Απόσπασμα από το βιβλίο του Άγιου Νικόδημου του Αγιορείτη

«Συμβουλευτικόν εγχειρίδιον περί φυλακής των πέντε αισθήσεων»







Δύο είναι τα αίτια εξ αιτίας των οποίων ο νους υποδουλώθηκε στις αισθητές ηδονές.


Το πρώτο και καθ' εαυτό και κυριότερο αίτιο είναι, ότι μετά την παράβαση του Αδάμ, το δικό του όργανο, δηλαδή το σώμα, δέχεται όλη την ύπαρξη και τη σύσταση του από την αισθητή, εμπαθή και παράλογη ηδονή. Γιατί με την ηδονή σπείρεται, με την ηδονή συλλαμβάνεται, με την ηδονή μεγαλώνει και τελειοποιείται μέσα στην κοιλιά ωσότου γεννιέται. Και αυτό δηλώνοντας ό προφήτης Δαβίδ, έλεγε: «Να, μέσα στην αμαρτία συνελήφθηκα και μέσα στις ανομίες με κυοφόρησε ή μητέρα μου» (Ψαλμ. 50.5).


Το δεύτερο και επόμενο αίτιο είναι, ότι και αφού γεννηθεί, πάλι με την ηδονή ανατρέφεται. Γιατί σε όλα τα πρώτα χρόνια της παιδικής ηλικίας και πολύ περισσότερο τούς εννιά μήνες πού είναι στη μήτρα, επειδή δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη η διάκριση του λογικού, ο νους δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τα αισθητήρια του σώματος για να μεταχειριστεί τη δική του ενέργεια και να εντρυφήσει στη νοητή ηδονή του. Αλλά μόνο το σώμα τα μεταχειρίζεται, όχι μόνο για την απαραίτητη τροφή του, αλλά και για την εμπαθή ηδονή του.


Και το χειρότερο είναι ότι παρασύρει σ' αυτή την αισθητή ηδονή ακόμα και τον νου, επειδή ακόμη είναι ατελής και χωρίς διάκριση και τον υποδουλώνει σ' αυτή. Έτσι λέει στο φιλοσοφικό του λόγο ο θείος Θεόδωρος ό Ιεροσολύμων· «Επειδή ο νους προκαταλαμβάνεται από την αίσθηση, ακολουθεί την αίσθηση αυτή ή δυάδα, (δηλαδή η επιθυμία κι ο Θυμός) αυτά όμως είναι παράλογα και κινούνται από τη φύση και όχι από την λογική, τοποθετούν σε κάθε μόριο της ψυχής έξι, δύσκολη να καθαρισθεί· και η τάξη αντιστρέφεται. Γιατί ή αίσθηση πού είναι αμέσως τέλεια και ισχυρή, συναρπάζει το νου, πού δεν έχει ακόμα την ενέργεια και θεωρείται εν δυνάμει ατελής και τον παρασύρει και τον πείθει να θεωρεί ως αγαθά, αυτά πού η ιδία τα θεωρεί τέτοια· και υποτάσσει στον εαυτό της, εκείνον πού έχει ορισθεί να εξουσιάζει και έτσι το καλλίτερο υποδουλώνεται στο χειρότερο· εξ αιτίας αυτών λοιπόν και ή κακία Θεωρείται αρχαιότερη από την αρετή» (εν χειρογράφοις). Τα ίδια με τον θείο Θεόδωρο αναφέρει και ό θαυμάσιος Νύσσης στην όγδοη ομιλία στον Εκκλησιαστή, μεταξύ των οποίων αναφέρει και τα έξης: «Η αίσθηση γεννιέται ταυτόχρονα με την πρώτη γέννηση, ενώ ο νους αναμένει την άνοδο ανάλογα με την ηλικία... Γι' αυτό το λόγο ο νους καταδυναστεύεται από την αίσθηση στην αρχή, αυξανόμενος σταδιακά...».


