ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ


Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΠΛΟΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ ΖΩΗ
1. Η παραβολή του Πλουσίου και του Λαζάρου
2. Ερμηνευτική ανάλυση της παραβολής
 
Ό χωρισμός της ψυχής από το σώμα
1. Ορισμός της ψυχής
2. Ή δημιουργία και γένεση της ψυχής
3. Θάνατος και προπατορικό αμάρτημα
4. Το μυστήριο της εξόδου της ψυχής από το σώμα
5. Ό τελωνισμός των ψυχών
6. Μέση κατάσταση των ψυχών
7. Ό θάνατος των νηπίων
8. Συμπέρασμα
 
Μεταθανάτιες εμπειρίες
1. Σύγχρονες μεταθανάτιες εμπειρίες
2. Κριτική αυτών των εμπειριών από ορθόδοξη προοπτική
3. Ή διάκριση των εμπειριών
 
Ή αθανασία της ψυχής
1. Ή αθανασία της ψυχής κατά την φιλοσοφία
2. Ή αθανασία της ψυχής κατά την ορθόδοξη θεολογία
3. Θνητοψυχισμός και Ορθόδοξη Εκκλησία
 
ΤΟ ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟ ΠΥΡ
1. Οι συζητήσεις στην Φερράρα - Φλωρεντία για το καθαρτήριο πύρ
2. Η διδασκαλία του αγίου Μάρκου του Ευγενικού για το καθαρτήριο πύρ
a) Αναγκαία η δογματική συζήτηση
b) Υπάρχει Παράδεισος και Κόλαση
c) Δεν υπάρχει καθαρτήριο πύρ
d) Θεολογικοί λόγοι κατά της υπάρξεως καθαρτηρίου πυρός
e) Ερμηνεία αποστολικού χωρίου
f) Πατερικά χωρία κατά τον διάλογο
g) Το αιώνιο πυρ είναι άκτιστο
3. Που οφείλεται η διδασκαλία των Λατίνων για το καθαρτήριο πύρ
 
Ή Δευτέρα Παρουσία του Χριστού
1. Ή ένδοξη έλευση του Χριστού
2. Ή ανάσταση των νεκρών
3. Ή μέλλουσα κρίση
 
Παράδεισος και Κόλαση
1. Ή Άγια Γραφή για τον Παράδεισο και την Κόλαση
2. Οι άγιοι Πατέρες για τον Παράδεισο και την Κόλαση
3. Ό Παράδεισος και η Κόλαση στην εκκλησιαστική ζωή
4. Οι θεολογικές και εκκλησιολογικές συνέπειες αυτής της αλήθειας
 
Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΠΑΝΤΩΝ
1. Αρχαίοι φιλόσοφοι και θεολόγοι για την αποκατάσταση των πάντων
2. Οι απόψεις των ερμηνευτών για την θέση του αγίου Γρηγορίου Νύσσης σχετικά με την αποκατάσταση των πάντων
3. Ερμηνευτικά σχόλια στην διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης για την αποκατάσταση των πάντων
a) Η μεγάλη του εκκλησιαστική προσωπικότητα
b) Οι απόψεις του για την φιλοσοφία
c) Η διδασκαλία του για την προαίρεση του ανθρώπου και την αιωνιότητα της Κολάσεως
d) Ερμηνευτική ανάλυση συγκεκριμένων χωρίων
e) Ερμηνεία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης από τους Πατέρας της Εκκλησίας
4. Συμπεράσματα
 
Ή αιώνια ζωή
1. Ή Βασιλεία του Θεού
2. Ή  ανακαίνιση της κτίσεως
3. Η διαρκής εξέλιξη στον μέλλοντα αιώνα
 
Διαχρονική εσχατολογία
1. Ερμηνεία του ορού εσχατολογία
2. Ό χρόνος στην ορθόδοξη αντίληψη
3. Τα παρελθόντα και τα παρόντα των εσχάτων
α) Τι είναι η Βασιλεία του Θεού
β) Τα έσχατα ως τα πρώτα
γ) Τα έσχατα ως παρόντα
 





Έχει παρατηρηθεί από πολλούς ότι ο σύγχρονος άνθρωπος δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον για την ζωή και τον θάνατο. Τον απασχολεί έντονα το μυστήριο του θανάτου. Φυσικά αυτό συνδέεται με τα λεγόμενα υπαρξιακά ερωτήματα, που αναφύονται σε όλους, αλλά ιδιαίτερα στους νέους, και περικλείονται στα εξής: Τι είμαι, ποιο είναι το νόημα της ζωής, που πάω μετά τον θάνατο, υπάρχει ζωή μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα κ.λ.π.
Είναι γνωστόν ότι όχι μόνον οι σύγχρονοι ασχολούνται με τα θέματα αυτά, αλλά γενικά οι άνθρωποι όλων των εποχών και γενεών. Είναι χαρακτηριστικό ότι και οι φιλόσοφοι ασχολούνταν με την προέλευση της ζωής, την ύπαρξη της ψυχής, την είσοδο του κακού στον κόσμο και τον θάνατο. Έτσι τα θάματα αυτά ενώ παρουσιάζονται ως σύγχρονα, απασχόλησαν ανέκαθεν το πνεύμα του ανθρώπου.
Αν σήμερα παρατηρείται κάποια έξαρση, οφείλεται περισσότερο στην ανασφάλεια που αισθάνεται ο σύγχρονος άνθρωπος. Πραγματικά όταν γκρεμίζονται όλες οι ασφάλειες, όταν ο άνθρωπος αισθάνεται απογοητευμένος από διάφορα γεγονότα, τότε είναι φυσικό να απασχολείται εντονώτερα με τα υπαρξιακά ερωτήματα.
Η Εκκλησία πάντοτε αντιμετώπιζε τέτοια ερωτήματα, και κυρίως το βασικότερο πρόβλημα, και το μεγαλύτερο μυστήριο, που είναι το μυστήριο του θανάτου. Ήδη η ενανθρώπηση του Χριστού είχε σαν σκοπό να νικηθεί το κράτος του θανάτου και του διαβόλου. Η θριαμβευτική νίκη του Χριστού πάνω στον θάνατο, έδωσε στον άνθρωπο την δυνατότητα να τον νικήσει και εκείνος στα όρια της προσωπικής του ζωής. Αυτό επιτυγχάνεται μέσα στην Εκκλησία.
Όταν η Εκκλησία μιλάει για τον θάνατο, δεν το κάνει για να τρομάξει τους ανθρώπους και να τους δημιουργήσει πανικό, αλλά για να τους βοηθήσει να τον υπερβούν. Άλλωστε, είναι γνωστόν ότι το πρόβλημα του θανάτου δεν αντιμετωπίζεται εύκολα ούτε είναι ένα απλό γεγονός. Γεννιόμαστε με την φθαρτότητα και την θνητότητα. Με την γέννηση γεννιέται ένας συγκεκριμένος άνθρωπος, που πρόκειται να πεθάνει. Όλος ο ανθρώπινος βίος είναι μια διαδοχή θανάτων. Οι αρρώστιες και γενικά η φθαρτότητα του σώματος υποδηλώνουν ότι μεταφέρουμε και κουβαλάμε πάνω μας τον θάνατο. Και οι διάφορες άσχημες αντιδράσεις μας ανάγονται στην βίωση του θανάτου. Οπότε, όταν μιλάει ‘Εκκλησία για τα θέματα αυτά βοηθάει αποτελεσματικά τον άνθρωπο. Δεν του σκορπά φόβο και πανικό, αλλά ελπίδα και παρηγοριά. Με αυτόν τον τρόπο χαίρεται την ζωή.
Μερικά από τα ερωτήματα αυτά, που απασχολούν τον σημερινό άνθρωπο, όπως το τί είναι ο θάνατος, τι είναι η ψυχή, τι γίνεται όταν η ψυχή αποχωρίζεται από το σώμα, μήπως διαλύεται η υπόσταση του ανθρώπου με τον θάνατο, τι είναι το καθαρτήριο πύρ, τι είναι ο Παράδεισος και η Κόλαση, τι θα γίνη στην Δευτέρα Παρουσία του Χριστού κ.λ.π., θα αντιμετωπίσουμε στο βιβλίο αυτό.
Θα ήθελα στην εισαγωγή να κάνω μερικές γενικές παρατηρήσεις.
Κατ’ αρχάς τα όσα λέγονται στο παρόν βιβλίο εμπνέονται από την διδασκαλία της θείας Αποκαλύψεως, όπως φανερώθηκε στους αγίους κάθε εποχής και καταγράφηκε τόσο στην Αγία Γραφή, όσο και στους βίους και την διδασκαλία των αγίων Πατέρων. Άλλωστε, οι άγιοι Πατέρες είναι φορείς της θείας Αποκαλύψεως.
Έπειτα, αναπτύσσοντας τα επιμέρους κεφάλαια, δεν ήταν δυνατόν να αποφευχθούν μερικές ταυτολογίες. Για παράδειγμα, όταν αντιμετωπίζει κανείς το θέμα του καθαρτηρίου πυρός κατά τον άγιο Μάρκο τον Ευγενικό, απαραιτήτως πρέπει να μιλήσει για την Βασιλεία του Θεού, για τον Παράδεισο και την Κόλαση. Όμως, πρέπει να υπάρχει και ειδικό κεφάλαιο που να αναπτύσσεται το θέμα του Παραδείσου και της Κολάσεως. Ακόμη, στο κεφάλαιο "διαχρονική εσχατολογία" οπωσδήποτε κάτι πρέπει να επαναληφθεί από τα προηγούμενα κεφάλαια. Άλλωστε ξέρουμε πολύ καλά ότι τα θεολογικά θέματα, όπως και αυτή η ίδια η ζωή δεν μπορούν να κατατμηθούν απόλυτα και να ερμηνευθούν αυτόνομα και αποσπασματικά.
Επί πλέον ο αναγνώστης πρέπει να γνωρίζει ότι μερικά σημεία του παρόντος βιβλίου είναι δυσκολότερα στην κατανόηση, γιατί δίνουν την θεολογική ερμηνεία και ανάλυση αυτών των θαμάτων. Δεν μπορούν όλα να απλοποιούνται. Όταν τα θέματα απλοποιούνται πολύ, τότε μάλλον παραχαράσσονται και υποβιβάζονται. Αν ο αναγνώστης συναντήσει μερικές τέτοιες δυσκολίες, να μην απομακρυνθεί, αλλά να συνεχίσει πιο κάτω, που θα γίνει ευκολότερη η ανάγνωση και θα αντιληφθεί καλά ποια είναι η θέση της Εκκλησίας πάνω στο θέμα της ζωής και του θανάτου, τι γίνεται μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα.
Όπως είναι φανερό, στο παρόν βιβλίο εξετάζουμε θέματα που κινούνται από την έξοδο της ψυχής μέχρι την ζωή μετά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Αλλά αυτός ο "χώρος" είναι δύσκολος, γιατί κινείται μέσα στο μυστήριο. Δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα, δεν είναι εύκολο όλα να ερμηνευθούν. Γνωρίζουμε μόνον ό,τι μας απεκάλυψε ο Χριστός και οι άγιοι. Επειδή συνάντησα μερικές δυσκολίες κατά την συγγραφή, γι’ αυτό ο αναγνώστης πρέπει να είναι επιεικής.
Η Εκκλησία, που είναι το αναστημένο Σώμα του Χριστού, είναι ο χώρος εκείνος που βιώνουμε την θριαμβευτική Του νίκη εναντίον του θανάτου και μετέχουμε από τώρα, ως εν αρραβώνι, της Βασιλείας του Θεού. Ευχή όλων μας είναι να ζούμε μέσα στην Εκκλησία, όπως ακριβώς το θέλει ο Χριστός, που είναι η Κεφαλή της, ώστε να αποκτήσουμε εμπειρίες της αιωνίου ζωής, οπότε δεν θα χρειάζονται διανοητικές αναλύσεις και λογική κατανόηση αυτών των εσχατολογικών θεμάτων. Θα ζούμε μια διαχρονική εσχατολογία.
Έγραφα στην Αθήνα την 4 Δεκεμβρίου 1993, εορτή του μεγάλου πατρός της Εκκλησίας αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, του και μελωδού των τροπαρίων της εξοδίου ακολουθίας
Αρχιμ. Ιερόθεος Σ. Βλάχος

