψεκτή εστιν η γνώσις, αλλ’ η πίστις υψηλοτέρα αυτής εστί» (σελ. 254). Η γνώση τελειούται «εν τη πίστει», αφού «η γνώσις βαθμίς εστι, δι’ ης ανέρχεταί τις εις το ύψος της πίστεως» (σελ. 254). Όταν έλθη η πίστη, τότε καταργείται το επί μέρους. Τότε «εν τη πίστει ημών μανθάνομεν εκείνα τα ακατάληπτα, και ουκ εν τη εξετάσει και τη δυνάμει της γνώσεως» (σελ. 254). Όλα τα έργα της δικαιοσύνης που είναι οι αρετές, δηλαδή η νηστεία, η ελεημοσύνη, η αγρυπνία, ο αγιασμός και όλα τα «λοιπά τα δια του σώματος ενεργούμενα» και όλα εκείνα που εκτελούνται στην ψυχή, δηλαδή η αγάπη προς τον πλησίον, η ταπεινοφροσύνη της καρδίας, η συγχώρηση «των επταισμένων», η ενθύμηση των αγαθών, η εξέταση των μυστηρίων που είναι κεκαλυμμένα στις Γραφές, η αδολεσχία της διανοίας στα καλύτερα έργα, η φύλαξη των όρων των παθών της ψυχής και όλες οι άλλες αρετές, «ταύτα πάντα χρήζουσι της γνώσεως». Η γνώση «φυλάττει αυτά, και διδάσκει την τάξιν αυτών». Και όλα αυτά είναι βαθμίδες δια των οποίων ανέρχεται η ψυχή «εις το ύψος το ανώτερον της πίστεως». Αλλά όμως «η πολιτεία της πίστεως υπέρ την αρετήν εστι, και η εργασία αυτής ουκ έργα εστίν, αλλά ανάπαυσις τελεία, και παράκλησις, και εν καρδία, και εν ταις της ψυχής τελειούται» (σελ. 254-255).

Με όλα αυτά φαίνεται ότι, κατά την διδασκαλία του αγίου Ισαάκ και όλων των αγίων Πατέρων, η πίστη είναι ανωτέρα της ανθρωπίνης γνώσεως, και αυτής ακόμη της γνώσεως που αποκτά κανείς με την εξάσκηση της αρετής, γιατί η πίστη είναι μια χαρισματική κατάσταση, κοινωνία με τον Θεό, είναι «νόησις και όρασις καρδίας», είναι η ζωή που αναπτύσσεται στην ψυχή με την έλευση του Φωτός της θείας Χάριτος. Θα δούμε στην συνέχεια, στην διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, αυτήν την γνώση του Θεού, που είναι κυρίως «κοινωνία εν τη υπάρξει», που είναι κοινωνία και ένωση του ανθρώπου με τον Θεό. Γι’ αυτό αυτή η γνώση του Θεού είναι ανωτέρα από κάθε ανθρώπινη γνώση και ακόμη από αυτήν την γνώση που αποκτούμε με την εξάσκηση των αρετών, αφού τότε βρίσκουμε αυτόν τον Ίδιο τον Χριστό, που κρύπτεται στο βάθος των εντολών.

Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος κάνει λόγο για τις τρεις γνώσεις. Νομίζω πως είναι καλό στην συνέχεια να δούμε την διαφορά των τριών γνώσεων, γιατί πιστεύω ότι έτσι θα φανή η διαφορά της Ορθοδόξου Παραδόσεως από την ανθρώπινη πολιτιστική παράδοση, θα φανή η διαφορά της θείας γνώσεως από την ανθρώπινη γνώση.

Υπάρχουν τρεις νοητοί τρόποι δια των οποίων η γνώση αναβαίνει και καταβαίνει. Οι τρόποι αυτοί είναι το σώμα, η ψυχή και το πνεύμα (σελ. 255). Βέβαια όταν οι άγιοι Πατέρες μιλούν για το σώμα, την ψυχή και το πνεύμα, δεν εννοούν το τρισύνθετο του ανθρώπου, αλλά με την λέξη πνεύμα εννοούν το χάρισμα, δηλαδή την θεία Χάρη που χαριτώνει την ψυχή του ανθρώπου. Χωρίς την Χάρη του Θεού ο άνθρωπος λέγεται ψυχικός ή σαρκικός, ενώ με την ύπαρξη της Χάριτος λέγεται πνευματικός. Και ενώ η φύση της γνώσεως είναι μία, εν τούτοις λεπτύνεται και αλλάσσει τους τρόπους της ανάλογα με τους τόπους αυτούς τους νοητούς και αισθητούς: «Και ει μία εστιν η γνώσις εν τη φύσει αυτής, αλλά προς τας χώρας ταύτας των νοητών και των αισθητών, και λεπτύνεται, και επαλλάττει τους τρόπους αυτής, και τας εργασίας των νοημάτων αυτής» (σελ. 255). Έτσι όπως υπάρχουν τρεις αισθητοί και νοητοί τρόποι, σώμα, ψυχή και πνεύμα, έτσι υπάρχουν και τρεις γνώσεις, η σωματική, η ψυχική και η πνευματική. Ανάλογα με ποια γνώση κατέχει ο άνθρωπος, δείχνει την πνευματική του πρόοδο και την πνευματική του κατάσταση. Ακόμη ανάλογα σε ποια γνώση βρίσκεται φανερώνει την κάθαρση και την θεραπεία του. Ο ψυχικά άρρωστος κατέχει την σωματική γνώση, ενώ ο θεραπευόμενος κατέχει την ψυχική γνώση και ο θεραπευθείς κατέχει την πνευματική γνώση και γνωρίζει τα μυστήρια του Πνεύματος, που για τον σαρκικό άνθρωπο είναι άγνωστα και ακατάληπτα.

Η πρώτη γνώση αποκτάται με την διαρκή μελέτη και την σπουδή της μαθήσεως, η Δευτέρα γνώση προέρχεται από την καθαρά και αγαθή πολιτεία του ανθρώπου και από την πίστη της διανοίας και η Τρίτη γνώση «τη πίστει και μόνη κεκλήρωται. Διότι εν αυτή καταργείται η γνώσις, και τα έργα περαίωσιν λαμβάνει, και αι αισθήσεις γίνονται περισσαί εις χρείαν» (σελ. 263).

Ας δούμε αναλυτικότερα, με βάση την διδασκαλία του αγίου Ισαάκ του Σύρου, τις τρεις αυτές γνώσεις, που δείχνουν ή την ψυχική ασθένεια ή την θεραπεία του ανθρώπου.

Η Πρώτη γνώση δηλαδή η σωματική. Χαρακτηριστικά στοιχεία της ανθρωπίνης γνώσεως που συνδέεται με την σαρκική επιθυμία είναι ο πλούτος, η κενοδοξία, η κόσμηση, η ανάπαυση του σώματος, η σπουδή της λογικής σοφίας, που αρμόζει στην διοίκηση του κόσμου τούτου, και που εφευρίσκει τις ανανεώσεις των ευρέσεων και των τεχνών και των μαθήσεων (σελ. 256). Η γνώση αυτή είναι αντίθετη με την πίστη, όπως αναπτύξαμε προηγουμένως, διότι νομίζει πως «τη εαυτής προνοία τα πάντα είναι» (σελ. 256). Η σοφία και η γνώση των πραγμάτων αυτού του κόσμου, όταν δεν υπάρχη η ψυχική και πνευματική γνώση, είναι μάταια και δημιουργεί πολλά προβλήματα στον άνθρωπο. Αυτή η γνώση είναι ψιλή, απλή γνώση, γιατί είναι»γυμνή πάσης θείας μερίμνης» (σελ. 256). Η μέριμνα αφορά μόνο τον κόσμο τούτο και επειδή εξουσιάζεται από το σώμα, γι’ αυτό «αδυναμίαν άλογον εισφέρει κατά της διανοίας» (σελ. 256).

Οι περισσότεροι άνθρωποι της εποχής μας, αθεράπευτοι ψυχικώς, κατέχουν αυτήν την γνώση και αυτήν καλλιεργούν διαρκώς. Εδώ βρίσκεται όλος ο σύγχρονος πολιτισμός, που δημιουργεί πολλές ψυχικές και σωματικές ανωμαλίες. Διότι αυτή η μονομέρεια της γνώσεως δημιουργεί πολλά προβλήματα. Να πως τα περιγράφει ο άγιος Ισαάκ. Τον άνθρωπο αυτής της σωματικής γνώσεως τον κατέχει η μικροψυχία, η λύπη και η απόγνωση, ο φόβος των δαιμόνων, η δειλία από τους ανθρώπους, η φήμη περί των ληστών, οι ακοές των θανάτων, η φροντίδα των νοσημάτων, η μέριμνα της πτωχείας και της ανάγκης της αποκτήσεως, ο φόβος του θανάτου και ο φόβος των παθών και των πονηρών θηρίων και πολλά άλλα που συμβαίνουν στην θάλασσα της παρούσης ζωής (σελ. 256-257). Ο άνθρωπος που κατέχει αυτήν την γνώση, την ανθρώπινη και σωματική, δεν γνωρίζει να εγκαταλείπη τον εαυτό του στο έλεος του Θεού, αλλά προσπαθεί με τους δικούς του τρόπους να λύση τα διάφορα προβλήματα. Όταν όμως αδυνατή να δώση λύσεις, από διάφορες αιτίες, τότε «μάχεται μετά των ανθρώπων των εμποδιζόντων αυτήν, και εναντιουμένων αυτή» (σελ. 257). Διαπληκτίζεται με τους ανθρώπους, γιατί γίνονται εμπόδια στην κατοχή των αγαθών της σαρκικής γνώσεως.

Η σωματική αυτή γνώση, η μέριμνα του κόσμου τούτου, εκριζώνει τελείως την αγάπη. Κάνει τον άνθρωπο να εξετάζη τα μικρά αμαρτήματα και σφάλματα των άλλων ανθρώπων, τις αιτίες και τις ασθένειες αυτών, τον κάνει να δογματίζη και να εναντιούται στους λόγους των άλλων, να πονηρεύεται σε όλα τα έργα του, και να ασχολήται με τους τρόπους που καθυβρίζουν τον άνθρωπο. Σ’ αυτήν την γνώση υπάρχει φυσίωση και υπερηφάνεια (σελ. 257).

Βλέπουμε καθαρά ότι αυτή η σωματική γνώση είναι γνώση του συγχρόνου πολιτισμού. Ο άγιος Ισαάκ με ενόραση προφητική παρουσιάζει τις αιτίες και ασχολίες αυτού του σαρκικού ανθρώπου, περιγράφει την αγωνία και το άγχος του, ακόμη παρουσιάζει τα φρικτά αποτελέσματα αυτής της σαρκικής γνώσεως. Η διατάραξη των διαπροσωπικών σχέσεων, η έλλειψη της αγάπης, η ισχυρογνωμοσύνη και η πονηρία σε όλες της ενέργειες είναι εκείνα που προσδιορίζουν τον σύγχρονο άνθρωπο, τον ψυχικά αθεράπευτο, τον μακράν του Θεού ευρισκόμενο.

Η Δευτέρα γνώση, δηλαδή η ψυχική. Όταν ο άνθρωπος εγκαταλείψη την πρώτη, την σωματική και σαρκική γνώση, και στραφή στις επιθυμίες και τους διαλογισμούς της ψυχής, τότε ακολουθούν όλα τα καλά έργα της ψυχικής γνώσεως. Αυτά είναι η νηστεία, η ευχή, η ελεημοσύνη, η ανάγνωση των θείων Γραφών, οι τρόποι της αρετής, η πάλη προς τα πάθη κ.λ.π. (σελ. 258). Όλα αυτά τα έργα τα τελειοί το Πνεύμα το Άγιο. Δεν γίνονται απλώς με την δύναμη του ανθρώπου, αλλά με την συνέργεια του ανθρώπου και της δυνάμεως του Παναγίου Πνεύματος. Υπάρχει διαβάθμιση στην απόκτηση της γνώσεως. Η Δευτέρα γνώση τελειούται «ότε θήσει (ο άνθρωπος) το θεμέλιον της εργασίας αυτής εν τη ησυχία τη εκ των ανθρώπων, και εν τη αναγνώσει των γραφών, και τη ευχή» (σελ. 259). Δηλαδή ο κάτοχος αυτής της ψυχικής γνώσεως διάγει ησυχαστικά, με όλη την σημασία που περιγράψαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο, προσεύχεται αδιάλειπτα προς τον Θεό, και μελετά την Γραφή μέσα σ’ αυτήν την ιερά ατμόσφαιρα της ησυχίας, με σκοπό να τρέφη την ψυχή του και όχι να μαθαίνη από περιέργεια τους λόγους του Θεού. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν οι άνθρωποι εκείνοι που θεραπεύονται από τα ψυχικά έλκη και τα τραύματα της ψυχής. Αυτή η θεραπεία προσφέρει μια γνώση, η οποία μπορεί να πη κανείς είναι προστάδιο και προθάλαμος της άλλης εκείνης πνευματικής γνώσεως, που θα προσπορίση η έλευση της Χάριτος του Θεού στην καρδιά του ανθρώπου.

Η Τρίτη γνώση, δηλαδή η πνευματική. Όταν η γνώση του ανθρώπου υψωθή στα γήϊνα και από την μέριμνα της εργασίας αυτών και αρχίση να βλέπη τους διαλογισμούς «εν τοις κεκαλυμμένοις έσωθεν των οφθαλμών» και καταφρονήση όλα τα πράγματα «εξ ων η σκολιότης των παθών γίνεται» και υψώση τον εαυτόν της άνω στην μέριμνα του μέλλοντος αιώνος, στις επιθυμίες των επηγγελμένων αγαθών και στην εξέταση των κρυπτών μυστηρίων, «τότε αύτη η πίστις καταπίνει ταύτην την γνώσιν, και στρέφεται, και τίκτει αυτήν εξ αρχής, (ως γένεσθαι αυτήν εξ αρχής), ως γενέσθαι αυτήν όλην εξ όλου πνεύμα» (σελ. 259).

Τότε μπορεί να πετάξη στους τόπους των ασωμάτων αγγέλων και γνωρίζει τα μυστήρια τα πνευματικά, τις κυβερνήσεις των νοητών και αισθητών, δηλαδή γνωρίζει τους λόγους των όντων, τότε ξυπνούν οι εσωτερικές αισθήσεις και δέχεται η ψυχή την ανάσταση που διαβεβαιοί την ανάσταση την μελλοντική των ανθρώπων. Γράφει χαρακτηριστικά ο άγιος Ισαάκ, ο οποίος απέκτησε αυτήν την πνευματική γνώση, που είναι η βίωση της πίστεως: «Τότε δύναται πετασθήναι εν ταις χώραις των ασωμάτων πτέρυξι και άψασθαι του βάθους της θαλάσσης της αναφούς, διανοούσα τας θείας και θαυμαστάς κυβερνήσεις, τας εν ταις φύσεσι των νοητών και αισθητών, και εξετάζει τα μυστήρια τα πνευματικά, τα εν διανοία απλή και λεπτή καταλαμβανόμενα. Τότε αι αισθήσεις αι έσω εξυπνίζονται εις εργασίαν του πνεύματος, κατά την τάξιν την γινομένην εν εκείνη τη διαγωγή της αθανασίας και της αφθαρσίας. Διότι την ανάστασιν την νοητήν, ως εν μυστηρίω, εκ των ώδε εδέξατο, προς μαρτυρίαν αληθινήν της ανακαινίσεως των πάντων» (σελ. 259-260).

Αυτήν την γνώση απέκτησαν όλοι οι άγιοι του Θεού, όπως ο Μωϋσής, ο Δαβίδ, ο Ησαΐας, ο Απόστολος Πέτρος, ο Απόστολος Παύλος και όλοι οι άγιοι που αξιώθηκαν αυτής της τελείας γνώσεως, «κατά το μέτρον της ανθρωπίνης φύσεως» (σελ. 257). Η γνώση αυτή στην πραγματικότητα είναι γνώση που προέρχεται από την θεωρία του Θεού και του ακτίστου Φωτός, από τις θείες αποκαλύψεις, όπως λέγει ο άγιος Ισαάκ, «εκ των παρηλλαγμένων θεωριών, και των αποκαλύψεων των θείων, και εκ της θεωρίας της υψηλής των πνευματικών, και εκ των αρρήτων μυστηρίων...» (σελ. 257). Τότε η γνώση καταπίνεται από αυτές τις θεωρίες και ο άνθρωπος αισθάνεται τον εαυτό του γη και σποδόν (σελ. 257), αποκτά την μακαρία κατάσταση της ταπεινοφροσύνης και της απλότητος. Έτσι η πνευματική γνώση, δηλαδή η γνώση του Θεού, είναι καρπός θεωρίας του Θεού, που απολαμβάνει εκείνος ο άνθρωπος που προοδευτικά ανήλθε από την σαρκική γνώση στην ψυχική και από την ψυχική στην πνευματική γνώση.

Συνοπτικά μπορεί κανείς να πη ότι η πρώτη γνώση ψυχραίνει την ψυχή, «εκ των έργων του δρόμου οπίσω του Θεού». Η δευτέρα γνώση θερμαίνει την ψυχή στον ταχύ δρόμο «τοις εν τω βαθμώ της πίστεως». Η τρίτη γνώση είναι ανάπαυση, «όπερ εστί τύπος του μέλλοντος, εν τη αδολεσχία μόνη της διανοίας τρυφώσα εν τοις μυστηρίοις των μελλόντων» (σελ. 260).

Αυτή η ανάπτυξη της διδασκαλίας του αγίου Ισαάκ έχει μεγάλη σημασία για το θέμα το οποίο αναπτύσσουμε για τον εξής λόγο. Στην αρχή του βιβλίου αναφέραμε ότι οι άνθρωποι μέσα στην Εκκλησία δεν χωρίζονται σε καλούς και κακούς ή ηθικούς και ανηθίκους, με κριτήρια μιας ανθρωπίνης ηθικής, αλλά σε ψυχικά αρρώστους, σε θεραπευομένους και θεραπευθέντας. Ακριβώς αυτές οι τρεις κατηγορίες αντιστοιχούν στις τρεις γνώσεις. Οι ψυχικά άρρωστοι είναι άνθρωποι της σαρκικής, κοσμικής γνώσεως, οι θεραπευόμενοι είναι εκείνοι που αποκτούν, σε διαφόρους βαθμούς, την ψυχική σοφία και γνώση, και οι θεραπευθέντες, που είναι οι άγιοι του Θεού, είναι εκείνοι που κατέχουν την πνευματική γνώση, την αληθινή γνώση του Θεού. Οι περισσότεροι άνθρωποι της εποχής μας, που είναι ψυχικά άρρωστοι, αφού αγνοούν τελείως τι είναι νους και καρδία, βρίσκονται στην πρώτη γνώση, την λεγομένη σωματική, σαρκική. Άλλοι ανήκουν στην δευτέρα γνώση, αφού αγωνίζονται, με όλη την ασκητική μέθοδο που διαθέτει η Ορθόδοξη Εκκλησία, να θεραπευθούν, και οι άγιοι, που και σήμερα υπάρχουν, ανήκουν στην τρίτη γνώση, αφού θεραπεύθηκαν από τις ασθένειες και έτσι απέκτησαν την γνώση του Θεού.
 


 

κατά τον Άγιο Ισαάκ τον Σύρο 
Σεβ. Ιεροθέου Βλάχου
via

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

Εγώ βλέπω επτά αιτίες πού κάνουν την πίστη μας να εξασθενεί και να πεθαίνει.
Πρώτη αιτία είναι ή εξοικείωση μας με τον κόσμο αυτόν και με τη ζωή μας. Συνηθίσαμε τόσο τον κόσμο Όσο και τη ζωή μας και δε μάς κάνουν εντύπωση. Μέχρι τη στιγμή πού ό κόσμος μάς φαίνεται καινούργιος κι ασυνήθιστος, ή πίστη μας στο Θεό είναι ισχυρή. Από τη στιγμή πού ό κόσμος μάς φανεί παλιός, έχουμε εξοικειωθεί μαζί του, ή πίστη μας σβήνει. Όσο περισσότερα βιώνουμε, τόσο περισσότερο εξοικειωνόμαστε με τον κόσμο. Κι όσο περισσότερο εξοικειωνόμαστε μαζί του, τόσο περισσότερο απομακρυνόμαστε από τη φοβερή και θαυμαστή εντύπωση πού μας προκαλούσε ως τότε.


Όποιος ανεβεί για πρώτη φορά στις Άλπεις, μένει έκθαμβος από τη μοναδική κι απροσδόκητη θέα. Όποιος όμως ζήσει δέκα χρόνια εκεί, ή αλπική θέα όχι μόνο δεν τον εντυπωσιάζει, αλλά Ίσως του φαίνεται και βαρετή, πληκτική. Ό αστρονόμος πού μαθαίνει για πρώτη φορά πόσο μεγάλα είναι τ' αστέρια και πόσο τεράστιο είναι το πλήθος τους, πόση ή απόσταση πού χωρίζει το ένα από το άλλο και πόσο αλάθητη κι ακριβής είναι ή πορεία τους, μεθάει από τον ενθουσιασμό. Αν όμως συνεχίσει να τα βλέπει όλ' αυτά με τα τέλεια όργανα του για μια σειρά ετών, όλα θα του φαίνονται συνηθισμένα και δε θα τον εντυπωσιάζουν. Από τον αρχικό εντυπωσιασμό του δε θα μείνει ούτε σκιά. 

