Αίσθησις πνευματική εστίν η ποιωθείσα δέξασθαι την δύναμιν τηνθεωρητικήν, ως η κόρη των σωματικών οφθαλμών, των εχόντων εν αυτοίς το φως το αισθητόν.
Θεωρία νοητή εστί γνώσις φυσική, η ενωθείσα τη καταστάσει της φύσεως, ήτις καλείται φυσικόν φως.
Δύναμις αγία εστί χάρισμα του διακριτικού, του τεθέντος μεταξύ του φωτός και της θεωρίας.
Φύσεις εισί τίνα όντα μετά των διακριτικών των εκ του φωτός εις θεωρίαν.
Πάθη είσι καθάπερ ουσία τις σκληρά, άπερ μεσιτεύουσι μεταξύ του φωτός και της θεωρίας και κωλύουσιν εξ αυ­τής την διάκρισιν της διαφοράς των πραγμάτων.
Καθαρότης εστί το τηλαυγές του νοητού αέρος, ούτινος τω κόλπω πτερούται η φύσις η εν ημίν.
Εαν μη ο νους υγιής η εν τη φύσει, ουκ ενεργεί αυτω η γνώσις ώσπερ η σωματική αίσθησις, όταν εξ αιτιών βλαβή, αποστερείται της οράσεως.
Εαν δε ο νους η υγιής, η γνώσις δε ουχ υπάρχη, ουκ ενεργεί ό νους εκτός αυτής την διαφοράν των πνευματικών ώσπερ ο οφθαλμός ο υγιής μεν εν άπασι τοις εαυτού, αμβλυωπών δε προς την δράσιν πολλάκις της αισθήσεως.
Και εάν ταύτα πεφυλαγμένα εν τοις ιδίοις αυτών, χάρις δε μη ή πλησίον αυτών, ανενέργητα μένουσι πάντα εκ της διακονίας των διακρίσεων, καθώς εν ταίς ώραις της νυκτός, δια γαρ το μη είναι ήλιον, μένουσιν ανεπίσκεπτοι, και ότε πάντα ερρωμένα εισί και τετελειωμένα εν τοις εαυτών, λέγομεν ο οφθαλμός και η δράσις, και άτινα πράγματα ου διεκρίθησαν ή διακρίνονται. Και τουτο εστί το ειρημένον, «εν τω φωτί σου οψόμεθα φως».
Εάν δε η χάρις του νοητού ηλίου πλησίον γένηται και εις όρεξιν κινή και ερεθίζη και εμποιή νήφειν, καθαρότης δε μη η εν αυτή, ώσπερ αήρ κενός, όστις ου διαυγής εκ της παχύτητος των νεφών και των υλών των σκοτεινών, των ευχερώς εκτεινομένων προς το φως του ηλίου, εν ω ευφραινόμεθα εν ηδονή ταυτης της θεωρίας.
Της θεωρίας χωλαινούσης εκ της διακρίσεως, η φύσις ήργησεν εκ της πράξεως, η ψυχή εκωλύθη αισθέσθαι της ηδονής του ηλίου του δευτέρου του ανατέλλοντος επί τα πάντα, δια τα επιτεθέντα σωματικά, εν οις σκέπονται αί ελλάμψεις της αληθείας, ίνα μη έλθωσιν εφ' ημάς. Λοιπόν εξ ανάγκης ζητούν­ται ταύτα πάντα τα ρηθέντα, και δια το δυσκόλως ευρείν ταύτα όλα εν ενί ανθρώπω χωρίς λείψεως και αιτίας, και δια το μη δύνασθαι τους πολλούς προς τελειότητα τίνος της πνευματικής γνώσεως φθάσαι. Η στέρησις μεν εστίν ουτως εκ της ανικανότητος της διανοίας και εκ της συγχύσεως του θελήματος και εκ της θέσεως της μη καθηκούσης τω σκοπώ και εκ της ελλείψε­ως της καθαρότητας και εκ του μη ευρείν διδάσκαλον και οδηγόν, εκ της αποχής της χάριτος («ανδρί μικρολόγω», φησίν, «ου καλός ο πλούτος, ουδέ εξουσιάσαι των μεγάλων») εκ του κωλύματος των καιρών και των τόπων και των τρόπων.
