Δαμασκηνός μοναχός Ἁγιορείτης 
 Θέμα
Περί τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου κατά τήν διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, σέ ἀντιδιαστολή μέ τήν διδασκαλία τῆς Ἐπιστήμης περί τοῦ ἀνθρώπου, και περί τοῦ ὅτι ἡ γνῶσις τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνθρωπολογίας εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεσις γιά τήν ὀρθή τοποθέτησι σέ θέματα βιοηθικῆς

    Τό κύριο θέμα πού θά προσπαθήσω ἐν συντομίᾳ νά ἀναπτύξω εἶναι τό 'τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος κατά τήν διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας'. Δευτερευόντως, θά ἀναφερθῶ εἰς τό τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος κατά τήν Ἐπιστήμη καί θά προσπαθήσω νά κάνω μία σύγκρισι μεταξύ τῶν δύο προτύπων τοῦ ἀνθρώπου, ἐκείνου τῆς Ἐκκλησίας καί ἐκείνου τῆς Ἐπιστήμης. Ἐπειδή δέν εἶμαι εἰδικός, οὔτε γιά τό ἕνα θέμα, οὔτε γιά τό ἄλλο, οὔτε ἐκπροσωπῶ τήν Ἐκκλησία ἤ τήν Ἐπιστήμη, οἱ ἀπόψεις πού κατατίθενται ἐδῶ εἶναι ἀποκλειστικά οἱ προσωπικές μου ἀπόψεις, δηλ. πῶς ἔχω κατανοήσει, μέχρι σήμερα, τό θέμα περί ἀνθρώπου, ὅπως αὐτό προβάλλεται στούς δύο αὐτούς χώρους.
Σήμερα, ὅταν κάποιος, πού εἶναι ἐνεργό μέλος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀποφασίση νά ἀσχοληθῆ σοβαρά καί συστηματικά μέ τά βιοηθικά διλήμματα πού κάθε τόσο τίθενται, κυρίως ἐξ αἰτίας τῆς τεχνολογικῆς προόδου, νομίζω, ὅτι εἶναι ἀπαραίτητο, πρᾶγμα πού δέν συμβαίνει πάντοτε, ὁ ἄνθρωπος αὐτός νά ἔχη προηγουμένως ἐντρυφήσει καί ἐμβαθύνει, ὅσο περισσότερο μπορεῖ, στήν φύσι τοῦ ἀνθρώπου, καί ἐξ ἐπόψεως δομῆς, καί ἐξ ἐπόψεως λειτουργίας, ὅπως αὐτά τά διδάσκουν, καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀλλά καί ἡ σημερινή Ἐπιστήμη, ἄσχετα ἀπό τό ὅτι ὁ ἄνθρωπος παρουσιάζεται σάν ἕνα διαφορετικό πλάσμα στούς δύο αὐτούς χώρους.
Αὐτή ἡ ἐνασχόλησις, τοῦ εἶναι, νομίζω, ἀπαραίτητη, γιά δύο λόγους: Πρῶτον, γιά νά ἔχη ὑπ᾽ ὄψιν του τά ἀπαραίτητα δεδομένα τῶν δύο αὐτῶν χώρων καί νά ἔχη σκιαγραφήσει καί διαμορφώσει στό μυαλό του τήν εἰκόνα περί τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως αὐτός παρουσιάζεται στούς δύο αὐτούς χώρους, ὥστε, ὅταν τοῦ ζητηθῆ, νά μπορῆ νά διαλεχθῆ, καί μέ τούς ἐκκλησιαστικούς ἀνθρώπους, καί μέ τούς ἐπιστήμονες, ἐπάνω στά ἀνθρωπολογικά ζητήματα. Καί, δεύτερον καί κυριώτερον, γιά νά μπορῆ, μέ βάσι τήν ἀσκητική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας καί τήν ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια περί τῆς φύσεως καί τοῦ σκοποῦ τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως αὐτές εἶναι κατατεθειμένες στήν Ἁγία Γραφή καί στήν Παράδοσι τῆςἘκκλησίας, νά ἀξιολογήση ὀρθά τίς νέες ἐπιτεύξεις τῆς Ἐπιστήμης, καθώς καί νά διακρίνη τήν ἀλήθεια ἀπό τήν πλάνη, τό ὀρθό ἀπό τό λάθος, στά ἀνακύπτοντα βιοηθικά διλήμματα, τά ὁποῖα σήμερα συνεχῶς γεννῶνται σάν ἀποτέλεσμα τῆς ἐπιστημονικῆς ἐρεύνης, τῆς ἐφαρμογῆς νέων τεχνολογιῶν καί τῆς ἰατρικῆς πρακτικῆς.
Καί, τοῦ δίδεται αὐτή ἡ δυνατότητα, ἐπειδή θεωρῶ ὅτιἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησίαεἶναι Ἐκείνη πού γνωρίζει τήν ἀλήθεια περί τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου, τοῦἀνθρώπου νοουμένου ὡς τῆς ὀντότητος ἐκείνης πού μετέχει καί τῆς ὑλικῆς καί τῆςνοερᾶς φύσεως, καί ὄχι ἡ Ἐπιστήμη, πρᾶγμα πού σημαίνει, ὅτι ἡἘκκλησίαεἶναιἘκείνη πού κατέχει τά ὀρθά κριτήρια ἀξιολογήσεως τῶν νέων ἰατρικῶν πρακτικῶνἀπό τῆν σκοπιά τῆς βιοηθικῆς, καί ὄχι ἡ Ἐπιστήμη. Ἕνα παράδειγμα: Ἡ ἰατρικήπρακτική προσπαθεῖ σήμερα νά καθιερώση σάν νόμιμη τήν εὐθανασία στίςἀνεπτυγμένες χῶρες. Εἶναι αὐτό ὀρθό; Εἶναι πρός τό συμφέρον τοῦ ἀνθρώπου; Εἶναι,αὐτή ἡ πρακτική, μέσα στό ἦθος τῆς Ἐπιστήμης; Εἶναι σύμφωνη μέ τό ἦθος μιᾶςπολιτισμένης κοινωνίας; Εἶναι μέσα στό θέλημα τοῦ Θεοῦ; Εἶναι σύμφωνη μέ τήνδιδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας; Ὁ ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος γνωρίζει ποιάεἶναι ἡ ἀληθινή φύσις καί ὁ σκοπός τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως ἐπίσης ποιό εἶναιτό θέλημα τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο, ἀμέσως ἀποφαίνεται γιά τήν ὀρθότητα ἤ μήμιᾶς τέτοιας πρακτικῆς, ἐπειδή κατέχει τά ὀρθά ἀνθρωπολογικά κριτήρια καί ἐπειδήμπορεῖ νά διακρίνη ἄν μιά τέτοια πρακτική εἶναι μέσα στό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἤ ὄχι. 
Ἐπιστήμη, ὡς ἐκ τῆς φύσεώς της, δέν μπορεῖ νά ἔχη τήν ἀληθῆ γνῶσι περί τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου, τήν πλήρη γνῶσι. Ἡ Ἐπιστήμη μπορεῖ νά ἀνακαλύψη μόνο ἕνα μέρος τῆς ἀληθείας περί τοῦ ἀνθρώπου, ἐπειδή ἡ γνωσεολογική της δυνατότητα εἶναι περιωρισμένη μόνο στόν φυσικό κόσμο καί ἡ ἐρευνητική της δυνατότητα ἀφορᾶ φαινόμενα τοῦ φυσικοