1. Εί­ναι υ­περ­βο­λι­κός ο καύ­σων και α­νυ­πό­φο­ρος η ξη­ρα­σί­α, ό­μως δεν ε­ξα­σθέ­νη­σε την προ­θυ­μί­αν σας και ού­τε μά­ρα­νε την ε­πι­θυ­μι­ών της α­κρο­ά­σε­ως. Έ­τσι εί­ναι ο α­κρο­α­τής ο θερ­μός και εν­θου­σι­ώ­δης εν­δυ­να­μού­ται δια της ε­πι­θυ­μί­ας της α­κρο­ά­σε­ως και δύ­να­ται να υ­πο­φέ­ρει τα πά­ντα με ευ­κο­λί­α διά να ι­κα­νο­ποί­η­ση την ε­πι­θυ­μί­α αι­ών την κα­λήν και πνευ­μα­τι­κήν. 338 Και ού­τε το ψύ­χος, ού­τε ή ξη­ρα­σί­α, ού­τε τα πολ­λά ζη­τή­μα­τα, ού­τε το πλή­θος των φρον­τί­δων, ού­τε τί­πο­τε άλ­λο τέ­τοι­ον ημ­πο­ρεί να τον κα­τα­βάλει ό­πως τον α­δρα­νή και ρά­θυ­μον, ού­τε oι ευ­χά­ρι­στοι και­ροί, ού­τε ή α­πρα­ξί­α και ή α­σφά­λεια, ού­τε ή α­νά­παυ­σις και ή ά­νε­σις δύ­ναν­ται να δι­ε­γεί­ρουν, αλ­λά πα­ρα­μέ­νει κοι­μώ­με­νος ύ­πνον ά­ξιον πολ­λής κα­τη­γο­ρί­ας.

Σεις ό­μως δεν εί­σθε τέ­τοι­οι, αλ­λά εί­σθε κα­λύ­τε­ροι α­πό αυ­τούς πού κα­τοι­κούν εις την πά­λιν, δι­ό­τι σεις εί­σθε το ε­κλε­κτόν μέ­ρος της πό­λε­ως, και με προ­θυ­μί­αν και σω­φρο­σύ­νης πα­ρα­κο­λου­θεί­τε πάν­το­τε τα λε­γό­με­να.

Αυ­τό ε­δώ το θέ­α­τρον εις εμέ εί­ναι σε­μνό­τε­ρον από τας βα­σι­λι­κάς αυ­λάς. Δι­ό­τι ε­κεί τά δι­δό­με­να, ό­ποι­α και αν εί­ναι, ε­ξα­φα­νί­ζον­ταν μα­ζί με την παρούσαν ζω­ήν, καί εί­ναι γε­μά­τα από θό­ρυ­βον καί ταραχήν. '
-­Εδώ ό­μως δεν συμ­βαί­νει τί­πο­τε τέ­τοι­ον ε­δώ υ­πάρ­χει κά­θε α­σφά­λεια και τι­μή, α­παλ­λαγ­μέ­νη α­πό τα­ρα­χή, ε­ξου­σί­α πού δεν έ­χουν τέ­λος και πού δεν διακόπτονται ούτε από αυτόν τον θάνατον, μάλλον δε πού γίνονται τότε περισσότερον ασφαλείς. Διότι μη μου αναφέρης αυτόν πού κάθηται επάνω εις την άμαξαν, και είναι επηρμένος, και έχει πολλούς σωματοφύλακας, ούτε την ζώνην και την φωνήν του κήρυκος. Να μη χαρα­κτηρίσης από αυτόν τον άρχοντα, αλλά από την ψυ­χικήν του κατάστασιν εάν κυριεύη τα πάθη του, εάν νικά την αμαρτία δηλαδή αν εξουσιάζει τον πόθον των χρημάτων, αν υπέταξε τον αχόρταστο έρωτα των σωμάτων, αν δεν λυώνη από φθόνον, αν δεν παρασύ­ρεται εις το φοβερόν πάθος της ματαιοδοξίας, αν δεν φοβήται και τρέμη την πτωχείαν και την επί το χειρό­τερον μεταβολήν, αν δεν αποθνήσκη από τον φόβον τούτον. Τέτοιον να μου δείξης τον άρχοντα, διότι αυτό σημαίνει εξουσία. Εάν μεν αρχή των ανθρώπων, είναι δε δούλος των παθών, αυτού του είδους τον άρ­χοντα θα τον ονομάσω δουλικώτερον από ό­λους τους ανθρώπους· καθώς και δι' εκείνον που έχει κατακε­κλεισμένον εις το βάθος τον πυρετόν, αν και τίποτε τέτοιον δεν φανερώνη ή εξωτερική εμφάνισης του σώ­ματος του, θα ηδύναντο μετά βεβαιότητος οι ιατροί να ειπούν ότι έχει υψηλόν πυρετόν, και αv ακόμη το αγνοούν αυτό οι αδαείς.