'Αχ, αλλά αυτή η χρησιμοποίηση των αισθητηρίων, πόσο πικρή και πόσο κοπιαστική και οδυνηρή αποβαίνει κατόπιν για τον ταλαίπωρο και άθλιο νου! Γιατί τα αισθητήρια, χωρίς κάποιο χαλινάρι από τη λογική, αλλά ως παράλογα και κτηνώδη, αφού γεύτηκαν και χόρτασαν την ηδονή των αισθητών, σε διάστημα σχεδόν δεκαπέντε χρόνων της παιδικής ηλικίας, κατά την οποία ηλικία, ο νους βρίσκεται σαν ναρκωμένος και οδηγείται από τις αισθήσεις, επειδή δεν υπάρχουν ακόμα τα κατάλληλα όργανα για να χρησιμοποιήσει μέσω αυτών την δική του ενέργεια· αφού, λέγω, οι αισθήσεις συνήθισαν στις ηδονικές απολαύσεις του σώματος, μέχρι να ολοκληρωθεί η λογική· «Γιατί τα πάθη όταν επικρατούν στη λογική, παραμορφώνουν τις αισθήσεις και τις οδηγούν προς την αμαρτία», είπε ο θείος Μάξιμος˙ πες μου, ποιός μπορεί έπειτα εύκολα να τα χαλιναγωγήσει;


Αφού, για παράδειγμα, οι αμφιβληστροειδείς χιτώνες των οφθαλμών συνήθισαν να βλέπουν εμπαθώς τα όμορφα και ωραία κάλλη των έμψυχων σωμάτων˙ αφού τα τύμπανα των αυτιών γλυκαθούν με τις ευχάριστες φωνές των μελωδιών· αφού το ονομαζόμενο ινοειδές και τριχωτό αισθητήριο της οσφρήσεως ευχαριστηθεί από τις ευωδίες των μύρων και των αρωμάτων˙ αφού η γλώσσα και το στόμα γευθούν, η καλλίτερα, συνηθίσουν στη γεύση των λιπαρών και νόστιμων χυμών και τροφών, αφού τέλος, το αισθητήριο της αφής συνηθίσει με τον καιρό στα απαλά και μαλακά ενδύματα, ποιός, ύστερα παρακαλώ, ακόμα και αν είναι ο πιο διαλεκτικός και ρητορικός, θα μπορέσει να τα πείσει πώς εκείνο πού απόλαυσαν δεν είναι ή αληθινή και λογική ηδονή, αλλά αντίθετα είναι παράλογη και προσωρινή;


Ποιός να ανατρέψει την γνώμη αυτών, τα όποια κατά κάποιο τρόπο αντιλέγουν χωρίς φωνή και φιλονικούν και ισχυρίζονται πεισματικά, ότι. μόνο αυτή, πού αυτά δοκίμασαν, πρέπει να θεωρείται ηδονή και όχι κάποια άλλη νοερή και άυλη;


Ποιος; Ο νους; Αλλά αυτός ο άθλιος, αν και γνωρίζει ότι εκείνη η ηδονή είναι χαρακτηριστική των αλόγων ζώων και όχι του εαυτού του, παρ' όλα αυτά, επειδή και αυτός τα πρώτα αυτά χρόνια απόλαυσε μαζί με τις αισθήσεις την ίδια ηδονή και δελεάσθηκε, εξ αιτίας της απλότητας πού είχε και θεωρώντας ότι αυτό είναι σωστό, φαίνεται σαν ναρκωμένος ή να το πω καλλίτερα, σαν να είναι δεμένος από τις πέντε αισθήσεις, σαν από πέντε σιδερένια σχοινιά. Υποφέρει, στενοχωρείται., βλέποντας ότι όντας βασιλιάς του σώματος, έγινε δούλος. και όμως, θέλοντας και μη θέλοντας, κλίνει μαζί με αυτά στην απόλαυση της αισθητής ηδονής.


Ποιός να τα πείσει; Ο Χάρτης της φαντασίας; Αλλά και αυτός είναι ζωγραφισμένος και γεμάτος μελανά στίγματα ολόκληρος από τις εμπαθείς εικόνες και τα είδωλα της ηδονής αυτής, τα όποια τυπώθηκαν στα τόσα χρόνια και προτρέπει περισσότερο, μέσω της υπενθυμίσεως τού νου και των αισθήσεων, στην απόλαυση της.


Ποιός; Ο θάλαμος της καρδιάς; Αλλοίμονο! Και αυτός είναι γεμάτος και έχει μέσα του τις διάφορες μακροχρόνιες ορέξεις και επιθυμίες της ίδιας ηδονής και βιάζει κατά κάποιο τρόπο τον νου και τήν φαντασία και τις αισθήσεις και όλο το σώμα προς την απόλαυση της.





Και όχι μόνο αυτό, αλλά και ο διάβολος ο οποίος είναι βασιλιάς των ηδονών πού βρίσκονται στο σώμα, γαργαλά και αυτός τον νου και την καρδιά και ακόμη περισσότερο τα αισθητήρια. Γιατί μολονότι είναι ασώματος, μέσω τού σώματος Όμως απολαμβάνει και εκείνος τις ηδονές τού σώματος, όπως λένε οι θείοι Πατέρες. Και αυτές είναι το χώμα και ή γη, πού καταδικάστηκε να τρώει μέσω του όφεως. «Και χώμα θα τρως σε Όλη σου τη ζωή» (Γεν. 3,14)[1].


[1][1] Γι' αυτό ό θείος Γρηγόριος ό Συναϊτης είπε: «'Επειδή και αυτοί (δηλαδή οι δαίμονες), όπως και ό άνθρωπος, έχασαν την αγγελική ηδονή και στερήθηκαν την θεία απόλαυση, χώμα και αυτοί, όπως και εμείς, τιμωρήθηκαν να απολαύσουν, αφού και αυτοί έγιναν κατά κάποιο τρόπο υλικοί, από τις έξεις των υλικών παθών» (Κεφ. Ρκγ’).





Πως ελευθερώνεται ο νους από τις αισθητές ηδονές


Ύστερα λοιπόν από την παιδική ηλικία, μετά την ολοκλήρωση της λογικής και αφού ο νους γνωρίσει η από μόνος του η μάθη εξ ακοής από τις θείες Γραφές και τούς ιερούς Πατέρες, ότι άλλη είναι ή φυσική και συγγενής μ' αυτόν ηδονή, τί κάνει;


Αυτός ως λογικός και φρόνιμος και ως φιλόκαλος από τη φύση του, δεν υποφέρει να βλέπει τα αισθητήρια τού σώματός του να είναι αιχμαλωτισμένα με αυτόν τον τρόπο στα ηδονικά τους αντικείμενα, δεν υποφέρει να αιχμαλωτίζεται και αυτός μαζί με τα αισθητήρια και να γίνεται, παρά την αξία του, δηλαδή ο βασιλιάς να γίνεται δούλος, ό άρχοντας αρχόμενος, ό αυτοκράτορας και εξουσιαστής από τη φύση του, υπήκοος και υποτακτικός ούτε μπορεί να υπομείνει να παθαίνει τέτοια ζημία, ή οποία στο τέλος τον οδηγεί στην απώλεια και την κόλαση.


Αλλά σ' αυτό ακριβώς βρίσκεται όλος ο αγώνας του, όπως λέει και ό προαναφερόμενος σοφός και ιερός Θεόδωρος και αυτό προσπαθεί να αποδείξει, ότι δηλαδή δημιουργήθηκε από το Θεό ως βασιλιάς και άρχοντας τού σώματος δηλαδή να μπορέσει με όλη του, την ανδρεία και τη θέληση, με όλη του τη γνώσι και με τη συνέργεια της θείας χάριτος, να ξεριζώσει από τα αισθητήρια του σώματος τις πολύχρονες εκείνες και δυσμετακίνητες έξεις πού απέκτησαν στα αισθητά· και έτσι να τα ελευθερώσει από την πικρή τυραννία των θανατηφόρων ηδονών πού δοκίμασαν και κατόπιν με ευκολία να τα υποτάξει στο δικό του θέλημα· και, βέβαια, είναι πολύς ο αγώνας του, όταν κάποτε ο νους οδηγηθεί, αργά κάπως, προς την επίγνωση της αληθείας.