 
Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΠΛΟΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ ΖΩΗ
Στα επόμενα κεφάλαια του βιβλίου αυτού αναπτύσσονται διεξοδικά θέματα που έχουν σχέση με την μετά θάνατον ζωή, την εσχατολογία και την αιώνια ζωή. Η ανάπτυξη των θέσεων αυτών γίνεται σύμφωνα με την διδασκαλία των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας, οι οποίοι, φυσικά, εκφράζουν την ορθόδοξη διδασκαλία, αφού είναι φορείς της θείας Αποκαλύψεως. Όπου χρειάζεται, γίνεται και σχετική αναφορά στις θέσεις της φιλοσοφίας.
Στο πρώτο κεφάλαιο γίνεται μια γενική εισαγωγή στο θέμα που μας απασχολεί με όσο το δυνατόν εύληπτο τρόπο. Γι’ αυτό και στο κεφάλαιο αυτό, που προτάσσεται, με σύντομες σκέψεις και απλά λόγια αναπτύσσονται οι βασικές θέσεις του θέματος "η ζωή μετά τον θάνατο", ώστε ο αναγνώστης να κατανοήσει επαρκώς το θέμα, και στην συνέχεια να προχωρήσει στην επιμελέστερη ανάγνωση και κατανόηση του.
Θεωρούμε ότι το καταλληλότερο βοήθημα για να οδηγήσουμε τον αναγνώστη στις θέσεις του θέματος "η ζωή μετά τον θάνατο" είναι η περίφημη παραβολή του Πλουσίου και του Λαζάρου, που είπε ο Χριστός. Γι' αυτό στην συνέχεια θα αναλύσουμε με όσο το δυνατόν απλό τρόπο, αυτήν την παραβολή.
Θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε πολλά πατερικά χωρία, που ερμηνεύουν την παραβολή του Πλουσίου και του Λαζάρου. Δεν θα το κάνουμε όμως, γιατί όπως ελέχθη προηγουμένως, σκοπός των όσων ακολουθήσουν είναι να εισαγάγουμε τον αναγνώστη στην διδασκαλία της Εκκλησίας για την ζωή μετά τον θάνατο.
1. Η παραβολή του Πλουσίου και του Λαζάρου
"άνθρωπος δε τις ήν πλούσιος, και ενεδιδύσκετο πορφύραν και βύσσον ευφραινόμενος καθ' ημέραν λαμπρώς. πτωχός δε τις ήν ονόματι Λάζαρος, ός εβέβλητο προς τον πυλώνα αυτού ηλκωμένος και επιθυμών χορτασθήναι από των ψυχίων των πιπτόντων από της τραπέζης του πλουσίου, αλλά και οι κύνες ερχόμενοι απέλειχον τα έλκη αυτού. εγένετο δε αποθανείν τον πτωχόν και απενεχθήναι αυτόν υπό των αγγέλων εις τον κόλπον Αβραάμ, απέθανε δε και ο πλούσιος και ετάφη. και εν τω άδη επάρας τους οφθαλμούς αυτού, υπάρχων εν βασάνοις, ορά τον Αβραάμ από μακρόθεν και Λάζαρον εν τοις κόλποις αυτού. και αυτός φωνήσας είπε, πάτερ Αβραάμ, ελέησόν με και πέμψον Λάζαρον ίνα βάψη το άκρον του δακτύλου αυτού ύδατος και καταψύξη την γλώσσάν μου, ότι οδυνώμαι εν τη φλογί ταύτη. είπε δε Αβραάμ, τέκνον, μνήσθητι ότι απέλαβες συ τα αγαθά σου εν τη ζωή σου, και Λάζαρος ομοίως τα κακά, νυν δε ώδε παρακαλείται συ δε οδυνάσαι, και επί πάσι τούτοις μεταξύ ημών και υμών μέγα χάσμα εστήρικται, όπως οι θέλοντες διαβήναι ένθεν προς υμάς μη δύνωνται, μηδέ οι εκείθεν προς ημάς διαπερώσιν. είπε δέ, ερωτώ ουν σε, πάτερ, ίνα πέμψης αυτόν εις τον οίκον του πατρός μου, έχω γαρ πέντε αδελφούς, όπως διαμαρτύρηται αυτοίς, ίνα μη και αυτοί έλθωσιν εις τον τόπον τούτον της βασάνου. λέγει αυτώ Αβραάμ, έχουσι Μωϋσέα και τους προφήτας, ακουσάτωσαν αυτών. ο δε είπεν, ουχί, πάτερ Αβραάμ, αλλ’ εάν τις από νεκρών πορευθή προς αυτούς, μετανοήσουσιν. είπε δε αυτώ, ει Μωϋσέως και των προφητών ουκ ακούουσιν, ουδέ εάν τις εκ νεκρών αναστή πεισθήσονται".
 (Λουκ. ιστ', 19-31)
2. Ερμηνευτική ανάλυση της παραβολής
Πολλά μπορεί κανείς να παρατηρήσει μελετώντας την περίφημη αυτή παραβολή του Χριστού. Μπορεί να αντιμετωπίσει την κοινωνική διάστασή της ή ακόμη να βγάλει πολλά ηθικά και ηθικολογικά συμπεράσματα. Όμως, θα επιμείνουμε περισσότερο στα θέματα που έχουν σχέση με την ζωή μετά τον θάνατο, δηλαδή θα δούμε την εσχατολογική ανάλυση της παραβολής.
Π ρ ώ τ ο ν. Όπως φαίνεται στην παραβολή δεν γίνεται λόγος για την ζωή μετά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, αλλά για την ζωή της ψυχής που παρεμβάλλεται μεταξύ του θανάτου του ανθρώπου, δηλαδή της εξόδου της ψυχής από το σώμα, και της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού. Πρόκειται για το διάστημα εκείνο που λέγεται μέση κατάσταση των ψυχών. Άλλοι λόγοι του Χριστού αναφέρονται στην Δευτέρα Παρουσία Του, όταν θα έλθει για να κρίνει τους ανθρώπους, αφού προηγουμένως γίνει ανάσταση των σωμάτων και οι ψυχές εισέλθουν εκ νέου στα σώματα, ώστε ο άνθρωπος να απολαύσει εκείνα που έπραξε στην ζωή του.
Δ ε ύ τ ε ρ ο ν. Αναφέρεται ότι υπάρχει ο θάνατος στην ζωή του ανθρώπου. Ο Πλούσιος και ο πτωχός Λάζαρος απέθαναν. Θάνατος είναι ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα. Αυτή η κατάσταση λέγεται και ύπνος, γιατί ο θάνατος καταργήθηκε με την Ανάσταση του Χριστού. Ο Χριστός με τα Πάθη, τον Σταυρό και την Ανάστασή Του κατήργησε οντολογικά τον θάνατο και έδωσε την δυνατότητα στον άνθρωπο να τον υπερβεί ζώντας μέσα στην Εκκλησία. Το ότι ο θάνατος είναι ύπνος, μια προσωρινή κατάσταση, φαίνεται από τον τρόπο που πεθαίνουν οι άγιοι, αφού έχουν όλοι τους την ελπίδα στον Χριστό, καθώς επίσης φαίνεται και στα άφθαρτα και θαυματουργούντα λείψανα.
Δεν δημιούργησε ο Θεός τον θάνατο, αλλά ο θάνατος είναι παρέμβλητος στην φύση, γιατί είναι καρπός της αμαρτίας του ανθρώπου και της απομακρύνσεώς του από τον Θεό. Υπάρχει σωματικός και ψυχικός θάνατος. Ψυχικός είναι η άρση της Χάριτος του Θεού από την ψυχή, και σωματικός είναι ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα.
Όλοι οι άνθρωποι γεύονται το φοβερό μυστήριο του θανάτου, αφού όλοι κληρονομούν την φθαρτότητα και την θνητότητα, δηλαδή, γεννιόμαστε για να πεθάνουμε. Ο θάνατος είναι το πιο σίγουρο και βέβαιο γεγονός στην ζωή μας. Ακόμη και σύγχρονοι υπαρξιστές φιλόσοφοι λένε ότι το πιο αληθινό γεγονός είναι "τό υπάρχειν προς θάνατον".
Αν και ο θάνατος είναι το πιο βέβαιο γεγονός, όμως αβέβαιη είναι η ώρα και η ημέρα του θανάτου. Κανείς δεν ξέρει π ό τ ε θα πεθάνει. Το θέμα είναι να ζούμε σωστά, ώστε το π ω ς του θανάτου να συνιστά την αιώνια ζωή.
Στο κείμενο της παραβολής λέγεται: "εγένετο αποθανείν τον πτωχόν...", καθώς επίσης "απέθανε και ο πλούσιος και ετάφη". Έτσι, ο θάνατος είναι ο μεγαλύτερος δημοκράτης, γιατί δεν κάνει καμμιά εξαίρεση.
Τ ρ ί τ ο ν. Η ψυχή του Λαζάρου, μετά την έξοδό της από το σώμα, παρελήφθη από τους αγγέλους και οδηγήθηκε στους κόλπους του Αβραάμ. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν άγγελοι, και φυσικά ο φύλακας άγγελος κάθε ανθρώπου, ο προσωπικός του φρουρός, οι οποίοι παραλαμβάνουν τις ψυχές των δικαίων ανθρώπων και τις οδηγούν στον Θεό.
Αντίθετα, σε άλλη παραβολή λέγεται ότι την ψυχή των αμετανοήτων αμαρτωλών την παραλαμβάνουν οι δαίμονες. Ο άφρων πλούσιος άκουσε φωνή από τον Θεό: "Άφρον, ταύτη τη νυκτι την ψυχήν απαιτούσιν από σού, ά δε ητοίμασας τινι έσται;" (Λουκ. ιβ', 20). Το ρήμα "απαιτούσιν" υποδηλώνει τους δαίμονας, οι οποίοι απαιτούν την ψυχή του αμαρτωλού ανθρώπου, για να την κρατούν αιωνίως.
Επομένως, κατά την φρικτή ώρα του θανάτου, κατά την οποία η ψυχή βιαίως χωρίζεται από την αρμονία με το σώμα, γίνονται φοβερά πράγματα. Τις ψυχές των αγίων τις παραλαμβάνουν οι άγγελοι, και τις ψυχές των αμαρτωλών οι δαίμονες. Στην διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας γίνεται λόγος για τα λεγόμενα τελώνια, που είναι οι δαίμονες, τα εναέρια πνεύματα, τα οποία θέλουν και επιδιώκουν να κρατήσουν αιωνίως τις ψυχές όλων των ανθρώπων. Φυσικά, οι ψυχές των αγίων, που ενώθηκαν με τον Χριστό και έχουν την σφραγίδα του Παναγίου Πνεύματος, δεν μπορούν να εξουσιαστούν από τους δαίμονες.
Με τα τελώνια, οι Πατέρες της Εκκλησίας εννοούν τόσο το μίσος και την επιθετική μανία των δαιμόνων, όσο και την ύπαρξη των παθών, που ζητούν ικανοποίηση, αλλά δεν μπορούν να ικανοποιηθούν, λόγω της μη υπάρξεως του σώματος. Αυτή ακριβώς η κατάσταση πνίγει την ψυχή του ανθρώπου, η οποία αισθάνεται τρομακτική δυσφορία. Το βασανιστήριο αυτό της ψυχής ομοιάζει με την πλήρη απομόνωση ενός ανθρώπου στην φυλακή, χωρίς να έχει την δυνατότητα, να κοιμηθεί, να τραφεί, να συναντήσει άνθρωπο κ.λ.π. Τότε πραγματικά εξαγριώνονται τα πάθη και όλη η ύπαρξή του.
Το γεγονός ότι οι ψυχές των ανθρώπων παραλαμβάνονται τόσο από τους αγγέλους όσο και από τους δαίμονες έχει σχέση με την κατάστασή τους. Όπως λέγεται από τους Πατέρες, οι άγγελοι και οι ψυχές είναι πνεύματα νοερά, εν σχέσει με το υλικό σώμα, αλλά εν σχέσει με τον Θεό έχουν κάτι υλικό. Γι’ αυτό οι άγγελοι λέγονται αιθέρια όντα και δεν είναι καθ’ ολοκληρίαν άϋλα. Άλλωστε, η ψυχή είναι κτιστή, δηλαδή, δημιουργημένη από τον Θεό. Είναι αθάνατη κατά Χάριν, αφού η αθανασία είναι δώρο του Θεού σε αυτήν. Κάθε κτιστό έχει αρχή και τέλος. Η ψυχή, ως κτιστή, έχει μια συγκεκριμένη αρχή, αλλά δεν έχει τέλος, γιατι έτσι το θέλησε ο Θεός.
Τ έ τ α ρ τ ο ν. Ενώ η ψυχή του Λαζάρου πήγε στους κόλπους του Αβραάμ και η ψυχή του Πλουσίου στον άδη, εν τούτοις ο Χριστός στην παραβολή λέγει ότι ο Λάζαρος πήγε στους κόλπους του Αβραάμ και ο συγκεκριμένος Πλούσιος πήγε στον άδη. Στην συνέχεια λέγεται ότι ο Πλούσιος "ορά τον Αβραάμ από μακρόθεν και Λάζαρον εν τοις κόλποις αυτού".
Αυτό έχει μεγάλη σημασία, γιατί σημαίνει ότι παρά τον χωρισμό της ψυχής από το σώμα, εν τούτοις δεν καταργείται η υπόσταση - πρόσωπο του ανθρώπου. Βέβαια, η ψυχή δεν προϋπήρχε του σώματος, αλλά δημιουργήθηκε ταυτόχρονα με το σώμα, και ακόμη, μόνη της η ψυχή δεν συνιστά τον άνθρωπο, ούτε το σώμα μόνο του συνιστά τον άνθρωπο. Όμως, παρά τον προσωρινό χωρισμό της ψυχής από το σώμα, δεν διαλύεται ο άνθρωπος. Αυτό φαίνεται από το ότι η ψυχή διατηρεί την συνείδηση, και ακόμη, όπως εξηγούν οι άγιοι Πατέρες, η ψυχή του ανθρώπου γνωρίζει τα στοιχεία του δικού της σώματος, που παρέμειναν στην γή, και ενδεχομένως διεσκορπίστηκαν ή διαλύθηκαν στα στοιχεία από τα οποία αποτελέσθηκαν. Κατά την Δευτέρα Παρουσία η ψυχή, με την Χάρη του Θεού, θα επανενώση τα στοιχεία του σώματος, θα αποτελεστεί ολόκληρος ο άνθρωπος, και, φυσικά, τότε τα σώματα τόσο των δικαίων όσο και των αδίκων θα είναι πνευματικά, δηλαδή δεν θα έχουν ανάγκη τροφής, δεν θα περιορίζονται από αποστάσεις και άλλους περιορισμούς. Η ανάσταση είναι ένα δώρο που χορηγείται σε όλους τους ανθρώπους, δικαίους και αδίκους.
Πρέπει να παρατηρηθή ότι στην παραβολή αυτή ο Χριστός αναφέρει το όνομα του πτωχού, ενώ το όνομα του Πλουσίου το αγνοεί. Αυτό δείχνει ότι ο Λάζαρος, επειδή ζούσε με τον Θεό, ήταν σωτηριολογικά πρόσωπο, αληθινή υπόσταση, ενώ ο Πλούσιος, καίτοι ήταν άνθρωπος, εν τούτοις δεν ήταν υπόσταση σωτηριολογικά. Αυτό σημαίνει ότι πραγματικός άνθρωπος είναι εκείνος που έχει ψυχή, σώμα, αλλά και την Χάρη του Θεού μέσα στην ψυχή και το σώμα του. Ενώ ο άνθρωπος που δεν έχει το Άγιον Πνεύμα, είναι οντολογικά πρόσωπο, όμως δεν είναι πρόσωπο εν σχέσει με τον Θεό, για τον απλούστατο λόγο ότι έχει υποδουλωθεί στα πράγματα. Ο νούς του αντί να στρέφεται στον Θεό, στρέφεται στην ύλη και υποδουλώνεται σε αυτήν.
Π έ μ π τ ο ν. Στην παραβολή λέγεται ότι ο Πλούσιος ευρισκόμενος στον άδη είδε τον Αβραάμ "και Λάζαρον εν τοις κόλποις αυτού". Με το πρόσωπο του Αβραάμ εννοείται ο Θεός. Το να βρίσκεται κανείς στους κόλπους του Θεού σημαίνει να έχει κοινωνία με τον Θεό.
Στους κόλπους, πίσω από το στήθος, ευρίσκεται η καρδιά του ανθρώπου. Η καρδιά, που είναι η πηγή της βιολογικής ζωής, είναι σύμβολο της αγάπης. Όσο μεγαλύτερη είναι η αγάπη τόσο και μεγαλύτερη είναι η γνώση, αφού συνδέεται στενά η γνώση με την αγάπη. Και, βέβαια, αυτή η αγάπη συνιστά την κοινωνία και ένωση. Έτσι, το να βρίσκεται κανείς στους κόλπους δηλώνει ότι συνδέεται με τον αγαπώμενο, υπάρχει ενότητα μεταξύ τους.
Η έκφραση, λοιπόν, ότι ο Λάζαρος βρισκόταν στους κόλπους του Αβραάμ δείχνει παραστατικά την κοινωνία του με τον Θεό, η οποία συνδέεται με την γνώση και την αγάπη. Κάνοντας λόγο για την γνώση του Θεού, εννοούμε την "κοινωνία εν τη υπάρξει". Δεν πρόκειται για μια εγκεφαλική γνώση, αλλά για εκείνη που συνδέεται με την αγάπη, με αυτήν την ίδια την ζωή.
Ο Λάζαρος δεν φαίνεται να στενοχωρήται για την φρικτή δοκιμασία του Πλουσίου, δεν βλέπει την Κόλαση, ενώ ο Πλούσιος βλέπει την δόξα του Παραδείσου. Πραγματικά, εκείνος που ζη μέσα στο άκτιστο Φως, στην μεγάλη θεωρία του Θεού, όπως λέγουν οι Πατέρες μας, ξεχνά τον κόσμο. Το Φώς είναι τόσο μεγάλο, τόσο εκτυφλωτικό που δεν αφήνει να δη κανείς και κάτι άλλο διαφορετικό. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι άγιοι δεν προσεύχονται για ολόκληρο τον κόσμο. Προσεύχονται και παρακαλούν τον Θεό, έχοντας, μάλιστα, μεγαλύτερη κοινωνία μαζί Του. Βρίσκονται όμως σε μια κατάσταση που δεν μπορούμε να εννοήσουμε. Μόνο αν την εξετάσουμε μέσα από τις θείες εμπειρίες των αγίων, τότε μπορούμε να την καταλάβουμε.
Έ κ τ ο ν. Ενώ ο Λάζαρος βρισκόταν στους κόλπους του Αβραάμ, ο Πλούσιος φλεγόταν στον άδη. Μάλιστα, θα παρακαλέσει τον Αβραάμ να στείλει τον Λάζαρο για να καταψύξη την γλώσσα του, γιατί, όπως είπε χαρακτηριστικά, "οδυνώμαι εν τη φλογί ταύτη".
Εδώ γίνεται λόγος για άδη και όχι για Κόλαση. Γιατί η Κόλαση θα αρχίσει μετά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού και το μελλοντικό δικαστήριο, ενώ οι ψυχές των αμαρτωλών, μετά την έξοδό τους από το σώμα, βιώνουν τον άδη. Κατά την διδασκαλία των αγίων Πατέρων, ο άδης είναι ένας νοητός τόπος, είναι η πρόγευση της Κολάσεως, όταν ο άνθρωπος δέχεται την καυστική ενέργεια του Θεού.
Έγινε μεγάλη συζήτηση για τα θέματα αυτά στην Σύνοδο Φερράρας - Φλωρεντιας και διασώζονται οι απόψεις και η διδασκαλία του αγίου Μάρκου του Ευγενικού, που είναι αποκαλυπτικές. Το πυρ στο οποίο φλεγόταν ο Πλούσιος δεν ήταν το λεγόμενο καθαρτήριο πυρ των Λατίνων, από το οποίο περνούν όλες οι ψυχές των ανθρώπων, δεν ήταν κτιστό πυρ αλλά άκτιστο. Δηλαδή και οι αμαρτωλοί δέχονται τις ακτινες του θείου Φωτός, αλλά επειδή πέθαναν χωρίς μετάνοια, χωρίς να θεραπευθούν, βιώνουν την καυστική ενέργεια του Φωτός. Έτσι, κατά τον βαθμό της θεραπείας ή της ασθενείας, οι άνθρωποι δέχονται την ίδια Χάρη ή ως φως ή ως πυρ.
Πρέπει ακόμη να παρατηρηθεί ότι ο Πλούσιος έβλεπε τον Αβραάμ και τον Λάζαρο στους κόλπους του, έβλεπε την δόξα του Αβραάμ, αλλά δεν είχε μέθεξη αυτής της δόξης. Αντίθετα ο Λάζαρος και έβλεπε και είχε μέθεξη. Αυτό είναι πολύ σημαντικό σημείο, γιατί δείχνει ότι στην άλλη ζωή όλοι θα δουν τον Θεό, αλλά οι δίκαιοι θα έχουν κοινωνία, μέθεξη, ενώ οι αμαρτωλοί δεν θα έχουν μέθεξη και κοινωνία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο λόγος του Χριστού για την μελλοντική δίκη. Εκεί όλοι θα δουν τον Κριτή, όλοι θα συνομιλήσουν μαζί Του, αλλά άλλοι θα απολαύσουν την δόξα Του, και άλλοι θα βιώσουν την καυστική ενέργεια της θείας Χάριτος.
Έ β δ ο μ ο ν. Ο Πλούσιος ενδιαφερόταν για τους ζώντας στον κόσμο αδελφούς του και παρακαλούσε τον Αβραάμ να στείλει τον Λάζαρο για να τους κηρύξει μετάνοια. Επομένως, παρά τον χωρισμό της ψυχής του ανθρώπου από τον παρόντα κόσμο, ωστόσο υπάρχει γνώση και κοινωνία, εκδηλώνεται ένα ενδιαφέρον.
Αυτό το γεγονός μαζί με άλλα στοιχεία δείχνει ό,τι λέγαμε προηγουμένως, ότι η παραβολή του Πλουσίου και του Λαζάρου δεν αναφέρεται στην μετά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού ζωή, αλλά στην ζωή μετά θάνατο μέχρι την Δευτέρα Παρουσία. Σαφώς πρόκειται για την λεγομένη μέση κατάσταση των ψυχών.
Οι άγιοι ενδιαφέρονται σωτηριολογικά για τον κόσμο. Δια της Χάριτος του Θεού ακούν τις προσευχές μας, και τις αναβιβάζουν στον Θεό. Γι’ αυτό και εμείς προσευχόμαστε στους αγίους μας. Με τις εορτές που έχουμε καθιερώσει στην μνήμη τους δείχνουμε ότι είναι άγιοι, ενώθηκαν με τον Θεό, αναμένουν και την ανάσταση των σωμάτων, τα οποία και από τώρα δέχονται, με την αφθαρσία τους, τα προοίμια του μέλλοντος αιώνος. Και εμείς ενδιαφερόμαστε για τους κεκοιμημένους. Προσευχόμαστε στους αγίους για να προσεύχωνται για μας στον Θεό, ζητάμε τις πρεσβείες τους, ενώ προσευχόμαστε στον Θεό για όλους τους άλλους κεκοιμημένους για να ελεηθούν. Αυτό, εκτός του ότι είναι δείγμα κοινωνίας μεταξύ μας, συγχρόνως εκφράζει και κάτι άλλο βαθύτερο.
Κατά την διδασκαλία των αγίων Πατέρων, όταν ο άνθρωπος εισέλθει στην μετάνοια, στο στάδιο της καθάρσεως, συνεχώς εξελίσσεται. Υπάρχει διαρκής τελείωση, τόσο στην λεγομένη μέση κατάσταση των ψυχών, όσο και στην μετά την Δευτέρα Παρουσία ζωή. Οι βαθμοί της πνευματικής ζωής είναι η κάθαρση, ο φωτισμός και η θέωση. Βέβαια, αυτά δεν πρέπει να νοηθούν ως στεγανοποιημένες καταστάσεις, αλλά ως μέθεξη της Χάριτος του Θεού. Αν ο άνθρωπος αγωνίζεται να καθαρθεί, τότε η Χάρη του Θεού που τον καθαρίζει λέγεται καθαρτική ενέργεια. Όταν ο νούς του είναι φωτισμένος, σημαίνει ότι δέχεται την ενέργεια του Θεού που τον φωτίζει και λέγεται φωτιστική ενέργεια. Και όταν βρίσκεται στην θέωση, αυτό γίνεται με την Χάρη του Θεού που λέγεται θεοποιός. Η πορεία είναι διαρκής. Έτσι, όσοι μετανόησαν, πριν εξέλθει η ψυχή από το σώμα, αυτοί εξελίσσονται και γίνονται χωρητικότεροι στην άκτιστη Χάρη. Γι’ αυτό τελούμε τα μνημόσυνα και προσευχόμαστε για τους κεκοιμημένους.
Όσοι, όμως, κατά την έξοδο της ψυχής από το σώμα, δεν μετανόησαν, αυτοί, επειδή δεν έχουν πνευματική όραση, βιώνουν μόνο την καυστική ενέργεια του Θεού, και, βέβαια, δεν πρόκειται ποτέ να έχουν μέθεξη στο αγαθό. Προσευχόμαστε όμως για όλους, γιατί δεν ξέρουμε την εσωτερική τους πνευματική κατάσταση.
Ό γ δ ο ο ν. Στην παραβολή λέγεται ότι μεταξύ του τόπου που βρισκόταν ο Αβραάμ και του άδου, όπου βρισκόταν ο Πλούσιος, υπήρχε "χάσμα μέγα", και δεν ήταν δυνατόν να γίνει μετάβαση του ενός προς τον άλλο.
Φυσικά, δεν πρόκειται περί ιδιαιτέρου χώρου, αλλά, όπως αναφέραμε προηγουμένως, ενός ιδιαιτέρου τρόπου ζωής. Υπάρχει σαφής διαφορά μεταξύ Παραδείσου και Κολάσεως, ως ιδιαιτέρων τρόπων ζωής.
Ο Παράδεισος και η Κόλαση δεν υπάρχει εξ επόψεως Θεού, αλλά εξ επόψεως ανθρώπου. Ο Θεός στέλλει την Χάρη Του προς όλους τους ανθρώπους, αφού αυτός "ανατέλλει τον ήλιον επί δικαίους και αδίκους και βρέχει επί πονηρούς και αγαθούς". Αν ο Θεός μας δίνη εντολή να αγαπούμε όλους τους ανθρώπους, ακόμη και τους εχθρούς μας, το ίδιο κάνει και Εκείνος. Είναι αδύνατον να μη αγαπά και τους αμαρτωλούς. Όμως ο κάθε άνθρωπος, ανάλογα με την πνευματική του κατάσταση, αισθάνεται διαφορετικά την αγάπη του Θεού.
Το φως έχει δύο ιδιότητες, ήτοι την φωτιστική και την καυστική. Εάν κάποιος άνθρωπος έχη καλή όραση ευεργετείται από την φωτιστική ιδιότητα του ηλίου, του φωτός, και χαίρεται όλη την δημιουργία. Αν όμως κάποιος άλλος στερήται οφθαλμού, δεν έχει όραση, τότε αισθάνεται την καυστική ιδιότητα του φωτός. Αυτό θα γίνει και στην μέλλουσα ζωή, καθώς επίσης και στην ζωή της ψυχής μετά την έξοδό της από το σώμα. Ο Θεός θα αγαπά και τους κολασμένους, αλλά αυτοί θα αδυνατούν να αισθανθούν αυτήν την αγάπη ως φως. Θα την αισθάνωνται ως πυρ, επειδή δεν θα έχουν πνευματικό οφθαλμό και πνευματική όραση.
Γίνεται κάτι ανάλογο με την θεία Κοινωνία. Όλοι μπορούν να κοινωνήσουν, αλλά για τους προετοιμασμένους και καταλλήλους γίνεται φως και ζωή, για τους αναξίως προσερχομένους γίνεται κρίμα και κατάκριμα.
Αυτό η Εκκλησία το παρουσιάζει στην εικονογράφηση της Δευτέρας Παρουσίας. Βλέπουμε εκεί ότι από τον θρόνο του Θεού εξέρχεται το φως, μέσα στο οποίο βρίσκονται οι άγιοι, και από τον ίδιο θρόνο πηγάζει ο πύρινος ποταμός, μέσα στον οποίο βρίσκονται οι αμετανόητοι αμαρτωλοί.
Γι’ αυτό στην Ορθόδοξη Εκκλησία δίνουμε μεγάλη σημασία στην θεραπεία του ανθρώπου. Η Εκκλησία είναι ένα πνευματικό Νοσοκομείο, θεραπευτήριο, που θεραπεύει τον πνευματικό οφθαλμό, που είναι ο νους. Αυτός νοσεί και αυτός πρέπει να θεραπευθεί. Αυτό είναι όλο το έργο της Εκκλησίας.
Έ ν α τ ο ν. Στην παράκληση του Πλουσίου να στείλει ο Αβραάμ τον Λάζαρο στην γη και να κηρύξει στους αδελφούς του μετάνοια, ο Αβραάμ δεν ανταποκρίθηκε και δικαιολόγησε αυτή την θέση του λέγοντας ότι εφ’ όσον οι άνθρωποι δεν ακούν τον Μωϋσή και τους Προφήτας, τότε "ουδέ εάν τις εκ νεκρών αναστή πεισθήσονται".
Ο σαρκικός άνθρωπος δεν μπορεί να μετανοήσει όσα θαύματα κι’ αν δη στην ζωή του. Ζει μέσα σε θανατηφόρο ύπνο. Αυτή είναι μια πραγματικότητα. Αν δεν ενεργοποιηθεί η ελευθερία του ανθρώπου, δεν υπάρχει μετάνοια. Τα πάντα γίνονται με την ενέργεια του Θεού και την συνέργεια του ανθρώπου.
Άλλωστε, το μεγαλύτερο γεγονός μέσα στην ιστορία είναι η ενανθρώπηση του Χριστού, η Ανάστασή Του, και η ίδρυση της Εκκλησίας, η οποία είναι το Σώμα του αναστημένου Θεανθρώπου Χριστού. Αν ο άνθρωπος δεν μπορεί να εμπνευσθεί από αυτήν την συγκλονιστική πραγματικότητα, αν δεν μπορή να πεισθεί από την ζωή τόσων αγίων, που είναι μέλη του αναστημένου Σώματος του Χριστού, δεν θα πεισθή με το μεγαλύτερο θαύμα.
Η σωτηρία και αναγέννηση του ανθρώπου δεν είναι υπόθεση ταχυδακτυλουργικών ενεργειών, αλλά καρπός ελευθέρας εκφράσεως του θελήματός του, καρπός πόνου, αγώνος και ιδρώτων πολλών. Δυστυχώς, πολλοί άνθρωποι στην εποχή μας αρκούνται στα μαγικά, τα εξωτερικά γεγονότα. Το να πεισθεί κανείς για την ύπαρξη της άλλης ζωής είναι υπόθεση εσωτερικής πνευματικής ευαισθησίας. Γιατί, κι’ αν ακόμη αναστηθεί ένας άνθρωπος, είναι ενδεχόμενο να εκληφθεί ως φάντασμα.
Γίνεται πολύς λόγος σήμερα για τις λεγόμενες επιθανάτιες εμπειρίες. Μερικοί ισχυρίζονται ότι βγήκε η ψυχή τους από το σώμα ή ακόμη πλησίασε προς την έξοδό της και στην συνέχεια επέστρεψε στο σώμα. Διηγούνται τα όσα φοβερά είδαν και αντιμετώπισαν.
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία λέμε ότι υπήρξαν περιπτώσεις που επανήλθε η ψυχή στο σώμα, αναστήθηκαν, δηλαδή, με την δύναμη του Χριστού. Αυτά, όμως, είναι έκτακτα γεγονότα, που δεν συμβαίνουν στον καθένα. Υπάρχουν άγιοι που είχαν τέτοιες φοβερές εμπειρίες, αφού έζησαν στην προσωπική τους ζωή τι είναι Κόλαση και Παράδεισος, βίωσαν τις φλόγες του άδου, είδαν αγγέλους και δαίμονες. Όταν επανήλθαν στον εαυτό τους, έζησαν ζωή μετανοίας και κήρυτταν σε άλλους την μετάνοια. Όμως λέμε ότι οι περισσότερες από αυτές τις εμπειρίες ή είναι δαιμονικές ή είναι καρποί απωθημένων βιωμάτων και επιθυμιών ή είναι φαντασίες ή ακόμη είναι αποτελέσματα των ηρεμιστικών και ναρκωτικών φαρμάκων, που δίνονται για να μη πονούν στην φρικτή δοκιμασία των ασθενειών τους. Πραγματικά, χρειάζεται μεγάλη διάκριση για να μπορεί κανείς να διακρίνει αυτές τις καταστάσεις, εάν προέρχονται από τον Θεό, από τον διάβολο ή από ψυχολογικές και σωματικές ανωμαλίες.
Εμείς στην Εκκλησία δεν περιμένουμε αναστάσεις αγίων ή εμπειρίες τέτοιων καταστάσεων για να πιστεύσουμε, αλλά έχουμε την Αγία Γραφή, τους βίους των Προφητών, Αποστόλων και αγίων, έχουμε τους λόγους τους και τις διδασκαλίες τους, καθώς επίσης έχουμε και τα άγια λείψανά τους και πιστεύουμε ότι υπάρχει αιώνια ζωή. Μερικές δε φορές ο καθένας μας αξιώνεται από τον Θεό να βιώσει μέσα στην καρδιά του τι είναι Κόλαση και τι είναι Παράδεισος.
Πέρα από αυτά τηρούμε τις εντολές του Χριστού για να θεραπευθούμε, ώστε να λύσουμε πολλά υπαρξιακά, διαπροσωπικά, κοινωνικά και οικολογικά προβλήματα. Η εφαρμογή των εντολών του Θεού μας καθιστά ισορροπημένους ανθρώπους.
Δ έ κ α τ ο ν. Στην παραβολή του Πλουσίου και του Λαζάρου υποδεικνύεται και ο τρόπος που πρέπει να χρησιμοποιήσουμε για να θεραπευθούμε, και έτσι μετά τον θάνατο και μετά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού να βιώσουμε τον Θεό ως φως και όχι ως πύρ. Ο Αβραάμ είπε στον Πλούσιο: "έχουσι Μωϋσέα και προφήτας, ακουσάτωσαν αυτών". Πρέπει να τηρούμε τον νόμο και να υπακούουμε στους Προφήτες κάθε εποχής.
Προφήτης είναι αυτός που με την Χάρη του Θεού βλέπει τα μυστήρια του μέλλοντος αιώνος, γεύεται από τώρα την Βασιλεία του Θεού. Τέτοιοι Προφήτες υπήρχαν τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη. Αυτοί έλαβαν την Αποκάλυψη, αυτοί έζησαν την Βασιλεία του Θεού, γνώρισαν τα μυστήριά της και στην συνέχεια τα απεκάλυψαν στον λαό.
Οι Προφήτες, που ταυτίζονται με τους πραγματικούς θεολόγους και τους πνευματικούς πατέρες, αναγεννούν τους ανθρώπους και τους οδηγούν προς την ζωή. Η πνευματική καθοδήγηση συνδέεται και ταυτίζεται με την πνευματική αναγέννηση του ανθρώπου. Πραγματικά, δεν μπορεί κανείς να αναγεννηθεί, αν δεν συνδεθεί με έναν θεούμενο άνθρωπο, έναν Προφήτη.
Και στην εποχή μας υπάρχουν Προφήτες που κηρύττουν μετάνοια, στρέφουν τον νού μας προς τον Θεό, μας υποδεικνύουν έναν άλλο τρόπο σκέψεως και ζωής. Κι’ αν δεν μπορέσαμε να συναντήσουμε έναν τέτοιο Προφήτη, όμως υπάρχουν οι λόγοι των Προφητών και μπορούμε διαβάζοντάς τους να μάθουμε τι είναι η Βασιλεία του Θεού και τι πρέπει να κάνουμε για να την απολαύσουμε.
Αυτές οι γενικές σκέψεις, που είναι τα βασικά σημεία της ορθοδόξου εσχατολογίας, διατυπώθηκαν εδώ πολύ συνοπτικά, με τρόπο απλό. Την λεπτομερή ανάλυση των θέσεων αυτών, τεκμηριωμένη από την διδασκαλία των αγίων Πατέρων, μπορεί ο αναγνώστης να βρει στα κεφάλαια που ακολουθούν. Έχοντας υπ’ όψη του τα βασικά αυτά σημεία θα κατανοήσει και όσα πρόκειται να αναγνώσει.