"Έτσι λοιπόν και εγώ, αυτόν πού έχει υποδουλωμένη την ψυχήν του, και αιχμάλωτων εις τα πάθη, και άν ακόμη δεν φανερώνη κάτι τέτοιον ή εξωτερική του όψις, άλλα το αντίθετο, δύναμαι να ισχυρισθώ ότι είναι δουλικώτερος δούλων, αυτός πού έχει εις το βάθος της ψυχής τον πυρετόν των κακών, και έχει ιδρυμένη εις αυτήν την ψυχήν του την τυραννικήν εξουσία των παθών θα ονόμαζα δε άρχοντα και ελεύθερον και των βασιλέων βασιλικώτερον, και αν ακόμη είναι ενδεδυ­μένος με κουρέλια, και αν κατοικεί εις φυλακήν, και αν είναι δεμένος με αλυσίδα, αυτόν πού απέβαλε την τυραννίαν των παθών, και δεν είναι κυριευμένος από πονηράς επιθυμίας, και ούτε φοβάται και τρέμει από παράλογον φόβον πτώχειας και ατιμίας, πού θεωρού­νται ότι είναι λυπηρά εις την παρούσαν ζωή.
2. Τα αξιώματα αυτά δεν αγοράζονται με χρήματα, ούτε έχουν κανένα πού τα φθονεί* αυτή ή δύναμις δεν επηρεά­ζεται από γλώσσαν κατηγόρου, ούτε από μάτια φθονερών ανθρώπων, ούτε από επινοήματα κακόβουλων, άλλα μένει συνε­χώς ακυρίευτος, ωσάν να κατοικεί εις κάποιον απάτητον τόπον της φιλο­σοφίας, και όχι μόνον εις τας αλλάς δυσχερείς περι­στάσεις, αλλά ούτε και εις αυτόν τον θάνατον υπο­χωρεί.

Και αυτά τα υποδεικνύουν οι μάρτυρες, των οποίων τα μεν σώματα διελύθησαν καί έγιναν σκόνη και στά­χτη, ή δε δύναμίς των καθημερινώς ζη και ενεργεί, εκ­διώκουσα δαιμόνια, φυγαδεύουσα τά νοσήματα, εμ­ψυχώνουσα ολόκλη­ρους πόλεις καί συναθροίζουσα εδώ πλήθος. Τόση είναι ή δύ­ναμις της εξουσίας αυ­τής, όχι μόνον ζουν οι άρχοντες, άλλα και όταν αποθάνουν ώστε δια της βίας μεν κανείς δεν έρχεται εις αυτήν, διά της ιδίας δε προαιρέσεως και επιθυμίας έρχονται όλοι προς αυτήν, και δεν χάνει την δύναμίν της από τον χρόνον.
Βλέπετε, λοιπόν, ότι δεν το είπα χωρίς λόγον ότι το θέ­ατρov τούτο είναι πιο λαμπρόν από τας βασιλικός αυλάς. Διότι όσα συμβαίνουν εκεί ομοιάζουν με φύλλα πού μαραίνονται καί με σκιάς πού περνούν καί χάνονται- αυτά δε πού δίδον­ται εδώ ομοιάζουν με αδάμαντα, μάλλον δε είναι στερεότε­ρα καί από εκείνον, καθόσον είναι αθάνατα καί ακλόνητα καί δεν υποχωρούν ποτέ εις ουδεμία μεταβολήν, καί εις αυ­τούς πού τά αγαπούν πολύ έρχονται αφόβως, καί εί­ναι απηλλαγμένα από διαμάχην καί φιλονικίαν, από φθόνον καί δικα­στήρια καί από κακοβούλους καί συκοφαντίας. Διότι τά μεν κοσμικά έχουν πολλούς πού τά φθονούν, τά δε πνευματικά εις όσον πιο πολ­λούς έλθουν, τόσον περισσότερον φανερώνουν την ιδικήν των αφθονία. Καί αυτά είναι δυνατόν να το μά­θετε σεις από τον λόγον τούτον. Διότι τον λόγον τον οποίον εις όλους μεταδίδω, εάν κρατήσω εις την οικία πλησίον μου, γίνομαι πτωχότερος, αν όμως τον μεταδώσω εις όλους, όπως ακριβώς σπέρνω εις εύφορο αγρόν, επαυξάνω την αφθονία των αγαθών, κάμνω περισσότερον τον πλούτο μου καί εσάς καθιστώ πλουσιωτέρους χωρίς ό ίδιος να γίνω πτω­χότερος εξ αιτίας της ευπορίας σας, αλλά μάλλον περισσό­τερον πλούσιος, διότι δεν συμβαίνει το ίδιον όπως με τά χρή­ματα, αλλά ακριβώς το αντίθετο. Εάν είχα αποταμι­ευμένα χρήματα, καί ήθελα να τά διανείμω εις όλους, δεν θα ημπο­ρούσα να έχω την προηγουμένην αφθο­νία, διότι θα ελατ­τωθούν εξ αιτίας της διανομής.

3. Επειδή λοιπόν είναι τόσον υπέροχα τά πνευματικά αγαθά, καί είναι πολύ εύκολος ή απόκτησης των, κα­θόσον εις όλους πού θέλουν δίδονται δωρεάν, αυτά περισότερον να αγαπώμεν, καί να αφήνωμεν τας σκιάς, καί να μη επιδιώκωμεν τούς κρημνούς καί τους σκοπέλους. Καί διά να ενισχύση αυτήν την αγάπην ό Θεός, πριν ακόμη αποθάνει ό άνθρωπος πού τά κα­τέχει επισυνήψεν εις αυτά τον θάνατον. Τούτο θέ­λω νά ειπώ δεν εξαφανίζονται καί αυτά, μόνον όταν αποθά­νη αυτός πού τά κατέχει, αλλά καί ενώ ακόμη ζη μαραίνονται καί αφανίζονται, διά νά δηλώσουν την προσωρινότητα των καί αυτούς πού τά αγαπούν πολύ καί εμμένουν εις αυτά, νά τους απομακρύνουν από την φοβεράν αυτήν μανίαν με το νά φανερώνουν την φύσιν αυτών καί νά διδάσκουν διά της πεί­ρας όταν είναι πιο ασθενέστερα από σκιάς, καί νά εξαφα­νίσουν έτσι την αγάπην προς αυτά. Καί διά νά ομι­λήσω διά παραδεί­γματος· ο πλούτος δεν εγκαταλείπει τον πλούσιον όταν απο­θάνη μόνον, αλλά καί όταν ακόμη ζη χάνεται πολλάκις. Ή νεότης δεν εγκαταλεί­πει τον νέον, μόνον όταν αποθάνη, αλλά καί όταν ευ­ρίσκεται εις την ζωήν τόν εγκαταλείπει καταστρεφο­μένη ουν τη αυξήσει της ηλικίας καί παραχωρούσα την θέσιν της εις το γήρας. Το κάλλος καί ή ευμορφία καί όταν ακόμη ζει ή γυναίκα χάνονται καί μεταβάλλονται εις ασχημίαν. Αι δόξαι καί αι δυναστείαι πά­λιν ομοίως· αι τιμαί, αι εξουσίαι είναι εφήμεροι καί πρόσκαιροι καί πιο φθαρταί από τους ανθρώπους πού κατέχουν αυτά καί καθώς βλέπομεν νά υπάρχουν καθημερινοί θάνατοι των σωμάτων, έτσι υπάρχουν καί θάνατοι των πραγμάτων. Τούτο δε συμβαίνει διά νά παραβλέπωμεν τά παρόντα καί νά αφοσιωνώμεθα εις τά μέλ­λοντα, καί νά είμεθα εξηρτημένοι από την απόλαυσιν εκείνων, καί ενώ ευρισκόμεθα εις την γην νά ευρισκόμεθα με τόν πόθον εις τούς ουρανούς. Διότι δύο κόσμους έκαμεν ό Θεός, τόν μεν ένα παρόντα, τόν δε άλλον μέλλοντα" τόν μεν ορατόv, τόν δε αόρατο τόν μεν αντιληπτό διά των αισθήσεων, τόν δε διά του νου" τόν μεν έχοντα ανάπαυσιν σωματικήν, τόν δε πνευματικήν τόν μεν αντιλαμβανόμεθα διά της εμπει­ρίας, τov δε διά της πίστεως" τόν μεν ένα τόν έχομεν βέβαιον, τόν δε άλλον τόν ελπίζουμε καί τόν μεν ένα καθώρισε νά είναι τόπος αγώνων, τόν δε άλλον βρα­βείο καί εις αυτόν μεν α­γώνας καί πόνους καί ίδρωτας επισυνήψεν, εις εκείνον δε στεφάνους καί βραβεία καί αμοιβάς· καί τόν μεν έκαμε πέ­λαγος τόν δε λιμένα, τόν μεν σύντομον, τόν δε ατελεύτητο καί αθάνατο.
Επειδή λοιπόν, πολλοί από τούς ανθρώπους προετί­μων από τά νοητά εκείνα τά αισθητά, επισυνήψεν εις αυτά το φθαρτόν καί το πρόσκαιρον διά νά τούς απομακρύνει από τά παρόντα καί νά τούς προσή­λωση ολοψύχως εις την αγάπην των μελλόντων. "Έπειτα επειδή ήσαν εκείνα αόρατα καί νοε­ρά καί πραγματούμενα διά της πίστεως καί της ελπίδος, βλέπε τι πράττει. Αφού ήλθεν επί της γης καί έλαβεν ανθρώπινο σώμα, καί αφού πραγματοποίησε το θαυ­μαστόν σχέδιον του Θεού, μας γνωστοποιεί τά μελλο­ντικά, πληροφορών καί τας πλέον παχυλοτέρας δια­νοίας δι' αυτού. Διότι αφού ήλθεν φέρων αγγελικήν πολιτείαν καί μετέβαλε την γην εις ουρανόν, καί διέ­τασσεν αυτά πού όσους ήσαν πρόθυμοι νά τά πράξουν εξωμοίωνον με ασωμάτους δυνάμεις, καί έκαμε τους ανθρώπους αγγέλους, καί προσεκάλει προς την δόξαν των μελλόντων, καί ώριζεν μικρούς αγώνας, καί προέ­τρεψεν νά πετούν υψηλότερα καί νά αναβαίνουν προς αυτάς τας αψίδας των ουρανών καί νά αγωνίζωνται εναντίον των δαιμό­νων, καί νά αντιμετωπίζουν ολό­κληρον την φάλαγγα του δια­βόλου, ενώ έχουν σώμα καί είναι συνδεδεμένοι με σάρκα, νά νεκρώνουν τά σώματα καί νά διώχνουν μακρυά την ταραχήν πού προέρχεται από τά πάθη, καί νά φέρουν μόνον την σάρ­κα, καί νά αμιλλώνται προς τας ασωμάτους δυ­νάμεις.