Διότι αν ή ψυχή δεν είχε αλωθεί καθόλου από τίποτα, το έργο του θα ήταν να τη διατηρήσει καθαρή· όταν όμως με σταθερότερους οφθαλμούς κυριεύθηκε από το χαλκό (δηλαδή από τα υλικά πράγματα), και αφοί) δέθηκε με την διάνοια στα πάθη και τα παρόντα, πόσο μεγαλύτερος είναι ο αγώνας για να διαρρήξει αυτόν τον στέρεο δεσμό και να ελευθερωθεί από τη λατρεία της ύλης και να αποκτήσει την έξι των καλών;»


πως λοιπόν; Και με ποιόν τρόπο γίνεται ή απελευθέρωση των αισθήσεων και ή υποταγή τους στο νου; Άκουσέ το.


«Όταν κάποιος βασιλιάς θέλει να υποτάξει εύκολα μια οχυρωμένη πόλη, στερεί τούς πολίτες της από όλα τα μέσα διατροφής και μ' αυτή τη μέθοδο τούς αναγκάζει να παραδοθούν σ' αυτόν. Αυτήν την ίδια μέθοδο χρησιμοποιεί και o νους για τα αισθητήρια· κόβει λίγο από κάθε αισθητήριο τις συνηθισμένες του σωματικές και απολαυστικές ηδονές και δεν επιτρέπει πλέον σ' αυτά να τις απολαύσουν και έτσι τις οδηγεί στην υποταγή του, εύκολα και σε σύντομο χρόνο. Κατά το χρονικό διάστημα πού εφαρμόζει αυτή τη μέθοδο της αποκοπής, ο ίδιος δεν παραμένει αργός· 0χι· αλλά αντίθετα παίρνοντας κάποια άνεση και ελευθερία από τα σωματικά, στρέφεται στη φυσική του νοερή τροφή, η οποία είναι η ανάγνωση των θείων Γραφών-ή απόκτηση των αρετών· ή εργασία των εντολών του Κυρίου· ή ιερή προσευχή· οι, λόγοι των αισθητών και νοερών δημιουργημάτων· και τα άλλα πνευματικά και θεία νοήματα.


Όπως οι αισθήσεις έσυραν το νου στις αισθητές ηδονές, έτσι κι ό νους φροντίζει να επαναφέρει τις αισθήσεις στις νοητές ηδονές

Όχι μόνο αυτό, αλλά αγωνίζεται όσο μπορεί, να επαναφέρει προς το νου και αυτές τις σωματικές αισθήσεις, για ν' απολαμβάνουν και αυτές μαζί ανάλογα, τη δική του νοερή ηδονή και να συνηθίζουν σιγά να γλυκαίνονται σ' εκείνη' όπως και αυτός, προηγουμένως αφού κυριεύθηκε μέσω των αισθήσεων, έφτασε με ανάλογο τρόπο στο σημείο να απoλαύσει μαζί τους την αισθητή ηδονή και να γλυκαθεί. Και για να μιλήσουμε γενικά, όπως ακριβώς το σώμα προηγουμένως διά μέσου των αισθήσεων και των αισθητών ηδονών, φρόντισε να καταστήσει το νου και το πνεύμα σάρκα· έτσι αντίστροφα κατόπιν ό νους, μέσω της ηδονής των άυλων και νοητών φροντίζει και το ίδιο το σώμα να το εξαϋλώσει, κατά κάποιο τρόπο, και να το κάνει πνεύμα.




via