Ό χωρισμός της ψυχής από το σώμα

Το κεφάλαιο αυτό νομίζω ότι είναι πολύ σημαντικό, γιατί αποτελεί την βάση των όσων πρέπει να γνωρίζουμε για την ψυχή και την μετά θάνατον ζωή της. θα δούμε, λοιπόν, εδώ τι είναι ή ψυχή, πώς δημιουργείται, πώς χωρίζεται από το σώμα δια του θανάτου, που βρίσκεται, πώς μετά την έξοδο της από το σώμα διατηρείται ή υπόσταση του ανθρώπου, τι είναι τα τελώνια για τα όποια γίνεται λόγος στα πατερικά κείμενα, και άλλες αλήθειες. Γι’ αυτό και ελέχθη προηγουμένως ότι το κεφάλαιο αυτό είναι αρκετά σημαντικό, και αποτελεί την δάση του γενικού θέματος «ή ζωή μετά τον θάνατο».
1. Ορισμός της ψυχής
Δεν πρόκειται να παραμείνουμε πολύ στο σημείο αυτό, γιατί τα περί ψυχής μπορεί ο αναγνώστης να ανατρέξει και να τα μελετήσει σε άλλα κείμενα μου1. Εδώ πρέπει να σημειωθούν τα πλέον απαραίτητα πού μας εισαγάγουν στο θέμα μας.
Ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης δίνοντας τον ορισμό της ψυχής λέγει ότι είναι ουσία κτιστή, ζώσα, νοερά, μεταδίδουσα στο οργανικό και αισθητικό σώμα ζωτική δύναμη και αντιληπτική των αισθητών, έως ότου βέβαια παραμένει το σώμα στην ζωή2. Ή ψυχή εισάγει  ζωτική δύναμη στον σωματικό οργανισμό για την ενέργεια των αισθήσεων3. Αυτό σημαίνει ότι το σώμα κινείται από την δύναμη και την ενέργεια της ψυχής. Έτσι η ψυχή είναι κτιστή, γενητή. Δημιουργημένη από τον Θεό, είναι νοερά και ζώσα ουσία, πού μεταδίδει την ζωή στο σώμα, έως ότου διατηρείται ή ενότητα ψυχής και σώματος, με την βοήθεια και ενέργεια του Θεού. Έναν ολοκληρωμένο ορισμό για την ψυχή μας δίνει ο όσιος Νικήτας Στηθάτος. Γράφει: «Ουσία δε ψυχής έστιν, ως και άλλοις πεφιλοσόφηται κάλλιστα, απλή, ασώματος, ζώσα, αθάνατος, αόρατος, σωματικοις όφθαλμοίς μηδαμώς θεωρούμενη, λογική τε και νοερά, ασχημάτιστος, όργανικώ κεχρημένη σώματι και παρεκτική τούτω ζωής κινήσεως, αυξήσεως, αίσθήσεως και γεννήσεως, νουν έχουσα μέρος αυτής το καθαρώτατον, πατέρα και προβολέα του λόγου, αυτεξούσιος φύσει, θελητική τε και ενεργητική και τρεπτή ήτοι εθελότρεπτος, ότι και κτιστή»4.
Ό ορισμός αυτός φανερώνει μερικές αλήθειες. Κατ' αρχάς ότι ή ψυχή είναι κτιστή, δημιουργημένη από τον Θεό, και αυτό φαίνεται από το ότι είναι εθελότρεπτη, αυτεξούσια, έχει την δυνατότητα της επιλογής καλού και κακού. Ή δυνατότητα της επιλογής, πού συνιστά το λεγόμενο γνωμικό θέλημα, είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα της κτιστότητος, γι' αυτό και συνιστά την ατέλεια της φύσεως, εν σχέσει με το άκτιστο τον Θεό. Έπειτα παρουσιάζεται εδώ η οντολογία της ψυχής. Πραγματικά, ή ψυχή είναι αόρατη στους σωματικούς οφθαλμούς, ασώματη και απλή. Δεν μπορεί κανείς με σωματικούς Οφθαλμούς να δη την ψυχή. πού σημαίνει ότι είναι νοερά, και εν σχέσει με το σώμα είναι απλή.
ΤΟ σώμα του ανθρώπου είναι σύνθετο, αποτελούμενο από διάφορα στοιχεία, ήτοι νερό, αέρα, χώμα και φωτιά, όπως υποστήριζαν και οι αρχαίοι φιλόσοφοι. Γι’ αυτό, το σώμα μετά την έξοδο της ψυχής από αυτό διαλύεται ατά στοιχεία από τα όποια συγκροτήθηκε. Ή ψυχή είναι απλή, δηλαδή δεν αποτελείται από διάφορα στοιχεία, γι' αυτό και δεν διαλύεται μετά την έξοδο της από το σώμα. Ή ψυχή, καίτοι είναι μία και αδιαίρετη, εν τούτοις είναι πολυδύναμη, έχει πολλές δυνάμεις. Ό νους είναι το καθαρότατο μέρος της ψυχής και προβολεύς του λόγου. Γι' αυτό και ή ψυχή είναι λογική και νοερά. Λόγω των δυνάμεων και ενεργειών της η ψυχή δίνει ζωή, κίνηση, αίσθηση και ενέργεια στο σώμα. Γι' αυτό και το σώμα συγκροτείται και συγκρατείται από την ψυχή. Το σώμα δεν εμπεριέχει απλώς την ψυχή, δηλαδή το σώμα δεν είναι η φυλακή της ψυχής, όπως έλεγαν οι αρχαίοι φιλόσοφοι, αλλά η ψυχή ζωοποιεί και συγκρατεί το σώμα του ανθρώπου. Γι' αυτό και μόλις αποχωρίζεται με την βούληση του Θεού από το σώμα, τότε το σώμα πεθαίνει, διαλύεται.
2. Ή δημιουργία και γένεση της ψυχής
Ένα από τα δασικά θέματα πού απασχόλησαν τόσο τους αρχαίους φιλοσόφους όσο και τους πρώτους θεολόγους είναι ή δημιουργία της ψυχής. Γενικά διατυπώθηκαν τρεις θεωρίες για την προέλευση της5.
Ή πρώτη θεωρία είναι της προυπάρξεως της ψυχής. Σύμφωνα με αυτήν όπως διατυπώθηκε από τον Πλάτωνα, η ψυχή ανήκει στον κόσμο των ιδεών, άρα προϋπήρχε του σώματος. Μετά την πτώση της από τον κόσμο των ιδεών περικλείστηκε στο σώμα σαν σε φυλακή. Με την θεωρία της προυπάρξεως συνδέθηκε και η θεωρία της μετεμψυχώσεως, Ή Εκκλησία απέρριψε και την θεωρία της προυπάρξεως και την άποψη της μετεμψυχώσεως, ότι, δηλαδή, η ψυχή επανέρχεται εκ νέου σε άλλο σώμα, έως ότου καθαρθή. Ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης ελέγχει την άποψη ότι ή ψυχή προϋπήρχε και λόγω μιας ροπής προς την κακία κλείνεται μέσα στο σώμα. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή ούτε ο άνθρωπος ούτε κανένα ζώο δεν δημιουργείται, αν δεν εισέλθη κάποια ψυχή. Επειδή όμως η είσοδος της ψυχής σε αυτά συνεπάγεται την πτώση της από τον κόσμο των ιδεών, η δε πτώση έχει ως αιτία την κακία, αυτό σημαίνει ότι η κακία είναι η αρχή της συστάσεως των όντων. Αυτή όμως η άποψη είναι αβάσιμη, απατηλή και ασεβής, αφού εμείς πιστεύουμε ότι ο Θεός είναι η αίτια της δημιουργίας και όχι η κακία και η αμαρτία6. Η κακία δεν είναι πρεσβυτέρα της ζωής. Αρχή της ζωής είναι η σοφία του Θεού7. Η άποψη ότι η ψυχή δεν προϋπάρχει του σώματος δεν υπονοεί ότι δημιουργείται μετά την δημιουργία του σώματος, ότι δηλαδή η ψυχή είναι νεωτέρα της διαπλάσεως του σώματος, αφού κανείς δεν πιστεύει ότι το σώμα έχει αφ' εαυτού του κινητική και αυξητική ενέργεια. Αυτό σημαίνει ότι μόνον δια της ψυχής. πού έχει ζωτική και κινητική ενέργεια, ζωοποιείται και κινείται το σώμα. Έτσι, λοιπόν, στην Ορθόδοξη Εκκλησία πιστεύουμε ότι τόσο η ψυχή όσο και το σώμα δημιουργούνται από τον Θεό ταυτοχρόνως. «Μίαν και την αυτήν ψυχής τε και σώματος αρχήν της συστάσεως οίεσθαι»8.
Το δένδρο αναπτύσσεται όταν τεθεί το μόσχευμα στην γη. Όπως η γη δεν δίνει την ενέργεια και την δύναμη, αλλά παρέχει τις αφορμές προς την αύξηση, το ίδιο συμβαίνει και στο θέμα πού μελετάμε. Το σώμα προσφέρει τις αφορμές στην ψυχή για να δώσει ζωή και κίνηση. Η δύναμη της ψυχής φαίνεται ανάλογα με την σωματική ποσότητα, όπως ακριβώς η δύναμη του μοσχεύματος στο φυτό προχωρεί προς το τέλειο ολίγον κατ' ολίγον. Η ψυχή εμφανίζει κατ' αρχάς την θρεπτική και αυξητική δύναμη στα έμβρυα, στην κοιλία της μητρός τους, έπειτα δίνει την αισθητική χάρη σε αυτούς πού γεννιούνται και εξέρχονται στο φως, και στην συνέχεια παρουσιάζεται ως καρπός η λογική δύναμη, η οποία, βέβαια, αυξάνεται βαθμιαίως. Έτσι, λοιπόν, ισχυριζόμαστε ότι η σύσταση του ανθρώπου συντελείται με την συνύπαρξη ψυχής και σώματος, χωρίς να προηγήται η ψυχή του σώματος, ούτε το σώμα της ψυχής9.
Ή δεύτερη θεωρία για την δημιουργία της ψυχής είναι της μεταφυτεύσεως, σύμφωνα με την οποία «η ψυχή του νηπίου είναι βλάστημα της ψυχής των γονέων». Την θεωρία αυτήν διετύπωσαν τόσο οι Επικούρειοι φιλόσοφοι όσο και μερικοί αρχαίοι αιρετικοί. Δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε την άποψη ότι ή ψυχή του εμβρύου είναι «απόκομμα της ψυχής των γονέων ως βλαστός από τον κλάδον του Αδάμ». Κάθε φορά πού συλλαμβάνεται ένα έμβρυο έχουμε την επανάληψη της πρώτης δημιουργίας, της πλάσεως του Αδάμ. Τότε ο Θεός έπλασε το σώμα του Αδάμ και αμέσως ενεφύσησε και «εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν» (Γεν.β', 7). Το ίδιο γίνεται και τώρα, με την διαφορά ότι τώρα ο Θεός αντί να λαβή χουν από την γη, λαμβάνει από το σπέρμα του ανδρός και το ωάριο της γυναικός, και αμέσως εμφυσά ψυχή. Άλλωστε, είναι βασική διδασκαλία της Εκκλησίας ότι ο Θεός διευθύνει προσωπικά τον κόσμο. Έτσι, ή ψυχή δεν είναι απορροή της ψυχής του ανδρογύνου, δεν μεταβιβάζεται από την ύπαρξη των γονέων, αλλά δημιουργείται από τον Θεό. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφέρουμε και μια άποψη την οποία είχαν μερικοί αρχαίοι φιλόσοφοι και αιρετικοί, πού συνδέεται με αυτά πού λέμε εδώ σχετικά με την πρώτη θεωρία, περί προϋπάρξεως της ψυχής, όπως την αναλύει και την αναιρεί ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης.
Λέγαμε προηγουμένως ότι κατά την θεωρία του Πλάτωνος οι ψυχές ανήκουν στον κόσμο των ιδεών και περικλείονται, λόγω της πτώσεως τους, σε σώματα. Υπήρχαν, λοιπόν, αιρετικοί πού ισχυρίζονταν ότι οι ψυχές πού έπεσαν από τον κόσμο των ιδεών παρακολουθούν τις συνευρέσεις των συζύγων για να εισχωρήσουν στα φυόμενα σώματα. Ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης θεωρεί αυτήν την θεωρία άτοπη, γιατί αν ο σύζυγος αρνήται την γαμική επαφή, η δε σύζυγος κρατεί τον εαυτό της ελεύθερο από την ανάγκη των οδυνών, τότε ή κακία θα πιέζη την ψυχή να πέση. Αν συμβαίνη αυτό, τότε ο γάμος δίνει αφορμή ώστε να δράση η άνω κακία επάνω στις ψυχές ή ακόμη και χωρίς να υπάρχη γάμος η κακία μπορεί να επηρεάζει τις ψυχές. Επίσης δημιουργείται και ένα άλλο πρόβλημα. Αν η ψυχή λόγω κακίας αποκοπή από τα ουράνια, και δεν βρει σώμα να εισχωρήσει, τότε θα περιπλανάται «άοικος εν μέσω και αλήτις», θα περιπλανάται διαρκώς χωρίς να βρίσκει τόπο να κατασκήνωση. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο και αυτή η άποψη, κρινομένη λογικώς, είναι άτοπη και παράλογη10.
Ή τρίτη θεωρία για την ύπαρξη της ψυχής είναι η της δημιουργίας ότι, δηλαδή, η ψυχή δημιουργείται από τον Θεό κατά την γένεση του σώματος και φανερούται ή εκφράζεται ανάλογα με την αύξηση του σώματος του εμβρύου, του νηπίου και γενικότερα του ανθρώπου. Αυτή είναι η πατερική και ορθόδοξη άποψη για την ύπαρξη της ψυχής. Μεταξύ των άλλων την υποστηρίζει και ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας. Έτσι, η ψυχή είναι άυλη, δημιουργείται από τον Θεό, δεν είναι μέρος της ουσίας του θεοί, αλλά ο Θεός δια του Αγίου Πνεύματος δημιουργεί την ψυχή. Γι’ αυτό και η ψυχή είναι κτιστή, κτίσμα.
3. Θάνατος και προπατορικό αμάρτημα
Κάνοντας λόγο για τον θάνατο και το προπατορικό αμάρτημα, δεν εννοούμε ότι προηγήθηκε ό θάνατος, σαν κάτι φυσικό στην ανθρώπινη φύση και ακολούθησε το προπατορικό αμάρτημα, αλλά ότι ο θάνατος συνδέεται στενά με το αμάρτημα του Προπάτορος Αδάμ, αφού είναι συνέπεια του. Είναι ανάγκη, λοιπόν, στο σημείο αυτό να κάνουμε λόγο για τον θάνατο, ο όποιος δεν ήταν εξ αρχής φυσικός για τον άνθρωπο, αλλά παρενεβλήθη στην ανθρώπινη φύση, και, επομένως, ενεργεί ως παράσιτο. Στην Άγια Γραφή επανειλημμένως λέγεται ότι δεν έκανε ο Θεός τον θάνατο, αλλά ο θάνατος εισήλθε στον κόσμο δια της αμαρτίας του Αδάμ. Θα ήθελα να αναφέρω μόνον δύο αγιογραφικά χωρία. ΤΟ πρώτο προέρχεται από την Παλαιά Διαθήκη. Γράφεται: «ο Θεός θάνατον ουκ εποίησεν, ουδέ τέρπεται έπ' απώλεια ζώντων, έκτισε γαρ εις το είναι τα πάντα, και σωτήριοι αι γενέσεις του κόσμου, και ουκ εστίν εν αύταις φάρμακον ολέθρου ούτε άδου βασίλειον επί της γης... δικαιοσύνη γαρ αθάνατος εστίν» (Σοφ. Σολ. α', 13-25). Δεν είναι δυνατόν να προέρχεται το κακό από τον Θεό αφού ο Θεός είναι αγαθός. Γι’ αυτό και όταν έπλασε τον άνθρωπο δεν τον έπλασε για να πεθάνη. Φυσικά, όπως φαίνεται στήν πατερική παράδοση, δεν τον έπλασε ούτε θνητό ούτε αθάνατο, αλλά με την δυνατότητα να γίνη θνητός ή αθάνατος.
Το δεύτερο χωρίο προέρχεται από την προς Ρωμαίους επιστολή του Αποστόλου Παύλου: «...δι' ενός ανθρώπου η αμαρτία εις τον κόσμον εισήλθε και δια της αμαρτίας ο θάνατος, και ούτως εις πάντας ανθρώπους ο θάνατος διήλθεν... άλλ' έβασίλευσεν ο θάνατος  από του Αδάμ μέχρι Μωϋσέως...» (Ρωμ. ε', 12-14). Στο χωρίο αυτό φαίνεται ότι ο θάνατος είναι παρέμβλητος, είναι παράσιτο της ανθρωπινής φύσεως, αποτέλεσμα και καρπός της αμαρτίας του Αδάμ. Πρόκειται επομένως, για είσδυση του θανάτου μέσα στην ανθρώπινη φύση, και δι' αυτής σε όλη την κτίση.
Ή αμαρτία από την οποία γεννήθηκε ο θάνατος είναι η πτώση του Αδάμ στον Παράδεισο της τρυφής. Όταν ο Θεός έδωσε εντολή στον άνθρωπο να μη φάγη από τον απηγορευμένο καρπό, συγχρόνως του διεμήνυσε: «ή δ' αν ήμερα φάγητε άπ' αυτού, θανάτω αποθανείσθε» (Γεν. β', 17). Και, πραγματικά, μετά την αμαρτία αυτή εισήλθε ο θάνατος στην ανθρώπινη φύση, πρώτα ο πνευματικός, πού είναι ο αποχωρισμός του ανθρώπου από τον Θεό, και στην συνέχεια ο σωματικός, πού είναι ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα στον κατάλληλο καιρό. Την ημέρα πού αμάρτησε ο Αδάμ πέθανε πνευματικά, και αργότερα πέθανε και σωματικά. Ενώ αυτή είναι η θέση της Αγίας Γραφής για τον θάνατο, και, βέβαια, μέσα σε αυτήν την προοπτική κινούνται και οι άγιοι Πατέρες, όπως θα δούμε στην συνέχεια, η δυτική θεολογία εξετάζει διαφορετικά τα πράγματα, θεωρεί τον θάνατο ως τιμωρία του Θεού στον άνθρωπο, ένεκα της αμαρτίας του, την δε κληρονόμηση του θανάτου σε όλο το ανθρώπινο γένος, ως κληρονόμηοη της ένοχης. Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης σε μια πολύ πρωτότυπη και ενδιαφέρουσα μελέτη του , ανέτρεψε τις εσφαλμένες αυτές απόψεις της δυτικής θεολογίας και παρουσίασε την διδασκαλία των άγιων Πατέρων για τα θέματα αυτά. Οι δυτικοί θεολόγοι, επηρεασμένοι από τις προϋποθέσεις του Αυγουστίνου, θεωρούν τον θάνατο ως αποτέλεσμα της αποφάσεως του Θεού να θεώρηση ένοχο την ανθρωπότητα και να την τιμωρήση, λόγω της αμαρτίας την οποία διέπραξε ο Αδάμ. Μερικοί, μάλιστα προτεστάντες θεωρούν τον θάνατο ένα απλό γεγονός. Με τέτοιες όμως αντιλήψεις καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι αίτιος του θανάτου είναι ο Θεός12.
Με την αντίληψη αυτή συνδέεται αναπόσπαστα και ή άλλη θεωρία, ότι ο διάβολος είναι όργανο του Θεού |στην εκτέλεση της αποφάσεως του να τιμωρήση το ανθρώπινο γένος. Βέβαια, με τέτοιες αντιλήψεις και απόψεις η δυτική θεολογία δεν μπορεί να ερμηνεύσει τον σκοπό της ενανθρωπήσεως του Χριστού, πού ήταν η κατάργηση του κράτους του διαβόλου και του θανάτου, ούτε μπορεί να ερμηνεύσει σωστά τον σκοπό των μυστηρίων και της όλης εκκλησιαστικής ζωής. Στην πατερική διδασκαλία, όπως αναφέραμε προηγουμένως, φαίνεται ότι ο θάνατος δεν είναι τιμωρία του Θεού, αλλά καρπός και αποτέλεσμα της αμαρτίας του Αδάμ. Με τον όρο «θάνατο» εννοείται η απομάκρυνση και ο χωρισμός του ανθρώπου από τον Θεό, που είναι η πραγματική ζωή. Έτσι, όποιος απομακρύνεται από την ζωή, τον Θεό, νεκρώνεται, πεθαίνει. Με αυτήν την έννοια ο πρώτος πού υπέστη τον θάνατο και την νέκρωση είναι ο διάβολος. «Ταύτην την νέκρωσιν πρώτος υποστάς ο Σατάν ως εγκαταλειφθείς δικαίως υπό του Θεού δι' απείθειαν», υπογραμμίζει ω άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Ό νεκρωθείς διάβολος μετέδωσε την νέκρωση και στον άνθρωπο, επειδή ο τελευταίος υπήκουσε στην συμβουλή του, απείθησε στον Θεό και έχασε την Χάρη Του13.
Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής θα πή ότι, όταν ομιλούμε για τον θάνατο, εννοούμε κυρίως τον χωρισμό από τον Θεό. Αυτός ο χωρισμός γίνεται δια της αμαρτίας, οπότε κέντρο του θανάτου είναι η αμαρτία. Δια τής παραβάσεως της εντολής του Θεού και δια της απομακρύνσεως του ανθρώπου από τον Θεό «επηκολούθησεν εξ ανάγκης και ο του σώματος θάνατος»14.
Μέσα στα πλαίσια αυτά κινείται και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, όταν ύπογραμμίζη ότι ή γένεση όλων των ανθρώπων προέρχεται από τον Θεό, η δε φθορά και η συνέπεια της, πού είναι ό θάνατος, προήλθαν από την δική μας κακία. «Δι' ανθρώπου δε μάλλον θάνατος, τουτέστι της του Αδάμ παραβάσεως, ομοίως και αι λοιπαί τιμωρίαι». Έτσι, η δημιουργία του άνθρώπου είναι έργο της δημιουργικής δυνάμεως του Θεού, η διαμονή είναι έργο της συνεκτικής δυνάμεως και ενεργείας Του, και ή κυβέρνηση είναι έργο της προνοητικής ενεργείας Του. Ό θάνατος είναι αποτέλεσμα της δικής μας προαιρέσεως και κακίας, όχι τιμωρία και ενέργεια του Θεού15.
Ό θάνατος, κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό εισήλθε στον κόσμο «ώσπερ τι θηρίον άγριον και ανήμερον τον ανθρώπινον λυμαινόμενος βίον»16. Είναι πολύ ωραία αυτή η εικόνα, πού εκφράζει παραστατικά όλη την πραγματικότητα. Ό θάνατος ομοιάζει με ένα άγριο και ανήμερο θηρίο πού λυμαίνεται και καταστρέφει τον βίο των ανθρώπων. Και πραγματικά, όλοι γευόμαστε στα αγαπητά μας πρόσωπα αυτήν την αγριότητα του θανάτου. Ό άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, του οποίου την κεντρική άποψη πάνω στο θέμα πού μας απασχολεί είδαμε προηγουμένως. Ομιλεί πολύ παραστατικά και με θαυμαστή ακριβολογία. Όταν η Εύα άκουσε την συμβουλή του πονηρού διαβόλου, «είδεν, έπαθεν, έφαγεν, απέθανεν, έθελξε τον άνδρα, κοινωνόν έλαβε και του γεύματος και του πτώματος»17.
Φυσικά, λέγοντας ότι απέθανε ο Αδάμ δεν εννοούμε ότι καταστράφηκε ολοκληρωτικά η ανθρώπινη φύση. Άλλα ότι κατ' αρχάς μεν βίωσε τον πνευματικό θάνατο, στην συνέχεια βίωσε τον σωματικό θάνατο, χωρίς βέβαια, να κατάληξη στην ανυπαρξία. Ό άνθρωπος χωρίζεται από τον Θεό, βιώνει συνταρακτικά αυτές τις συνέπειες, χωρίς να καταστρέφεται ολοσχερώς. Όπως χαρακτηριστικά θα μας πή ο άγιος Μακάριος Αιγύπτιος, «ου λέγομεν δε ότι απώλετο το όλον και ηφανίσθη και απέθανεν από του Θεού απέθανεν, τη δε ιδία φύσει ζή»18. Μετά την αμαρτία του Αδάμ ο Θεός με την μεγάλη Του αγάπη και ευσπλαχνία ενέδυσε τον άνθρωπο με δερμάτινους χιτώνες. Στην διδασκαλία των άγιων Πατέρων βλέπουμε ότι αυτοί οι δερμάτινοι χιτώνες είναι η φθορά και η θνητότητα πού εισήλθαν στο σώμα τού άνθρωπου μετά την αμαρτία, Η φθορά είναι οι ασθένειες, οι αδυναμίες και κακουχίες του ανθρωπίνου βίου, ο τρόπος με τον όποιο συλλαμβάνεται, κυοφορείται και γεννιέται ο άνθρωπος, τελικά είναι η πορεία προς τον θάνατο19. Στην πραγματικότητα όλη η ζωή του ανθρώπου είναι μια σειρά διαδοχικών θανάτων, είναι ένας βραδύς θάνατος20.
Από όσα αναφέραμε μέχρι τώρα φαίνεται ότι δεν είναι αίτιος του θανάτου ο Θεός, αλλά η αμαρτία πού διέπραξαν οι Πρωτόπλαστοι στον Παράδεισο με την ελεύθερη τους επιλογή. Στην πατερική διδασκαλία όμως είναι φανερό ότι ο Θεός επέτρεψε την είσδυση του θανάτου στην ανθρώπινη φύση από αγάπη και φιλανθρωπία. Κατ' αρχάς μπορούμε να πούμε ότι αμέσως μετά την αμαρτία του ο Αδάμ ήταν δυνατόν να πεθάνη και σωματικά. Επέτρεψε, όμως, ο Θεός την ζωή και μετά την αμαρτία, «τόπον μετανοίας παρεχόμενος», δηλαδή για να δοθή δυνατότητα μετανοίας και αποκτήσεως της πνευματικής ζωής21. Έτσι και όλες οι ταλαιπωρίες πού συνδέονται με την φθαρτότητα και θνητότητα γίνονται αφορμές για την επιπόθηση της άνω ζωής και της αποκτήσεως της κοινωνίας με τον Θεό. Κατά τον Μ, Βασίλειο ο Θεός επέτρεψε τον θάνατο για να μη μείνει ο άνθρωπος αιωνίως ζωντανός νεκρός22. Την άποψη αυτή διετύπωσε η Εκκλησία σε μια συγχωρητική ευχή πού λέγεται από τον αρχιερέα, κατά την εξόδιο ακολουθία. Μεταξύ των άλλων λέγεται: «και δια τούτο, ίνα μη το κακόν αθάνατον γένηται, φιλανθρώπως κελεύσας την κράσιν και την μίξιν ταύτην και τον άρρηκτόν σου τούτον δεομόν, ως Θεός των Πατέρων ημών, τω θείω βουλήματι άποτέμνεσθαι και διαλύεσθαι»23. Έτσι ο Θεός, για να μη μείνη το κακό αθάνατο και αιώνιο, επέτρεψε φιλανθρώπως να διαλύεται, δια της βουλήσεως Του, ο άρρηκτος δεσμός ψυχής και σώματος, δηλαδή να συμβαίνη ό θάνατος.
Πρέπει να πούμε μερικά πράγματα και για το πρόβλημα της κληρονομήοεως του θανάτου, γιατί και στο σημείο αυτό φαίνεται η διαφορά μεταξύ της δυτικής και ορθοδόξου θεολογίας. Κατά την δυτική αντίληψη η κληρονόμηση του θανάτου είναι κληρονόμηση της ενοχής, ωσάν ο κάθε άνθρωπος να αμάρτησε στο πρόσωπο του Αδάμ και, επομένως, ο καθένας είναι αίτιος του δικού του θανάτου. Όμως στην διδασκαλία των άγιων Πατέρων φαίνεται ότι δεν πρόκειται για κληρονόμηση ενοχής, αλλά για κληρονόμηση των συνεπειών της αμαρτίας του Αδάμ, πού είναι η φθορά και η θνητότητα. Εφ' όσον με την αμαρτία του Αδάμ ασθένησε η ανθρώπινη φύση είναι φυσικό και κάθε άνθρωπος, πού είναι αναπόσπαστο μέρος αυτής της φύσεως να μην ξεφεύγη από την φθορά πού βασιλεύει σε αυτήν. Άλλωστε, και όλες οι αμαρτίες και τα πάθη συνδέονται αναπόσπαστα με την φθορά και τον θάνατο. Ώστε ο θάνατος δεν είναι μόνον αποτέλεσμα της αμαρτίας, αλλά και αιτία της αμαρτίας. Αυτό το τελευταίο λέγεται από την άποψη ότι, λόγω της φθοράς και της θνητότητας πού κληρονομούμε από τους γονείς μας αναπτύσσονται τα διάφορα πάθη, όπως της φιληδονίας, φιλαργυρίας και φιλοδοξίας, και γενικά, λόγω της θνητότητας, περιπίπτουμε σε πολλές αμαρτίες24. Με αυτές τις προϋποθέσεις μπορούμε να κάνουμε λόγο για την μετάδοση του θανάτου, και όχι απλώς της ενοχής, όπως ισχυρίζεται η δυτική θεολογία. Ό Αυγουστίνος, πού επηρέασε πολύ την σχολαστική θεολογία της Δύσεως και στο θέμα της κληρονομήσεως του θανάτου, υποστήριζε ότι κληρονομήσαμε την ίδια την αμαρτία του Αδάμ, ενώ στην πατερική παράδοση φαίνεται ότι κληρονομούμε τις συνέπειες της αμαρτίας, πού είναι η φθορά και η θνητότητα, οι όποιες μεταδίδονται μέσα από την σωματική γέννηση. Κατά τον ιερό Χρυσόστομο είναι εύλογη η βιολογική κληρονόμηση της φθοράς, πού εισήχθη στην ανθρώπινη φύση από τους απογόνους του Αδάμ. «Φθαρτοί γενόμενοι, τοιούτους και γεγενήκασι παίδας». Το ίδιο παρατηρεί και ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας «Επειδή δε εις τούτον (τον θάνατον) πεσών επαιδοποίησε, οι γεγονότες εξ αυτού ως από φθαρτού, φθαρτοί γεγόναμεν»25. Μάλιστα, ο ιερός Χρυσόστομος παρατηρεί ότι βαπτίζουμε και τα νήπια «καίτοι αμαρτήματα ουκ έχοντα», ώστε να προστεθή «αγιασμός, δικαιοσύνη, υιοθεσία, κληρονομία, αδελφότης του Χριστού τα μέλη είναι, το κατοικητήριον γενέσθαι του πνεύματος»26
Ή ενανθρώπηση του Χριστού έγινε για να καταργηθή ο θάνατος, η αμαρτία και να νικηθεί ο διάβολος. Πραγματικά, ο Χριστός προσέλαβε θνητό και παθητό σώμα για να νικήση τον θάνατο. Δια της Σταυρώσεως και της Αναστάσεως Του νίκησε τον θάνατο και έδωσε στον άνθρωπο την δυνατότητα, αφού ενωθεί μαζί Του, να τον νικήσει και εκείνος στην προσωπική του ζωή. Αυτόν τον σκοπό επιτελούν τα μυστήρια της Εκκλησίας. Δεν ελευθερώνουν τον άνθρωπο από την λεγομένη ψυχολογική ενοχή, ούτε εξιλεώνουν τον Θεό για το αμάρτημα του Αδάμ. αλλά νικούν τον θάνατο. Δια του αγίου Βαπτίσματος γινόμαστε μέλη του αναστημένου Σώματος του Χριστού, και δια της θείας Κοινωνίας του Σώματος και του Αίματος του Χριστού λαμβάνουμε το φάρμακο της αθανασίας. Όχι μόνον η ψυχή ενώνεται με τον Θεό, αλλά και το σώμα λαμβάνει αίσθηση αυτής της εσωτερικής ψυχικής αλλοιώσεως και μεταμορφώσεως. Αυτό φαίνεται καθαρά στα λείψανα των αγίων της Εκκλησίας. Βέβαια, το ότι μετά το Βάπτισμα και την θεία Κοινωνία παραμένει ακόμη ο θάνατος έχει βαθειά σημασία. Γιατί, όπως εξηγεί ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, συμβαίνει και εδώ ο,τι και με την ζωή του Χριστού. Στην αναμάρτητη γέννηση του Χριστού παρέμεινε το φθαρτό του σώματος σκοπίμως, χάρη των σωτηριωδών παθών, γιατί κατ' αυτόν τον τρόπο μπορούσε να νικηθεί ο θάνατος. Έτσι λοιπόν, και στον βαπτισθέντα παραμένει μετά το βάπτισμα το φθαρτό της φύσεως. Όχι ως καταδίκη της αμαρτωλής φύσεως, αλλά ως μέσο για την καταδίκη και την κατάργηση της αμαρτίας27. Με το Βάπτισμα δίνεται στον άνθρωπο ή δυνατότητα με την ελεύθερη επιλογή του να πολεμήση την αμαρτία, πού συνδέεται αναπόσπαστα με την φθαρτότητα και την θνητότητα του σώματος. Με αυτήν την έννοια ή σωτηρία του ανθρώπου είναι ενέργεια του Θεού, αλλά και συνεργεία του ανθρώπου.
Όλα αυτά πού παρουσιάσαμε έως τώρα εκτίθενται πολύ παραστατικά από τον Απόστολο Παύλο στην προς Ρωμαίους επιστολή. Δεν μπορούμε εδώ να κάνουμε πλήρη ανάλυση των όσων λέγονται από τον θειο Απόστολο, αλλά όμως επιγραμματικά θα τονίσουμε μερικά σημεία. Το χωρίο πού παρουσιάζει αυτήν την αλήθεια είναι το εξής: «συνήδομαι γαρ τω νόμω του Θεού κατά τον έσω άνθρωπον, βλέπω δε έτερον νόμον εν τοις μέλεσί μου άντιστρατευόμενον τω νόμω του νοός μου και αιχμαλωτίζοντά με εν τω νόμω της αμαρτίας τω όντι εν τοις μέλεσί μου. Ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος τίς με ρύσεται εκ του σώματος του θανάτου τούτου; ευχαριστώ τω θεω δια Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών» (Ρωμ. Ζ΄. 22-25).
Αν μελετήσει κανείς προσεκτικά τα πλαίσια μέσα στα όποια λέγονται αυτά, θα διαπίστωση ότι ό Απόστολος αναφέρεται εδώ στην περίοδο του νόμου, όταν δια του νόμου του Θεού προσπαθούσε να ελευθερωθεί από τον νόμο της αμαρτίας και δεν μπορούσε να το επιτυχή. Αυτό ακριβώς το επιτυγχάνει με την δύναμη του ενανθρωπήσαντος Χριστού. Φαίνεται, επομένως, εδώ ή αξία της ενανθρωπήσεως του Χριστού εν σχέσει με τον νόμο της Παλαιάς Διαθήκης, και ότι δεν σωζόμαστε με την τήρηση απλώς του νόμου, αλλά με την μέθεξη της Αναστάσεως του Χριστού στην προσωπική μας ζωή. Στο χωρίο πού παραθέσαμε είναι φανερό ότι ο έσω άνθρωπος δουλεύει στον νόμο του Θεού,  συνήδεται στον νόμο του Θεού, πού σημαίνει ότι έχει εσωτερική ευχή, νοερά έλλαμψη. Ξέρουμε δε πολύ καλά ότι νοερά προσευχή είχαν και οι δίκαιοι στην Παλαιά Διαθήκη. Δια του νόμου καθαρίζεται ό άνθρωπος από τα πάθη και αποκτά την αδιάλειπτη μνήμη του Θεού. Ενώ, όμως, ο έσω άνθρωπος συνήδεται με τον νόμο του Θεού, εν τούτοις ταυτόχρονα ο άνθρωπος αισθάνεται και τον νόμο της αμαρτίας στην σάρκα. Αυτός ο νόμος της αμαρτίας είναι ή φθαρτότητα και ή θνητότητα, πού δημιουργούν αφορμές για την επικράτηση της αμαρτίας. Οι ασθένειες και οι κακουχίες, ή φορά και ή πορεία προς τον θάνατο δίνουν την δυνατότητα στα πάθη της ψυχής να εκφραστούν παρά φύση και ακόμη δίνουν αφορμές στον διάβολο να πολεμήση τον άνθρωπο. Αυτό ακριβώς είναι το μαρτύριο των αγίων. Γι' αυτό ο θειος Απόστολος, εκφράζοντας τον αναστεναγμό όλων των δικαίων της Παλαιάς Διαθήκης, πού βρίσκονταν μέσα στο κράτος του θανάτου και δεν μπορούσαν να ελευθερωθούν δια του νόμου, λέγει: «Ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος τις με ρύσεται εκ του σώματος του θανάτου τούτου;». Ή ελευθέρωση αυτή έγινε με την ενανθρώπηση του Χριστού, με τα πάθη Του και την Ανάσταση Του, πού την βιώνει ο άνθρωπος μέσα στην Εκκλησία, πού είναι το Σώμα του Χριστού. Γι' αυτό και αισθάνεται την ανάγκη να ευχαρίστηση εκ καρδίας τον Θεό. Και στην συνέχεια θα πή:«ό γαρ νόμος του πνεύματος της ζωής εν Χριστώ Ιησού ηλευθέρωσέ με από του νόμου της αμαρτίας και του θανάτου» (Ρωμ. η', 2). Αυτό πού δεν μπορούσε να κάνη ο νόμος, το έκανε ο Χριστός με το να κατακρίνει στην σάρκα Του την αμαρτία και τον θάνατο (Ρωμ. η', 3). Έτσι ο άνθρωπος γίνεται και λέγεται πνευματικός.
Για να ολοκληρώσουμε το θέμα του θανάτου, θα λέγαμε ότι ο θάνατος δεν δημιουργήθηκε από τον Θεό, δηλαδή ο άνθρωπος δεν πλάστηκε από τον Θεό θνητός, αλλά ο θάνατος εισήλθε στην ανθρώπινη φύση, σαν παράσιτο μετά την διάπραξη της αμαρτίας του Αδάμ, με την ανοχή και την αγάπη του Θεού, αφού δια του θανάτου δεν παραμένει αθάνατο και αιώνιο το κακό. Ό θάνατος κληρονομείται, λόγω της ασθένειας της ανθρωπινής φύσεως, και όχι ως ενοχή και τιμωρία του ανθρώπου από τον Θεό. Στον κατάλληλο καιρό ο Θεός με την ενανθρώπηση του Υιού Του έδωσε την δυνατότητα στον άνθρωπο να κατάργηση τον θάνατο. Στην αρχή καταργείται ο πνευματικός θάνατος, αφού ο άνθρωπος δια των μυστηρίων ενώνεται με το αναστημένο Σώμα του Χριστού και στην συνέχεια ελευθερώνεται και από τον σωματικό θάνατο.
4. Το μυστήριο της εξόδου της ψυχής από το σώμα
Ό θάνατος ονομάζεται στην παράδοση της Εκκλησίας μυστήριο. Και πραγματικά είναι μυστήριο όχι με την έννοια των μυστήριων, δια των όποιων μετέχουμε της ακτίστου Χάριτος του Θεού, αλλά από την άποψη ότι κατά την ώρα του θανάτου και μετά από αυτόν γίνονται μυστήρια πράγματα, τα όποια δεν μπορεί να συλλάβη η λογική του ανθρώπου από τώρα.
Πέρα από αυτό, το μυστήριο του θανάτου έγκειται στο ότι διασπάται ή ενότητα ψυχής και σώματος. Γνωρίζουμε καλά από την διδασκαλία της Εκκλησίας μας ότι υπάρχει στενή σχέση και μεγάλη ενότητα μεταξύ ψυχής και σώματος. Ή ένωση αυτή έγινε με την δημιουργία του ανθρώπου, αμέσως με την σύλληψη του στην κοιλία της μητέρας του και συνεχίζεται μέχρι την ώρα του θανάτου. Ό άνθρωπος είναι ψυχοσωματικό ον, πού σημαίνει ότι ή ψυχή δεν αποτελεί τον όλον άνθρωπο, αλλά ούτε και το σώμα συνιστά τον όλον άνθρωπο. Έτσι, λοιπόν, την στιγμή κατά την οποία, λόγω του θανάτου, χωρίζεται ή ψυχή από το σώμα γίνονται μυστηριώδη πράγματα. Ή ψυχή δεν ζούσε πριν την δημιουργία του σώματος, γι' αυτό και δεν θέλει να ζήση χωρίς αυτό. Ή έξοδος της ψυχής από το σώμα γίνεται βιαίως, και αυτό είναι το μυστήριο του θανάτου. Εμείς, βέβαια, θεωρούμε ότι το μυστήριο του θανάτου είναι φοβερό, γιατί διασπά την ενότητα μεταξύ των αγαπημένων, γιατί χάνουμε ένα αγαπητό μας πρόσωπο. Και αυτό είναι μια μεγάλη αλήθεια, πού την ζουν εκείνοι πού έχασαν τα αγαπητά τους πρόσωπα. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι το φοβερό του θανάτου είναι ότι επέρχεται αυτός ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα.
Την αλήθεια αυτήν την βλέπουμε καθαρά σε ένα τροπάριο, πού ψάλλεται κατά την εξόδιο ακολουθία και είναι γραμμένο από τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό. Λέγεται: «Όντως φοβερώτατον το του θανάτου μυστήριον, πώς ψυχή εκ του σώματος βιαίως χωρίζεται εκ της αρμονίας, και της συμφυΐας ο φυσικότατος δεσμός, θείω βουλήματι αποτέμενεται»28. Εδώ παρουσιάζονται μερικές μεγάλες αλήθειες. Ή μία, ότι υπάρχει στενός και φυσικότατος δεσμός μεταξύ ψυχής και σώματος και μεγάλη αρμονία. Ή δεύτερη αλήθεια, ότι αυτή ή σχέση διασπάται βιαίως. Και αυτό το βίαιο συνιστά το φοβερό μυστήριο του θανάτου. Γι' αυτό, όπως θα δούμε πιο κάτω, ή ψυχή τρέμει και δείλια. Ή τρίτη αλήθεια, ότι αυτή ή διάσπαση γίνεται με την βούληση του Θεού. Βέβαια, δεν είναι ο Θεός αίτιος του θανάτου, αλλά ο Θεός επέτρεψε να έλθη στην ζωή του ανθρώπου, αφού τίποτε δεν γίνεται στον κόσμο χωρίς το θέλημα Του.
Έτσι, λοιπόν, η ώρα του θανάτου είναι φοβερή για κάθε άνθρωπο. Το φοβερό του θανάτου δεν έγκειται ακόμη στο ότι εγκαταλείπουμε αυτόν τον κόσμο, με τον όποιο είχαμε δεθεί, αλλά στο ότι αρχίζουν να ενεργούν διάφορα μυστήρια, τα όποια προηγουμένως με την παχύτητα των αισθητηρίων οργάνων του σώματος δεν μπορούσαμε να αντιληφθούμε. Τον κρίσιμο εκείνο καιρό ο άνθρωπος, χωρίς να το έχει προγραμματίσει, καταλαβαίνει πολύ καλά τον εαυτό του. Παρουσιάζεται μπροστά του ολόκληρη η ζωή, πού έχει ζήσει, σαν κινηματογραφική ταινία. Ό άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης θα πή ότι οι υπερήφανοι, πού νόμιζαν ότι ήταν απαθείς, «την οικείαν πενίαν εν εξόδω εωράκασιν»29. Δηλαδή, οι υπερήφανοι βλέπουν τότε την εσωτερική πνευματική τους πτώχεια. Πόσο μάλλον όσοι έχουν εμπλακή σε πολλές άλλες πράξεις, πού διαπράττονται με τις δυνάμεις της ψυχής και του σώματος. Ένας σύγχρονος Γέροντας λέγει ότι κατά την ώρα του θανάτου θα δη κανείς και την παραμικρή πράξη πού έκανε στην ζωή του, όπως βλέπει σε κλάσματα δευτερολέπτου κάποια μικρή ακαθαρσία μέσα σε ένα ποτήρι νερό.
Ό φόβος όμως προ του μυστηρίου του θανάτου έγκειται στο ότι αρχίζει μια καινούρια ζωή για τον άνθρωπο. Και, φυσικά, αυτό συνδέεται και με την αιώνια κατάσταση της ψυχής και του σώματος του. Κατά τον όσιο Θεόγνωστο η ώρα του θανάτου είναι μια νέα γέννηση, αφού, ο άνθρωπος, ιδίως ο δίκαιος, εξέρχεται, σαν από κάποια άλλη δεύτερη μήτρα σκοτεινή και πορεύεται προς τα άυλα και φωτεινά. Γι' αυτό συνιστά ότι ο άνθρωπος πρέπει να χαίρεται, επειδή διαπορθμεύεται δια του θανάτου προς τα ελπιζόμενα αγαθά. Παράλληλα όμως συνιστά να είναι προσεκτικός «δια τους κύκλω περιπατούντας ασεβείς δαίμονας», οι οποίοι επιδιώκουν μέχρι την τελευταία στιγμή να τον βλάψουν. Έτσι, ο άνθρωπος πρέπει να χαίρεται, γιατί οδηγείται στην απόλαυση των αιωνίων αγαθών, αλλά και να νήφη, να είναι προσεκτικός για το άδηλο του μέλλοντος, λόγω της τρεπτότητός του30. Είναι πολύ χαρακτηριστικό να λεχθεί ότι όχι μόνο μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα, αλλά και όταν πλησιάζει ο καιρός να εξέλθει η ψυχή, κατά την μαρτυρία αγίων ανθρώπων, ο άνθρωπος βιώνει διάφορες εμπειρίες. Επειδή ζει σε οριακό σημείο, γι' αυτό δικαιολογούνται όλες αυτές οι καταστάσεις. Δηλαδή, μπορεί να δη οπτασίες αγίων ανθρώπων, φως θεϊκό κ.λ.π. αλλά και οπτασίες δαιμόνων, οι όποιοι προσπαθούν να τον φοβίσουν περισσότερο και να τον κατάσχουν. Μέσα στην φιλανθρωπία του Θεού εντάσσεται και το γεγονός ότι οι δίκαιοι βλέπουν οπτασίες αγίων ανθρώπων, ώστε, όπως λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Διάλογος, να μη δειλιάσουν με την έλευση του θανάτου βλέποντας με ποιους πρόκειται να είναι συμμέτοχοι, και έτσι «εκ του δεσμού της σαρκός άνευ πόνου και φόβου απολυθώσι»31. Και εδώ φαίνεται αυτό πού λέγαμε προηγουμένως, ότι δημιουργείται πόνος από τον χωρισμό και δι' αυτού του τρόπου διασκεδάζονται και οι φόβοι και η δειλία.
Αναφέρεται από τον άγιο Γρηγόριο Διάλογο η περίπτωση μιας Ταρσίλας, η όποια, κατά τον καιρό της εξόδου της και ενώ βρίσκονταν πολλοί άνθρωποι πλησίον της, είδε τον Ιησού ερχόμενον. Τότε με μεγάλη προθυμία και κραυγή έλεγε σε όλους τους παρευρισκομένους: «απόστητε, απόστητε, ο Ιησούς έρχεται». Και βλέποντας αυτήν την θεωρία εξήλθε η ψυχή της από το σώμα32. Αναφέρεται επίσης από τον ίδιο άγιο ότι κάποια γυναίκα, ονομαζόμενη Μούσα, πριν εξέλθη η ψυχή της, είδε την Θεοτόκο πού ερχόταν προς αυτήν. Τότε με βλέμμα κατακόκκινο από ντροπή και σεβασμό, και φωνή πραότατη αποκρίθηκε: «Ιδού Κυρία έρχομαι· ιδού Κυρία έρχομαι». Και με αυτόν τον τρόπο παρέδωκε το πνεύμα της33. Ενώ όμως οι δίκαιοι βλέπουν τέτοιες θειες οπτασίες πού τους χαροποιούν και τους δημιουργούν μεγάλη θυμηδία, αντίθετα οι αμαρτωλοί, όσοι δεν είχαν καθαρθή κατά την διάρκεια της ζωής τους, βλέπουν δαιμονικές οπτασίες. Διασώζονται πολλά τέτοια παραδείγματα μέσα στην πατερική διδασκαλία, θα ήθελα να μνημονεύσω δύο από αυτά.
Αναφέρεται από τον άγιο Γρηγόριο τον Διάλογο περίπτωση κάποιου πού βρισκόταν παραπλήσιον του θανάτου και είχαν συγκεντρωθή πολλοί μοναχοί και προσεύχονταν. Ό ετοιμοθάνατος είδε δράκοντα πού ήλθε να τον φάγη, αλλά δεν μπορούσε να το κατορθώση εξ ολοκλήρου, μόνο το κεφάλι του είχε βάλει στο στόμα του, λόγω της παρουσίας των αδελφών. Παρακαλούσε ο ασθενής τους αδελφούς, οι οποίοι τον προέτρεπαν να κάνη τον σταυρό του. Εκείνος όμως απαντούσε ότι, ενώ ήθελε να κάνη τον σταυρό, δεν μπορούσε. Τότε προσευχήθηκαν οι αδελφοί και μετά από λίγο ο άνθρωπος εκείνος είπε: «δότε ευχαριστίαν τω Θεώ ιδού γαρ ο δράκων ο λαβών με εις βρώσιν έφυγε δια των ευχών υμών και στήναι ενταύθα ουκ ηδυνήθη»34.
Το δεύτερο περιστατικό αναφέρεται στο Γεροντικό, κατά το όποιο ένας γέροντας, εξερχόμενος του κελιού του για να πώληση το εργόχειρο του, κάθησε στον πυλώνα κάποιου πλουσίου. Τότε είδε «άνδρας μελανούς και φόβου μεστούς», οι όποιοι επιβαίνοντας σε μαύρους ίππους και κρατώντας τύμπανα, έφθασαν στον πυλώνα και, αφού κατέβηκαν από τους ίππους, εισήλθαν στην οικία εκείνη. Ό άρρωστος μόλις τους είδε φώναξε: «Κύριε, ελέησαν με και βοήθησαν με». Τότε εκείνοι του είπαν ότι ήταν αργά και δεν υπήρχε πια ελπίδα σωτηρίας ούτε παράκληση. «Και ούτω βιαίως ανασπάσαντες αυτού την ψυχήν απήλθον»35. Πολλά μυστήρια διαδραματίζονται την ώρα πού ετοιμάζεται η ψυχή να εξέλθει από το σώμα, τα όποια για μας τώρα είναι άγνωστα και ίσως παράδοξα. Αλλά, όμως, δεν μπορούμε να τα αρνηθούμε, γιατί υπάρχουν μαρτυρίες αγίων ανθρώπων. Άλλωστε, είναι γνωστή η παραβολή του Χριστού πού αναφέρεται στον άφρονα πλούσιο, ο όποιος κατά τον καιρό της εξόδου άκουσε φωνή από τον Θεό: «άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου· ά δε ητοίμασας τίνι έσται;» (Λουκ. ιβ'. 20). Γι' αυτό και δεν χωράει καμιά αμφισβήτηση. Ό άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος θα πή: «Όταν εξέλθει εκ του σώματος ψυχή ανθρώπου μυστήριον τι μέγα επιτελείται»36. Αυτά τα μυστήρια αρχίζουν να ενεργούνται όταν η ψυχή ετοιμάζεται για την έξοδο.
Δεν συμβαίνουν μυστήρια πράγματα μόνον πριν την έξοδο, αλλά και κατά την διάρκεια πού η ψυχή εξέρχεται από το σώμα. Υπάρχουν κείμενα Πατέρων πού μας φανερώνουν ότι η ψυχή, όταν εξέρχεται από το σώμα μερικές φορές κάνει έκδηλη την αναχώρηση της, αλλά και την παρουσία της στον οίκο πού βρίσκεται ο κεκοιμημένος. Κυρίως αυτό γίνεται στους αγίους ανθρώπους. Τα όσα θα πούμε στην συνέχεια θα δείξουν ότι η ψυχή δεν είναι απλώς μια ενέργεια του σώματος, αλλά το πνευματικό στοιχείο της υπάρξεως του ανθρώπου πού δημιουργήθηκε από τον Θεό, και με την βούληση Του δεν πρόκειται ποτέ να εξαφανιστεί.
Ό άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος, περιγράφοντας την μακαριά τελευτή του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, λέγει ότι κατά την ώρα της εξόδου της ψυχής του από το σώμα. παράδοξο φως περιέλαμψε το δωμάτιο στο όποιο βρισκόταν το σώμα του αγίου Γρηγορίου, καθώς επίσης κατέλαμψε το πρόσωπο του. Μάλιστα λέγει ότι δύο λογάδες της Θεσσαλονίκης, εκ των οποίων ο ένας ήταν ιερωμένος και ο άλλος μοναχός, με πολλές αρετές και οι δυο τους, είδαν την λαμπρότητα εκείνη «της ψυχής του σώματος απιούοης». Με άλλα λόγια, η ψυχή εξερχομένη του σώματος άφησε μια λαμπρότητα. Όλος όμως ο λαός ήταν μάρτυρας της υπερφυούς αίγλης του προσώπου του. Και ο άγιος Φιλόθεος, θεολογικότατα ερμηνεύοντας αυτό το γεγονός, λέγει ότι οφειλόταν στην Χάρη του Άγιου Πνεύματος πού βρισκόταν και στην ψυχή και στο σώμα37. Φυσικά, η έλλαμψη του φωτός εκείνου ήταν συνέπεια του ότι ο άγιος Γρηγόριος ήταν μέτοχος, αλλά και κήρυξ του Φωτός σε όλη του την ζωή.
Ό όσιος Βενέδικτος, ο οποίος χαρακτηρίζεται ως άνθρωπος του Θεού, είχε τέτοιες εμπειρίες στην ζωή του. Αναφέρεται ότι ευρισκόμενος στο κελί του και ενατενίσας τους οφθαλμούς του στον ουρανό, είδε την ψυχή της όσιας αδελφής του «ως εν είδει περιστεράς αστραπτούσης αναγομένην εις ουρανόν». Και μια άλλη φορά, προσευχόμενος κατά την διάρκεια της νυκτος είδε ξαφνικά μια μεγάλη φωτοχυσία στον ουρανό. Είδε όλον τον κόσμο συνηθροισμένο σαν να ήταν κάτω από μια ακτίνα του ηλίου και ταυτοχρόνως την αγία ψυχή του Γερμανού, επισκόπου Καπούης, «εν πυρίνη σφαίρα υπό Αγγέλων εν ουρανώ αναλαμβανομένην»38.
Σχεδόν το ίδιο περιστατικό συναντούμε και στον βίο του αγίου Αντωνίου του Μεγάλου. Πορευόμενος ό Μέγας Αντώνιος προς τον άγιο Παύλο τον Θηβαίο για να του προσφέρει την στολή του Μεγάλου Αθανασίου και ενώ πλησίαζε προς το σπήλαιο, είδε στον ουρανό τάγματα αγγέλων, στίφη Αποστόλων, χορούς Προφητών, τάξεις Μαρτύρων και στο μέσον όλων αυτών την ψυχή του όσίου Παύλου να λάμπει περισσότερο από την λαμπρότητα του χιονιού «εις ουρανούς τε μετά πολλής άνιουσαν της ευφροσύνης»39. Το ότι οι δύο άγιοι πού προαναφέραμε είδαν και ανεγνώρισαν την ψυχή των συγκεκριμένων άγιων, δείχνει ότι, παρά την έξοδο της ψυχής από το σώμα και την διάσπαση της ενότητας ψυχής και σώματος, δεν καταργείται ή υπόσταση. Οι άγιοι αναγνωρίζουν τους κεκοιμημένους, βλέποντας την ψυχή τους. Αλλά αυτό το γεγονός, ότι δηλαδή δεν καταργείται ή υπόσταση, θα το αναλύσουμε πιο κάτω. Εδώ απλώς το σημειώνουμε.
Ή έξοδος της ψυχής από το σώμα. Ιδίως των αγίων, συνοδεύεται από πολλά σημεία. Ό άγιος Γρηγόριος ό Διάλογος λέγει ότι είναι συνηθισμένο το φαινόμενο, όταν οι ψυχές των αγίων έξέρχωνται από το σώμα, να ακούν αίνο στους ουρανούς. Και αυτό γίνεται ώστε τον χωρισμό από την σάρκα, «μη αισθάνονται πώς υπομένουσι»40. Κάποιος, ονομαζόμενος Σέρδουλος, κατά τον καιρό της εξόδου άκουγε ύμνους στον ουρανό, ώστε παρακινούσε τους παριστάμενους να σωπάσουν: «σιωπάτε· μη γαρ ουκ ακούετε πώς αντηχούσιν αινέσεις εν τω ουρανώ;». Και μάλιστα λέγεται ότι όταν ή ψυχή του εξήλθε από το σώμα. όλοι οι παριστάμενοι γέμισαν από την όσφρηση της ευωδιάς. Ευωδίασε ολόκληρος εκείνος ό τοπος41. Το ίδιο συνέβη και με την Ταρσίλα. Όταν εξήλθε ή ψυχή από το σώμα, ξεχύθηκε «όσφρησις θαυμαστής ευωδιάς» και όλοι αντελήφθησαν ότι ήταν παρών «ο της ευωδιάς αρχηγός»42. Το ίδιο συνέβη και με κάποια, ονομαζόμενη Ρεδέμπταν, αφού κατά την κοίμηση της εστάλη φως από τον ουρανό και γέμισε όλον τον τόπο του κελλίου. Ακουγόταν ακόμη δυνατος ήχος και έτριζαν οι θύρες του κελλιου, σαν να εισερχόταν πλήθος μέσα στο κελλί43. Αυτό είναι πολύ φυσικό, αφού πιστεύουμε στην Εκκλησία μας ότι υπάρχει κοινωνία ζώντων και κεκοιμημένων. Στην Κοίμηση της Παναγίας βλέπουμε την έλευση όλων των Αποστόλων. Αλλά αυτό παρατηρείται και στην κοίμηση μεγάλων αγίων. Άγιοι και άγγελοι παρευρίσκονται και παραλαμβάνουν την ψυχή τους. Όσο ό βίος είναι ένδοξος, τόσο και η κοίμηση του συγκεκριμένου αγίου είναι ένδοξη.
Μέχρι τώρα είδαμε ότι μεγάλα μυστήρια ενεργούνται όταν πλησιάζει ο θάνατος, και ακόμη ότι οι άγιοι αξιώθηκαν να αισθανθούν με ποικίλους τρόπους την ώρα πού η ψυχή των δικαίων εξέρχεται από το σώμα. Τώρα πρέπει να δούμε πώς οι ψυχές των αγίων οδηγούνται από τους αγγέλους και οι ψυχές των αμετανόητων αμαρτωλών οδηγούνται από τους πονηρούς δαίμονας. Ό άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος διδάσκει ότι αν κάποιος κατά τον καιρό της εξόδου του είναι αμετανόητος, «έρχονται χοροί δαιμόνων και άγγελοι αριστεροί, και δυνάμεις σκότους παραλαμβάνουσι την ψυχήν εκείνην και κρατούσιν εις το ίδιον μέρος». Αντίθετα, οι δούλοι του Θεού, οι όποιοι από τώρα είναι άγγελοι και τους κυκλώνουν πνεύματα αγαθά, αξιώνονται ώστε κατά τον καιρό της εξόδου τους «οι χοροί των αγγέλων παραλαμβάνουοιν αυτάς τάς ψυχάς εις το ίδιον μέρος, εις τον καθαρόν αιώνα, και ούτως αυτούς προάγουσι τω Κυρίω»44. Και σε άλλο σημείο ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος λέγει ότι όταν η ψυχή δεν έχη τον αρραβώνα του Πνεύματος του Αγίου, κατά τον καιρό της εξόδου της από το σώμα, την κατέχουν οι δαίμονες και δεν την αφήνουν να ανέλθει στους ουρανούς45.
Επομένως, όσοι έχουν την σφραγίδα του Αγίου Πνεύματος και είναι πραγματικοί Χριστιανοί δεν δειλιούν, αλλά χαίρουν, γιατί έχουν τον οίκο τον αχειροποίητο, πού είναι η δύναμη του Πνεύματος πού κατοικεί μέσα τους46. Ή διδασκαλία αυτή, όμως δεν προέρχεται μόνον από τους Πατέρες, αλλά επιμαρτυρείτε από το αδιάψευστο στόμα του Χριστού. Στην παραβολή του Πλουσίου και του Λαζάρου λέγεται ότι ο Λάζαρος οδηγήθηκε από τους αγγέλους στους κόλπους του Αβραάμ. «Εγένετο δε αποθανείν τον πτωχόν και απενεχθήναι αυτόν υπό των αγγέλων εις τον κόλπον του Αβραάμ»(Λουκ. ιστ’. 22). Στην παραβολή όμως του άφρονος Πλουσίου μας διδάσκει ο Χριστός ότι την ψυχή των αμετανόητων αμαρτωλών την παραλαμβάνουν οι δαίμονες. Αυτός είναι ο λόγος πού είπε στον άφρονα πλούσιο: «Αφρόν, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου», δηλαδή οι δαίμονες (Λουκ. ιβ'. 20).
Ή παράδοση αυτή πέρασε και στην λατρεία της Εκκλησίας μας. Είναι χαρακτηριστικό ένα τροπάριο κατά την εξόδιο ακολουθία, στο οποίο φαίνεται ο αγώνας της ψυχής κατά την ώρα της εξόδου της από το σώμα. Ή ψυχή του αμαρτωλού ανθρώπου στρέφεται και προς τους αγγέλους και προς τους ανθρώπους και κανείς δεν μπορεί να την βοηθήσει. Λέγεται στο τροπάριο αυτό: «Οίμοι, οίον αγώνα έχει η ψυχή, χωριζόμενη εκ του σώματος! Οίμοι, πόσα δακρύει τότε και ούχ υπάρχει ο ελεών αυτήν! Προς τους Αγγέλους τα όμματα ρέπουσα, άπρακτα καθικετεύει· προς τους ανθρώπους τάς χείρας έκτείνουσα ουκ έχει τον βοηθούντα»47. Αυτήν την πραγματικότητα γνωρίζει ο Χριστιανός, γι' αυτό κατά την ακολουθία του Αποδείπνου, πού διαβάζει κάθε βράδυ πριν κοιμηθή, παρακαλεί την Παναγία να τον βοηθήση κατά την ώρα του θανάτου, να αποφυγή τις πονηρές όψεις των δαιμόνων: «Και κατά τον καιρόν της εξόδου μου την αθλίαν μου ψυχήν περιέπουσα και τάς σκοτεινός όψεις των πονηρών δαιμόνων πόρρω αυτής απελαύνουσα». Πραγματικά, μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα γίνονται μυστηριώδη πράγματα, τα όποια δεν μπορούμε τώρα να φαντασθούμε και τα όποια μας απεκάλυψαν οι άγιοι Πατέρες, όχι για να μας τρομάξουν, αλλά για να μας ενθαρρύνουν, ώστε να προετοιμασθούμε για την φρικτή αυτήν ώρα. Όλος ο χριστιανικός βίος είναι ετοιμασία για τον θάνατο. Φυσικά αυτή η ετοιμασία δεν γίνεται με άγχος, αλλά με χαρά και αισιοδοξία, αφού εμπνέεται από την Χάρη του Θεού και κάνει ανθρωπινότερη την ζωή. Γιατί, όποιος ετοιμάζεται για την έξοδο του, γνωρίζει να αντιμετωπίζει κατά τον καλύτερο τρόπο όλα όσα συμβαίνουν στην ζωή και είναι ο πλέον κοινωνικός άνθρωπος.

5. Ό τελωνισμός των ψυχών
Σχετική με το προηγούμενο είναι και η διδασκαλία της Αγίας Γραφής και των άγιων Πατέρων για τον τελωνισμό των ψυχών. Στο σημείο αυτό θα εξετάσουμε διεξοδικότερα το θέμα. πού έχει σχέση με το φοβερό μυστήριο του θανάτου. Και, φυσικά, αυτό θα γίνη, αφ' ενός μεν γιατί το συναντούμε σε όλη την βιβλικοπατερική παράδοση και ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αφ' ετέρου δε για να ετοιμαζόμαστε για την φοβερή ώρα του θανάτου. Τα επόμενα δεν γράφονται για να προκληθή αγωνία, αλλά για να αναπτυχθεί μετάνοια, ή όποια έχει συνέπεια την χαρά, γιατί εκείνος πού έχει την δωρεά του Άγιου Πνεύματος και είναι ενωμένος με τον Χριστό, αποφεύγει την φοβερή παρουσία και ενέργεια των τελωνίων.
Σύμφωνα με την διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας, η ψυχή κατά την έξοδο της από το σώμα, αλλά και προηγουμένως, όταν ετοιμάζεται να εξέλθει από αυτό, αισθάνεται την παρουσία των δαιμόνων πού λέγονται τελώνια, και διακατέχεται από φόβο επειδή θα διέλθη δια των τελωνίων. Φυσικά, πρέπει από την αρχή να πούμε ότι τα τελώνια -οι δαίμονες- δεν έχουν κυριαρχία πάνω στους δίκαιους, σε αυτούς πού ενώθηκαν με τον Χριστό. Οι δίκαιοι όχι μόνον δεν θα περάσουν από τα λεγόμενα τελώνια, αλλά και δεν θα διακατέχωνται από τον φόβο τους. Όλα αυτά θα τα δούμε καλύτερα, όταν παραθέσουμε την διδασκαλία των άγιων Πατέρων. Ό χαρακτηρισμός της διόδου της ψυχής δια των δαιμόνων ως τελωνισμός είναι είλημμένος από τους τελώνες της εποχής εκείνης. Είναι καλό να δούμε λίγο αυτό το θέμα, για να κατανοήσουμε γιατί οι Πατέρες χαρακτηρίζουν την διέλευση της ψυχής από τους δαίμονες τελωνισμό.
Τελώνες στην αρχαία εποχή ονομάζονταν εκείνοι πού αγόραζαν τους δημοσίους φόρους από το Κράτος και στην συνέχεια τους εισέπρατταν από τον λαό48. Οι τελώνες χωρίζονταν σε δύο τάξεις. Ή πρώτη τάξη περιελάμβανε τους λεγόμενους «δημοσιώνας ή δεκατευτάς», πού ήταν ή πλουσιότερη τάξη και η ισχύς της εξουσίας, και ή δεύτερη περιελάμβανε τους λεγόμενους δασμολόγους. Οι πρώτοι ήταν οι γενικοί δημόσιοι εισπράκτορες, πού είχαν αγοράσει τους φόρους από την Πολιτεία, ενώ οι δεύτεροι ήταν οι έμμισθοι υπηρέτες των πρώτων, πού εισέπρατταν τους φόρους από τον λαό και τους έδιναν στους δημοσιώνες. Οι δασμολόγοι ήταν άδικοι αφού εισέπρατταν φόρους περισσότερους από όσους έπρεπε να αποδώσουν στους κυρίους τους. Γι' αυτό και είχαν πολύ κακή φήμη στις αρχαίες κοινωνίες. Ο Πλάτων έλεγε ότι είναι βαρείς οι τελώνες, όχι τόσο όταν εισπράττουν τους φόρους από τα εμφανή των εισαγομένων, «αλλά όταν τα κεκρυμμένα ζητούντες, εν αλλοτρίοις σκεύεσι και φορτίοις αναστρέφονται». Γι' αυτό, όταν ο Θεόκριτος ρωτήθηκε ποια είναι τα ωμότερα θηρία, απήντησε: «εν μεν όρεσιν άρκτοι και λέοντες, εν δε πόλεσι τελώναι και συκοφάνται». Οι τελώνες, στην προσπάθειά τους να εισπράξουν όσο το δυνατόν περισσότερους φόρους, και μάλιστα για να μην τους ξεφύγουν μερικοί πού δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στην βαρύτατη και άδικη φορολογία, επινοούσαν διαφόρους τρόπους, δηλαδή, παραμόνευαν σε στενούς δρόμους και συνελάμβαναν τους περαστικούς, εξαναγκάζοντας τους να δώσουν τα οφειλόμενα- Πρόκειται για μια σκηνή πολύ δυσάρεστη και μισητή ατούς ανθρώπους της εποχής εκείνης. Αυτήν ακριβώς την γνώριμη και μισητή εικόνα χρησιμοποιούν οι Πατέρες για να δώσουν στους ανθρώπους της εποχής εκείνης να καταλάβουν σε τι συνίσταται το φοβερό μυστήριο του θανάτου και τι φοβερά πράγματα εκτυλίσσονται κατά την ώρα πού η ψυχή ετοιμάζεται να αποχώρηση, και κυρίως όταν εξέρχεται από το σώμα του ανθρώπου. Ό άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος θα πή πολύ χαρακτηριστικά: «Ώσπερ εισίν οι τελώναι καθεζόμενοι εις τάς στενός οδούς και κατέχοντες τους παριόντας και διασείοντες, ούτω και οι δαίμονες επιτηρούσι και κατέχουοι τάς -ψυχάς και εν τω εξέρχεσθαι αυτάς εκ του σώματος· εάν μη τελείως καθαρισθώσιν, ουκ επιτρέπονται ανελθείν εις τάς μονάς του ουρανού και απαντήσαι τω δεσπότη αυτών· καταφέρονται γαρ υπό των αερίων δαιμόνων»49.
Βέβαια, η εικόνα των τελωνίων ανήκει στην πραγματικότητα της εποχής εκείνης. Όμως η διδασκαλία ότι οι δαίμονες κατά την έξοδο της ψυχής προσπαθούν να καταλάβουν την ψυχή του ανθρώπου αναφέρεται σε πολλά κείμενα της Αγίας Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας. Ήδη προηγουμένως είδαμε ότι, μετά τον θάνατο, τις μεν ψυχές των δικαίων παραλαμβάνουν οι άγγελοι, τις δε ψυχές των αμαρτωλών και αμετανόητων παραλαμβάνουν οι δαίμονες. Με το μίσος πού έχουν οι δαίμονες εναντίον των ανθρώπων θα ήθελαν όλους να κυριεύσουν και να τους έχουν στην εξουσία τους αιωνίως. Αλλά δεν μπορούν να έχουν εξουσία επάνω στους δικαίους. Βασικό χωρίο το όποιο ερμηνεύουν οι Πατέρες της Εκκλησίας αναφορικά με τα τελώνια είναι το λεγόμενο από τον Χριστό λίγο πριν το Πάθος Του: «έρχεται γαρ ο του κόσμου άρχων και εν εμοί ουκ έχει ουδέν» (Ιω. ιδ', 30). Ό άρχων του κόσμου είναι ο κοσμοκράτορας του κόσμου, ο διάβολος. Λέγεται κοσμοκράτορας όχι γιατί είναι πραγματικά ο άρχων και εξουσιαστής όλου του κόσμου, αλλά επειδή εξουσιάζει τον κόσμο της αδικίας. Ό Χριστός διακηρύσσει ότι ο διάβολος δεν έχει εξουσία πάνω Του. Αναφέρεται, βέβαια, εδώ στον διάβολο και τον θάνατο. Ό Απόστολος Παύλος, αναφερόμενος στους νεκρούς πνευματικά ανθρώπους, τους εστερημένους της Χάριτος του Θεού γράφει: «Και υμάς όντας νεκρούς τοις παραπτώμασι και ταις αμαρτίαις, εν αις ποτέ περιεπατήσατε κατά τον αιώνα του κόσμου τούτου, κατά τον άρχοντα της εξουσίας του αέρος, του πνεύματος του νυν ενεργούντος εν τοις υιοίς της απειθείας» (Εφ. Β’, 1-2). Στο χωρίο αυτό φαίνεται ότι οι άνθρωποι νεκρώνονται με τις αμαρτίες και την ενέργεια του διαβόλου.
Επίσης ο διάβολος χαρακτηρίζεται άρχων της εξουσίας του αέρος γιατί βρίσκεται στην ατμόσφαιρα και συνεχώς πολεμά τους ανθρώπους. Αυτήν ακριβώς την εικόνα έχουν υπ' όψη τους οι Πατέρες και λένε ότι, όταν η ψυχή εξέρχεται από το σώμα και διέρχεται δια του αέρος προς τον ουρανό, συναντάται με τον άρχοντα του αέρος. Ακόμη, στο χωρίο αναφέρεται ότι ο άρχων αυτός ενεργεί και τώρα στους υιούς της απειθείας. Υπάρχουν πολλά χωρία της Παλαιάς Διαθήκης τα όποια χρησιμοποιούνται από τους Πατέρες για να δηλώσουν τον λεγόμενο τελωνισμό των ψυχών, θα ήθελα να αναφέρω δύο από αυτά. Το ένα προέρχεται από ψαλμό του Δαυίδ, όπου εκεί ο Προφητάναξ, αναφερόμενος στον Θεό, λέγει: «Κύριε ο Θεός μου, επί σοι ήλπισα, σωσόν με εκ πάντων των διωκόντων με και ρυσαί με, μήποτε αρπάση ως λέων την ψυχήν μου, μη όντος λυτρουμένου μηδέ σώζοντος» (Ψαλμ. ζ', 2 3). Το άλλο χωρίο υπάρχει στο βιβλίο του Προφήτου Ιερεμίου. Εκεί λέγεται: «και εγένετο ως πυρ καιόμενον φλέγον εν τοις όστέοις μου, και παρείμαι πάντοθεν και ου δύνομαι φέρειν, ότι ήκουσα ψόγον πολλών συναθροιζομένων κυκλόθεν» (Ίερ. κ', 9-10).
Ύστερα από την παράθεση των βασικοτέρων χωρίων πού ερμηνεύουν οι άγιοι Πατέρες, θα προχωρήσουμε στην διδασκαλία τους για τον λεγόμενο τελωνισμό των ψυχών. Πρέπει να πούμε ότι θα παραθέσουμε κατ' αρχάς την διδασκαλία τους για τον τελωνισμό και στην συνέχεια θα αναφέρουμε την μυστική ερμηνεία για την κατάσταση αυτή. Όπως θα φανή καθαρότερα στα επόμενα, οι ψυχές των δικαίων δεν διακατέχονται από φόβο, επειδή έχουν την Χάρη του Θεού και οι δαίμονες δεν έχουν εξουσία πάνω τους. Οι ψυχές των αμετανόητων διακατέχονται από αγωνία και υπόκεινται στην επίδραση των δαιμόνων, αλλά και την ενέργεια των παθών. Υπάρχουν οι δαίμονες, αλλά δια του τελωνισμού εννοείται και ή ενέργεια των παθών. Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνούμε αυτό το σημείο, γιατί ή άγνοια του δημιουργεί εσφαλμένες αντιλήψεις. Ό αναγνώστης αυτού του κεφαλαίου πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός στην μελέτη της πατερικής διδασκαλίας.
Ό Μ. Βασίλειος, ερμηνεύοντας το ψαλμικό χωρίο «σωσόν με εκ πάντων των διωκόντων με, και ρυσαί με, μήποτε άρπάση ως λέων την ψυχήν μου» (Ψαλμ. ζ', 2- 3) λέγει, ότι οι γενναίοι άνθρωποι πού αγωνίσθηκαν σε ολόκληρη την ζωή τους εναντίον των αοράτων εχθρών, προς το τέλος της ζωής τους «ερευνώνται υπό του άρχοντος του αιώνος», ώστε αν ευρεθούν να έχουν τραύματα ή στίγματα ή αποτυπώματα αμαρτημάτων να τους κρατήσουν αιχμαλώτους. Εάν όμως ευρεθούν άτρωτοι και άσπιλοι, τότε «ως ακράτητοι όντες ως ελεύθεροι υπό Χριστού αναπαύσωνται». Γι' αυτό ο ευρισκόμενος υπό το κράτος του θανάτου, επειδή γνωρίζει ότι «εις ο σώζων, εις ο λυτρούμενος», κράζει προς τον Χριστό τον σώζοντα: «ρύσαι δε με εκεί εν τω καιρώ της ερεύνης, μη ποτέ αρπάση ως λέων την ψυχήν μου». Και ο μεν Χριστός, επειδή ήταν απηλλαγμένος από την αμαρτία, είπε τον λόγο: «νυν ο άρχων του κόσμου τούτου έρχεται, και εν εμοί έξει ουδέν», για τον άνθρωπο, όμως, είναι αρκετό να πή ότι έρχεται ο άρχων του κόσμου και σε μένα «έξει ολίγα και μικρά»50.
Ή ώρα του θανάτου είναι φοβερή γιατί τότε ο άνθρωπος ενθυμείτε τα αμαρτήματα του αλλά και διότι βλέπει φοβερά πράγματα. Ό άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος μαρτυρεί ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι πού διηγούνται φοβερές οπτασίες, τις όποιες δεν μπορούν οι απερχόμενοι να αντικρίσουν. Είναι τόσο φοβερές ώστε «και την κλίνην αυτήν μετά πολλής της ρύμης τινάσσουσι κείμενοι, και φοβερόν ένορώσι τοις παρούσι». Δηλαδή, από τον φόβο της ψυχής ταράσσεται και το σώμα, και ο άνθρωπος κάνει ενέργειες πολύ συνταρακτικές. Και ο ιερός Χρυσόστομος προσθέτει ότι εάν φοβόμαστε στην θέα φοβερών ανθρώπων, πόσο μάλλον θα φοβόμαστε, οταν δούμε κατά την έξοδο της ψυχής από το σώμα «αγγέλους απειληφότας (να μας απειλούν) και δυνάμεις απότομους...». Ή ψυχή πού αποχωρίζεται το σώμα θρηνολογεί άσκοπα και μάταια51.
Στο θέμα αυτό αναφέρεται και ο άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος, τονίζοντας ιδιαίτερα ότι εκείνος πού έχει το Φως του Θεού νικά τους δαίμονες πού έρχονται πλησίον του, γιατί οι δαίμονες καίγονται από το θειο Φως. Αυτό γίνεται και τώρα, όσο ο άνθρωπος ευρίσκεται στην θεωρία και ενδύεται το Φως του Θεού. Πολύ περισσότερο θα γίνη κατά την έξοδο της ψυχής από το σώμα. Λέγει ότι δεν θα υπάρχει κανένα όφελος για τον Χριστιανό από τον πνευματικό αγώνα πού διεξάγει, εάν δεν καταφλεχθή ο διάβολος από το Φως του Θεού. Πράγμα το όποιο σημαίνει ότι η ουσία και ο σκοπός της πνευματικής ζωής είναι να ενωθεί ό άνθρωπος με το Φως. Γράφει ο άγιος Συμεών: «Ει μη ο άρχων έλθοιε του σκότους και την δόξαν ίδοι συνούσα μοι την σήν και αισχυνθή εις άπαν, ό σκοτεινός καταφλεχθείς απροσίτω φωτί σου, και αι δυνάμεις άπασαι συν αυτώ εναντίαι τραπήσονται σημείωσιν σφραγίδος σής ίδουσαι, κάγώ δε διελεύσομαι θαρρών τη χάριτι σου, ατρέμας όλος, και προς σε εγγίσω και προσπέσω, τί μοι των νυν το όφελος εν εμοί γινομένων;»52.
Οι δαίμονες, πού θέλουν έστω και την τελευταία στιγμή να καταλάβουν την ψυχή του ανθρώπου, χαρακτηρίζονται από τον άγιο Διάδοχο Φωτικής ταρτάριοι άρχοντες, δηλαδή άρχοντες του άδου. Ό άνθρωπος πού αγαπά τον Θεό δεν θα διακατέχεται από φόβο, γιατί η αγάπη έξω βάλλει τον φόβο, και θα προσπέραση ελεύθερα «τους ταρταρίους- άρχοντας». Ή ψυχή του ανθρώπου πού χαίρεται με την αγάπη του Θεού, κατά την ώρα της εξόδου, «επάνω πασών των σκοτεινών παρατάξεων συν τοις αγγέλοις της ειρήνης φέρεται»53. Έτσι, οι άγιοι Πατέρες δεν αρκούνται να τονίζουν την ύπαρξη των δαιμόνων και την επιθετική μανία τους εναντίον των ανθρώπων, αλλά τονίζουν και τον τρόπο με τον όποιο μπορούμε να ξεφύγουμε τις απειλές τους. Με την τελεία εξαγόρευση των αμαρτιών απαλλάσσεται κανείς από την δειλία και τον φόβο, γεμίζει από την αγάπη του Χριστού και τότε ελευθερώνεται από την κακία των δαιμόνων. Ό διάβολος δεν έχει καμμιά εξουσία πάνω του.
Ό αββάς Ησαΐας ονομάζει τους δαίμονες, που πλησιάζουν την ψυχή όταν εξέρχεται από το σώμα, «άρχοντας του σκότους» και «άρχοντας της πονηρίας». Διδάσκει ότι όταν η ψυχή του ανθρώπου εξέρχεται από το σώμα πορεύονται μαζί της οι άγγελοι. Τότε, όμως, εξέρχονται και οι δυνάμεις του σκότους για να την συναντήσουν και να την κατακυριεύσουν. Την στιγμή εκείνη οι άγγελοι δεν πολεμούν με τους δαίμονες, αλλά τειχίζουν τον άνθρωπο με τα καλά έργα τα όποια έχει διαπράξει. Όταν ο άνθρωπος νικήσει τους δαίμονες, λόγω των καλών έργων πού έχει διαπράξει στην ζωή του, τότε «χαρήσονται μετ' αυτού οι Άγγελοι, όταν ίδωσιν αυτόν, απαλλαγέντα των εξουσιών του σκότους». Γι' αυτό και ο αβάς Ησαΐας προτρέπει να αγαπήσουμε την ειρήνη, την φιλανθρωπία, την μελέτη του Θεού και την δικαιοσύνη Του, να παραβλέψουμε την χρεία του κόσμου και την τιμή του κ.λ.π.54.
Στο Γεροντικό υπάρχει η διδασκαλία του Θεοφίλου Αρχιεπισκόπου σχετικά με το θέμα πού μας απασχολεί, ο οποίος ισχυρίζεται ότι κατά τον καιρό της εξόδου γίνεται ένα δικαστήριο μεταξύ των αγγέλων και των δαιμόνων. Οι δαίμονες παρουσιάζουν «πάντα τα εν γνώσει και αγνοία αμαρτήματα τα από γενέσεως μέχρι της τελευταίας ώρας αυτής» και κατηγορούν τον άνθρωπο. Επίσης, οι άγγελοι αναφέρουν τα καλά έργα πού έπραξε η ψυχή του συγκεκριμένου ανθρώπου, Τότε η κρινομένη ψυχή βρίσκεται σε μεγάλο φόβο. Αν νικήσουν οι δαίμονες ακούγεται η φωνή: «αρθήτω ο ασεβής, ίνα μη ίδη την δόξαν Κυρίου». Αν όμως εξέλθη νικήτρια και της δοθή η ελευθερία, ντροπιάζονται οι δαίμονες, οι δε άγγελοι παραλαμβάνουν την ψυχή και την οδηγούν «εις την ανεκλάλητον χαράν εκείνην και δόξαν»55.
Τις απόψεις αυτές συναντούμε σε πολλά κείμενα των Πατέρων. Ό Ησύχιος ο Πρεσβύτερος εύχεται, ώστε, όταν έλθει ο άρχων του σκότους, να βρει λίγα ανομήματα και ευτελή56. Διδάσκει δε ότι, όταν η ψυχή έχει μαζί της τον Χριστό, τότε «αυτός ποιήσει την εκδίκησιν αυτής εν τάχει»57. Επίσης, ο όσιος Θεόγνωστος λέγει ότι ο δίκαιος ανέρχεται στον ουρανό με ειρήνη «προς τον υψόθεν ήκοντα φαιδρόν τε και ίλαρόν άγγελον» και με την βοήθεια του διαπερνά ανεμποδίστως τον αέρα, χωρίς καθόλου να παραβλάπτεται «υπό των της πονηρίας πνευμάτων»58. Οι άγιοι Πατέρες διδάσκουν όλα αυτά όχι από την φαντασία τους, αλλά από αποκαλυπτικές εμπειρίες. Άλλοτε τους τα απεκάλυψαν άλλοι άγιοι άνθρωποι και άλλοτε οι ίδιοι, φωτιζόμενοι από τον Θεό, είχαν τέτοιες φοβερές εμπειρίες.
Ό Μέγας Αντώνιος έφθασε κάποτε στο σημείο να δή προσωπικά τέτοια φοβερά πράγματα. Ευρισκόμενος στο κελλί του, έφθασε σε αρπαγή και τότε είδε τον εαυτό του να βγαίνη από το σώμα του και να πορεύεται στον αέρα, οδηγούμενο προφανώς από αγγέλους. Κάποιοι πικροί και φοβεροί τους εμπόδισαν να ανέλθουν στον ουρανό και ζητούσαν λόγο για μερικές πράξεις. Τότε οι οδηγούντες τον Μ. Αντώνιο πολεμούσαν με τους δεινούς εκείνους δαίμονες, λέγοντας ότι επειδή όσα διέπραξε από την γέννηση του τα συνεχώρησε ο Θεός, να τον κατηγορήσουν μόνον για όσα έπραξε από την στιγμή πού έγινε μοναχός. «Τότε κατηγορούντων και μη ελεγχόντων, ελευθέρα γέγονεν και ακώλυτος η οδός»59.
Σε μια φοβερή διήγηση του Μ. Αντωνίου αναφέρεται το έξης: Κατά την διάρκεια της νύκτας μια φωνή ξύπνησε τον Μ. Αντώνιο και τον προέτρεψε να βγή από το κελλί του για να δη. Τοτε πραγματικά είδε κάποιον «μακρόν, αειδή και φοβερον», πού ήταν ο διάβολος, να στέκεται όρθιος, έχοντας υψωμένα τα χέρια του, και άλλους να εμποδίζει να ανέρχονται, αφού τους κρατούσε, και για άλλους να τρίζη τα δόντια του, γιατί του ξέφυγαν και ανέβαιναν στον ουρανό. Αποκαλύφθηκε δε στον Μ. Αντώνιο ότι αυτό το φοβερό θέαμα «των ψυχών είναι την πάροδον»60.
Ό άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης περιγράφει ένα φοβερό θέαμα, πού είδε ο ερημίτης Στέφανος, πού ησκείτο στο όρος Σινά, κοντά στο σπήλαιο του Προφήτη Ηλία. Την παραμονή του θανάτου του, ενώ είχε τα μάτια του ανοικτά, περιέπεσε σε έκσταση και παρατηρούσε γύρω από την κλίνη του, πότε δεξιά και πότε αριστερά. Τον άκουγαν οι παριστάμενοι να αποκρίνεται σαν να τον ανέκριναν κάποιοι. Άλλοτε έλεγε: «ναι,όντως είναι αλήθεια· άλλ' ένήστευσα τοσούτους χρόνους υπέρ τούτου». Άλλοτε έλεγε: «ουχί· όντως ψεύδεσθε,τούτο ουκ εποίησα». Άλλοτε «ναι,αληθώς τούτο· ναι· άλλ' έκλαυσα· αλλά διηκόνησα». Άλλοτε έλεγε «όντως κατηγορείτε μου». Μερικές φορές έλεγε, «ναι άληθώς,ναι· και προς ταύτα τι ειπείν ουκ έχω· εν τω Θεω εστί το έλεος». Και ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης προσθέτει ότι ήταν ένα θέαμα φρικτό και φοβερό «και αόρατον και ασυγχώρητον λογοθέσιον». Το δε φοβερότερο ήταν ότι τον κατηγορούσαν για πράγματα τα όποια δεν είχε πράξει61.
Από όσα παραθέσαμε φαίνεται ότι σε όλη την παράδοση της Εκκλησίας γίνεται λόγος για την ύπαρξη των τελωνίων, πού είναι τα δαιμόνια, τα εναέρια πνεύματα, τα οποία όχι μόνο σε όλη την ζωή πολεμούν από μίσος και κακία τον άνθρωπο, αλλά κυρίως και προ παντός προ της εξόδου και μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα. Στην παράδοση, όμως της Εκκλησίας φαίνεται καθαρά ότι οι δαίμονες δεν έχουν κυριαρχία πάνω στους ανθρώπους του Θεού, γιατί όσοι είναι ενδεδυμένοι τον Θεό δεν περνούν τέτοιο μαρτύριο. Εάν στον Χριστό ο άρχων του κόσμου δεν είχε καμμιά εξουσία, αυτό συμβαίνει και με τους ανθρώπους εκείνους πού είναι ενωμένοι μαζί Του. Γι' αυτό και οι Πατέρες συνιστούν ότι πρέπει να ζούμε εκκλησιαστικά, με μετάνοια, εξομολόγηση και εργασία πνευματική, να ζούμε μέσα στην Εκκλησία και να κοιμηθούμε μέσα στην Εκκλησία με την ορθόδοξη πίστη, τις ευχές των Πατέρων μας, ώστε να μην έχει εξουσία πάνω μας ο άρχων του σκότους και τα πνεύματα της πονηρίας.
Γεγονός πάντως είναι ότι, κατά την έξοδο της ψυχής από το σώμα γίνεται μεγάλη μάχη, κυρίως σε ανθρώπους πού έχουν ελλιπή κάθαρση. Το φοβερό είναι ότι πολλοί άνθρωποι στην εποχή μας πεθαίνουν χωρίς να έχουν συνείδηση της συγκλονιστικής ώρας του θανάτου. Δηλαδή, οι ασθένειες της εποχής μας, αλλά και η δυνατή φαρμακευτική αγωγή αλλοιώνουν την -ψυχοσωματική συγκρότηση του ανθρώπου και τον δυσκολεύουν να περάσει με κατάλληλη προσοχή, φόβο Θεού και προσευχή αυτές τις κρίσιμες ώρες. Και, βέβαια, τα φάρμακα βοηθούν να μην πονούμε από τις ασθένειες, αλλά, όμως, αλλάζουν και όλη την ψυχοσωματική μας συγκρότηση και δεν μας επιτρέπουν να έχουμε συνείδηση αυτών των γεγονότων και να ζητήσουμε το έλεος από τον Θεό. Οι ώρες αυτές είναι πολύ κρίσιμες. Γι' αυτό και όσοι έχουν φόβο Θεού και επίγνωση των κρισίμων στιγμών προσεύχονται να συνειδητοποιήσουν τα γεγονότα της ώρας εκείνης. Πραγματικά, είναι ευκαιρία ο άνθρωπος να μετανοήση για όσα έχει διαπράξει, να ζήτηση το έλεος του Θεού. Ή νήψη, κατά την φρικτή αυτήν ώρα, είναι σπουδαιότατο έργο. Γι' αυτό και η Εκκλησία εύχεται στον Θεό να μας απαλλάξει από «αιφνίδιου θανάτου».
Την ύπαρξη όμως των τελωνίων πρέπει να την δούμε από δύο πλευρές. Ή μια πλευρά είναι το μίσος των δαιμόνων και η άλλη η ύπαρξη των παθών. Στην Πατερική διδασκαλία παρατηρούμε ότι γίνεται και μια άλλη ερμηνεία των τελωνίων. Χωρίς, βέβαια, να παραβλέπεται ή διδασκαλία περί της υπάρξεως των αρχόντων του σκότους και των πνευμάτων της πονηρίας. Θα ήθελα στο σημείο αυτό να στρέψουμε την προσοχή μας και στην μυστική διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας για τα τελώνια.
Είπαμε και προηγουμένως ότι, όταν η ψυχή του άνθρώπου πρόκειται να φυγή από το σώμα, επανέρχεται η ενθύμηση των αμαρτημάτων, τα οποία ο άνθρωπος διέπραξε στην ζωή του. Είναι μια πραγματικά αφόρητη κατάσταση. Ό άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρεται σε αυτό το γεγονός. Λέγει ότι την τελευταία ημέρα της βιολογικής ζωής του ανθρώπου «συστρέφει ψυχήν αμαρτήματα», δηλαδή, τα αμαρτήματα ανακατεύουν την ψυχή. Πρόκειται περί των παθών τα όποια «κάτωθεν την καρδίαν ανακινεί»62. Τα πάθη ζητούν ικανοποίηση, αλλά ο άνθρωπος δεν μπορεί να ανταποκριθεί. Πρόκειται για φοβερή κατάσταση.
Ή ανικανοποίητη αυτή επιθυμία της ψυχής εντείνεται ακόμη περισσότερο, όταν αποχωρίζεται από το σώμα. Ό άγιος Γρήγορος ο Νύσσης θέτει στο στόμα της αδελφής του Μακρίνης μια τέτοια ερμηνεία. Λέγει ότι, όπως συμβαίνει με τους ανθρώπους, πού για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα παρέμειναν σέ τόπους βρωμερούς να μην απαλλάσσονται από την αηδία της βρωμιάς, έστω κι αν στην συνέχεια κατοικούν σε καθαρό αέρα, το ίδιο γίνεται με την ψυχή όταν αποχωρίζεται από το σώμα. Οι φιλόσαρκοι άνθρωποι, έστω κι αν στράφηκαν στον αειδή και λεπτό βίο, δεν απαλλάσσονται από την σαρκική δυσωδία. Ακριβώς τότε η ψυχή γίνεται υλωδεστέρα και δι’ αυτού του τρόπου «πλέον αυτοίς η οδύνη βαρύνεται». Και ο άγιος Γρηγόριος προσθέτει ότι, αν είναι αλήθεια αυτό πού λέγουν μερικοί, ότι παρουσιάζονται σκιές φαντασμάτων των νεκρών στους τόπους πού είναι τα σώματα τους αυτό είναι δείγμα ότι η ψυχή δεν θέλει να αποχωρισθεί από τον σαρκικό βίο, έστω κι αν εξήλθε από το σώμα. Ή παραβολή του Πλουσίου και του Λαζάρου, όπου φαίνεται ότι ο Πλούσιος ευρισκόμενος στον Άδη ενδιαφερόταν για τους συγγενείς του, αποδεικνύει ότι πραγματικά οι ψυχές των φιλόσαρκων ανθρώπων δεν μπορούν να αποχωρισθούν τα πάθη, πού συνιστούν τον σαρκικό βίο63.
Ξέρουμε από την Ορθόδοξη Παράδοση ότι υπάρχουν πάθη σωματικά και πάθη ψυχικά. Επειδή υπάρχει ενότητα μεταξύ ψυχής και σώματος, γι' αυτό υπάρχει σχέση μεταξύ ψυχικών και σωματικών παθών. Τα ψυχικά πάθη ενεργούν δια των αισθήσεων του σώματος. Όταν η ψυχή απαλλαγή από το σώμα, τότε δεν μπορεί να ικανοποίηση τα πάθη της. Τα ανικανοποίητα πάθη δημιουργούν αφόρητο πόνο και πνιγηρά κατάσταση, πνίγουν την ψυχή. Αυτό συνιστά πραγματική κόλαση και φοβερή οδύνη. Γι' αυτό και οι άγιοι Πατέρες συνιστούν την κάθαρση της ψυχής από τα πάθη όσο καιρό βρίσκεται στον παρόντα βίο, ώστε να είναι απηλλαγμένη και ελεύθερη μετά την έξοδο της. Πρέπει να την ικανοποιεί και την ελκύει αυτός ο ίδιος ο Θεός.
Υπάρχει και ένα άλλο πρόβλημα για την ψυχή μετά την έξοδο της από το σώμα. Ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης διδάσκει ότι κάθε φύση ελκύεται από τα όμοια τα συγγενή της. Έτσι και η ψυχή ελκύεται προς το θείο και συγγενές της, αφού ο άνθρωπος συγγενεύει με τον Θεό, φέροντας μέσα του τα μιμήματα του αρχετύπου. Ή ψυχή, μετά την έξοδο της από το σώμα είναι ελαφρά από κάθε σωματική αλγηδόνα, γι' αυτό η προσχώρηση προς το επισπώμενο γίνεται εύκολη και ευχάριστη, δηλαδή πορεύεται εύκολα προς τον Θεό. Αν όμως ή ψυχή είναι ενωμένη με τα υλικά και τους ήλους των παθών, τότε υποφέρει και πάσχει, όπως πάσχει και το σώμα κατά την διάρκεια των σεισμών, όταν δεν είναι μόνον καταπλακωμένο από το βάρος των προσχωμάτων, αλλά είναι δυνατόν να κατατρυπάται και από διάφορα αιχμηρά αντικείμενα, πού βρίσκονται μέσα στο χώμα64.
Αυτό ακριβώς συνιστά το μεγάλο μαρτύριο της ψυχής. Βιώνει ένα τρομερό, θα λέγαμε, διχασμό. Αφ' ενός μεν θέλει να ανέλθει προς τον Θεό και να ενωθεί μαζί Του, αφού είναι εικόνα Του, αφ' ετέρου δε δυσκολεύεται από τα πάθη πού την κατατρυπούν, την πιέζουν και την βασανίζουν. Και αυτή η άποψη είναι ένα μέρος της ερμηνείας των αγίων Πατέρων για τα τελώνια.
Το μαρτύριο της ψυχής πού χωρίζεται από το σώμα το περιγράφει κατά τρόπο θαυμάσιο και ρεαλιστικό ο αβάς Δωρόθεος. Λέγει ότι κατά την διάρκεια της ζωής αυτής η ψυχή παρηγορείται δια του περισπασμού της από τα πάθη. Μπορεί να αισθάνεται μεγάλη οδύνη, μεγάλο και τρομερό πόνο άλλα δια του σώματος και των παθών μπορεί να παρακληθεί και να απαλύνει τον πόνο της. Σε μια τέτοια μελαγχολική και φρικτή κατάσταση ο άνθρωπος «τρώγει, πίνει, κοιμάται, συντυγχάνει, απάγεται μετά αγαπητών», δηλαδή ψυχαγωγείται με αγαπητά του πρόσωπα. Έτσι, λοιπόν, παρηγορείται μερικώς και διευκολύνεται να ξεχνά το βαθύτερο πρόβλημα πού τον απασχολεί. Όταν όμως η ψυχή εξέρχεται από το σώμα, «μονούται αυτή και τα πάθη αυτής, και λοιπόν κολάζεται πάντοτε υπ’ αυτών». Τότε η ψυχή φλέγεται από την ενόχληση των παθών, διασπαράσσεται από αυτά και δεν μπορεί να μνημονεύη τον Θεό. Αυτό είναι μια πραγματική τραγωδία, γιατί τότε, λόγω και της μη υπάρξεως του σώματος, δεν μπορεί να αισθανθεί και την παραμικρή παράκληση.
Στην συνέχεια ο αββάς Δωρόθεος χρησιμοποιεί ένα καταπληκτικό παράδειγμα. Αν κάποιος άνθρωπος κλεισθή σε ένα σκοτεινό κελί, χωρίς να φάγει τρεις ημέρες, ούτε να πιει, ούτε να κοιμηθεί, χωρίς να συνομιλήσει με κανέναν, να μη ψάλει, να μην προσεύχεται, ούτε να μνημονεύει καθ' ολοκληρίαν τον Θεό, τότε θα πληροφορηθεί «τι ποιούσιν εις αυτόν τα πάθη». Πραγματικά, σε μια τέτοια κατάσταση εξαγριώνεται η ψυχή και όλος ο άνθρωπος. Αυτό το επιβεβαιώνουν διάφοροι πού δοκιμάζουν το μαρτύριο των βασανιστηρίων και της φρικτής φυλακής. Αν αυτό συμβαίνει και όσο η ψυχή συνδέεται με το σώμα, ποσό μάλλον όταν εξέλθει από το σώμα και απομονωθεί μαζί με τα πάθη. Χρησιμοποιεί ο αβάς Δωρόθεος και την εικόνα του αρρώστου πού καίγεται από τον πυρετό. Αυτό, φυσικά, δημιουργεί και πολλά άλλα προβλήματα, ιδιαιτέρως αν ο άνθρωπος έχει σώμα μελαγχολικό και δύσκρατο. Το ίδιο συμβαίνει και με την εμπαθή ψυχή. «Πάντοτε κολάζεται η αθλία υπό της ιδίας κακοεξίας έχουσα αεί την πικράν μνήμην και την επώδυνον αδολεοχίαν των παθών καιόντων αεί και καταφλεγόντων αυτήν». Αν σε αυτό το βάσανο και μαρτύριο της ψυχής προσθέσει κανείς και τους φοβερούς τόπους της Κολάσεως και τους δαίμονες και το πυρ και το σκότος κ.λ.π. τότε καταλαβαίνει το μαρτύριο και το βάσανο της ψυχής, μετά την έξοδο της και την παραμονή της στον Άδη και την Κόλαση65.
Τα όσα είπαμε μέχρι τώρα δείχνουν τι ακριβώς είναι τα τελώνια, για τα όποια γίνεται λόγος στα πατερικά κείμενα. Αφ' ενός μεν είναι τα πάθη της ψυχής, τα όποια λόγω της μη υπάρξεως του σώματος δεν μπορούν να ικανοποιηθούν, και, φυσικά, αυτά τα πάθη πνίγουν την ψυχή, αφ' έτερου δε είναι οι πονηροί δαίμονες, οι όποιοι είχαν αποκτήσει κυριαρχία πάνω στους εμπαθείς ανθρώπους και είναι φυσικό μετά την έξοδο της ψυχής να έχουν μεγαλύτερη κυριαρχία πάνω τους. Οι δίκαιοι άνθρωποι, πού κατά την διάρκεια της ζωής τους καθάρισαν την ψυχή και το σώμα από ψυχικά και σωματικά πάθη και έχουν ενδυθεί τον αρραβώνα του Πνεύματος και ενώθηκαν με τον Θεό, αποφεύγουν την εξουσία των τελωνίων, αφού οι δαίμονες δεν έχουν καμία εξουσία πάνω τους. Ή ψυχή των δικαίων οδηγείται ελεύθερη και απερίσπαστη προς τον Θεό, με τον όποιο είναι ενωμένη. Έτσι, λοιπόν, όλο το πρόβλημα δεν είναι να φοβόμαστε τα τελώνια, αλλά να θεραπεύσουμε την ψυχή μας και όλη μας την ύπαρξη, όσο ζούμε στον κόσμο αυτόν, από τα πάθη, να μετέχουμε της άκτίστου Χάριτος του Θεού, ώστε τότε η έξοδος της ψυχής από το σώμα να είναι υπόθεση χαράς και ευφροσύνης*. [*Βλέπε πρόσθετη ανάλυση στην σελίδα 423.]