4. Αφού λοιπόν αυτά διέταξε βλέπε τί πράττει" πόσον εύκολον τόν αγώνα καθίστα. Μάλλον δε προηγουμέ­νως νά αναφέρωμεν, αν θέλετε, το μέγεθος των προ­σταγμάτων και πόσον ισχυράς έκαμε τας πτέρυγας, και αποξενώνων σχεδόν ημάς από την ανθρωπίνην φύσιν, προέτρεψεν όλους νά κατευθύνωνται προς τόν ουρανόν. Διότι ενώ ό νόμος προστάζει οφθαλμόν αντί οφθαλμού, αυτός λέγει «Εάν τις σε ραπίσει εις την δε­ξιάν σιαγόνα, στρέψον αυτώ καί την άλλην> (Ματθ. 5, 39). Δεν είπε νά υπομένης μόνον γενναίως και με πραό­τητα την αδικίαν, αλλά καί νά προχώρησης πε­ρισσότερον την φιλοσοφίαν και νά προετοιμάζεσαι νά πάθης μεγαλύτερα κα­κά από όσα εκείνος επιθυ­μεί νά σου προξενήση. Διά της με­γάλης σου υπομονής νά νικήσης την θρασύτητα της ύβρεως, διά νά φύγη μακράν κατεντροπιασμένος από την υπερβολική σου καλωσύνην. Καί πάλιν λέγει· «Εύχεσθε υπέρ των επη­ρεαζόταν υμάς· εύχεσθε υπέρ των εχθρών υμών καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς» (Ματθ. 5, 44). Την συμ­βουλήν πάλιν περί της παρθενείας εισήγαγε λέγων «ό δυνάμενος χωρείν χωρείτω» (Ματθ. 19, 12). Επειδή εκ του παραδείσου έφυγεν αύτη καί μετά την παρακοήν αναχώρησε κατελθών εκ του ουρανού την επανέφερε πάλιν, ως φυγάδα εις την προτέραν πατρίδα της, καί την απήλλαξεν εκ της μακροχρο­νίου εξορίας. Καί όταν ήλθεν, έγεννήθη κατ' αρχήν εκ παρθένου καί μετάβαλε τούς νόμους της φύσεως, φανερώνων εξ αρ­χής την προς αυτήν τιμήν καί αποδεικνύων την παρ­θένον μητέρα.
Επειδή λοιπόν όταν ήλθεν έδώ τέτοια παρήγγελε, καί έ­καμε τόν βίον ανώτερο, έδιδεν αντάξια καί τά έπα­θλα των αγώνων, καί μάλλον πολύ μεγαλύτερα καί λαμπρότερα. Άλλα ήσαν καί αυτά αόρατα καί παρέ­μενον εις την ελπίδα, την πίστιν καί την προσδοκίαν των μελλόντων. Επειδή λοιπόν τά μεν παραγγέλματα ήσαν επίπονα καί δύσκολα, τά δε έπαθλα καί βραβεία αντικείμενο πίστεως μόνον, βλέπε τί πράτ­τει, πόσον εύκολον κάνει τόν αγώνα, πόσον ευκολώτερα τά αγωνίσματα. Πως καί με ποίον τρόπον; Διά δύο οδών αφ' ενός μεν με το νά μετέλθη αυτός αυτά, αφ' έτερου δε με το νά μάς δείξη τά βραβεία καί νά τά θέση υπ> όψιν μας. Διότι τά λεγόμενα υπ.' αυτού άλλα μεν ήσαν εντολή, άλλα δε έπα­θλα- εντολή ήτο το «Εύ­χεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς καί διωκό­ντων»(Ματθ. 5, 44), έπαθλον δε το «"Όπως γένησθε υιοί του Πατρός υμών του εν τοις ουρανοίς»(Ματθ. 5, 45). Πά­λιν «Μακάριοι έστε, όταν ονειδίσωσιν υμάς καί διώξωσι, και είπωσι πάν πονηρόν ρήμα καθ' υμών ψευδόμενοι. Χαίρετε καί αγαλλιάσθε ότι ό μισθός υμών πολύς εν τοις ουρανοίς»

(Ματ. 11, 12). Είδες την εντολήν καί το έπαθλον; Πάλιν «Ει θέλεις τέλειος εί­ναι, πώλησαν σου τά υπάρχοντα, καί δες πτωχοίς, καί δεύρο ακολουθεί μοι, καί έξεις θησαυρόν εν ούρανώ» (Ματθ. 19, 21). Είδες άλλην εντολήν καί άλλο βραβείο; Διότι την μεν εντολήν προέτρεψεν αυτούς νά την τη­ρούν, τά δε έπαθλον πού ήτο μισθός καί ανταπόδοσις ητοίμασεν αυτός. Καί πάλιν «"Οστις αφήκε οικίας καί αδελφούς καί αδελφάς»· τούτο είναι εντολή.. «Έκατο­νταπλασίονα λήψεται καί ζωήν αιώνιον κληρονομή­σει» (Ματθ. 19, 29)· τούτο είναι βρα­βείον καί στέφα­νος.

5. Επειδή λοιπόν τά παραγγέλματα ήσαν μεγάλα καί τά έπαθλα αυτών δεν εφαίνοντο, βλέπε τι πράττει ο ίδιος εφαρ­μόζει αυτά καί μας παρουσιάζει τους στε­φάνους. Διότι όπως εκείνος πού διατάσσεται νά βα­δίζη άβατον οδόν, εάν Ίδη προ­ηγουμένως κάποιον νά έχη, βαδίσει αυτόν, ευκολώτερα ακο­λουθεί καί προ­σαρμόζεται καί, έχει μεγαλυτέραν προθυμίαν έτσι καί είς τας εντολάς, αυτοί πού βλέπουν τούς προηγου­μένους ακολουθούν ευκολότεροι. Διά νά ακολουθήσει ευκολότερο ή ιδική μας φύσις, έλαβεν αυτός αυτήν την σάρ­κα καί την φύσιν την ημετέραν καί τοιουτοτρό­πως εβάδισεν αυτήν τήν οδόν καί απέδειξε τας εντο­λάς διά των έργων. Διότι το «Εάν τις σε ραπίση επί τήν δεξιάν σιαγόνα στρέψον αυτώ καί τήν άλλην» (Ματθ. 5, 39) το εφήρμοσεν αυτός, όταν τόν ερράπι­σεν ό δούλος του αρχιερέως, καθόσον δεν ημύνθη αλλά έδειξεν τόση επιείκιαν, ώστε είπε «Ει μεν κα­κώς ελάλησα μαρτύρησον περί του κακού· ει δε κα­λώς, τί με δέρεις;» (Ίω. 18, 23). Είδες πραότητα πού προκαλεί τρόμον; Είδες ταπεινοφροσύνην πού εκ­πλήσσει; εκτυπάτο όχι από κάποιον ελεύθερον, αλλά από δούλο καί υπηρέτη, και απο­κρίνεται αυτά με τό­σην αγαθότητα. "Έτσι έλεγε καί ό Πατήρ αυτού είς τούς Ιουδαίους «Λαός μου, τί εποίησα σοι; ή τί σε ελύ­πησα; ή* τί παρηνόχλησα; άποκρίθητι» (Mix. 6, 3). "Οπως αυτός λέγει «Μαρτύρησον περί του κακού», έτσι καί ό Πατήρ αυτού «'Άποκρίθητι μοι»· καί όπως αυτός λέγει «Τί με δέρεις» έτσι καί ό Πατήρ «Τί ελύ­πησα σε, ή τί παρηνόχλησα;».
Πάλιν θέλων νά διδάξη διά τήν ακτημοσύνη, βλέπε πώς επιδεικνύει αυτήν διά των έργων* «Αι αλωπεκές φω­λεάς έχουσι, καί τά πετεινά του ουρανού κα­τασκηνώσεις, ό δε υιός του άνθρωπου ουκ έχει πού τήν κεφαλήν κλίναι» (Ματθ. 8, 20). Είδες απόλυτον ακτημοσύνη; Δεν είχεν ούτε τράπεζαν, ούτε λυχνίαν, ούτε οικίαν, ούτε κάθισμα, ούτε τίποτε άλλο από αυτά.