Αν εμείς βλέπουμε για πολύ μεγάλο διάστημα το θέατρο αυτού του κόσμου, είναι δυνατό αυτή ή ασυνήθιστη και πλούσια παράσταση να έχει για μας το ίδιο ζωντανό ενδιαφέρον ως το τέλος; Όταν ζούμε πάρα πολύ, δε γίνεται παρά ν' αρχίσουμε να χασμουριόμαστε από την πλήξη. Από πλήξη χασμουριόντουσαν οι άνθρωποι και στην κορυφή των Άλπεων και στον κόλπο της Νεάπολης και κάτω από τον έναστρο ουρανό της Ινδίας. Όπου όμως εισχωρήσει ή πλήξη, από εκεί θ' αναχωρήσει ή πίστη στο θεό. Κι απ' όπου αναχωρεί ή πίστη στο θεό, από εκεί θ' απομακρυνθεί κι ή γαλήνη της ψυχής.

Όσοι έχουν συνηθίσει αυτή τη ζωή μοιάζουν με απλοϊκούς ανθρώπους, άξεστους, πού κάθονται σε βασιλικό τραπέζι. Κανένας τους δεν αγνοεί πώς μαζί τους βρίσκεται κι ό βασιλιάς, πώς το τραπέζι αυτό είναι γεμάτο βασιλική μεγαλοπρέπεια. Κάθονται κι αρχίζουν να τρώνε και να πίνουν ανέμελοι. Από τα ωραία φαγητά και τα ποτά όμως θολώνει ό νους τους. Έτσι χάνουν και το βασιλιά και τη βασιλική μεγαλοπρέπεια του τραπεζίου. 

Μετά αρχίζουν ν' αρπάζουν τα φαγητά και τα ποτά, να σπρώχνονται μεταξύ τους, ν' αλληλοσυγκρούονται, ν' ανακατεύουν τα φαγητά, να τα πετάνε, να φωνάζουν και να μαλώνουν πώς το τραπέζι είναι δικό τους, πώς τούς ανήκει ή πρώτη θέση. Στο τέλος κουράζονται και τούς πιάνει το χασμουρητό. Ή φιλοξενία στο βασιλικό παλάτι τούς φαίνεται βαρετή, κρατάει πάρα πολύ. Παραπονιούνται, γκρινιάζουν, απελπίζονται. Ή βασιλική τράπεζα καταλήγει σε άντρο ληστών κι υστέρα σε στάβλο. Στο τέλος όλα γι' αυτούς θα χάσουν το βασιλικό χαρακτήρα τους. Ή άξεστη απλοϊκότητα θ' απλωθεί παντού. 

Θα θριαμβεύσει στις σκέψεις, στα λόγια και στα έργα των καλεσμένων. Ό βασιλιάς στέκεται στη θέση του, δίπλα τους, τα παρατηρεί όλα και δίνει εντολή να γεμίζει συνέχεια ή τράπεζα. Ή ευλαβική ψυχή νιώθει την παρουσία του   βασιλιά και ντρέπεται για   τη συμπεριφορά των απλοϊκών αδελφών της. Ή ευλαβική ψυχή τον κόσμο αυτόν τον νιώθει πάντα σαν τον πιο φοβερό και ιερό ναό. Κι όσο περισσότερο ή ίδια βρίσκεται μέσα στο ναό, ό ναός όχι μόνο δε χάνει από την αξία του και δεν υποβαθμίζεται, άλλ' αντίθετα μεγεθύνεται το ασυνήθιστο και φοβερό μεγαλείο του.





Δεύτερη αιτία αποδυνάμωσης και νέκρωσης της πίστης μέσα μας είναι ό υπερκορεσμός του πνεύματος μας από πολλές μικρές κι ανούσιες γνώσεις, ενώ απουσιάζει ή μοναδική γνώση, πού υπερβαίνει όλες τις άλλες. Γνώση μοναδική, «υπερέχουσα γνώση», είναι ή γνώση του Θεού. Όλες οι άλλες μικρές και ασήμαντες γνώσεις αναφέρονται στα έργα του Θεού, στο σπίτι της φύσης, στην επίπλωση του.
Στην εποχή μας το πλήθος των γνώσεων ξεπερνάει κάθε άλλη εποχή. 

Αγωνίζονται σήμερα οι άνθρωποι για το πλήθος των γνώσεων, για να μάθουν πολλά. Την ποιότητα τους πολύ λίγο την προσέχουν, ελάχιστα. Έχουμε μετατρέψει το κεφάλι μας σε τεράστια αποθήκη όπου στοιβάζονται γνωστά γεγονότα από τη χημεία, τη φυσική, την αστρονομία, την τεχνολογία, την κοινωνιολογία, από την τεχνική των παιχνιδιών, της μαγειρικής και της ερωτοτροπίας. Πολλά κεφάλια είναι ταυτόχρονα ολόκληρα εργαστήρια χημείας, οικοδομές, μουσικά δρώμενα. Πολλοί εγκέφαλοι είναι πραγματικές εγκυκλοπαίδειες. Έτσι, στα μεγάλα και γεμάτα αυτά κεφάλια δεν υπάρχει χώρος για το Θεό. Δε χωράει εκεί ή μοναδική, ή «υπερέχουσα, γνώση».


Στις παλιότερες εποχές οι άνθρωποι ήταν πιο απλοί, ό νους τους δεν ήταν γεμάτος από τόσο πολλές τεχνικές αλήθειες, όπως γίνεται με τους σημερινούς ανθρώπους. Ή μοναδική γνώση, ή «υπερέχουσα», ήταν πάντα ζωντανή, πάντα είχε μια αισθητή θέση μέσα στον άνθρωπο. Και στη νέα εποχή όμως, τη σύνθετη, οι άνθρωποι πού είναι δυνατοί δεν αφήνουν να υπερφορτωθεί ό νους τους με πολλές μικρές και ασήμαντες γνώσεις, δεν αφήνουν τις γνώσεις αυτές να επισκιάσουν τη μοναδική γνώση.


Για τούς διακριτικούς ανθρώπους όλα τα γεγονότα είναι διαφανή, μέσα απ' όλα τα γεγονότα βλέπουν το κύριο γεγονός του σύμπαντος. Οι διεισδυτικοί άνθρωποι διεισδύουν, βλέπουν κάτω από το κέλυφος των πραγμάτων, βλέπουν την ουσία τους, πιάνουν το σφυγμό τους. Ποτέ οι δυνατοί άνθρωποι δεν ήταν δυνατότεροι, ούτε οι διεισδυτικοί διεισδυτικότεροι απ' όσο είναι σήμερα, στην εποχή μας. Αλλά ούτε κι οι αδύναμοι ήταν ασθενέστεροι, οι μύωπες περισσότερο τυφλοί κι οι επιπόλαιοι περισσότερο επιπόλαιοι απ' όσο είναι στην εποχή μας.


Για τούς δυνατούς, τούς διακριτικούς και τούς διεισδυτικούς, ή πίστη στο Θεό είναι πάντα πάνω απ' όλα, πάνω από κάθε γνώση και γεγονός. Ή πίστη στο Θεό καλύπτει κάθε γνώση, όπως ή φωτεινή ατμόσφαιρα καλύπτει ένα ουράνιο σώμα. Απ' αυτήν την ατμόσφαιρα περνούν, «φιλτράρονται» και παίρνουν ζωή και κίνηση όλα τα γεγονότα. Αν δεν περάσουν από την ατμόσφαιρα αυτή, όλα τα γεγονότα παγώνουν, τα επισκιάζει ή σκιά του θανάτου. Ή σελήνη έχει ατμόσφαιρα; Τίποτα δεν είναι βέβαιο ακόμα. Αν όμως υποθέσουμε πώς δεν έχει, τότε μοιάζει με τη γνώση χωρίς πίστη. Υπάρχουν στη σελήνη μεταλλικά στοιχεία, γεωγραφικά όρη και πλάτη. Τίποτα απ' αυτά όμως δεν ανασαίνει, αν δεν υπάρχει ατμόσφαιρα. Γι' αυτό κι ή σελήνη σύρεται κοντά σε ζωντανούς πλανήτες πού αναπνέουν και ζουν, όπως περιφέρεται ένα πολυτελές νεκρικό φέρετρο.


Το ίδιο γίνεται και με τη γνώση όταν δεν υπάρχει πίστη. Κι αύτη είναι ένα νεκρικό φέρετρο μέσα μας. Όσο αυξημένες είναι οι γνώσεις μας χωρίς πίστη, τόσο μεγαλύτερος κι ό νεκρός πού αναπαύεται στην ψυχή μας. Ένας νεκρός στολισμένος και περιποιημένος, πού δεν παύει όμως να κείται νεκρός. Μέσα σ' αυτόν το νεκρό κείται περιφρονημένη και φιμωμένη κι ή πίστη. Μετά από ένα μάταιο αγώνα για ν' ανεβεί και να καλύψει με την ατμοσφαιρική δροσιά και τη ζωτικότητα της το μεταλλικό σαρκοφάγο των γνώσεων, μετά από πολλές ηρωικές αλλά μάταιες προσπάθειες, ή πίστη αναπαύεται στη σκιά του θανάτου. 

Ή τραγωδία της είναι πλήρης, απόλυτη. Στη δική της τραγωδία όμως βρίσκεται κι ή δική μας τραγωδία - ή τραγωδία της αναζήτησης της ευτυχίας, της γαλήνης και της αισιοδοξίας μας.




Τρίτη αιτία πού συντελεί στο να ψυχορραγεί και να μαράζει μέσα μας ή πίστη, είναι τα έργα των ανθρώπων. Τα δικά μας έργα μας τυφλώνουν, στερούν την όραση μας. Στρέφουμε υπερβολικά όλη την προσοχή μας σ' αυτά και δε βλέπουμε τίποτα παραπέρα. Παρατηρούμε την επιστήμη μας, τα επιτεύγματα της νοημοσύνης μας και τα μάτια μας θολώνουν τόσο πολύ, ώστε δεν μπορούν να δουν ένα ευρύτερο και φωτεινότερο ορίζοντα. Παρατηρούμε τις μεγάλες πόλεις, τα έργα των χειρών μας. Ύστερα τα έργα του Θεού δεν τα βλέπουμε, γίνονται αόρατα. Ό πολιτισμός γοητεύει τα μάτια μας περισσότερο από τη φύση, αφού τη φύση δεν την βλέπουμε πια στις πόλεις μας.