6. Μέση κατάσταση των ψυχών
Ή ζωή της ψυχής μετά την έξοδο της μέχρι την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, κατά την όποια θα ενωθεί με τα αναστημένα σώματα, λέγεται μέση κατάσταση των ψυχών. Ή ψυχή, δηλαδή, βρίσκεται στο μέσον μεταξύ της βιολογικής ζωής και της εκ νέου επισυνάψεώς της με τα αφθαρτοποιημένα σώματα, μετά την ανάσταση τους. Πρόκειται για μια ιδιότυπη κατάσταση πού δεν είναι φυσική για την ψυχή, αφού ζή χωριστά από το σώμα με το όποιο συνδέθηκε αμέσως μετά την δημιουργία της από τον Θεό.
Χρειάζεται πολλή προσοχή όταν χρησιμοποιούμε την φράση «μέση κατάσταση των ψυχών», γιατί οι Λατίνοι δίνουν άλλη σημασία. Ενώ μπορούμε να κάνουμε λόγο για την μέση κατάσταση των ψυχών με την έννοια πού αναφέραμε προ ολίγου, οι Λατίνοι εννοούν την περίοδο εκείνη πού όλες οι ψυχές διέρχονται από το λεγόμενο καθαρτήριο πυρ, για να εξαγνισθούν. Κατά τους Λατίνους και οι ψυχές των δικαίων διέρχονται από αυτό το πυρ. Δεν θα επιμείνουμε στο θέμα αυτό, γιατί θα αναφερθούμε διεξοδικά σε άλλο κεφάλαιο του παρόντος βιβλίου. Στα επόμενα, λοιπόν, θα δούμε αναλυτικότερα πού ζουν οι ψυχές των ανθρώπων και πώς ζουν. Είναι ερωτήματα πού απασχολούν πολύ τους ανθρώπους της εποχής μας. Βέβαια, δεν έχουμε την ψευδαίσθηση ότι θα δώσουμε ολοκληρωμένες απαντήσεις, αφού αυτά είναι μυστήρια, τα όποια στην τελειότητα τους θα αποκαλυφθούν στο μέλλον. Όμως οι άγιοι, πού αξιώθηκαν από τον Θεό να πληροφορηθούν μερικές αλήθειες από αυτά τα μυστήρια, μας τις απεκάλυψαν. Έτσι, στην συνέχεια, θα επιμείνουμε πάρα πολύ, όπως το κάνουμε συνήθως, στο τι λένε οι άγιοι Πατέρες για να πληροφορηθούμε τα μεγάλα αυτά γεγονότα.
Έχουμε αναφέρει ότι οι ψυχές είναι κτιστές, δηλαδή είναι δημιουργήματα του Θεού, πού σημαίνει έχουν μια ορισμένη αρχή, αλλά ο Θεός θέλησε να μην έχουν τέλος. Επίσης, η ψυχή συνιστά το νοερό στοιχείο της υπάρξεως του ανθρώπου, ενώ το σώμα το αισθητό. Ή ψυχή είναι αόρατη από τις σωματικές αισθήσεις, αλλά όμως δεν είναι καθ' ολοκληρίαν άϋλη. Ό άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός διδάσκει ότι και οι άγγελοι λέγονται νοερά πνεύματα, έχουν νοητή ουσία, λέγονται ασώματοι, επειδή συγκρίνονται με την παχύτητα της ύλης. Γιατί στην πραγματικότητα «μόνον όντως το θείον άϋλόν τε και ασώματον»66.
Όταν κάνουμε λόγο για ασώματα, αόρατα και ασχημάτιστα το εννοούμε κατά δύο τρόπους. Αφ' ενός μεν κατ' ουσίαν, άφ' ετέρου δε κατά χάριν. Το κατ' ουσίαν συνιστά το κατά φύσιν, ενώ το κατά χάριν συνιστά την σύγκριση με την ύλη. Έτσι, όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ασώματος, αόρατος και ασχημάτιστος κατά την φύσιν είναι μόνον ο Θεός, ενώ οι άγγελοι, οι δαίμονες και οι ψυχές των ανθρώπων είναι ασώματοι, αόρατοι και ασχημάτιστοι κατά χάριν και «ως προς την της ύλης παχύτητα»67. Επομένως, οι ψυχές είναι νοερές, δεν είναι όμως πνεύματα, όπως ο Θεός. αλλά είναι κτιστές και αιθέριες. Όπως οι άγγελοι, καίτοι είναι λειτουργικά πνεύματα, λέγονται αιθέρια όντα, έτσι και οι ψυχές είναι αιθέριες. Με αυτήν την έννοια λέμε πώς οι ψυχές μετά την έξοδο τους από τα σώματα παραλαμβάνονται από τους αγγέλους ή τους δαίμονες. Αν ήταν απλώς νοερές, πώς θα γινόταν αυτό;
Έχουν διατυπωθεί πολλές θεωρίες για την κατάσταση της ψυχής μετά την έξοδο της από το σώμα από τους φιλοσόφους και τους διαφόρους θρησκευόμενους. Γιατί πάντοτε ο άνθρωπος προσπαθούσε να βρει μια απάντηση στα ερωτήματα της μετά τον θάνατο ζωής. Ό άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης καταγράφει τις κατηγορίες των ανθρώπων αυτών. Λέγει ότι οι ανίεροι άνθρωποι έχουν διατυπώσει πολλές θεωρίες για την κατάσταση της ψυχής μετά την έξοδο της από το σώμα. Άλλοι νομίζουν ότι μεταβαίνουν στην ανυπαρξία, άλλοι ότι διασπάται οριστικά ή συζυγία των ψυχών με τα σώματα, όποτε δεν μιλούν για την ανάσταση των σωμάτων και την εκ νέου ένωση ψυχής και σώματος, άλλοι αποδίδουν στις ψυχές συζυγίες άλλων σωμάτων, αφού, όπως πιστεύουν, οι ψυχές συνδέονται και με άλλες σαρκώσεις, όπως λέγει η θεωρία της μετενσάρκωσε ως της ψυχής η μετεμψυχώσεως των σωμάτων, και άλλοι θεωρούν την άλλη ζωή ως ομοειδή με την παρούσα ζωή, αφού κηρύσσουν ότι οι ισάγγελοι έχουν τροφές πού αρμόζουν σε φθαρτό βίο. Στην τελευταία αυτή κατηγορία ανήκουν οι Χιλιαστές. Όμως ο άγιος Διονύσιος Αρεοπαγίτης όλες αυτές τις θεωρίες περί της ψυχής μετά τον θάνατο τις θεωρεί πλάνες, γι' αυτό, όπως χαρακτηριστικά λέγει κανείς από τους ιερότατους άνδρες δεν θα περιπέση σε τέτοιες πλάνες68.
Υπάρχουν πολλά χωρία στην Αγία Γραφή πού δηλώνουν ότι οι ψυχές ζουν μετά θάνατον. Είναι γνωστό το θαύμα της αναστάσεως του υιού της χήρας στά Σαρεπτά από τον Προφήτη Ηλία. Ό Προφήτης προσευχήθηκε στον Θεό: «Κύριε ο Θεός, επιστραφήτω δη η ψυχή του παιδαρίου τούτου εις αυτόν». Και μετά την προσευχή «εγένετο ούτως» και αναστήθηκε το παιδίον (Γ' Βας. ιζ', 21-23). Το ότι επέστρεψε η ψυχή του παιδίου σημαίνει ότι υπήρχε μετά τον θάνατο, δεν περιήλθε σε ανυπαρξία. Το ίδιο ακριβώς παρατηρούμε και στις αναστάσεις του Λαζάρου και του υιού της χήρας της Ναΐν και της θυγατρός του Ιαείρου. Επέστρεψαν οι ψυχές τους με τον λόγο του Χριστού. Ή Αγία Γραφή, κατά την κοίμηση των μεγάλων ανδρών της Παλαιάς Διαθήκης συνήθως λέγει ότι προσετέθη το πνεύμα αυτών «εις τους πατέρας αυτών» (Γεν. κε', 8).
Κατά την Μεταμόρφωση του Χριστού εμφανίστηκαν οι δύο μεγάλες προφητικές φυσιογνωμίες της Παλαιάς Διαθήκης, ο Μωυσής και ο Προφήτης Ηλίας. Και ο Χριστός στον ληστή, πού τον ομολόγησε, διαβεβαίωσε: «Αμήν λέγω σοι, σήμερον μετ' εμού έση εν τω παραδεισω» (Λουκ. κγ', 43). Ό Χριστός με αυτόν τον λόγο διαβεβαιώνει ότι μετά τον θάνατο του ανθρώπου η ψυχή υπάρχει, δεν χάνεται, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πολλά χωρία, αλλά θα περιοριστούμε μόνον σε αυτά. Ολόκληρη η πατερική παράδοση και η εκκλησιαστική εμπειρία διαβεβαιώνει αυτήν την πραγματικότητα, ώστε η αντίθετη σκέψη να αποτελεί ασέβεια και άρνηση της άποκεκαλ υμμένης πίστεως. Πραγματικά, όποιος παραδέχεται το αντίθετο κλονίζει τα θεμέλια της πίστεως, αφού αγωνιζόμαστε να τηρούμε τις εντολές του Χρίστου στην καθημερινή μας ζωή, για να μείνουμε αιωνίως με τον θεό. Ό Όσιος Νικήτας ό Στηθάτος θα πή: «Ζώσιν ουν, ως είρηται, πάντες οι ευσεβώς ζήσαντες καν ενθένδε απαλλαγώσι». Και για να μη δημιουργηθεί καμιά εντύπωση ότι μόνον οι ψυχές των ευσεβών ζουν μετά τον θάνατο συνεχίζει για να πή ότι αυτό γίνεται και με τις ψυχές των ασεβών και αδίκων ανθρώπων. Όχι μόνον οι ευσεβείς ζουν μετά τον θάνατο, «αλλά και οι ασεβείς αυτοί απεκδεχόμενοι τούτων έκαστος των έργων αυτού την άντιμισθίαν κατάλληλον»69.
Ένα ενδιαφέρον σημείο, πού τονίζεται στα έργα των αγίων Πατέρων, το οποίο στρέφεται σαφώς εναντίον της μετεμψυχώσεως είναι ότι, καίτοι η ψυχή του ανθρώπου χωρίζεται από το σώμα, εν τούτοις δεν καταργείται ή υπόσταση του ανθρώπου. Εφ' όσον η ψυχή δημιουργείται από τον θεό μαζί με το σώμα, σημαίνει ότι είναι μοναδική για κάθε άνθρωπο.
Ή λέξη υπόσταση προέρχεται από το ρήμα υφίστημι και δηλώνει, στην αρχική της σημασία, το «ίστασθοι υποκάτω», εννοώντας την σταθερότητα, το θεμέλιο, την βάση, κ.λ.π. Στην θεολογική γλώσσα η υπόσταση δηλώνει κυρίως την ύπαρξη, την πραγματικότητα σε αντίθεση με το φαινόμενο70. Κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό ο όρος υπόσταση δηλώνει δύο πράγματα. Πρώτον, την ύπαρξη και δεύτερον, την ιδιαίτερη ύπαρξη κάθε ανθρώπου71. Δηλαδή ο άνθρωπος είναι υπόσταση, έχει αληθινή ύπαρξη, αλλά και ο κάθε άνθρωπος έχει την ιδιαίτερη ύπαρξη, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα πού τον διακρίνουν από τους άλλους ανθρώπους, από τις άλλες υποστάσεις. Ό άνθρωπος από την δημιουργία του συγκροτεί μια ιδιαίτερη υπόσταση-πρόσωπο, και αυτή η υπόσταση δεν καταργείται ακόμη και με τον θάνατο του. Ό άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγει ότι η υπόσταση είναι η σύμπηξη εκ σώματος και ψυχής κατά την αρχή της υπάρξεως κάθε ανθρώπου. Δηλαδή, ο άνθρωπος αποτελείται από ψυχή και σώμα, τα οποία ενώθηκαν σε μια υπόσταση από τον θεό κατά την αρχή της δημιουργίας του. Αυτή ή υπόσταση δεν διασπάται ούτε και με τον θάνατο. Γι' αυτό, «ει γαρ και χωρίζεται η ψυχή του ανθρώπου εν τω θανάτω, άλλ' ή ύπόστασις αμφοτέρων μία και η αυτή εστίν». Έστω κι αν χωριστούν η ψυχή και το σώμα, εν τούτοις «μένει το τε σώμα και ή ψυχή, αεί μίαν την αρχήν της εαυτών έχοντα υπάρξεως τε και υποστάσεως»72.
Γι' αυτό και ο Κύριος στην παραβολή του Πλουσίου και του Λαζάρου λέγει ότι ο πλούσιος είδε τον Λάζαρο στους κόλπους του Αβραάμ, και όχι απλώς την ψυχή του Λαζάρου. Γιατί, αν και ή ψυχή του Λαζάρου βρισκόταν στους κόλπους του Αβραάμ, εν τούτοις είναι ο Λάζαρος, αφού δεν καταργείται ή υπόσταση του ανθρώπου με τον θάνατο.
Ή διδασκαλία, ότι ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα δεν καταργεί την υπόσταση του ανθρώπου, συναντάται και στον άγιο Γρηγόριο Νύσσης. Μάλιστα, ο ίδιος χρησιμοποιεί δύο καταπληκτικά παραδείγματα.
Το ένα παράδειγμα προέρχεται από την ζωγραφική τέχνη. Ό ζωγράφος προκειμένου να αποδώσει την μορφή κάποιου γεγονότος ή προσώπου, όχι μόνον γνωρίζει να αναμειγνύει τα αντίθετα μεταξύ τους χρώματα, αλλά και να διακρίνει τα μεμειγμένα. Έχει σαφή γνώση της ιδιοσυγκρασίας των χρωμάτων, του μαύρου, του λευκού, του κόκκινου, του κίτρινου, καθώς επίσης γνωρίζει και τι σχηματίζει η μείξη μερικών με τα άλλα. Επίσης και μετά την ένωση τους δεν χάνει την γνώση των αρχικών χρωμάτων. Αυτό γίνεται και με την ψυχή εν σχέσει με το σώμα, πού αποτελείται από πολλά στοιχεία.
Ή ψυχή γνωρίζει την φυσική ιδιότητα των στοιχείων τα όποια ενώθηκαν για την κατασκευή του σώματος και μετά την διάλυση τους. Και όταν ακόμη τα στοιχεία πού συγκροτούν το σώμα διασπαστούν και τεθούν σε διαφορετικά μέρη, και τότε τα γνωρίζει και με την γνωστική της δύναμη εφάπτεται αυτών, τα προσεγγίζει, έως ότου τα στοιχεία αυτά ενωθούν εκ νέου και γίνει αναστοιχείωση του διαλυθέντος σώματος. Αυτή ή επανένωση θα γίνει με τον λόγο του Θεού κατά την Δευτέρα Παρουσία. Αυτή είναι ή ανάσταση του σώματος. Το γεγονός είναι ότι ή ψυχή, καίτοι χωρίζεται από το σώμα, έχει γνώση και ενθύμηση των στοιχείων από τα όποια αποτελείτο το δικό της σώμα.
Το άλλο παράδειγμα προέρχεται από την κεραμική τέχνη και καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα, ότι, δηλαδή, ή ψυχή δεν δυσκολεύεται να διακρίνη μέσα σε άλλα ξένα στοιχεία το δικό της σώμα. Τα διάφορα πήλινα αντικείμενα κατασκευάζονται από τον ίδιο πηλό. Καίτοι προέρχονται από την ίδια ύλη, εν τούτοις κάθε ένα έχει την ιδιομορφία του, αφού το ένα είναι πιθάρι, το άλλο αμφορεύς, το τρίτο πινάκιο ή τρίβλιο κ.λ.π. Όλα αυτά τα αντικείμενα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους γνωρίσματα αναγνωρίζονται από τους κατόχους τους. Αν όμως συντρίβουν και ανακατευθούν, τότε και πάλι αναγνωρίζονται, ποιο τμήμα ανήκει στον αμφορέα, ποιο ανήκει στο πιθάρι κ.λ.π., από τα ιδιαίτερα γνωρίσματα τους. Αν ακόμη τα συντριβέντα πήλινα αντικείμενα ανακατευθούν με τον ακατέργαστο πηλό, και τότε γίνονται ευκολότερα φανερά από τους κατόχους τους.
Το ίδιο γίνεται και με την ψυχή, ή όποια μετά την αναχώρηση της από το σώμα, και μετά την διάλυση του σώματος, γνωρίζει το δικό της σώμα έστω κι' αν αναμείχθηκαν τα μέλη του σώματος της με μέλη άλλων σωμάτων, έστω κι' αν ενώθηκαν με τα στοιχεία της ακατέργαστης ύλης, όπως το νερό, αέρα, κ.λ.π. Ή ψυχή πάντοτε γνωρίζει το σώμα της γιατί είναι ενωμένη με αυτό. «Ή ψυχή αεί επισταμένη το ίδιον, οίον τε συνεστώς εν τω σχήματι ην»73.
Αυτό δείχνει ότι ο θάνατος, δηλαδή ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα, δεν καταργεί την υπόσταση του ανθρώπου, ο άνθρωπος παραμένει παρά τον χωρισμό. Ό χωρισμός της ψυχής από το σώμα είναι προσωρινή κατάσταση, αφού πάλι θα ενωθούν κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Επομένως, δεν μπορούμε στην Ορθόδοξη Εκκλησία να δεχθούμε τον θάνατο και την εξαφάνιση της ψυχής μετά τον χωρισμό της από το σώμα, ούτε την μετενσάρκωση της σε άλλα σώματα. Κάθε σώμα συνδέεται με μια ψυχή, και κάθε ψυχή συνδέεται με ένα σώμα. και τα δυο μαζί αποτελούν την ιδιαίτερη υπόσταση, έναν συγκεκριμένο άνθρωπο. Όταν χαρακτηρίζουμε τον άνθρωπο υπόσταση-πρόσωπο εννοούμε, εκτός των άλλων, και αυτήν την μοναδικότητα και σταθερότητα της υπάρξεως.
Ακριβώς δε αυτή η διδασκαλία περί της μη καταργήσεως της υποστάσεως αναιρεί κάθε θεωρία περί μετενσαρκώσεως ή μετεμψυχώσεως. Γιατί τέτοιες απόψεις θεωρούν την μία ψυχή να έχει πολλά σώματα και πολλές άλλες υπάρξεις. Ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης αναιρώντας αυτήν την θεωρία, λέγει ότι όσοι ισχυρίζονται τέτοια πράγματα «υβρίζουσι τη κοινότητι το ανθρώπινον», δηλαδή υβρίζουν την ανθρώπινη φύση, αφού παραδέχονται ότι η ίδια ψυχή άλλοτε γίνεται ψυχή ανθρώπου, άλλοτε ζώου, ερπετού, φυτού, κ.λ.π. Τέτοιες απόψεις χαρακτηρίζονται από τον άγιο Γρηγόριο Νύσοης «λήρος», δηλαδή φλυαρίες και ανοησίες. Και με σειρά επιχειρημάτων ανατρέπει αυτές τις απόψεις.
Λέγει ότι όσοι ισχυρίζονται κάτι τέτοιο συγχέουν τις ιδιότητες της φύσεως, αφού αναμειγνύουν μεταξύ τούς το άλογο, το λογικό, το αισθητικό, το αναίσθητο. Γιατί, την ίδια ψυχή άλλοτε την θεωρούν λογική και διανοητική, άλλοτε ότι ζή στις φωλιές των ερπετών, άλλοτε να γίνεται σαρκοφάγο ή να συναγελάζεται με τα όρνεα, άλλοτε να μεταπίπτη στην κατάσταση των αναίσθητων και να γίνεται φυτό ή να παράγη δηλητήρια κ.λ.π. Το φοβερό είναι ότι ο άνθρωπος, κι αν ακόμη δη ένα από τα δηλητηριώδη και σαρκοβόρα θηρία, θα θεώρηση ότι είναι ομόφυλο και συγγενές με αυτόν. Στην περίπτωση αυτή ή ζωή γίνεται πολύ δύσκολη, αφού άλλοτε είναι υποχρεωμένος ο άνθρωπος να σέβεται τα πάντα ως ομόφυλα και συγγενή, και άλλοτε να συμπεριφέρεται σκληρά, αν νομίζη ότι οι άνθρωποι δεν διαφέρουν από τα δένδρα, τα φυτά, τα ζώα, κ.λ.π. Τότε πώς θα συμπεριφέρεται προς την φύση αν υποψιάζεται ότι μέσα σε αυτήν ενδεχομένως να υπάρχουν ψυχές ανθρώπων; Γι' αυτό έκτος από άλλους λόγους, η θεωρία περί μετεμψυχώοεως είναι «απόβλητος»74.
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν δεχόμαστε τέτοιες απόψεις. Υπάρχουν μάλιστα και καταδικαστικές αποφάσεις. Στο «Συνοδικόν της Ορθοδοξίας» μεταξύ των άλλων λέγεται: «Τοις ευσεβείν μεν επαγγελλομένοις τα των Ελλήνων δε δυσσεβή δόγματα τη Ορθοδόξω και Καθολική Εκκλησία, περί τε ψυχών ανθρωπίνων, και ουρανού, και γης, και των άλλων κτισμάτων, άναιδώς ή μάλλον ασεβώς επεισάγουσιν, α ν ά θ ε μ α». Αναθεματίζονται, δηλαδή, όσοι στο θέμα των ανθρωπίνων ψυχών αναμειγνύουν την ορθόδοξη πίστη με τα δόγματα των αρχαίων ειδωλολατρών.
Και σέ άλλον αναθεματισμό αναφέρεται: «Τοις την μωράν των έξωθεν φιλοσόφων λεγομένην σοφίαν προτιμώσι, και τοις καθηγηταίς αυτών επομένοις, και τάς τε μετεμψυχώσεις των ανθρωπίνων ψυχών ή και ομοίως τοις αλόγοις ζωοις ταύτας απολλύσθαι, και εις το μηδέν χωρείν δεχομένοις, και δια τούτο άνάστασιν, κρίσιν, και την τελευταίαν των βεβιωμένων ανταπόδοσιν άθετουοιν, α ν ά θ ε μ α»75.
Σε άλλο σημείο του κεφαλαίου αυτού είδαμε λεπτομερώς ότι η ψυχή των ανθρώπων μετά την έξοδο από το σώμα παραλαμβάνεται ή από αγγέλους και πορεύεται στους κόλπους του Αβραάμ ή από δαίμονες και πορεύεται στον Άδη. Αυτή είναι η πραγματικότητα, όπως την διδάσκει η Εκκλησία μας.
Όμως, τόσο οι δίκαιοι όσο και οι αμαρτωλοί δεν απολαμβάνουν τελείως του Παραδείσου και της Κολάσεως, αλλά προγεύονται της χαράς των δίκαιων και της οδύνης των αμαρτωλών αντίστοιχα. Ό άγιος Μάρκος ο Ευγενικός λέγει ότι ή απόλαυση και ή μακαριότητα των αγίων, είτε την ονομάζουμε θεωρία, είτε μετοχή, είτε κοινωνία Θεού, είτε βασιλεία, καίτοι απολαμβάνεται με την έξοδο της ψυχής από το σώμα, εν τούτοις «ατελής εστί πάσα και ελλιπής ως προς εκείνην την ελπιζομένην αποκατάστασιν». Και είναι μερική και ελλιπής , γιατί οι ψυχές περιμένουν και τα σώματα κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, ώστε και με αυτά να δοξαστούν τελείως76.
Ή ψυχή, μετά την έξοδο της από το σώμα, αναμένει την έλευση του Χριστού και το μελλοντικό δικαστήριο, οπότε θα γίνει η ανάσταση των σωμάτων, αλλά προαπολαμβάνει την κατάσταση εκείνη ανάλογα με τα έργα της, παραμένοντας στους ιδιαίτερους τόπους, οι όποιοι πρέπει να νοηθούν ως ιδιαίτεροι τρόποι ζωής.
Ό άγιος Μάρκος ο Ευγενικός λέγει ότι και οι δίκαιοι και οι αμαρτωλοί «είναι εκατέρους εν τοις προσήκουσι τόποις». Οι μεν δίκαιοι ζουν άνέτοι και ελεύθεροι στον ουρανό με τους αγγέλους και τον Θεό στον Παράδεισο, από τον όποιο εξέπεσε ό Αδάμ, οι δε αμαρτωλοί βρίσκονται στον Άδη και ζουν με στενοχώρια και απαραμύθητη λύπη σαν κατάδικοι πού περιμένουν την απόφαση του κριτού. Ούτε οι δίκαιοι απολαμβάνουν τελείως της Βασιλείας των Ουρανών, ούτε οι αμαρτωλοί της Κολάσεως77. Έτσι παρατηρούμε ότι γίνεται μια διάκριση μεταξύ Παραδείσου και Βασιλείας των Ουρανών, καθώς επίσης και μεταξύ Άδου και Κολάσεως. Οι δίκαιοι εισέρχονται στον Παράδεισο μετά τον θάνατο τους και αναμένουν την είσοδο στην Βασιλεία των Ουρανών μετά την ανάσταση των σωμάτων. Και οι αμαρτωλοί εισέρχονται στον Άδη μετά τον θάνατο και θα εισέλθουν στην Κόλαση μετά την ανάσταση των σωμάτων και την τελική κρίση.
Φυσικά, δεν πρόκειται περί αισθητών τόπων, αλλά νοερών. Ξέρουμε ότι η ψυχή πού εξέρχεται από το σώμα, δεν ενεργεί δια των αισθήσεων, δεν περικλείεται σε έναν αισθητό τόπο, δεν έχει ανάγκη των υπηρεσιών του σώματος. Ό άγιος Μάρκος ο Ευγενικός θα πει ότι όταν λέμε ότι οι άγγελοι κατοικούν στον ουρανό, δεν εννοούμε έναν σωματικό τόπο «αλλά τον υπέρ αίσθησιν μάλλον και νοητόν τόπον», έστω κι αν τον αποκαλούμε τόπο. Μάλιστα, χρησιμοποιώντας χωρίο του άγιου Ιωάννου του Δαμασκηνού, λέγει ότι νοητός τόπος είναι «ένθα νοείται και εστίν ή νοητή και ασώματος φύσις, ένθα πάρεσι και ενεργεί». Αυτός ο τόπος, πού είναι νοητός και ασώματος, υπερουράνιος και υπερκόσμιος είναι ο τόπος των αγγέλων και των άγιων. Νοητός τόπος είναι αυτός πού ενεργεί ο Θεός και φανερώνει την δόξα Του78.
Επομένως, δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε έναν ιδιαίτερο τόπο πού κατοικούν οι ψυχές των άγιων και οι ψυχές των αμαρτωλών. Χρησιμοποιούμε τους όρους Παράδεισος και Άδης για να δείξουμε τον ιδιαίτερο τρόπο ζωής, αφού οι δίκαιοι μετέχουν της δόξης του Θεού, ενώ οι αμαρτωλοί δέχονται την καυστική ενέργεια του Θεού.
Ό άγιος Διάδοχος ο Φωτικής κάνει μια παρατήρηση πού πρέπει στο σημείο αυτό να παραθέσουμε, γιατί συνδέεται με την κατάσταση των ψυχών μετά την έξοδο τους από το σώμα, σχετικά με τον υλικό κόσμο. Λέγει ότι ο άνθρωπος έχει την ολοκλήρωση του στην ενότητα ψυχής και σώματος, ενώ οι άγγελοι έχουν την ολοκλήρωση τους μέσα στην απλότητα της φύσεως. Γι' αυτόν τον λόγο οι άγγελοι μπορούν να δουν όχι μόνον όσα βρίσκονται πάνω από τον τόπο, αλλά και όσα βρίσκονται μέσα στον τόπο. Επειδή έχουν αραιά φύση, γι’ αυτό δεν βλέπονται από τα όντα πού έχουν πυκνή φύση, αλλά αυτοί μπορούν να βλέπουν τα όντα με την Πυκνή φύση. Όμως δεν συμβαίνει το ίδιο με τις ψυχές. Όταν η ψυχή χωρισθεί από το σώμα, λόγω του ότι δεν είναι ολόκληρη μόνο με τον εαυτό της, «ουκέτι τα εν τόπω δύναται οράν». Μετά τον χωρισμό «μηκέτι ταύτα οράν άπερ εώρα δια του σώματος»79. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι δεν έχουν την ανάμνηση και δεν ενδιαφέρονται για μας. Ό Πλούσιος στον Άδη ενδιαφερόταν για τους συγγενείς του πού ζούσαν, καίτοι δεν μπορούσε να βοηθήσει. Δηλαδή, οι ψυχές των κεκοιμημένων θυμούνται, τους ανθρώπους με τους οποίους συνδέθηκαν στην ζωή, ενδιαφέρονται γι’ αυτούς, αλλά βρίσκονται σε άλλη διάσταση χώρου και χρόνου. Οι ψυχές των αγίων, επειδή διαθέτουν αγάπη και έχουν κοινωνία με τον Θεό, δια του Θεού γνωρίζουν την κατάσταση μας, μας ακούν, δέχονται τις προσευχές μας και παρακαλούν τον Θεό για μας. Αυτό γίνεται δια της Χάριτος, λόγω της ενότητας τους με τον Θεό. Δεν είναι η φυσική τους κατάσταση. Αλλά αυτό πού τόνισε ο άγιος Διάδοχος λέγεται για να φανή η διαφορά, ως προς το σημείο αυτό, μεταξύ των ψυχών των ανθρώπων και των αγγέλων.
Όπως είπαμε προηγουμένως, οι ψυχές των αμετανόητων αμαρτωλών μετά την έξοδο τους βρίσκονται στον Άδη, πού είναι διάφορος από την Κόλαση. Ό Άδης είναι πρόγευση των αιωνίων βασανιστηρίων, είναι θα λέγαμε ο προθάλαμος, όπου περιμένουν οι ψυχές σαν κατάδικοι, για να δικαστούν. Ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης λέγει ότι με την ονομασία Άδη δεν πρέπει να εννοούμε κάποιον τόπο, αλλά κάποια κατάσταση της ψυχής, αειδή και ασώματη. «...Τον μνημονευθέντα νυν άδην μη τόπον τινά ούτως ονομαζόμενον οίεσθαι, αλλά τίνα κατάστασιν ζωής αειδή και ασώματον...»80. Με την ονομασία Άδη δεν εννοούμε τίποτε άλλο παρά «την εις το αειδές και αφανές μεταχώρησιν» της ψυχής»81. Υπό αυτήν την έννοια ο όσιος Νικήτας ό Στηθάτος χαρακτηρίζει με την λέξη Άδη -τους αφεγγείς και σκοτεινούς τόπους- δεσμωτήριο και φυλακή82.
Αν η ψυχή δεν είχε θεραπευθεί, όταν ήταν ενωμένη με το σώμα, μετά την έξοδο της από αυτό υποφέρει και βασανίζεται από τα πάθη, δεν αισθάνεται καμμιά παράκληση και παρηγοριά, δεν μετέχει της φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού, και αυτό είναι σκότος, αφεγγής τρόπος ζωής, μαρτύριο, βασανιστήριο. Αυτό λέγεται Άδης. Αντίθετα, οι δίκαιοι μετά την έξοδο τους από την ζωή αυτήν ζουν στον Παράδεισο, στους κόλπους του Αβραάμ, δηλαδή μετέχουν της φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού. Ό όσιος Νικήτας ο Στηθάτος λέγει ότι οι ψυχές των αγίων, πού είναι καθαρές και ευώδεις, θεοειδείς και πεπληρωμένες ενθέου δόξης και ακραιφνέστατου φωτός, όταν εξέρχονται από το σώμα, λάμπουν όπως ο ήλιος από τα έργα της δικαιοσύνης, της σοφίας και της καθαρότητας. Αυτές οι ψυχές πορεύονται «δια των απαγόντων φίλων αγγέλων προς το πρώτον φως»83.
Πρώτον Φως είναι ο Τριαδικός Θεός, η Θεότητα των Προσώπων της Αγίας Τριάδος, δεύτερα φώτα είναι οι άγγελοι και οι δίκαιοι, πού μετέχουν του πρώτου Φωτός. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο κινούνται και όλοι οι άγιοι Πατέρες, θα ήθελα να μνημονεύσω μόνον τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, ο όποιος, θέτοντας την ερώτηση που βρίσκονταν τα πνεύματα των απ’ αιώνος αγίων, άπαντα: «Ουκ εν τω υπερουρανώ φωτί μετά των αγγέλων της αυτής είσιν απολαύοντα φωτοχυσίας;»84. Οι ψυχές των αγίων βρίσκονται μέσα στο υπερουράνιο φως μαζί με τους αγγέλους και απολαμβάνουν την ίδια με αυτούς φωτοχυσία.
Λέγαμε προηγουμένως ότι οι ψυχές των ανθρώπων μετά τον χωρισμό τους από το σώμα απολαμβάνουν τα όσα έπραξαν και έζησαν στην ζωή τους, δηλαδή βιώνουν καταστάσεις ανάλογα με τον τρόπο ζωής τους. Αν έχουν καθαρθή, θα απολαύσουν της φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού, ενώ αν δεν θεραπεύθηκαν, θα βιώσουν την καυστική ενέργεια του Θεού, θα εισέλθουν σε τόπο αφεγγή και σκοτεινό, πού ονομάζεται Άδης. Όμως υπάρχει ένα χωρίο του αγίου Ανδρέου Κρήτης στο όποιο αναφέρεται ότι από τον Άδη θα περάσουν και οι ψυχές των αγίων μετά την έξοδό τους από το σώμα. Ό ίδιος το συνδέει αυτό και με την Παναγία. Διδάσκει ο άγιος Ανδρέας Κρήτης ότι είναι σαφές και αναντίρρητο ότι οι ψυχές όλων των ανθρώπων, ακόμη δε και των αγίων «τον αειδή τόπον εκείνον διέρχονται μεν, ου κατέχονται δε». Οι ψυχές των άγιων διέρχονται από τον Άδη χωρίς να κρατούνται, ενώ οι ψυχές των αμαρτωλών κρατούνται στον αφεγγή και αειδή εκείνον τόπο. Αυτό γίνεται ώστε οι άγιοι να διερευνήσουν και να μυηθούν στο ξένο μυστήριο της θείας οικονομίας, δηλαδή στην κάθοδο του Κυρίου στον Άδη και ακόμη να γνωρίσουν την νίκη του Χριστου πάνω στον Άδη και τον θάνατο85.
Βέβαια, και αυτή η άποψη όταν τεθή μέσα στα πλαίσια των διδασκαλιών των άλλων Πατέρων, πού παραθέσαμε προηγουμένως, μπορεί να εξηγηθεί ορθόδοξα, ότι δηλαδή, οι ψυχές των αγίων διερχόμενες με την Χάρη του Θεού δια του θανάτου, μυούνται μυστικά και αποτελεσματικά στην νίκη του Χριστού πάνω στον θάνατο και τους πονηρούς δαίμονες. Αυτή είναι η μεγαλύτερη γνώση.
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι η μέση κατάσταση των ψυχών είναι μια περίοδος αναμονής, κατά την διάρκεια της οποίας οι ψυχές προαπολαμβάνουν αυτά πού περιμένουν και τα όποια έχουν σχέση με όσα έζησαν, όταν βρίσκονταν ενωμένες με τα σώματα. Γι' αυτό χρειάζεται να προσευχόμαστε για τους κεκοιμημένους μας, γιατί το έχουν πολύ μεγάλη ανάγκη. Σε αυτό συντελούν τα μνημόσυνα και οι προσευχές της Εκκλησίας. Ωφελούνται οι ψυχές με τρόπο πού δεν γνωρίζουμε επακριβώς. Πάντως, είναι καθήκον μας να τους μνημονεύουμε στις προσευχές μας. Αυτοί τώρα δεν μπορούν τίποτε να προσφέρουν στον εαυτό τους. Εμείς πού ζούμε μπορούμε να τους βοηθήσουμε. Να παρακαλούμε ακόμη και τους άγιους» γιατί αυτοί έχουν μεγάλη παρρησία στον Θεό, επειδή βρίσκονται μέσα στο άκτιστο Φως Του.
7. Ό θάνατος των νηπίων
Πριν τελειώσουμε το κεφάλαιο αυτό, νομίζω ότι είναι καλό να δούμε και το θέμα του θανάτου των νηπίων, σύμφωνα με την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης. Το θέμα αυτό, όπως το ανέπτυξε ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης και όπως θα το παρουσιάσουμε στην συνέχεια, έχει σχέση με όσα λέγονται στο κεφάλαιο αυτό για τον θάνατο και τον χωρισμό της ψυχής από το σώμα, γιατί, αφ' ενός μεν θα συγκεφαλαίωση τις βασικές θέσεις της διδασκαλίας των Πατέρων για τον χωρισμό της ψυχής από το σώμα, πού αναφέραμε προ ολίγου, αφ' ετέρου δε θα τονισθούν μερικές άλλες ενδιαφέρουσες πλευρές πού μας απασχολούν. Ή μικρή πραγματεία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης με τίτλο «περί των νηπίων προ ώρας αφαρπαζομένων», δηλαδή για τα νήπια τα όποια αρπάζονται πρόωρα από την ζωή πριν γευθούν την ζωή, για την οποία γεννήθηκαν, προοριζόταν για τον Κυβερνήτη της Καππαδοκίας Ιέριο, ο όποιος έθεσε το ερώτημα «τί χρή γινώσκειν περί των προ ώρας αφαρπαζομένων, εφ' ων μικρού δειν ή γένεσις τω θανάτω συνάπτεται». Ο Ιέριος ρωτούσε τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης τι πρέπει να γνωρίζουμε για όσους φεύγουν πολύ νωρίς από την ζωή, στους οποίους συνάπτεται ο θάνατος με την γέννησή τους86.