ΕΚΛΟΓΗ ΣΥΝΤΟΜΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ
Αλήθεια εστίν αίσθησις κατά Θεόν, η εν τη αισθήσει των αισθήσεων του νου του πνευματικού ης περ τινός εν εαυτώ γεύεται.
Αγάπη εστί καρπός της ευχής, η εκ της θεωρίας αυτής οδηγούσα τον νουν ακορέστως εις τον εαυτής πόθον, όταν υπομείνη εν αυτή χωρίς ακηδίας και εν τω νώ εν σιγηροίς ενθυμήμασι της διανοίας εύχεται μόνον εμπύρως και μετά θερ μότητος.
Ευχή εστί νέκρωσις των εννοιών του θελήματος της ζωής της σαρκός ίσος γαρ εστίν ο ακριβώς ευχόμενος τω νεκρουμένω εκ του κόσμου. Και τούτο εστί το αρνήσασθαι τινά εαυτόν, το καρτερήσαι διαμένειν εν προσευχή. Λοιπόν η αγάπη του Θεού εν τη αρνήσει της ψυχής ευρίσκεται.
Καθάπερ εκ του σπέρματος του ιδρώτος της νηστείας ο στάχυς της σωφροσύνης βλαστάνει, ούτως εκ του κόρου η ακολασία και εκ της πληρώσεως η ακαθαρσία, επί γαστρί δε πεινώση και τεταπεινωμένη ουδέποτε παρακυψουσιν αισχρότητος λογισμοί. Πάσα βρώσις βιβρωκομένη πρόσθεσις των εν ημίν χυμών γίνεται και ισχυς φυσική γίνεται εν ημίν, και όταν πλησθώσι τα μέλη τα οργανικά εκ της τάσεως όλου του σώματος της γινομένης εν αυτοίς, ηνίκα συμβή ιδείν τι σωματικόν, ή εάν κινηθή εν τη καρδία άκουσιόν τι, μετά του λογισμου εξαίφνης ύλη ηδονής κινείται εξ εκείνου και διαπέμπεται εν όλω τω σώματι.
Και εί εστίν ισχυρά η διάνοια του σώφρονος και αγνού εν τοις εαυτού λογισμοίς, εκ της αισθήσεως εκείνης της εν τοις μέλεσιν, ευθέως ταράσσεται η διάκρισις αυτού και ως από υψηλού τίνος τόπου κατέρχεται εκ του εαυτού τόπου, εν ώ ίσταται. Και η οσιότης των λογισμών αυτού κυλίεται και η σωφροσυνη η λαμπρά ρυπούται εν τη εκταράξει των παθών των εισελθόντων είς την καρδίαν εν τη εκπυρώσει των μελών. Και τότε το ήμισυ της δυνάμεως αυτού εξασθενεί, ώστε ειπείν και του πρώτου σκοπού της ελπίδος εαυτού επιλαθέσθαι και προ του εισελθείν είς τον αγώνα ευρίσκεται χωρίς αγώνος υπεύθυνος, και χωρίς καμάτου των εαυτού εχθρών υπεύθυνος γίνεται υποκάτωθεν του θελήματος του ατόνου της σαρκός.
Ταυτά πάντα αναγκάζει η προαίρεσις η μεγάλη του κόρου του αδιάλειπτου το θέλημα του αγαθού ανθρώπου, και εάν διάγη καλώς εν τω λιμένι της σωφροσύνης, αλλά εκκλίνει παραδοθήναι είς όπερ ουδέποτε εβουλήθη ανελθείν εν τη καρδία εαυτού. Και όταν κοιμηθή μόνος, η συναγωγή των λογι­σμών των περιεχόντων τάς ματαίας φαντασίας τε και αισχράς περικυκλούσιν αυτόν και ποιούσι την στρωμνήν αυτού εκείνην την καθαράν πανδοχείον πορνείας και θέατρον των θεωριών, όταν κοινωνή τη μετ' αυτών ομιλία εν τω μεθυσμώ των λογισμών και μολύνη τα εαυτού μέλη τα όσια εκτός πλησιασμού γυναικός. Ποία θάλασσα ταράσσεται ούτω και βράζει εκ του χειμώνος, ώσπερ ταράσσεται ο νους ο καταστάς εν τη ισχύι των κυμάτων των εξυπνιζομένων επ' αυτώ εν τη θαλάσση της σαρκός αυτού εκ της πλησμονής της γαστρός;
Ω σωφροσύνη, πόσον λαμπρύνεται το κάλλος σου εν τη χαμευνία και εν τω πόνω της πείνης της αφαιρούσης εκ σου του ύπνου, εκ της κακοπαθείας της σαρκός, της γενομένης ώσπερ λάκκος βαθύς μεταξύ των πλευρών και των εντέρων, δια την αποχήν των βρωμάτων. Παν βρώμα και πάσα ανάπαυσις λαμβανόμενα έσωθεν ημών, ομοιώματα αισχρά και είδωλα αηδή πλάττουσι και γεννώνται εξ αυτών και εξέρχονται και καθορώνται εν τω τόπω τω κρυπτώ της διανοίας ημών και γαργαλίζουσιν ημάς συγκοινωνήσαι κρυπτώς εν πράγμασιν αισχροίς. Κένωμα δε γαστρός, χωράν έρημον ποιεί το φρόνημα ημών, το εκ των λογισμών ηρεμούν και ησυχάζον εκ πάντων των ταραχωδών λογισμών. Εκείνη η εκ του κόρου εμπεπληγμένη, χώρα εστί των θεωριών και τετράπυλον των φαντα­σμάτων των ατόπων ποιεί αυτήν, καν και εν ερήμω ώμεν μόνοι. «Κόρος» γαρ, φησί, «των πολλών επιθυμεί».
Όταν αξιωθής της χάριτος της θεϊκής και της απαθείας της ψυχής, σύνες ότι ουκ εξ εκείνου του μη διαλθείν δια σου τους αηδείς λογισμούς ή την κίνησιν των λογισμών των εν τω σώματι γινομένων (εκτός γαρ αυτών αδύνατον τίνα είναι), ουδέ εξ εκείνων των ευχερών υπό σου νικωμένων, ότε παντελώς η διάνοια ου μολύνεται, ουδέ ταράσσεται, καν και λίαν υψηλή ή αυτή, αλλ' εξ εκείνων των της ενεργείας της κρείττονος της δια­νοίας ουκ αφίεται ο νους πολεμήσαι μετ' αυτών και απολέσαι αυτούς, αλλ' όταν παρακύψη λογισμός, αρπαγή αρπάζεται εκ των έγγιστα αυτών εν βία τινι τη έξωθεν του θελήματος ούση, τη από συνηθείας και της χάριτος κατασχούση ζύμην εντός της καρδίας, ήπερ εστίν οίκος της διανοίας.
Άλλος εστίν ο νους του αγωνιστού, και άλλη η τάξις της ιερωσύνης. Διάνοια, ήτις εν ελέει τω ουρανίω ενεκρώθη τω κόσμω, ψιλούς λογισμούς μόνον περί τίνων έχει, χωρίς πά­λης και αγώνος. Η τελειότης η μετά σαρκός και αίματος συνεζευγμένη, βασιλείαν βασιλεύει των εκ της σαρκός και αίματος βρυόντων, και ουχί καταργήσει καταργεί αυτούς και τους ιδίους της φυσεως, έως αν ακμήν εν τη ζωή τη εκ των στοιχείων σφύζη το νόημα της ζωώσεως του ανθρώπου και εκ των τεττάρων χυμών ο θεμέλιος του νου αυτού λαμβάνει αλλοίωσιν εν πάση κινήσει και ροπή.
Τω δε Θεώ ημών είη δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.