Εδίδασκεν ότι πρέπει νά υποφέρουμε με καρτερίαν τας «συκοφαντίας, καί το απέδειξεν εμπράκτως. Διότι όταν τόν ωνόμαζον δαιμονισμένον καί Σαμαρείτην, καί ενώ ημπορούσε νά καταστρέψη αυτούς και νά τούς τιμωρήση διά τήν ύβρι των, τίποτε τέτοιον δεν έκαμε, αλλά αντιθέτως καί τούς ευηργέτει καί τά δαι­μόνια αυτών έξεδίωκεν. Καί ειπών «Εύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς» (Ματθ. 5, 44) έκαμε τούτο ότε ανέβη επί του σταυρού. "Όταν τον εσταύρωσαν καί τόν κάρφωσαν καί ενώ ήτο εσταυρωμένος έλεγεν «"Αφες αυτοίς ου γάρ οίδασι τί ποιούσι» (Λουκ. 23, 34). Αυτά έλεγε όχι επειδή δεν ηδύνατο ό ίδιος νά τούς συγχώρηση, άλλ διά νά μας διδάξει νά προσευχώμεθα υπέρ των εχθρών μας. Επειδή λοιπόν όχι μόνον διά του λόγου, αλλά καί διά των έργων μάς εδείκνυε τήν διδασκαλίαν του δι' αυτό προσέθεσε καί τήν προσευ­χήν.
Κα­νείς λοι­πόν α­πό τούς αι­ρε­τι­κούς μη νο­μί­ση ό­τι αυ τά πού ε­λέ­χθη­σαν υ­πο­δη­λούν ά­δυ­να­μίαν, αλ­λά ό­λα αυ­τά έ­γι­ναν εξ αι­τί­ας της με­γά­λης αυ­τού φι­λαν­θρω­πί­ας, δι­ό­τι αυ­τός είναι πού λέ­γει- «"Ί­να δε ι­δή­τε, ό­τι ε­ξου­σί­αν έ­χει ό υιός του άν­θρω­που, α­φι­έ­ναι ε­πί της γης α­μαρ­τί­ας» (Ματθ. 9, 6 '­Αλ­λ' ε­πει­δή ή­θε­λε νά μας δι­δά­ξη (ό δε δι­δά­σκων ό­χι μό­νον δι' ό­σων λέ­γει, αλ­λά καί δι' ό­σων πράτ­τει δει­κνύ­ει τί δι­δα­σκα­λί­αν του) διά τού­το προ­σέ­θε­σε καί τήν προ­σευ­χή Δι­ό­τι καί τούς πό­δας των μα­θη­τών του έ­πλυ­νεν, ό­χι ε­πει­δή ή­το κατώτερος, αλ­λά αν καί ή­το Θε­ός και Δε­σπό­της κα­τήλ­θεν είς τοια­ύτην τα­πει­νο­φρο­σύ­νην, διά νά δι­δά­ξη η­μάς.