 Ό άνθρωπος, από ποιητής πολιτιστικών δημιουργημάτων, μας παρουσιάζεται σαν μοναδικός ποιητής του σύμπαντος. 0ι ουρανοξύστες μας εμποδίζουν να δούμε τη συμπαντική οικία του Θεού. Κάτω από τον πηλό της ανθρώπινης μυρμηγκοφωλιάς μας αδυνατούμε να δούμε τον ουρανό.


Είμαστε άδικοι, γι' αυτό εκτιμούμε το έργο περισσότερο από τον εργάτη. Παρατηρούμε έναν μεγαλοπρεπή καθεδρικό ναό με θαυμασμό, αλλά ταυτόχρονα κοιτάζουμε με μεγάλη περιφρόνηση τούς ανθρώπους, λες κι ό ναός αξίζει να θαυμάζεται περισσότερο από τούς ανθρώπους πού τον έφτιαξαν, τούς δημιουργούς. Συχνά παρατηρούμε επίσης με θαυμασμό τη φύση, αλλά λησμονούμε τον δημιουργό της, λες και το κτιστό αξίζει περισσότερο από τον Κτίστη του. Παρατηρούμε τον άνθρωπο στο ρόλο πού διαδραματίζει στον κόσμο αυτόν, αλλά τον θαυμάζουμε περισσότερο από Εκείνον πού τον έπλασε και τον όρισε σ' αυτόν τον ρόλο. Αυτή είναι ή πλάνη από την οποία προέρχεται ή τραγωδία της πίστης πού ταλανίζει τις ψυχές μας.
Πίστη είναι πάντα ή αυστηρή αναγωγή από τα δημιουργήματα στον δημιουργό, από το έργο στον καλλιτέχνη.

 Ή πίστη εξασφαλίζει πάντα την απόλυτη αξία γι' αυτό πού είναι πολυτιμότερο από εκείνα πού μπορούν να δουν τα μάτια, ν' ακούσουν τ' αυτιά ή να δημιουργήσουν τ' ανθρώπινα χέρια. Ή πίστη βρίσκεται σε πόλεμο με όλες τις δυνάμεις του κόσμου τούτου, πού προσπαθούν να προσδώσουν στο σχετικό απόλυτη αξία. Κι όταν ή πίστη αγωνίζεται, πρέπει και ν' αντέχει να ομολογεί και να μαρτυρεί. Υπάρχει και περίπτωση να καταρρεύσει. Ή μεγαλύτερη και πιο φρικτή τραγωδία της ζωής γεννιέται εκεί όπου πεθαίνει μια ηττημένη πίστη.





Τέταρτη αιτία της τραγωδίας της πίστης πιστεύω πώς για πολλούς είναι οι πλάνες των εκπροσώπων της πίστης. Κάθε άνθρωπος εκτιμά το σπόρο από τον καρπό του. Αν ό καρπός είναι πικρός, κανένας δε γίνεται ν' αγαπήσει τον σπόρο. Ό καλλίτερος καρπός της πίστης πρέπει να είναι οπωσδήποτε εκείνοι πού έχουν ταχθεί στην υπηρεσία της.
Ή πίστη είναι ό σπόρος, ό άνθρωπος είναι ό αγρός. Όταν ό σπόρος σπέρνεται σε διαφορετικούς αγρούς, είναι λογικό οι καρποί του να διαφέρουν. Ή πίστη είναι ό σπόρος, ό ιερέας είναι άνθρωπος. Πώς ό ίδιος σπόρος θα δώσει ίδιους καρπούς σε διαφορετικό έδαφος;


Ό καθένας μας περιμένει από τον Ιερέα μιας θρησκείας να είναι ό καλλίτερος καρπός της πίστης του, όπως και από τον καρπό εκτιμά το σπόρο. Είναι αλήθεια όμως πώς όλος ό κόσμος μπορεί ν' απατηθεί από τέτοια εκτίμηση. Υπάρχει περίπτωση ό ιερέας να είναι ό χειρότερος καρπός της πίστης πού υπηρετεί. Από τον ίδιο σπόρο σε κάποιο έδαφος φυτρώνει άνθος, σε άλλον τόπο ζιζάνιο. Τον σπόρο πρέπει να τον εκτιμούμε από τον καλλίτερο καρπό πού αποδίδει, όχι από τον χειρότερο. Κι ό καλλίτερος σπόρος αν πέσει σε αγκαθότοπους, τα αγκάθια θα τον πνίξουν. Ό καλός σπόρος μόνο στον καλό τόπο θ' αποδώσει έκατονταπλασίονα και καλό καρπό, κατά τον λόγο του Σωτήρα μας. 

Όταν ή χριστιανική πίστη σπέρνεται σε καλό έδαφος, γόνιμο, θα δώσει τούς καλλίτερους καρπούς. Ό σπόρος της πίστης αυτής όμως πέφτει και σε αγκαθότοπους και σε πέτρες και ανάμεσα στα ζιζάνια και στο δρόμο, όπου δεν μπορεί να φυτρώσει. Αλλά κι αν φυτρώσει δεν αναπτύσσεται. Κι αν ακόμα αναπτυχθεί δεν αποφέρει καθόλου καρπό ή θ' αποδώσει πικρό καρπό.

Ή πίστη έκανε ανθρώπους μεγάλους σαν τιτάνες στον χαρακτήρα, στην αρετή και τη φρόνηση. Ή ίδια πίστη όμως βρίσκεται και σαν μικρό κι αναπτυσσόμενο μπόλι σε σκληρούς κι αγκάθινους κορμούς. Μοιάζει ή πίστη με τον μαργαρίτη πού βρίσκεται ανάμεσα σε ανθρώπους και χοίρους. Οι άνθρωποι μάζεψαν τον μαργαρίτη, εκτίμησαν την λαμπρότητα και την αξία του και τον φύλαξαν. Οι χοίροι τον ανακάτεψαν με το καλαμπόκι. Έφαγαν το καλαμπόκι και τον μαργαρίτη τον έριξαν στις λάσπες, τον ποδοπάτησαν και τον απομάκρυναν με το ρύγχος τους, αφού ήταν κάτι πού δεν τρωγόταν.

Εκείνοι πού ρίχνουν το μαργαρίτη στη λάσπη είναι άλογοι, στερούνται λογικής. Ακόμα πιο άλογοι όμως είναι εκείνοι πού βλέπουν το μαργαρίτη να ποδοπατείται από τούς χοίρους και να ρυπαίνεται και δεν τον εκτιμούν, νομίζουν πώς είναι άμμος κι όχι μαργαρίτης πολύτιμος. Κάθε επάγγελμα έχει και τούς Ίούδες του, τούς δικούς του βέβηλους.

Όμως δε σκέφτονται έτσι όλοι οι άνθρωποι. Είναι πολλοί πού βλέπουν τον Ιερέα τους άθεο κι ή πίστη τους μαραίνεται. Είναι πολλοί πού βλέπουν καχύποπτα τον εξομολόγο τους κι ή πίστη τους τρεμοσβήνει όπως ή φλόγα τού κεριού μπροστά στην πυρκαγιά. Πολλοί ακούνε για την άθεη συμπεριφορά πολλών ανθρώπων πού είναι υψηλοί εκπρόσωποι τού χριστιανισμού και ή τρεμάμενη φλόγα της πίστης τους σβήνει τελείως στην ψυχή τους. Κι όταν ή φλόγα αυτή σβήσει στη μάχη της με τον ψυχρό άνεμο, τότε ή τραγωδία της πίστης είναι πλήρης.


Πέμπτη αιτία της τραγωδίας της πίστης είναι ή ψευδοεπιστήμη και ή ψευδοθεολογία. Ή ψευδοεπιστήμη εναντιώνεται στην πίστη, ή ψευδοθεολογία στην επιστήμη.
Ή ψευδοεπιστήμη παίρνει τις χειρότερες και πιο πρωτόγονες μορφές της πίστης, τις τονίζει, τις παρουσιάζει γενικά ως πίστη, ασκεί την κριτική της και τις απορρίπτει, τις αρνείται. Ή ψευδοθεολογία πάλι στρέφει την προσοχή της στην κατάχρηση των επιστημονικών επιτευγμάτων και ανακαλύψεων, τις γενικεύει και προσπαθεί ν' αρνηθεί την επιστήμη.


Τον προηγούμενο αιώνα (19ο) προχώρησε σημαντικά ή πρόοδος των φυσικών επιστημών και της τεχνολογίας. Οι σοβαροί άνθρωποι εκμεταλλεύτηκαν την πρόοδο αυτή για να προχωρήσουν περισσότερο, ενώ οι ρηχοί και μη σοβαροί την αρνήθηκαν. Ό εμπλουτισμός αυτός της επιστήμης έκανε τούς σοβαρούς σοβαρότερους και τούς μη σοβαρούς λιγότερο σοβαρούς. Οι σοβαροί δεν αντιλαμβάνονται την διπλή αλήθεια, την μια πού προέρχεται από την επιστήμη και την άλλη πού προέρχεται από την πίστη, γιατί αισθάνονται την αρμονία πού τις συνδέει. Οι μη σοβαροί απολαμβάνουν τις περιττές συγκρούσεις, προτιμούν πάντα το θράσος ενάντια στη λογική σκέψη. Καυχιούνται κι εναβρύνονται να πιστεύουν ότι με την επιστήμη αμφισβητούν την πίστη και με την πίστη αμφισβητούν την επιστήμη.


Ή υγιής πίστη δεν αμφισβητεί ποτέ την αληθινή επιστήμη. Κι ή αληθινή επιστήμη δεν αρνείται ποτέ την υγιή πίστη. 0ι νοσηρές μορφές τους, και της πίστης και της επιστήμης, είναι σκόπιμες. Ή πίστη μου στο Θεό δεν με επηρεάζει ούτε με εμποδίζει ν' αναγνωρίσω και να υιοθετήσω όλη την αληθινή επιστήμη, από το Α εως το Ω. Ή επιστήμη μου πλουταίνει στη σαφήνεια, την πληρότητα και τον ενθουσιασμό της όταν διαφωτίζεται και θερμαίνεται από την αληθινή πίστη. Να το ξέρετε, πώς όταν ένας επιστήμονας εναντιώνεται στην πίστη εν ονόματι της επιστήμης, αυτός εναντιώνεται στη χειρότερη μορφή της πίστης, εν ονόματι της καλλίτερης επιστήμης. Κι όταν ένας θεολόγος εναντιώνεται στην επιστήμη εν ονόματι της πίστεως, αυτός εναντιώνεται στην πιο καταχρηστική και βλαπτική μορφή της επιστήμης, εν ονόματι της καλλίτερης πίστης. 