Αρχίζοντας ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης την διαπραγμάτευση αυτού του θέματος, βρίσκει την ευκαιρία να επαινέσει με ωραίους λόγους τον άρχοντα, πού τον αποκαλεί «άριστο» και «τίμια κεφαλή». Πέραν από του να είναι εκφράσεις ευγενείας και προσηγορίας, φαίνεται από την εισαγωγή του έργου ότι ο Κυβερνήτης της Καππαδοκίας είχε πολλά προσόντα και χαρίσματα αφού διακρινόταν για την αδιαφορία του προς την υλική περιουσία, αλλά και για το ενδιαφέρον του για τις ψυχές των ανθρώπων, πού τις είχε στο θησαυροφυλάκιο της αγάπης. Δηλαδή, και αγαπούσε τον λαό, αλλά και δεν διακρινόταν για ιδιοτέλεια. Επίσης, από την εισαγωγή του κειμένου φαίνεται ότι τον καιρό εκείνο πού συνέγραψε την πραγματεία αυτή ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης βρισκόταν σε προχωρημένη ηλικία. Παρομοιάζει τον εαυτό του σαν το γέρικο άλογο, πού μένει έξω από το στάδιο των αγωνισμάτων. Όμως δηλώνει ότι θα εντείνει την προσοχή του για να ανταποκριθεί στην παράκληση του Κυβερνήτου.