6. Διά τού­το λοι­πόν έ­λε­γε" «Μά­θε­τε ά­π' ε­μού ό­τι πρά­ος ει­μί καί τα­πει­νός τη καρ­δί­α» (Ματθ. 11, 29). "Άκουσε πάλι λοι­πόν πώς έ­φε­ρεν είς το μέ­σον τά βρα­βεί­α αυ­τά καί τά έ­πα­θλα, καί τά έ­θε­τε υ­π' ό­ψιν των πι­στών. Ύ­πέ­σχε­το σω­μά­των α­νά­στα­σιν α­φθαρ­σίαν, τήν συ­νάν­τη­σιν είς τόν ουρανόν, τί άρ­πα­γήν είς τας νε­φέ­λα­ς, αυ­τά τά έ­δει­ζεν διά των πραγμάτων. Πώς καί με ποί­ον τρό­πον; Ενώ α­πέ­θα­νεν, α­νε­στή­θη· διά τού­το δε συ­να­νε­στρέ­φε­το με αυ­τούς τεσ­σα­ρά­κον­τα η­μέ­ρας, διά νά τούς πλη­ρο­φό­ρη­ση καί νά τούς δείξη ποί­α πρό­κει­ται νά είναι τά σώ­μα­τα μας με­τά τήν α­νά­στα­σιν. Πά­λιν λέ­γων διά του Παύ­λου ότι «εν νεφέλαις αρ­πα­γη­σό­με­θα είς απάν­τη­σιν είς α­έ­ρα» (Α' θεσσ. 4, 17) καί τού­το το απέδειξεν εμ­πράκτως. Δι­ό­τι με­τά τήν ανάστασιν, όταν ε­πρό­κει­το νά ανέλθη είς τούς ου­ρα­νούς, ενώ ή­σαν πα­ρόν­τες οι από­στο­λοι λέγει «Έ­πήρθη καί νε­φέ­λη ύ­πέ­βα­λεν αυ­τόν, από των οφθαλμών αυ­τών» (Πράξ. 1, 9) και εί­χαν προ­ση­λω­μέ­να τά βλέμ­μα ενώ α­νήρ­χε­το είς τόν ουρανόν. "Έτσι λοιπόν καί το ιδικό μας σώμα θα είναι ομοούσιο με το σώμα εκείνο, καθόσο προέρχεται εκ του ιδίου φυράματος· διότι όπως είναι η κεφαλή έτσι καί το σώμα, όπως ή αρχή έτσι καί το τέλος Καί τούτο θέλων νά δηλώση σαφέ­στερον ό Παύλος έλεγεν˚ «Ως μετασχηματίσει το σώμα της ταπεινώσεως ημών εις το γενέσθαι αυτό σύμμορφον τω σώματι της δόξης αυτού»» (Φιλ. I, 'Μ ) Εάν λοιπόν γίνει όμοιον και θα βαδίση την ιδίαν οδόν και θα υψωθή εις τας νεφέλας ομοίως. Αυτά νά αναμέ­νης και συ εις την ανάστασιν.
Επειδή δε ήτο φανερός ό λόγος περί της βασι­λείας των ουρανών εις τους ακούοντας τότε, διά τούτο ανελθών είς το εις το όρος έμπροσθεν των μαθητών του, υποδεικνύων εις αυτούς την δόξαν των μελλόντων καί αινιγματωδώς και αμυδρώς έδειξεν ποίον θα είναι το ιδικόν μας σώμα.. Τότε μεν εφάνη με ενδύματα, είς τήν ανάστασιν όμως δέν θα είναι έτσι. Διότι δεν χρειάζεται το σώμα μας ενδύ­ματα, ούτε στέγην, ούτε πάτωμα, ούτε τίποτε άλλο από αυτά. Και αφού ο Αδάμ προ της παρακοής , ενώ ήτο γυμνός δεν εντρέπετο, διότι ήτο ενδεδυμένος διά δόξης, πόσον μάλλον τά ιδικά μας σώματα, όσα είς μεγαλύτερον καί καλύτερον τέ­λος θα βαδίσουν, δεν έχουν ανάγκην από αυτά. Διά τούτο λοιπόν καί αυτός, όταν ανεστήθη άφησε τά ενδύ­ματα επί του τάφου καί της σορού, αναστήσας γυμνόν το σώμα πλήρες ανεκφράστου δόξης καί μακαριότητος.

Αυτά λοιπόν αφού εγνωρίσαμεν, αγαπητοί, καί εμάθομεν διά λόγων καί εδιδάχθημεν διά των οφθαλμών, ας επιδίξωμεν τοιούτον βίον διά νά αρπαγώμεν είς τά σύννεφα και να είμεθα πάντοτε με αυτόν, καί νά σωθώμεν διά της χάριτος αυτού καί νά απολαύσωμεν τά μέλλοντα αγαθά, τα οποία είθεν ημείς νά επιτύχωμεν διά του Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών μετά του οποίου εις τόν Πατέρα συγχρόνως και εις το Πνεύμα το άγιον ανήκει δόξα, τιμή, δύναμις, προσκύνησις, νυν καί αεί καί είς τούς αιώνας των αιώνων. *Αμήν_
via