Ή καλλίτερη επιστήμη όμως βρίσκεται σε τέλεια αρμονία με την καλλίτερη πίστη. Και οι καλλίτεροι δε συγκρούονται ποτέ μεταξύ τους. Οι καλλίτεροι κατανοούν ό ένας τον άλλον, τον παραδέχονται. Εκείνοι πού συγκρούονται και αλληλοεξοντώνονται μεταξύ τους είναι οι μικροί, οι άνισοι, πού απολαμβάνουν την πολεμική τους εξόντωση. "Έτσι ή πολεμική και ή εξόντωση τόσο της ψευδοπίστης όσο και της ψευδοεπιστήμης αποδυναμώνουν την πίστη πού έχουν πολλές άπλες ψυχές. Κι όταν ή πίστη αποδυναμώνεται, πρέπει ν' αγωνιστεί πολύ για την επιβίωση της. Πολύ συχνά όμως ό αγώνας αυτός καταλήγει σε ήττα της πίστης. Και ήττα της πίστης στον άνθρωπο σημαίνει θρίαμβο του σκότους και του κακού.




Έκτη αιτία της έκπτωσης της πίστης στον άνθρωπο είναι ή κοινωνική αδικία. Ό άνθρωπος παρατηρεί τον ουράνιο θόλο στολισμένο με τόσα λαμπερά αστέρια κι ή πίστη του λάμπει κι αυτή, θερμαίνει όπως ή φλόγα. Ό ίδιος όμως άνθρωπος παρατηρεί και την κοινωνική αδικία, εκείνη πού κάνει άνθρωπος σε άνθρωπο. Και τότε ή πίστη του σβήνει σαν τη φλόγα πού είναι εκτεθειμένη στην καταρρακτώδη βροχή.


Κάποια εργατικά κόμματα στον κόσμο πού διαμαρτύρονται ενάντια στην άδικη κατανομή του πλούτου στη γη, το θεωρούν απαραίτητο να διαμαρτυρηθούν και ενάντια στην πίστη. Ή διαμαρτυρία αυτή των εργατών ενάντια στην πίστη είναι και κατά ένα μέρος δικαιολογημένη για κάποιους παραμορφωμένους τύπους της πίστης πού εντάχθηκαν στην ταπεινή υπηρεσία του καπιταλισμού και υποστηρίζουν μια φανερή οικονομική αδικία, από την οποία στενάζουν χιλιάδες ψυχές και εκατομμύρια άνθρωποι. Ή διαμαρτυρία αυτή όμως δεν είναι μόνο αδικαιολόγητη αλλά και παράλογη αν αναφέρεται γενικά στην πίστη. Αδικαιολόγητη είναι επειδή είναι άδικη. Και παράλογη είναι επειδή δημιουργεί εχθρό τον καλλίτερο φίλο της.


Ό καλλίτερος φίλος των φτωχών και των καταφρονεμένων στον κόσμο αυτόν είναι ή θρησκεία. Αν οι φτωχοί κι οι καταφρονεμένοι αυτού του κόσμου σκοπεύουν να κάνουν αποτελεσματικό πόλεμο ενάντια στους καταπιεστές τους, πρέπει να τον κάνουν εν ονόματι του Θεού και της θείας δικαιοσύνης. Τότε μόνο ένα πράγμα γίνεται μεγάλο και εντυπωσιακό, όταν σαν βάση του έχει το Θεό. Ή διακήρυξη της αδελφοσύνης και της αλληλεγγύης χωρίς πίστη στο Θεό γίνεται μόνο από τούς ανθρώπους εκείνους πού είναι πλανεμένοι, πού μεταξύ του εγκεφάλου και της γλώσσας τους δεν υπάρχει πλήρης σχέση. Το να μην πιστεύει κανείς στην οικουμενική δικαιοσύνη και να επιζητεί δικαιοσύνη στη γη, είναι σα να πιστεύει πώς επειδή είναι νύκτα ό ήλιος δε θ' ανατείλει για να φωτίσει τη γη και ζητά να την φωτίσει μια απλή πέτρα.


Ή κοινωνική αδικία μας θλίβει και μας στενοχωρεί όλους, μας πονά. Μας βυθίζει σε σκοτεινές σκέψεις, πλήττει την αισιοδοξία μας, θολώνει τον ουρανό στα βλέμματα μας. Τέτοια κοινωνική αδικία, πού κάνει τούς ανθρώπους να υποφέρουν, μπορεί να έχει την ίδια επίδραση πού ασκεί ό άνεμος της ερήμου, πού όταν φυσάει, μαραίνει τα πάντα στο πέρασμα του. Μπροστά στον άνεμο αυτόν της ερήμου μαραίνεται κι ή πίστη μας. Όπως ή τρυφερή χλόη μόλις κοπεί από το δρεπάνι μαραίνεται, μαυρίζει και γίνεται ξερό χόρτο, έτσι κι ή πίστη μας. Όταν βρεθεί μπροστά στην κοινωνική αδικία πέφτει στη νεκρική κλίνη και πεθαίνει.

Γιατί να πεθαίνει από την πείνα εκείνος πού εργάζεται; Γιατί ολόκληρη ή ζωή των πολλών να είναι μια συνεχής Δευτέρα, ενώ ή ζωή των λίγων να είναι μια συνεχής γιορτή; Γιατί να ταλαιπωρείται ό δίκαιος; Γιατί να είναι παραμερισμένος και ταπεινωμένος ό σοφός μπροστά στον ηλίθιο; Γιατί ό ευεργέτης να βιώνει την αχαριστία; Γιατί ό ταπεινός να ζει στη σκιά του αλαζόνα; Γιατί ή ασωτία να κατοικεί μέσα σε τόσο λαμπερά σπίτια ενώ ή αρετή να συρρικνώνεται πάντα σ' ένα ξυλουργείο της Ναζαρέτ ή σε στενά κελιά; Γιατί τον ήρωα να τον παραγκωνίζουν πάντα οι δειλοί ενώ ή θέση του είναι μπροστά; Γιατί να γίνονται όλ' αυτά αν υπάρχει ό δίκαιος Θεός;
Κάτω από το βάρος των ερωτημάτων αυτών κλονίζεται το πνευματικό θάρρος των πολλών. Κι όπου δεν υπάρχει θάρρος, δεν υπάρχει ούτε πίστη. Όταν κλονίζεται το θάρρος, κλονίζεται κι ή πίστη. Το θάρρος κι ή πίστη συγκατοικούν πάντα στο ίδιο βάθρο.


Έβδομη αιτία, του θανάτου της πίστης μέσα μας είναι ή ευτυχία, ή ευμάρεια. Μόνο οι ευλαβικές και δυνατές ψυχές μπορούν να έχουν στραμμένο το πρόσωπο στο Θεό όταν ή ζωή τους είναι άνετη κι ευτυχισμένη. Στις χυδαίες ψυχές ή ευτυχία είναι ή μεγαλύτερη μακαριότητα. Μόνο αυτήν προσκυνούν. Μόνο οι χυδαίες ψυχές είναι άθεες στην ευτυχία τους. Στη δυστυχία όλες σχεδόν οι ψυχές είναι ευλαβικές. Αλλά και μια καλή ψυχή μπορεί να ξεχαστεί και να γίνει άσεβης με την ευτυχία. "Ένας καλός άνθρωπος μπορεί ν' αλλάξει τόσο πολύ με την ευτυχία, ώστε να μην τον αναγνωρίζουν ούτε οι φίλοι του.

Ένας χαρούμενος άνθρωπος κερδίζει πολλά χρήματα με το λαχείο και ξαφνικά γίνεται σκυθρωπός και παράξενος. Μια άπορη κοπέλα παντρεύεται έναν εύπορο άνθρωπο και την πιάνει τόση υπερηφάνεια, ώστε περιφρονεί τις πρώην φιλενάδες της. Με το πού έρχεται στην εξουσία ένας αγαπητός φίλος, παραφρονεί.

Ή δόξα μπορεί να μεταβάλει έναν καλλιτέχνη σε αλήτη. Αυτό πού συμβατικά ονομάζεται ευτυχία, μπορεί να γίνει ή μεγαλύτερη δυστυχία των ανθρώπων. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι πού ή επίγεια ευτυχία τούς αποπλανά το νου, τούς αναισθητοποιεί την καρδιά. Είναι δυνατό να υπάρχει μεγαλύτερη δυστυχία από αυτή την «ευτυχία;»

Τόσο στην ευτυχία όσο και στη δυστυχία ό άνθρωπος πρέπει να έχει θάρρος. Γιατί χρειάζεται θάρρος να μην παραδοθεί κανείς ούτε στην ευτυχία ούτε στη δυστυχία. Σ' εκείνον πού ή ευτυχία λειτουργεί ως είδωλο του, ό Θεός παύει να είναι Θεός. "Όποιος θυμιατίζει την ευτυχία του με λιβάνι και σμύρνα, αυτός δεν προσφέρει θυσίες στο Θεό. 

Όποιος νομίζει ότι ό ορίζοντας της ευτυχίας του περιορίζεται στα όρια αυτού τού κόσμου, αυτός δημιουργεί μια ψευδαίσθηση από καπνό. Όποιος πιστεύει πώς είναι ευτυχισμένος και μπορεί να γιορτάζει χωρίς Θεό, αυτός βιώνει την ηρεμία πού επικρατεί πριν από την καταστροφή, γελάει μ' ένα γέλιο πού σε λίγο θα μετατραπεί σε περιδέραιο από πάγο.

Όσο ή ευτυχία κατοικεί μέσα σ' ένα σπίτι, ή δυστυχία βρίσκεται στην πόρτα και καραδοκεί να 'ρθει ή σειρά της για να μπει μέσα. Δεν υπάρχει σπίτι στον κόσμο όπου δε θα δώσει το παρόν της ή δυστυχία, δε θ' αποκαλύψει το πρόσωπο της. Ιδιαίτερα στο σπίτι πού βίωσε την τραγωδία της πίστης, το πρόσωπο της δυστυχίας μοιάζει φριχτό, αποκρουστικό. Σ' εκείνο το σπίτι όμως όπου ή πίστη είναι ζωντανή και άγρυπνη, το πρόσωπο της δυστυχίας θα μοιάζει με αχνό σκοτάδι.
Αυτές είναι οι επτά αιτίες πού είναι ικανές, μόνες τους ή ενωμένες, να συντελέσουν στην τραγωδία της πίστης. Όταν γύρω από ένα ευγενές κρίνο φυτρώσουν επτά αγκάθινοι θάμνοι και μπλέξουν τα κλαδιά τους με τέτοιο τρόπο ώστε να τού κρύψουν τον ήλιο και να του στερήσουν τον αέρα, τότε ό ευγενής κρίνος σαπίζει από την υγρασία και πνίγεται στο σκοτάδι.

Ό Θεός βλέπει από τον ουρανό πολλούς ωραίους κρίνους να σαπίζουν και να πνίγονται στη γη. Από τα ύψη Του ό Θεός βλέπει πολλές ψυχές να μετατρέπονται σε αγκάθια χωρίς κρίνους. Ό Θεός ακόμα και τ' αγκάθια χρησιμοποιεί για το καλό, αλίμονο όμως σ' εκείνον πού είναι αγκάθι. Αλίμονο σ' εκείνον πρώτα και σ' όλο τον περίγυρο του έπειτα. Ή ζωή χωρίς πίστη είναι πιο σκοτεινή απ' όλες τις τραγωδίες. Ή τραγωδία τού Γολγοθά είναι φωτεινή αν συγκριθεί με την τραγωδία αυτή.



 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ. ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΤΡΟΣ ΜΠΟΤΣΗ
Πηγή: apantaortodoxias
Πίστη είναι το να πιστεύει κάποιος στον ακατάληπτο Θεό, που εκ του μη όντος έφερε στην ύπαρξη τον ουρανό και τη γη και τη θάλασσα και όλη την ορατή και νοητή κτίση. Αυτήν είχαν όλοι οι παλαιοί προφήτες και δίκαιοι, από τον Αδάμ έως τον Χριστό. Πίστη, μετά την παρουσία του Χριστού, είναι το να πιστεύει κάποιος στον Πατέρα και στον Υιό και στο Άγιο Πνεύμα – μία φύση και τρεις ενυπόστατες ιδιότητες -, και στο μέγα μυστήριο της οικονομίας ότι δηλαδή ο Λόγος του Θεού και Υιός, που είναι σύμφυτος με τον Πατέρα και ενυπόστατος χωρίς να χωριστεί από τον Πατέρα, χώρεσε μέσα στην κοιλιά της παρθένου- και πριν τη γέννηση και μετά τη γέννηση- Μαρίας και σαρκώθηκε, προσλαμβάνοντας τέλεια την ανθρώπινη φύση σε μια υπόσταση και μένοντας Θεός ο αμετάβλητος, και γεννηθείς από αυτήν ως άνθρωπος με σάρκα – ένας με δύο τέλειες φύσεις, αναμεμειγμένες χωρίς να συγχέωνται και ενωμένες χωρίς να διαιρούνται -, και ότι με τη θέλησή του έπαθε και με τη θέλησή του θανατώθηκε από τους φονείς και με τη θέληςἠ του τάφηκε, χωρίς να χωριστεί καθόλου η θεότητά του κατά το χωρισμό που φέρνει ο θάνατος, ούτε από τη δική της ψυχή ούτε από το δικό της σώμα. Έπειτα, μετά τρεις ημέρες αναστήθηκε και μετά σαράντα ημέρες ανελήφθηκε στους ουρανούς ως άνθρωπος και κάθεται στο θρόνο της θεότητάς του υμνούμενος μαζί με τον Πατέρα του και το Άγιο Πνεύμα, από όλα τα ουράνια τάγματα μαζί με την ανθρώπινη σάρκα του. Και ότι έγιναν αυτά, ώστε όσοι πιστεύουν σ’ αυτόν τον ίδιο τον Χριστό, να ντυθούν πάλι γι’ αυτόν τον Χριστό, το Πνεύμα το Άγιο, το οποίο είχε εκδυθεί ο πρωτόπλαστος Αδάμ με την παράβασή του, και αφού γίνουν κοινωνοί του Αγίου Πνεύματος, να μπορούν να εκτελούν μαζί με αυτό το Πνεύμα και τις θειες εντολές -όπως παλαιότερα οι άγιοι με την πίστη- και τον διάβολο να καταπολεμούν και τους αόρατους δαίμονες. Διότι χωρίς το Άγιο Πνεύμα, δεν είναι δυνατόν ούτε να μην αμαρτάνουμε, ούτε να εκτελούμε τις ιερές εντολές, ούτε να αποκρούουμε την εναντίον μας εξουσία και δύναμη των δαιμόνων. Πίστη είναι το να πιστεύει κάποιος στον Θεό, για όσα μίλησε με όλες τις θεόπνευστες Γραφές, είτε αναγγέλλοντας χαρμόσυνα είτε απειλώντας. Πίστη είναι το να δεχθεί κάποιος τα του Θεού είτε δόγματα είτε εντολές, μάλλον δε το Πνεύμα το άγιο. Γι’ αυτόν το λόγο και κάθε πιστός, ονομάζεται πιστός. Πίστη είναι το να αφιερώσει κάποιος τον εαυτό του στον Θεό, και ολόψυχα να εξαρτά από αυτόν όλη τη σωτηρία του. Πίστη είναι το να πιστεύει κάποιος ότι ο Θεός μπορεί να κάνει τα πάντα, όσα αρμόζουν να γίνουν από την αγαθότητά του και το να γνωρίζει ότι τα πράττει για το συμφέρον μας. Πίστη είναι το να έχει θάρρος στην ανυπέρβλητη δύναμη του παντοκράτορα Θεού, ώστε να προστάζει και τα βουνά να μετατοπιστούν, το οποίο ανήκει σε λίγους και πραγματοποιείται, και αυτοί είναι μετρημένοι καθώς έχει γραφεί: «Δεν είναι για όλους η πίστη.» Χωρίς ανεπαίσχυντη πίστη στον Χριστό και χωρίς αδίστακτη πίστη στα θεία λόγια και χωρίς αγάπη προς τον Θεό και τους ανθρώπους από αγαθή συνείδηση, με την οποία συνείδηση γεννιέται η ταπεινοφροσύνη και η ελεημοσύνη, δεν είναι δυνατόν να σωθούμε.


Rublev trinity

Πριν από κάθε αρετή, προηγείται η χάρη που προέρχεται από την πίστη και είναι θεμέλιο κάθε αρετής. Και κάθε αρετή, και έρχεται και παραμένει και ενεργείται με τη χάρη. Όμως κάθε αρετή χωρίς τη χάρη, λογαριάζεται από τον Θεό κατώτερη από κάθε κακία, διότι εκείνη η αρετή είναι διαβολική, επειδή και αυτό μηχανεύονται οι δαίμονες που ως νοεροί πλανούν τη νοερή διάνοια των ανθρώπων, δηλαδή να φάνουμε στους ανθρώπους σώφρονες, ελεήμονες και πραότατοι. Η χάρις του Θεού έρχεται σε κάθε μολυσμένο και ακάθαρτο άνθρωπο, με την αληθινή ευχαριστία. Αληθινή δε ευχαριστία, είναι η επίγνωση της χάριτος. Πώς όμως θα μπορούσε να ευχαριστήσει επάξια αυτός που ευεργετήθηκε, εάν πρώτα δεν αναλογιστεί το μέγεθος της ευεργεσίας που του έγινε; Διότι όσοι το αγνόησαν, θα καταφρονήσουν. Πρέπει λοιπόν να γνωρίζουμε ότι σε καθέναν που πιστεύει στο Χριστό, κατέρχεται η δύναμη του Αγίου Πνεύματος όχι από τα προηγηθέντα έργα -διότι αν προερχόταν από τα έργα, δεν είναι χάρη-, αλλά από την πίστη, ώστε να προλάβει η χάρις τα έργα και να οικοδομηθεί το έργο πάνω στο θεμέλιο της χάριτος, συντελούμενο δι’ αυτής. Τα έργα όμως που γίνονται χωρίς τη χάρη, ο Θεός τα λογαριάζει σαν να μην έγιναν, επειδή δεν έχουν ύπαρξη αλλ’ είναι ανύπαρκτα. Διότι το καλό δεν είναι καλό, όταν δεν γίνεται με καλό τρόπο. Είναι δε και αδύνατο και ακατόρθωτο να γίνει το καλό με καλό τρόπο, χωρίς τη χάρη του Χριστού· γιατί αν ήταν αυτό δυνατό η ευκολοκατόρθωτο, ο Θεός δεν θα γινόταν άνθρωπος· διότι εξαιτίας της χάριτός του μπορεί να πραγματοποιηθεί κάθε καλό έργο με καλό τρόπο, και μόνον με αυτή. Μακάριος είναι αυτός που το γνωρίζει, και αξιολύπητος καθένας που το αγνοεί, γιατί μάταια πιστεύει στο Χριστό. Γι’ αυτό οι περισσότεροι που ψάλλουν και προσεύχονται, με τα χείλη μεν μιλούν, με το νου όμως συζητούν με τους δαίμονες, παρασυρόμενοι απ’ αυτούς σε μάταιες μέριμνες ή βιοτικές ή σαρκικές ή μανιώδεις και μνησίκακες, ώστε το καλό να μη γίνει με καλό τρόπο, επειδή χωρίς τη χάρη δεν μπορεί να γίνει με καλό τρόπο.

Για ποιόν λόγο λοιπόν καυχάται ο άνθρωπος; Για κανένα. Γι’ αυτό οι αληθινοί χριστιανοί είναι συντετριμμένοι και ταπεινωμένοι, γιατί γνωρίζουν ότι δεν έχουν τίποτα δικό τους, αλλά της χάριτος. Να τα χαρακτηριστικά των μη αληθινών χριστιανών: ματαιοφροσύνη και στόμφος, οίηση, υπερηφάνεια, αλαζονεία, φιλοδοξία, και έβδομο, η φαινομενική ταπείνωση που ελκύει την τιμή των ανθρώπων. Δύο είναι αυτά που ακολουθούν το ένα το άλλο: η πίστη και τα έργα. Η πίστη για τα έργα, τα έργα όχι για την πίστη αλλά, με την πίστη. Χωρίς την πίστη είναι αδύνατον να ευαρεστήσει κάποιος, εφόσον από την πίστη έρχεται η χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού σ’ αυτόν που πιστεύει, όμως με κάποιο μέτρο. Ανάλογα δηλαδή με την πίστη καθενός έρχεται και η χάρη. Εάν μεν είναι πολλή η πίστη, θα είναι πολλή και η χάρη, ενώ εάν είναι λίγη η πρώτη, θα είναι λίγη και η δεύτερη.

Σ’ αυτόν λοιπόν που πιστεύει αληθινά και ορθόδοξα δεν υπάρχει κανένα όφελος από την πίστη χωρίς τα έργα. Διότι απόδειξη της πίστης, είναι η δύναμη που δίνει· και φανέρωση της δύναμης, είναι η εκτέλεση των αγαθών εντολών, δηλαδή των θεάρεστων έργων. Κάθε ενέργεια προέρχεται από τη δύναμη, με την οποία μπορεί κάποιος να πράξει κάτι. Κι αν είναι αδύνατον να ευαρεστήσει κάποιος τον Θεό χωρίς πίστη, είναι φανερό ότι η ισχύς που προέρχεται από την πίστη, χορηγεί τη δύναμη με την οποία πραγματοποιείται η ευαρέστηση σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Πίστη όμως έδώ εννοούμε, όχι μόνον το να πιστεύουμε στον Χριστό ή να εμπιστευθούμε τον Χριστό, αλλά το να πιστεύουμε ότι εν Χριστώ είναι δυνατόν κάποιος και να απαλλαγεί από την κακία, και να γίνει ανεπαίσχυντος εργάτης κάθε αρετής, καθώς διδάσκει και ο μακάριος Απόστολος με το να λέει, ότι «Περισσότερο απ’ όλους εκοπίασα, όχι όμως εγώ αλλ’ η χάρις του Θεού που είναι μαζί μου.»

Όποιος λοιπόν δεν έχει νοερή γνώση ότι μετέχει στη χάρη, μάταια έγινε χριστιανός· έχει καταταχθεί μαζί με τους απίστους. Διότι κι αν ακόμη νομίζει ότι έχει ξεφύγει από κάθε κακία, και ότι μετέχει σε κάθε αρετή, μάταια κοπιάζει όντας ψεύτης και υποκριτής. Κι αν ακόμη μοίρασε όλα τα υπάρχοντά του στους φτωχούς, κι αν νηστεύει και αγρυπνεί και κοιμάται κατάχαμα και προσεύχεται και ικετεύει να ελεηθεί, όμως δεν γνωρίζει ότι η χάρη που προέρχεται από την πίστη είναι το έλεος, γι’ αυτό και αφήνοντας τα άλλα αιτήματά του δεν ζητεί πριν από αυτά και αντί όλων των άλλων πραγμάτων να δώσει προτεραιότητα μόνο σ’ αυτήν, κι αν γι’ αυτήν μόνο και χρήματα σκόρπισε και κάθε κακοπάθεια υποφέρει και δείχνει βιασύνη και σπουδή, ή να την αποκτήσει για πρώτη φορά τώρα που έγινε χριστιανός ή, αφού την έχει χάσει, να την ξαναποκτήσει με τη μετάνοια και την εξομολόγηση και την εξευτελιστικότερη διαβίωση· ωστόσο, παρόλα αυτά αν νομίσει ότι κάνει κάποια αγαθά έργα που θα τον δικαιώσουν, δηλαδή ελεημοσύνες και νηστείες και αγρυπνίες και προσευχές, μάταια τα κάνει όλα αυτά και κολάζεται.

Αυτό είναι το μυστήριο του χριστιανισμού το κρυμμένο για γενεές γενεών, που φανερώθηκε στους έσχατους καιρούς, για το οποίο και ο Παύλος λέει περί του Θεού: «Ο οποίος θέλει να σωθούν όλοι οι άνθρωποι και να λάβουν γνώση της αληθείας». Διότι η επίγνωση της αλήθειας δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ίδια η χάρη, η οποία είναι και η αλήθεια που πραγματοποιήθηκε με τον Ιησού Χριστό σύμφωνα με το Ευαγγέλιο. Χωρίς αυτή την επίγνωση, είναι αδύνατον ο χριστιανός να βρει έλεος από τον Θεό. Διότι όπως δεν είναι δυνατόν ο Χριστός να κάνει θαύματα στους απίστους ούτε να δια¬ψευσθεί ούτε να αρνηθεί τον εαυτό του, έτσι δεν είναι δυνατόν να ελεήσει κάποιον απ’ όσους πιστεύουν σ’ αυτόν, εάν προηγουμένως αυτός δεν κατανοήσει πλήρως ότι η χάρη που προέρχεται από Αυτόν και διά μέσου Αυτού και από Αυτόν, είναι το έλεος και η σωτηρία. Διότι η σωτηρία δεν αποκτάται αλλιώς, παρά μόνο αν οι σωζόμενοι επιτύχουν τη θέωση.

(Αγ. Συμεών του Νέου Θεολόγου. Αλφαβητικά κεφάλαια, εκδ. Ι. Μ. Σταυρονικήτα, Άγιο Όρος 2011, σ. 224- 233)
via


Οι συνέπειες του ορθολογισμού στη ζωή μας.
Αρχιμ. Αθανασίου Αναστασίου, Καθηγουμένου της Ι. Μ. Μεγάλου Μετεώρου
Ο ορθολογισμός θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η υπερβολική εμπιστοσύνη στη λογική μας η αναγωγή της σε υπέρτατη αυθεντία και απόλυτη αξία. Είναι αμαρτητική νοοτροπία και βιοθεωρία, και όχι κάποια απλή αμαρτία. Είναι κατ’ ουσίαν απιστία. Ο ορθολογισμός είναι η πιο χαρακτηριστική και ύπουλη εκδήλωση της υπερηφάνειας, η οποία υποκρύπτεται κάτω από όλες τις αμαρτίες μας, υφέρπει σε κάθε μας πράξη και δηλητηριάζει όλα τα καλά έργα μας. Αυτή οδηγεί στην αυτοδικαίωση και τελικά στην αμετανοησία, κλείνοντας έτσι τη θύρα του θείου ελέους. Η υπερηφάνεια είναι η αρχή και το τέλος όλων των κακών. Κατά τον μακαριστό Γέροντα Σωφρόνιο του Έσσεξ η υπερηφάνεια «αποτελεί την μόνιμη απειλή της ανθρώπινης ζωής», «βρίσκεται στην ρίζα όλων των τραγωδιών του ανθρώπινου γένους» και αποτελεί «την ουσία του άδη».Ο υπερήφανος άνθρωπος, λαϊκός, κληρικός ή μοναχός, γίνεται άτομο και προσφέρει τον πνευματικό θάνατο και τον άδη, την κόλαση, όχι μόνο στον εαυτό του, αλλά και στην οικογένεια του, στο κοινόβιό του και σε όλο το περιβάλλον του.

Ο ορθολογιστής υποβάλλει την αγνή και πηγαία πίστη σε λογικές διαδικασίες, ζητώντας επιχειρήματα και αποδείξεις. Πιστεύει μόνο σε ό,τι μπορεί να κατανοηθεί και να γίνει αποδεκτό με το μυαλό. Γι’ αυτό και οι περισσότεροι άνθρωποι σήμερα, αλλά και πολλοί χριστιανοί μας, αμφιβάλλουν ή και δεν πιστεύουν στην αθανασία της ψυχής, στην ύπαρξη της άλλης ζωής, στην ανάσταση των νεκρών, στον παράδεισο και την κόλαση. Αρνούνται ακόμη την ύπαρξη του διαβόλου, του προαιώνιου αυτού εχθρού μας. Αγνοούν ότι ο διάβολος είναι πρόσωπο με νου και με θέληση, και ότι αυτός αποτελεί την αιτία και την πηγή του κακού, δεχόμενοι γενικά και αόριστα την ύπαρξη μόνο «δυνάμεων του κακού».

Αμφισβητούν τα μυστήρια της Εκκλησίας μας, όπως της Ιεράς Εξομολογήσεως, της Θείας Κοινωνίας, του Γάμου, ο οποίος τείνει να αντικατασταθεί από μια απλή συμβίωση, μια ελεύθερη σχέση, εκτός γάμου. Αρνούνται ή δέχονται επιλεκτικά τα δόγματα της πίστεως μας, τις εντολές του Ευαγγελίου, τη λατρεία, την ευσέβεια και την παράδοση της Εκκλησίας μας, επειδή δεν μπορούν να τα συλλάβουν με την λογική και το μυαλό τους.

Να διευκρινίσουμε σε αυτό το σημείο ότι η αναφορά μας στο αρνητικό φαινόμενο του ορθολογισμού και στις ανάλογες συνέπειές του στην πνευματική ζωή του καθενός σε καμία περίπτωση δεν έχει την έννοια της υποτιμήσεως ή της παραγνωρίσεως της λογικής, αυτής της ύψιστης δωρεάς του Θεού προς τον άνθρωπο, η οποία τον διαφοροποιεί από τα άλογα ζώα και τα υπόλοιπα κτίσματα.

Ο ορθολογιστής αντικαθιστά την αναφορά και την εμπιστοσύνη στον Θεό, που είναι η πίστη, με τη σκέψη και τη διάνοια. Έτσι όμως καταργείται ουσιαστικά η πίστη, αφού ο Θεός δεν μας αποδεικνύεται, αλλά μας φανερώνεται. Μας αποκαλύπτεται μυστικά. Βιώνεται καρδιακά και πηγαία, απλά, ταπεινά και αθόρυβα. Γι’ αυτό και ο ορθολογισμός συνιστά ουσιαστικά απιστία· μια άλλη μορφή αθεΐας, χειρότερη ίσως από την απόλυτη και καθαρή αθεΐα, αφού μας εφησυχάζει και μας παραπλανά πως δήθεν πιστεύουμε.

Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που καθιστά τον ορθολογισμό, την ορθολογιστική θεώρηση της πίστεως, ένα από τα σοβαρότερα εμπόδια, και τα δυσεπίλυτα προβλήματα που απειλούν και αλλοιώνουν την πνευματική πορεία των σύγχρονων πιστών και επιβουλεύονται τη σωτηρία τους.

Θα λέγαμε ότι ο ορθολογισμός δεν είναι απλά και μόνο μία συγκεκριμένη αμαρτία, δεν είναι μία πτώση, ένα λάθος, που είναι ανθρώπινο και φυσιολογικό να συμβαίνει σε κάθε πιστό, που αγωνίζεται για τη σωτηρία του, αφού κανείς δεν είναι αναμάρτητος ή αλάνθαστος. Γι’ αυτό και όλες οι πτώσεις και όλα τα αμαρτήματα μας συγχωρούνται, όταν με ειλικρινή μετάνοια και συντριβή τα εναποθέσουμε στο πετραχήλι του πνευματικού μας, με το Μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως.

Ο ορθολογισμός λοιπόν ξεπερνά τα στενά όρια της αμαρτίας και λειτουργεί αλλοιωτικά και διαφορετικά, υποσκάπτοντας τα ίδια τα θεμέλια και ουσιώδη της πίστεως. Καταργεί τη σχέση, την εμπιστοσύνη, την ελπίδα, γιατί στηρίζεται μόνον στα δικά μας λογικά συμπεράσματα, στις ατομικές μας αντιλήψεις και στην ατομική μας νοοτροπία και βιοθεωρία.

Νους και λόγος

Για να κατανοήσουμε καλύτερα την διαφορά ανάμεσα στην «καλή» και «κακή» χρήση της ανθρώπινης λογικής (που είναι ο ορθολογισμός), θα ήταν χρήσιμο να αναπτύξουμε εν συντομία την διδασκαλία της Εκκλησίας μας για την φύση και την λειτουργία της.

Κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή και την ορθόδοξη πατερική παράδοση, ο άνθρωπος έχει δύο γνωστικά κέντρα. Δηλαδή δύο οδούς, δύο τρόπους μέσα από τους οποίους μπορεί να γνωρίσει τα πράγματα, την κτιστή φυσική δημιουργία και τον ίδιο τον Θεό.

Τα δύο αυτά κέντρα είναι ο νους (που οι πατέρες τον ταυτίζουν με την καρδιά) και ο λόγος (δηλαδή η λογική, η διάνοια, το μυαλό). Ο νους έχει την έδρα του στην καρδιά και ο λόγος (η λογική) στον εγκέφαλο. Ο νους είναι το κέντρο της ψυχής, γι’ αυτό και οι Πατέρες τον ονομάζουν «το ηγεμονικόν της ψυχής». Με το νου, που είναι η θεωρητική ενέργεια της ψυχής (γι’ αυτό και αναφέρεται και ως «οφθαλμός της ψυχής»), ο άνθρωπος αποκτά τη γνώση και την εμπειρία του Θεού, γίνεται μέτοχος της θείας Αποκαλύψεως.

Ο λόγος (ή λογική) είναι η πρακτική ενέργεια της ψυχής. Με το λόγο (τη λογική) ο άνθρωπος γνωρίζει τη φύση και την κτιστή δημιουργία. Η γνώση της δημιουργίας του Θεού βοηθάει, βεβαίως, τον άνθρωπο να φθάσει και στην γνώση του ιδίου του Θεού, την οποία όμως αποκτά με το νου. Με τη λογική, δηλαδή, δεν μπορούμε να γνωρίσουμε το Θεό. Η λογική μας οδηγεί στην ανάγκη της πίστεως στο Θεό. Η αληθινή, όμως, γνώση του Θεού γίνεται με το νου, με την καρδιά δηλαδή.

Το μεγαλύτερο εμπόδιο, που δεν επιτρέπει στο σύγχρονο άνθρωπο να φθάσει στη γνώση του Θεού, είναι ακριβώς αυτό: ότι προσπαθεί να Τον γνωρίσει με λάθος τρόπο, χρησιμοποιώντας λανθασμένα μέσα. Αντικαθιστά δηλαδή το νου (την καρδιά) με το λόγο (τη λογική) και καταλήγει έτσι στον ορθολογισμό και στην αδυναμία να γνωρίσει αληθινά το Θεό.

Από τα ανωτέρω γίνεται φανερό πως παραιτούμαι από τη λογική μου δεν σημαίνει ότι γίνομαι παράλογος. Η πίστη δεν είναι παράλογη, αλλά υπέρλογη. Δεν κατανοείται, αλλά βιώνεται. Πίστη δεν σημαίνει κατανόηση, αλλά εμπιστοσύνη. Δεν αντιβαίνει στον ορθό λόγο, αλλά τον υπερβαίνει, τον ξεπερνά. Το υπέρλογο μέσα στην Ορθοδοξία δεν είναι η κατάργηση της λογικής, αλλά η μετακένωση και ανύψωση της στην αποδοχή των εμπειριών της θείας Αποκαλύψεως. Το υπέρλογο είναι η απόλυτη διάθεση του εαυτού μας, η αυτοεγκατάλειψή μας στο θέλημα και στο έλεος του Θεού. Το λογικό είναι το «στένεμα» του Θεού και η σμίκρυνση του στις προσωπικές μας ανάγκες και απαιτήσεις, στο εγωιστικό θέλημά μας. Το υπέρλογο είναι να αφήνω στο Θεό ανοιχτό το δρόμο της καρδιάς μου για να ‘ρθει και να ενεργήσει μέσα μου με το δικό Του τρόπο, που δεν είναι ούτε λογικός, ούτε άλογος, ούτε παράλογος, αλλά είναι υπέρλογος. Είναι η αιώνια Αλήθεια του Θεού, είναι η πηγή και η οδός της σωτηρίας μας. Το υπέρλογο είναι η υπαγωγή της λογικής μας στη Λογική του Θεού. Είναι η προσπάθεια που κάνουμε για να δεχθούμε τη Λογική του Θεού, όταν αυτή δεν συμφωνεί με τη δική μας.

Σκοπός του χριστιανού είναι ο Ουρανός. Πατρίδα του είναι ο Ουρανός. Ο χριστιανός είναι ουρανοπολίτης και στόχος κεντρικός της ζωής του είναι να γνωρίσει το Θεό και να ενωθεί μαζί Του, να φθάσει δηλαδή στη θέωση. Το απόλυτο ζητούμενο της πνευματικής μας πορείας παραμένει πάντοτε η θέωση, που επιτυγχάνεται μόνο μέσα από την κάθαρση της καρδιάς και το φωτισμό του νου. Ο φωτισμός λοιπόν του νου οφείλει να είναι η κύρια επιδίωξη μας, και όχι η καλλιέργεια της λογικής. Ο φωτισμένος νους είναι αυτός που οδηγεί στο Θεό και όχι η ανεπτυγμένη λογική. Ο φωτισμένος νους είναι η ανταμοιβή του Θεού για την εκχώρηση της λογικής μας σ’ Αυτόν. Γι’ αυτό και η προσπάθειά μας θα πρέπει να είναι ο φωτισμός του νου και όχι η εξάσκηση της λογικής μας.

Η πνευματική γνώση

Ο στόχος όμως αυτός επιτυγχάνεται κυρίως με την «πνευματική γνώση». Πνευματική γνώση είναι πίστη, είναι εμπειρία, είναι θείος φωτισμός, είναι Θεία χάρις και Θεογνωσία.

Η πνευματική αυτή γνώση δεν είναι απόρροια της λογικής του μυαλού μας. Δεν κατέχεται μόνον από τους ευφυείς, από τους μορφωμένους, από τους επιστήμονες. Δεν απαιτεί σύνθετη σκέψη, πολύπλοκες αναλύσεις και συλλογισμούς. Η πνευματική γνώση είναι δώρο του Θεού που προσφέρεται σε όλους, μορφωμένους και αγράμματους, γνωστικούς και αδαείς, έξυπνους και απλοϊκούς, σε όλους όσοι έχουν απλή, ταπεινή και καθαρή καρδιά. Η πίστη είναι δώρο του Θεού στους απλούς και ταπεινούς ανθρώπους, και όχι αποτέλεσμα λογικής επεξεργασίας.

Η πνευματική γνώση δεν σπουδάζεται στα πανεπιστήμια και τα σπουδαστήρια του κόσμου, δεν αναγνωρίζεται με διπλώματα και μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδών, δεν αποτελεί αντικείμενο επιστημονικών ερευνών. Η πνευματική γνώση είναι υπόθεση της καρδιάς, είναι φωτισμένος νους, είναι μετοχή στην αγάπη, τη χάρη και τη δόξα του Θεού, είναι η Αποκάλυψη της Αλήθειας του Θεού στη ζωή μας και στον κόσμο ολόκληρο. Εργαστήριο της πνευματικής γνώσεως είναι η πίστη και η ελπίδα. Η εμπιστοσύνη στο Θεό και η αυτοεγκατάλειψή μας στην άπειρη αγάπη και πρόνοιά Του. Είναι η καθημερινή άσκηση και τήρηση των εντολών του Θεού. Είναι η εξάσκηση της αγάπης δια της φιλανθρωπίας και της ελεημοσύνης ενεργούμενης. Είναι η φιλαδελφία, η καλοσύνη και η ιλαρότητα.

Ο ορθολογισμός, περνώντας από όλες τις πτώσεις της υπερηφάνειας, μας οδηγεί τελικά στην αυτοδικαίωση· γιατί μας πείθει ότι έχουμε δίκιο. Και εφ’ όσον οι σκέψεις μας, τα λόγια μας και οι πράξεις μας είναι λογικές, άρα είναι ορθές και δίκαιες. Έχουμε λοιπόν δίκιο, άρα και δικαίωμα να το επιβάλλουμε ως γνώμη, ως επιθυμία και ως συμπεριφορά. Από το σημείο αυτό ξεκινά μία ατελεύτητη πορεία προς την μηδέποτε επιτυγχανομένη – γιατί είναι και ακόρεστη – αυτοδικαίωσή μας, που μας παρασύρει σε μια αλυσίδα διαρκώς μεγαλύτερων και βαρύτερων αμαρτημάτων.

Ο Φαρισαίος της παραβολής (Λουκ.18,9-14) είναι ο αντιπροσωπευτικότερος τύπος του αυτοδικαιούμενου ανθρώπου. Καυχάται για τις αρετές του, θεωρεί τον εαυτό του δίκαιο και συγχρόνως εξουθενώνει τον τελώνη, βλέποντας τον αμαρτωλό, κατώτερό του. Ο αυτοδικαιούμενος γίνεται ο ίδιος κριτής του εαυτού του και του απονέμει τον τίτλο του δικαίου, πιστεύοντας ότι ο Θεός είναι υποχρεωμένος να τον ανταμείψει.

Ο αυτοδικαιούμενος άνθρωπος είναι εκείνος που πάσχει από ψυχολογικά προβλήματα, επειδή απωθεί την ενοχή του. Γίνεται έτσι νευρικός, διαταραγμένος ανικανοποίητος, απαιτητικός, ανυπόμονος, ανυπάκουος, αυθάδης, εριστικός. Ακολουθώντας το παράδειγμα του Εωσφόρου, δεν θέλει να ζητήσει συγχώρηση και να ομολογήσει τις αμαρτίες του. Επαναλαμβάνει ως επωδό τα λόγια του μηδενιστή Αλμπέρτ Καμύ: «Είχα δίκιο, έχω οπωσδήποτε δίκιο, θα έχω πάντα δίκιο», και ορθώνει μόνος του ανυπέρβλητο φράγμα στην άβυσσο του Θείου ελέους.

Ο ορθολογισμός είναι συμπυκνωμένη υπερηφάνεια, αλαζονεία, αυτοδικαίωση, αυτάρκεια και αυτονομία. Γι’ αυτό και αλλοτριώνει τον άνθρωπο, τον απομονώνει και τον απομακρύνει από το Θεό και από τους συνανθρώπούς του. Ο ορθολογιστής καθίσταται έτσι στοιχείο διαλυτικό της φιλίας, του γάμου, της οικογένειας, του κοινοβίου και της κοινωνίας.

Τελικά ο ορθολογιστής, παρά τη λαμπρότητα των επιτευγμάτων του, καταλήγει να είναι ο κουρασμένος, ο κενός, ο ανικανοποίητος, ο απογοητευμένος σύγχρονος άνθρωπος. Αυτός που βιώνει καθημερινά το δράμα της υπαρξιακής αγωνίας του, της ανασφάλειάς του και του αδιεξόδου, στο οποίο τον παγιδεύει η λογική του και η αυτοπεποίθηση του στις οποίες τόσο στηρίχτηκε.

Θα πρέπει λοιπόν να βγούμε από τα όρια της πεπερασμένης ανθρώπινης λογικής και να μπούμε στην απεραντοσύνη, στον πλούτο και την ευλογία της λογικής του Θεού.
( Περιοδικό ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ τ. 26 Απρίλιος-Ιούλιος 2008)
Πηγή:vatopaidi.wordpress.com
kantonopou