Ο Ιέριος μαζί με όλα τα άλλα χαρίσματα του είχε και το χάρισμα να ζητά να πληροφορηθεί για τα έργα της θείας οικονομίας και ρωτούσε, γιατί του ενός παρατείνεται η ζωή μέχρι τα γηρατειά και του άλλου τελειώνει μόλις εισέρχεται στην ζωή. Το πρόβλημα στην πραγματικότητα είναι υπαρξιακό. Ο άγιος Γρηγόριος το θέτει πάρα πολύ ωραία. Ό άνθρωπος με την γέννηση του ήλθε στην ζωή, ανέπνευσε τον αέρα, συνδέθηκε με το κλάμα, οι θρήνοι αποτέλεσαν την αρχή της ζωής του, και πριν ακόμη στερεωθούν οι αρθρώσεις, τρυφερός καθώς είναι, πεθαίνει είτε γιατί τον άφησαν έκθετο ως βρέφος, είτε γιατί πνίγεται, είτε γιατί έπαυσε απότομα να ζει από κάποια ασθένεια. Μαζί με αυτό το γεγονός τίθεται και το ερώτημα αν η ψυχή του νηπίου θα κριθή από τον Κριτή όπως οι άλλοι άνθρωποι, αν θα λάβει ανταμοιβή, δροσιζομένη με την δρόσο της ευλογίας ή αν θα κατακαεί με το καθάρσιο πυρ. Και αυτός ο προβληματισμός προκύπτει επειδή το νήπιο δεν έκανε τίποτε στην ζωή του, ούτε κακό ούτε καλό. Γιατί όπου δεν υπάρχει δόση, δεν υπάρχει και αντίδοση.

Επομένως, επειδή στα νήπια δεν υπάρχει πράξη και προαίρεση γι' αυτό δεν υπάρχει λόγος να κερδίσουν αυτό πού ελπίζουμε. Αν παρά ταύτα το νήπιο εισέλθει στην Βασιλεία του θεού τότε βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση από εκείνους πού έζησαν και πόνεσαν στην ζωή τους. Με ένα τέτοιο σκεπτικό είναι καλύτερα κανείς να μη ζει πολύ. Μετά την τοποθέτηση των ερωτημάτων και του προβληματισμού προχωρεί διεξοδικά στην απάντηση. Βέβαια, από την αρχή ομολογεί ότι αυτά τα μεγάλα θέματα ανήκουν στις ανεξερεύνητες σκέψεις του θεού, γι' αυτό αναφωνεί με τον Απόστολο: «Ώ βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως θεού! Ως ανεξερεύνητα τα κρίματα αυτού και ανεξιχνίαστοι αι οδοί αυτού. Ης γαρ έγνω νουν Κυρίου;» (Α' Κορ. 6\ 15). Ωστόσο όμως προχωρεί στην διαπραγμάτευση, γιατί πιστεύει στην θεία Χάρη πού φωτίζει όσους την έχουν. Χωρίς να παρουσιάζει τις σκέψεις του ρητορικά, χρησιμοποιώντας αντιθετικούς λόγους, προχωρεί στην διαπραγμάτευση του θέματος με μια λογική σειρά.

Το πρώτο πού λέγει είναι ότι η ανθρώπινη φύση προέρχεται από τον Θεό. Άλλωστε, όλα τα όντα έχουν την αιτία της προελεύσεως τους στον Θεό και όχι στον εαυτό τους. Ή άκτιστη φύση, πού ανήκει στον Θεό
, υπερβαίνει κάθε έννοια διάστασης, δεν αυξάνεται ούτε μειώνεται και, βέβαια, υπερβαίνει κάθε ορισμό. Αντίθετα, η κτιστή φύση έχει την τρεπτότητα, δηλαδή, αυξάνεται και μειώνεται. Η ανθρώπινη φύση είναι σύνθετη, αφού αποτελείται από ετερογενή στοιχεία, το νοερό και αισθητό, και είναι έμψυχο ομοίωμα της θείας και υπερκείμενης δυνάμεως. Η νοερά φύση ανήκει στις αγγελικές και ασώματες δυνάμεις, οι οποίες κατοικούν στον υπερκόσμιο χώρο, γιατί αυτός ο χώρος είναι ο πιο κατάλληλος γι' αυτήν την ασώματη φύση. Εδώ ο άγιος Γρηγόριος κάνει λόγο για το σώμα των αγγέλων, πού το ονομάζει «ουράνιο σώμα λεπτόν τε και κούφον και αεικίνητον», γιατί η νοερά φύση είναι λεπτή, καθαρά, αβαρής και ευκίνητη. Αντίθετα, η αισθητή φύση δεν είναι ανάλογη με την νοερά. Γι' αυτό ο Θεός, για να μην είναι η γη άμοιρη και αποκληρωμένη από την νοερά φύση, δημιούργησε τον άνθρωπο ώστε να ενωθούν στην φύση του το νοερό και αισθητό. Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος είναι περίληψη όλης της δημιουργίας, αφού αποτελείται από νοερό και αισθητό.


Το δεύτερο είναι ότι η δημιουργία του ανθρώπου αποβλέπει στο να δοξάζεται ο Θεός μέσα σε όλη την κτίση, δια της νοεράς φύσεως. Όπως το σώμα συντηρείται στην ζωή με τις γήινες τροφές, ακριβώς γιατί είναι γήινο, έτσι υπάρχει και μια νοητή ζωή δια της οποίας συντηρείται η φύση μας. Όπως η είσοδος και η έξοδος της τροφής από το σώμα αφήνει μια δύναμη σε αυτό, έτσι και στο νοερό δίνει ζωή η μετουσία του όντως όντος. Επομένως, η κατάλληλη ζωή στην νοερά φύση είναι η μετοχή του Θεού.
Για κάθε πράγμα υπάρχει το κατάλληλο όργανο. Το κατάλληλο όργανο για την απόλαυση του φωτός είναι ο οφθαλμός του ανθρώπου και όχι το δάκτυλο ή κάποιο άλλο μέλος του ανθρωπίνου σώματος. Έτσι, η όραση του θεού γίνεται, με το νοερό του ανθρώπου. Ή ζωή λοιπόν, είναι μετουσία και μέθεξη του Θεού. Και, φυσικά, αυτή η μετουσία είναι η γνώση του θεού, στον βαθμό πού την χωρεί η ψυχή. Ή άγνοια, βέβαια, του Θεού συνιστά την μη μετουσία του Θεού.

Ή απομάκρυνση από την ζωή αυτή είναι πτώση και άγνοια. Μετά την πτώση του ανθρώπου ο Θεός κατεργάζεται μέσα μας την θεραπεία του κακού. Κακό είναι να απομακρυνθεί κανείς από τον θεό και να μην έχει κοινωνία μαζί Του, ενώ αντίθετα η θεραπεία αυτού του κακού είναι να επανέλθει πάλι στην ζωή και να απόκτηση κοινωνία με τον Θεό. Αγαθό, λοιπόν, είναι η θεραπεία του νοερού της ψυχής, και φυσικά, όποιος δεν αποβλέπει στο μυστήριο του ευαγγελικού λόγου, αυτός αγνοεί τον τρόπο της θεραπείας.

Εκείνο πού σημειώνει εδώ ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, και νομίζω έχει μεγάλη σημασία, είναι ότι το κατάλληλο όργανο για να κοινωνήσει κανείς με τον Θεό είναι το νοερό της ψυχής. Δι’ αυτού μετέχει του Θεού και αποκτά την γνώση Του πού είναι ζωή για τον άνθρωπο. Επειδή, όμως, η πτώση είναι αλλοτρίωση από την ζωή και ασθένεια του ανθρώπου, πού συνιστά και την νέκρωση, γι' αυτό απαιτείται θεραπεία του νοερού της ψυχής, ώστε να δη το Φως και να απόκτηση μέθεξη Θεού. Η ανθρώπινη φύση πλάστηκε από τον Θεό για να ελπίζει σε αυτήν την ζωή και προς αυτήν φέρεται. Αυτός είναι, άλλωστε, ο σκοπός της δημιουργίας του ανθρώπου, να ενωθεί με τον θεό. Έτσι, η απόλαυση αυτής της ζωής και η εκπλήρωση του σκοπού του ανθρώπου, πού είναι η θέωση, δεν είναι αντίδοση και ανταμοιβή, αλλά φυσική κατάσταση. Καθώς επίσης η μη μετουσία του Θεού δεν είναι τιμωρία, αλλά ασθένεια της ψυχής του ανθρώπου και όλης του της υπάρξεως.
Χρησιμοποιεί το παράδειγμα των οφθαλμών. Ή δυνατότητα των οφθαλμών να βλέπουν δεν είναι έπαθλο και βραβείο, αλλά φυσική κατάσταση του υγιούς οφθαλμού. Καθώς επίσης η αδυναμία μετοχής στην δράση δεν είναι καταδίκη και καρπός τιμωρίας, αλλά ασθένεια του ανθρώπου. Γι' αυτόν τον λόγο η μακαριά ζωή είναι συμφυής και οικεία «τοις κεκαθαρμένοις τα της ψυχής αισθητήρια». Όσοι, όμως, έχουν ακάθαρτους πνευματικά οφθαλμούς, έχουν άγνοια του Θεού, δεν μετέχουν του Θεού και αυτό δεν είναι τιμωρία, αλλά φυσική κατάσταση της ασθενείας του νοερού της ψυχής.

Το τρίτο σημείο πού
συνδέεται με τα προηγούμενα είναι ότι το προσδοκώμενο αγαθό είναι οικείο κατά φύσιν στο ανθρώπινο γένος. Και, φυσικά, αυτή η απόλαυση, κατά έναν τρόπο, λέγεται ανταπόδοση. Ή απόλαυση αυτής της ζωής δεν είναι θέμα δικαιοσύνης, αλλά φυσική κατάσταση της υγείας της ψυχής. Αυτό λέγεται από την τοποθέτηση του ερωτήματος πώς θα κριθή ή σε ποιους χώρους θα τοποθετηθεί το νήπιο, αφού δεν έκανε ούτε κακό ούτε καλό στην ζωή του. Ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης λέγει ότι το πρόβλημα δεν τίθεται κατ΄ αυτόν τον τρόπο, αφού δεν είναι υπόθεση δικαιοσύνης, αλλά φυσικής καταστάσεως της υγείας ή της ασθενείας της ανθρωπινής φύσεως.

Αυτό μπορεί να κατανοηθεί με την χρήση ενός παραδείγματος. Αν υποτεθεί ότι δύο άνθρωποι υπέστησαν μία ασθένεια των οφθαλμών, και ο ένας υπομένει την θεραπεία και όσα συνιστά η ιατρική επιστήμη έστω κι αν είναι ενοχλητικά, ενώ ο άλλος, όχι μόνον δεν δέχεται καμία συμβουλή από τον γιατρό, αλλά και ζει ακρατώς, τότε ο πρώτος, κατά φυσικό λόγο, θα απόλαυση το φως του, ενώ ο δεύτερος, κατά φυσικό λόγο, θα στερηθεί το φως του. Με αυτό το παράδειγμα φαίνεται καθαρά ότι η απόλαυση της ζωής εκείνης είναι οικεία στην ανθρώπινη φύση, ενώ η νόσος της αγνοίας επικρατεί σε όσους ζουν κατά σάρκα. Ό ένας, θεραπεύοντας και καθαρίζοντας τους πνευματικούς του οφθαλμούς και ξεπλένοντας την άγνοια, πού είναι η ακαθαρσία του διορατικού της ψυχής, επιτυγχάνει αυτήν την φυσική ζωή.

Ό άλλος, αφού αποφεύγει την κάθαρση και ζει με τις απατηλές ηδονές, κάνει δυσθεράπευτη την νόσο, αποξενώνεται από το κατά φύσιν, βιώνει το παρά φύσιν και γίνεται αμέτοχος της φυσικής αυτής ζωής πού είναι η κοινωνία με τον Θεό. Εάν αυτή είναι η φυσική πορεία και η φυσική κατάληξη του ανθρώπου, ο όποιος ανάλογα με τον τρόπο της ζωής του ή θεραπεύεται ή ασθενεί κατά τον οφθαλμό της ψυχής, και βιώνει την ανάλογη ζωή, στο νήπιο γίνεται κάπως διαφορετικά. Αφού δεν δέχθηκε από την αρχή την νόσο και δεν χρειάζεται να καθαρθή και να θεραπευθεί, ζει στο κατά φύσιν και γι' αυτό, καθώς είναι άπειρο στο κακό, δεν εμποδίζεται από καμιά ψυχική ασθένεια να απολαύσει την μετουσία του Φωτός.
Ή διδασκαλία αυτή του αγίου Γρηγορίου Νύσσης μας δίνει την ευκαιρία να υπογραμμίσουμε εδώ ότι η ψυχή του ανθρώπου με την γέννηση του δεν είναι ακάθαρτη, αλλά καθαρή. Ό άνθρωπος από την γέννηση του βιώνει τον φωτισμό του νοός. Γι’ αυτό βλέπουμε ότι και τα νήπια ακόμη μπορούν να έχουν νοερά προσευχή, ανάλογα, βέβαια, με τις εικόνες και παραστάσεις της ηλικίας τους. Ό άνθρωπος, όταν δημιουργείται, βρίσκεται στον φωτισμό του νοός. Έχουμε παρατηρήσει πολλές φορές ότι υπάρχουν νήπια τα όποια προσεύχονται, ακόμη και στον ύπνο τους. Ένας αγιορείτης λέγει ότι, όταν μικρά παιδιά, έχοντας στραμμένη την προσοχή τους κάπου, γελάνε χωρίς λόγο σημαίνει ότι βλέπουν τον άγγελο τους. Αυτό πού γίνεται στην ζωή των άγιων, στους οποίους είναι κατά πάντα φυσικό να συνυπάρχουν με τους αγγέλους, γίνεται στα μικρά παιδιά.


 Γι' αυτό, η ορθόδοξη θεολογία δεν διδάσκει αυτό πού λέγει η δυτική θεολογία. Ότι ο άνθρωπος κληρονομεί την ενοχή του προπατορικού αμαρτήματος. Γιατί πιστεύουμε ότι ο άνθρωπος με την γέννηση του έχει καθαρό νου, ο νους του βρίσκεται στον φωτισμό, πού συνιστά το κατά φύσιν. Ή κληρονόμηση του προπατορικού αμαρτήματος, όπως λέγαμε σε άλλη ενότητα έγκειται στο ότι το σώμα κληρονομεί την φθαρτότητα και την θνητότητα, η οποία με την πάροδο του χρόνου, και καθώς μεγαλώνει το παιδί και αναπτύσσονται τα πάθη, σκοτίζει το νοερό της ψυχής


Πραγματικά τα αναπτυσσόμενα πάθη, πού συνδέονται με την φθαρτότητα και την θνητότητα, και ο σκοτασμός του περιβάλλοντος σκοτίζουν το νοερό της ψυχής των παιδιών.
Βέβαια, υπάρχει το πρόβλημα τι γίνεται με το άγιο Βάπτισμα. Δηλαδή, αφού τα νήπια έχουν καθαρό νου ο οποίος βρίσκεται στον φωτισμό, και το νήπιο κάνει νοερά προσευχή, τότε γιατί τα βαπτίζουμε;

Ή απάντηση, όπως φαίνεται σε όλη την πατερική παράδοση, είναι ότι δια του αγίου Βαπτίσματος δεν απαλλασσόμαστε από την ενοχή του προπατορικού Αμαρτήματος, αλλά εκκεντριζόμαστε στο Σώμα του Χρίστου, την Εκκλησία, και αποκτούμε την δυνατότητα να νικήσουμε τον θάνατο. Έτσι νοιώθουμε την βάπτιση των νηπίων. Τα βαπτίζουμε για να γίνουν μέλη της Εκκλησίας, μέλη του Σώματος του Χριστού, ώστε να υπερβούν τον θάνατο, να νικήσουν τους δερμάτινους χιτώνες, την φθορά και την θνητότητα. Καθώς, δηλαδή, μεγαλώνουν, οπότε θα σκοτίζεται ο νους τους από τα πάθη και τον σκοτασμό του περιβάλλοντος να έχουν την δυνατότητα να νικήσουν τον θάνατο εν Χριστώ, να υπερβούν τα πάθη και να καθαρίσουν εκ νέου το νοερό της ψυχής.
Αν έτσι ενεργεί το βάπτισμα στα νήπια, σε αυτούς πού βαπτίζονται σε μεγάλη ηλικία, με την προετοιμασία για το Βάπτισμα, καθαρίζεται η καρδιά από τα πάθη και στην συνέχεια λαμβάνει με το άγιο Χρίσμα τον φωτισμό του νοός. Πέρα από αυτά με το άγιο Βάπτισμα εντάσσονται στην Εκκλησία και αποκτούν την δυνατότητα, ενούμενοι με τον Χριστό και κοινωνούντες των αχράντων μυστηρίων, να νικήσουν τον θάνατο και να φθάσουν στην θέωση. Ό βαθύτερος σκοπός του βαπτίσματος τόσο στα νήπια όσο και στους ενήλικες, είναι να φθάσουν στην θέωση, πού επιτυγχάνεται μόνον εν Χριστώ και εν τη Εκκλησία.

Επειδή αυτό το σημείο είναι αρκετά κρίσιμο, γι’ αυτό θα μου επιτραπεί να αναφέρω τον λόγο του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, σχετικά με την καθαρότητα της ψυχής των νηπίων: «Το δε απειρόκακον νήπιον μηδεμιάς νόσου των της ψυχής ομμάτων προς την του φωτός μετουσίαν επιπροσθούσης, εν τω κατά φύσιν γίνεται, μη δεόμενον της εκ του καθαρθήναι υγείας, ότι μηδέ την αρχήν την νόσον τη ψυχή παρεδέξατο». Ό νους του νηπίου είναι καθαρός, δεν έχει ασθενήσει, διακρίνεται για την υγεία και την φυσική κατάσταση, και γι' αυτό δεν εμποδίζεται καθόλου προς την μετουσία του θείου Φωτός.

Πάντοτε ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης χρησιμοποιεί παραδείγματα από την παρούσα ζωή για να εξήγηση την ζωή πού αναμένουμε. Έτσι, λοιπόν, ισχυρίζεται ότι υπάρχει μια αναλογία μεταξύ του τρόπου της παρούσης ζωής και του τρόπου της μελλούσης. Όπως τα νήπια κατ' αρχάς θηλάζουν και τρέφονται με το γάλα, στην συνέχεια όμως τρέφονται με άλλες τροφές, αφού η μια τροφή διαδέχεται την άλλη, στον κατάλληλο καιρό, το ίδιο γίνεται και με την ψυχή. Μετέχει της ζωής με την ανάλογη κάθε φορά τάξη και ακολουθία. Αυτό το λέγει ο Απόστολος Παύλος, ο οποίος στην αρχή πότιζε τους Κορινθίους με γάλα, έπειτα σε όσους συμπλήρωσαν το μέτρο της νοητής ηλικίας, έδινε στερεά τροφή. Υπάρχει μια διαφορά μεταξύ του νηπίου και του ωρίμου ανδρός στο τι ευχαριστεί τον καθένα. Ό άνδρας ευχαριστείται από τις επιχειρήσεις πού κάνει, από την κοινή αναγνώριση, από τα δώρα και τις τιμές των άλλων, από την οικογενειακή ζωή, από τις διασκεδάσεις, τα θεάματα, το κυνήγι, κ.λ.π. ενώ το νήπιο ευχαριστείται από το γάλα, την αγκαλιά της παραμάνας, το ήρεμο λίκνισμα, πού φέρει τον γλυκό ύπνο. Το ίδιο συμβαίνει και στην πνευματική ηλικία, εν σχέση με τα πνευματικά αγαθά. Όσοι ανάθρεψαν τις ψυχές τους από αυτήν την ζωή με τις αρετές, κατά την μέλλουσα ζωή θα απολαύσουν την θεία τρυφή, ανάλογα με την έξη πού απέκτησαν από αυτήν την ζωή. Ή ψυχή, όμως, πού δεν έχει γευθεί την αρετή, αλλά ούτε νοσεί και κατά την κακία, μπορεί και αυτή να μετέχει του αγαθού, σε βαθμό πού μπορεί να χωρέσει τα αιώνια αγαθά, δυναμουμένη από την θεωρία του όντος.

Έτσι τα νήπια, καίτοι είναι άπειρα στην κακία, εν τούτοις θα μετέχουν της θείας γνώσεως, του θείου Φωτός, δυναμούμενα από την θεωρία του Θεού, από την θεία Του Χάρη, και, φυσικά, με την θεωρία του Θεού θα προχωρούν προς την τελειότερη γνώση. Άλλωστε, ο Θεός εμφανίζεται σε όλους «τοσούτον εαυτόν διδούς, όσον το υποκείμενον δέχεται». Ή σκέψη του αγίου Γρηγορίου Νύσσης είναι ότι η ψυχή από την φύση της φέρεται προς το αγαθό, προς την μετουσία του θείου Φωτός. Ό άνθρωπος, ανάλογα με την δεκτικότητα του, δέχεται την θεία Χάρη και τον θείο πλουτισμό. Αυτό είναι ανεξάρτητο από την σωματική ηλικία πού βρίσκεται ο άνθρωπος και από την πληθώρα ή την ανυπαρξία των αρετών. Μέσα σε αυτήν την προοπτική πρέπει κανείς να βλέπει την μελλοντική κατάσταση του ανθρώπου και όχι να συγκρίνει τον βίο της αρετής ενός ωρίμου ανθρώπου με τον βίο του νηπίου και αώρου ανθρώπου. Εκείνος πού επιχειρεί μια τέτοια σύγκριση «άωρος ο τοιούτος εστί», δηλαδή είναι ο ίδιος ανώριμος, γιατί δείχνει ότι δεν έχει θεολογικά επιχειρήματα.
Το τέταρτο σημείο πού αναλύει ο άγιος Γρηγόριος είναι το, γιατί ο Θεός επιτρέπει να πεθάνει το νήπιο σε τέτοια ηλικία. Αφού προηγουμένως ανέλυσε ότι για την μετουσία του θείου Φωτός δεν παίζουν μεγάλο ρόλο τα χρόνια πού θα ζήσουμε στην ζωή, στην συνέχεια αναπτύσσει γιατί ο Θεός επιτρέπει την σύντομη έξοδο από την ζωή αυτή.


Απαντώντας στο ερώτημα αυτό λέγει ότι δεν μπορεί κανείς να ενοχοποιήσει τον Θεό στις περιπτώσεις πού γυναίκες φονεύουν τα παιδιά πού γεννούν, λόγω παράνομης κυήσεως. Τις περιπτώσεις όμως πού τα νήπια φεύγουν από τον κόσμο αυτό από κάποια ασθένεια, καίτοι εκδηλώθηκε η φροντίδα και οι προσευχές των γονέων, πρέπει να τις δούμε μέσα στην Πρόνοια του Θεού. Γιατί τέλεια πρόνοια είναι εκείνη πού δεν θεραπεύει απλώς τα πάθη πού έχουν συμβεί, αλλά προστατεύει τον άνθρωπο να μη γευθεί και εκείνα πού πρόκειται να γίνουν στο μέλλον. Όποιος γνωρίζει το μέλλον, όπως συμβαίνει με τον Θεό, είναι φυσικό να εμποδίζει το νήπιο να αυξηθεί σε ηλικία, ώστε να μην ολοκληρωθεί στο κακό. Έτσι στις τελευταίες περιπτώσεις ο Θεός δεν επιτρέπει να ζήση το νήπιο, ακριβώς γιατί βλέπει το κακό μέλλον του. Και αυτό το κάνει ο Θεός από αγάπη και φιλανθρωπία, χωρίς ουσιαστικά να του στερεί τίποτε από τα μελλοντικά αγαθά, όπως είδαμε προηγουμένως.


Για να κάνη ο άγιος Γρηγόριος κατανοητή αυτήν την οικονομία του Θεού χρησιμοποιεί ένα ωραίο και παραστατικό παράδειγμα.

Ας υποτεθεί ότι υπάρχει ένα πλούσιο τραπέζι με πολλά ορεκτικά φαγητά. Και ακόμη ας υποτεθεί ότι υπάρχει ένας επιστάτης, ο οποίος γνωρίζει αφ' ενός μεν τις ιδιότητες κάθε φαγητού, ποιο είναι βλαβερό και ακατάλληλο και ποιο είναι κατάλληλο για βρώση, αφ' ετέρου δε, γνωρίζει πολύ χαλά την ιδιοσυγκρασία του κάθε συνδαιτυμώνος. Ας υποτεθεί ακόμη ότι αυτός ο επιστάτης έχει απόλυτη εξουσία να αφήνει κάποιον να τρώγει από τα φαγητά και άλλον να εμποδίζει, ώστε ο καθένας να τρώγει αυτό πού είναι κατάλληλο για την κράση του, και, επομένως, ούτε ο άρρωστος να ταλαιπωρηθεί ούτε ο υγιής να περιπέσει στην αηδία λόγω της πληθώρας των φαγητών. Αν ο επιστάτης διαπιστώσει ότι κάποιος μέθυσε από το πολύ φαγητό και ποτό ή άλλος αρχίζει να μεθά, τον βγάζει έξω από τον συγκεκριμένο χώρο. Υπάρχει περίπτωση ο άνθρωπος πού εξάγεται από τον χώρο εκείνο να στρέφεται εναντίον του επιστάτου, να τον κατηγορεί ότι του στερεί τα αγαθά από φθόνο. Αν όμως δει προσεκτικά αυτούς πού μένουν και υποφέρουν από εμετούς και πονοκεφάλους, λόγω της μέθης και εκφράζονται με άσχημα λόγια, τότε θα ευχαρίστηση τον επιστάτη, γιατί τον απομάκρυνε από το πάθος της άμετρου πλησμονής. Το παράδειγμα αυτό προσαρμόζεται στην ανθρώπινη ζωή. Τραπέζι είναι ο ανθρώπινος βίος, όπου υπάρχουν άφθονα φαγητά. Ή ζωή όμως, δεν είναι γλυκεία σαν το μελί, αλλά έχει και διάφορες δυσάρεστες τροφές, όπως το αλάτι, το ξύδι, πού δυσκολεύουν τον ανθρώπινο βίο. Άλλα φαγητά προκαλούν την έπαρση, άλλα κάνουν τους μετέχοντας να φθάσουν σε παραφορά, να χάσουν, δηλαδή, τα μυαλά τους και σε άλλους προκαλούν εμετό. Ό επιστάτης του τραπεζιού αυτού, πού είναι ο Θεός, βγάζει γρήγορα έξω από το τραπέζι εκείνον πού συμπεριφέρθηκε σωστά, ώστε να μη γίνει όμοιος με εκείνους πού υποφέρουν από την αμετρία της απολαύσεως, λόγω της λαιμαργίας τους.

Έτσι, η θεία Πρόνοια θεραπεύει τις ασθένειες πριν ακόμη εκδηλωθούν. Επειδή ο Θεός με την προγνωστική του δύναμη γνωρίζει ότι το αρτιγέννητο θα κάνει κακή χρήση του κόσμου όταν μεγαλώσει, γι' αυτό το αποσπά από το συμπόσιο της ζωής. Το αρτιγέννητο νήπιο αποσπάται από την ζωή, ώστε να μην εξασκήσει την λαιμαργία του στο τραπέζι της ζωής αυτής. Και στο σημείο αυτό βλέπουμε την μεγάλη αγάπη και φιλανθρωπία του Θεού.

Το πέμπτο σημείο, πού είναι συνέχεια του προηγουμένου, είναι το ερώτημα γιατί ο Θεός κάνει διάκριση στην επιλογή, γιατί, δηλαδή, τον έναν τον αποσύρει προνοητικά, ενώ τον άλλον τον αφήνει να γίνει κακός, ώστε να ευχόμαστε να μην είχε γεννηθεί αυτός ο άνθρωπος. Γιατί το μεν νήπιο παίρνεται προνοητικά από την ζωή αυτή, ενώ αφήνεται ο πατέρας του, ο οποιος πίνει στο συμπόσιο μέχρι τα γηρατειά του, σκορπίζοντας τόσο στον εαυτό του όσο και στους συμπότες του το πονηρό κατακάθι του;


Απαντώντας στο ερώτημα αυτό λέγει ότι όσα θα πει είναι λόγος «τοις ευγνωμονεστέροις», σε αυτούς, δηλαδή, πού είναι ευγνώμονες στον Θεό και, φυσικά, είναι καλοδιάθετοι. Άλλωστε, αυτά συνιστούν μυστήρια τα οποία δεν μπορεί να κατανοήσει η λογική του ανθρώπου, ακριβώς γιατί η «λογική» του Θεού είναι διαφορετική από την λογική του ανθρώπου. Ισχυρίζεται ο άγιος Γρηγόριος ότι όσα οικονομεί ο Θεός δεν είναι τυχαία και χωρίς λόγο. Ό Θεός είναι λόγος, σοφία, αρετή και αλήθεια και δεν θα δεχόταν τον άσχετο από την αρετή και την αλήθεια. Έτσι άλλοτε, για τους λόγους πού αναφέραμε, αρπάζονται τα νήπια νωρίς από την ζωή, και άλλοτε ο Θεός επιτρέπει κάτι διαφορετικό, γιατί αποβλέπει σε ένα καλύτερο σκοπό.

Επιτρέπεται και παραχωρείται από τον Θεό να παραμένουν και οι κακοί στην ζωή, ώστε να προέλθει κάποια ωφέλεια. Αναφερόμενος στην περίπτωση του Ισραηλιτικού λαού, λέγει ότι επέτρεψε ο Θεός να παρουσιασθεί ο Αιγύπτιος τύραννος για να παιδευθή ο Ισραηλιτικός λαός, καθώς επίσης απομάκρυνε από την Αίγυπτο τον Ισραηλιτικό λαό, ώστε να μην ομοιάσει με τον αιγυπτιακό λαό και αποκτήσει τις συνήθειες του. Επάνω στο αμόνι με τα κτυπήματα και ο σκληρότερος σίδηρος, πού δεν μαλακώνει στην φωτιά, μπορεί να λάβει την μορφή κάποιου χρήσιμου εργαλείου. Επίσης αντιμετωπίζεται και ένα άλλο επιχείρημα.
Υποστηρίζουν μερικοί ότι δεν απήλαυσαν όλοι στην ζωή αυτή τους καρπούς της μοχθηρίας, ούτε οι ενάρετοι ωφελήθηκαν από τους ιδρώτες της αρετής. Σε αυτό ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης απαντά ότι και οι ενάρετοι στην άλλη ζωή θα χαρούν, αντιπαραβάλλοντας τα δικά τους αγαθά με την απώλεια των καταδικασθέντων.    Αυτό λέγεται από την άποψη ότι η αντιπαράθεση των αντιθέτων γίνεται «προσθήκη της ευφροσύνης και επίτασις τοις εναρέτοις». Βέβαια, δεν σημαίνει ότι χαίρονται για την καταδίκη άλλων ανθρώπων, αλλά ευγνωμονούν τον Θεό για την σωτηρία τους, αφού βιώνουν την μακαριότητα της αρετής, αντιπαρατιθέμενη στα δυσάρεστα της αμαρτίας και των παθών.


Επομένως, τα νήπια αφαρπάζονται πρόωρα από την ζωή με την οικονομία του Θεού για να μην περιπέσουν σε δεινότερα κακά. Αν, βέβαια, μερικά ζουν και γίνονται κακά, αυτό εξηγείται από άλλους λόγους πού βρίσκονται μέσα στην Πρόνοια και την σοφία του Θεού. Οπωσδήποτε, κάποια ωφέλεια θα προέλθει, αφού ο Θεός δεν κάνει τίποτε άνευ λόγου και σκοπού. Το γεγονός είναι ότι τα νήπια πού φεύγουν πρόωρα από την ζωή ούτε βρίσκονται σε αλγεινή κατάσταση ούτε εξισώνονται με αυτούς πού αγωνίσθηκαν να καθαρθούν με κάθε αρετή. Βρίσκονται μέσα στην Πρόνοια του Θεού. Άλλωστε, η πορεία προς τον Θεό και η μετουσία του ακτίστου Φωτός είναι φυσική κατάσταση της ψυχής, και αυτήν δεν είναι δυνατόν να στερηθούν τα νήπια, αφού με την δύναμη της θείας Χάριτος μπορούν να φθάσουν στην θέωση.


8. Συμπέρασμα

Το γενικό συμπέρασμα αυτού του κεφαλαίου είναι ότι η ψυχή του ανθρώπου, όταν δημιουργείται από τον θεό βρίσκεται σε καθαρή κατάσταση, στον φωτισμό. Ό θάνατος, πού δεν είναι δημιούργημα τον θεού αλλά ελεύθερη επιλογή του ανθρώπου, επειδή απομακρύνθηκε από τον θεό, πού είναι ή αληθινή ζωή, είναι κάτι το συνταρακτικό στην ζωή του ανθρώπου, είναι ένα παράσιτο, πού δημιουργεί πολλά προβλήματα. Ή ενανθρώπηση του Χρίστου απέβλεπε στην νίκη εναντίον του θανάτου. Παρά την νίκη του πάνω στον θάνατο, ο άνθρωπος τον γεύεται, ώστε δια του τρόπου αυτού να νικηθούν τα πάθη και ή αμαρτία. Μέσα στην Εκκλησία γευόμαστε την υπέρβαση του θανάτου. Οι δίκαιοι πού συνδέονται με τον Χριστό, τον νικητή του θανάτου, δεν φοβούνται τον θάνατο, όταν πλησιάζει στην ύπαρξη τους, δεν πτοούνται από τους δαίμονες πού θέλουν να αρπάξουν την ψυχή τους. Ή ώρα και η ήμερα του θανάτου στους αγίους είναι ονομαστήριος ήμερα, αφού τότε εορτάζουν και πανηγυρίζουν. Το φοβερό μυστήριο του θανάτου, πού είναι ο χωρισμό της ψυχής από το σώμα, γίνεται μια τελετή, μια μετάβαση από τα λυπηρότερα στα θυμηδέστερα, διάδοση «εκ του θανάτου εις την ζωήν». Το σώμα του ανθρώπου μετά τον θάνατο απλώς κοιμάται, γιατί ο θάνατος είναι ένας μεγάλος ύπνος, έως την Δευτέρα Παρουσία του Χρίστου, οπότε οι ψυχές θα εισέλθουν στα αναστημένα σώματα, για να παρουσιασθούν ενώπιον του φοβεροί βήματος του Χρίστου και να κριθούν.

Ό φόβος του θανάτου, πού καλλιεργήθηκε από όλους τους Πατέρες της Εκκλησίας, χρησιμοποιείται για να φθάσουμε στην αφοβία του θανάτου. Ό φόβος του θανάτου, και όλων των δεινών πού συνδέονται με αυτόν, καλλιεργεί την μετάνοια. Δεν πρόκειται για έναν φόβο με ψυχολογικό περιεχόμενο, αλλά για πνευματικό φόβο, πού αναπτύσσει την μετάνοια και δημιουργεί έμπνευση για προσευχή και σωτηρία. Δεν μπορεί να νοηθεί μετάνοια χωρίς τον φόβο του θανάτου. Γι' αυτό, όσοι επιδιώκουν με τον στοχαστικό λόγο να αμβλύνουν το φοβερό μυστήριο του θανάτου, χωρίς να το αντιλαμβάνονται, αποτρέπουν τον άνθρωπο από την μετάνοια, πού συνιστά τον πραγματικό θάνατο της ψυχής. Πραγματικά, ο φόβος του θανάτου οδηγεί στην αφοβία και την υπέρβαση του θανάτου.



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Βλ. Αρχιμ. Ιεροθέου Βλάχου: Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία, έκδ. Ιεράς Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας), σελ. 91 και έξης
2. Γρηγορίου Νύσσης έργα, 1 ΕΠΕ, σελ. 228
3. ενθ. άνωτ. σελ. 250
4. Νικήτα Στηθάτου: Μυστικά συγγράμματα, εκδ.Παν.Χρήστου,Θεσσαλ.1957. σελ.98
5. Βλ. Άθηναγόρου Κοκκινάχη, Αρχιεπ. θυατείρων και Μ. Βρετανίας, εισαγωγή εις Γρηγορίου Νύσσης έργα, 1 ΕΠΕ, σελ. 84
6. Γρηγορίου Νύσοης έργα. 1 ΕΠΕ, σελ. 330-332
7. ενθ. ανώι. σελ, 336
8. Γρηγορίου Νύσσης, ένθ. άνωτ. σελ. 342
9. ενθ. άνωτ. σελ. 342-344
10. Γρηγορίου Νύσσης, ενθ. ανώτ. σελ. 332-334
11. Βλ. Ιωάννου Ρωμανίδου: Το προπατορικόν αμάρτημα, έκδ. Δόμος 1989
12. ένβ. άνωτ. «λ. 7-8
13 Γρηγορίου Παλαμά έργα, 9 ΕΠΕ, σελ. 437
14 Φιλοκαλία, έκδ. Παπαδημητρίου, τόμος Β', σελ. 27
15. Ιωάννου Δαμασκηνού: Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, έκδ. Πουρνάρα- θεσσαλονίκη 1976, σελ. 194
16. ένθ. άνωτ. σελ. 208
17. Γρηγορίου Παλαμά έργα, 10 ΕΠΕ, σελ. 542
18. Αγίου Μακαρίου του Αιγυπτίου, Φιλοκαλία Νηπτικών και ασκητικών, Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», τόμος 7ος, σελ. 200
19. Βλ. Παναγιώτη Νέλλα, Ζώον Θεούμενον, έκδ. Εποπτεία, Αθήνα 1979, σελ. 45 και εξής
20. Γεωργίου Μαντζαρίδου: Παλαμικά, έκδ. Πουρνάρα, θεσσαλονίκη σελ. 49
21. Γρηγορίου Παλαμά, Φιλοκαλία, τόμος δ'. σελ. 96
22. Βλ. Ολυμπίας Παπαδοπούλου - Τσανανα: Ή ανθρωπολογία του Μεγάλου Βασιλείου, Πατριαρχικό Ιδρυμα Πατερικών Μελετών, θεσσαλονίκη 1970, σελ. 76
23. Μικρόν Ευχολόγιον, έκδ. Αποστολικής Διακονίας 1972, σελ. 213
24. Βλ. Ανάλυση εις Ιωάννου Ρωμανίδου, Το προπατορικόν αμάρτημα, ενθ. άνωτ. σελ. 158 και εξής
25. Θεοδώρου Ζήση: Άνθρωπος και κόσμος εν τη οικονομία του Θεού κατά τον ιερόν Χρυσόστομον, έκδ. Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελίτων, θεσσαλονίκη 1971, σελ. 120 και σημείωση 7
26. ένθ. άνωτ. σελ. 119
27. Ιερομόναχου Αρτεμίου Ραντοσάβλιεβιτς: το μυστήριον της σωτηρίας κατά τον αγιόν Μάξιμον τον Ομολογητήν, Αθήνα 1975, σελ. 109
28. Μικρόν Ευχολόγιον, εδ. Αποστολικής Διακονίας, 1972. σελ. 205
29. Ιωάννου Σιναΐτου: Κλίμαξ. έκδ. Παπαδημητρίου, σελ. 111
30. Όσιου Θεογνώστου, Φιλοκαλία, τόμος Β', σελ. 268
31. Ευεργετινός, έκδ. Ί. Μ. Μεταμορφώσεως Σωτήρας Αττικής, Αθήνα 1957, τομ. Α'. σελ. 70
32. ένθ. άνωτ, σελ, 74
33. ένθ. άνωτ. σελ. 75
34. ένθ. άνωτ. σελ. 82
35. ένβ. άνωτ. σελ. 86
36. Μακαρίου Αιγυπτίου, Φιλοκαλία Νηστικών και ασκητικών, Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», τομ- 7ος, σελ.. 370
37. ΦιλόΘεού Κόκκινου, βίος Γρηγορίου Παλαμά, ΕΠΕ. σελ. 438
38. Εύεργετινός, ενθ. άνωτ. σελ. 94-95
39. Ευεργετινός, ενθ. άνωτ. σελ. 90
40. ένθ. άνωτ- σελ. 71
41. ενθ. άνωτ. σελ. 72
42. ένθ. άνωτ. σελ. 74
44. Μακαρίου Αιγυπτίου, Φιλοκαλία Νηπτικών και ασκητικών,Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», τομ. 7ος, σελ.  370
45. ένβ. άνωτ. σελ. 308
46. ένθ. άνωτ. σελ. 124
47. Μικρόν Εύχολόγιον. Έκδ. Αποστολικής Διακονίας, 1972. ενθ. άνωτ. σελ. 205
48. Βλ. εκτενή ανάλυση εις Γ. Κωνσταντίνου; Λεξικόν των αγίων Γραφών, έκδ. Γρηγόρη, σελ. 966
49. Μακαρίου Αιγυπτίου, Φιλοκαλία Νηπτικών και Ασκητικών, εκδ. «Γρηγόριος Παλαμάς», τομος 7ος, σελ. 580
50. Μ. Βασιλείου έργα. 5 ΕΠΕ, σελ. 44-46
51. Ιωάννου Χρυσοστομου έργο. 11 ΕΠΕ, σελ. 170
52. sc 174, σελ. 310
53. Διαδόχου Φωτικής, Φιλοκαλία Νηπτικών και ασκητικών, Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», τόμος 9ος, σελ, 286
54. Ευεργετινός, ένθ. άνωτ. σελ.1οι-102
55. ένθ. άνωτ. σελ. 102-103
56. Ησυχίου Πρεσβυτέρου. Φιλοκαλία. έκδ. Παπαδημητρίου, τόμος Α', σελ. 166, ρξα'
57. ένθ. άνωτ. σελ. 164, ρμθ'
58. Οσίου Θεογνώστου, Φιλοκαλία, έκδ. Παπαδημητρίου, τόμος Β'. σελ. 267, ξα'
59. Ευεργετινός, ένθ. άνοτ. σελ. 99
60. ενθ. άνωτ. σελ. 100
61. Κλίμαξ Ιωάννου Σιναϊτου, έκδ. Παπαδημητρίου, σελ. 67
62. Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, ΕΠΕ. τομος 11, σελ. 168
63. Γρηγορίου Νύσσης έργα. 1 ΕΠΕ, σελ. 298-300
64. ενθ. ανωτ. σελ. 310
65. Άββά Δωροθέου, Φιλοκαλία Νηπτικών και ασκητικών, Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», τόμος 12, σελ. 496-498
66. Ιωάννου Δαμάσκηνου: Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, έκδ. Πουρνάρα, θεσσαλονίκη, σελ. 148
67. ένθ. άνωτ. σελ. 152
68. Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Φιλοκαλία Νηπτικών και ασκητικών, τόμος 3. Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», σελ. 450
69. Νικήτα Στηθαίου Μυστικά συγγράμματα, έκδ. Π. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1957, σελ. 122
70. Liddel -Scott: Μέγα Λεξικών της ελληνικής γλώσσης, έκδ. Σιδερής. Αθήναι, τόμος IV, σελ. 485
71. Ιωάννου Δαμασκηνού: Διαλεκτικά, έκδ. Παπαζήση, σελ. 116·117
72. ένθ. άνωτ. σελ. 161-162
73. Γρηγορίου Νύσσης Έργα. 1 ΕΠΕ, σελ. 280-288
74. ένβ. άνωτ. σελ. 322-326
75. Τριώδιον, έκδ. «Φως», σελ. 159
76. ΡΟ 15, σελ. 152
77. Μάρκου Ευγενικού, ΡΟ 15. σελ. 110
78. Μάρκου Ευγενικού. ΡΟ 15. σελ. 153
79. Διαδόχου Φωτικής, Φιλοκαλία Νηπτικών και ασκητικών, τόμος 9, Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», σελ. 342
80. Γρηγορίου Νύσοης, ένθ. άνωτ. σελ. 296
81. ένθ. άνωτ. σελ. 274
82. Νικήτα Στηβάτου, ένθ. άνωτ. σελ. 125
83. Νικήτα Στηθαίου, ένθ. άνωτ. σελ. 123-124
84. Γρηγορίου Παλαμά, Συγγράμματα, Παν. Χρήστου, τόμος Δ΄,σελ. 336
85. ΡG 97. 1049-1052
86. Βλ. Γρηγορίου Νύσσης έργα, 8 ΕΠΕ, σελ. 438 και εξής

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ


 ΙΕΡΟΘΕΟΥ

 Η΄ ΕΚΔΟΣΗ

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΓΕΝΕΘΛΙΟΥ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

Τ.Θ. 107, 32100 Λεβαδειά


ΗΛΕΚΤΟΝΙΚΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΒΙΒΛΙΟΥ: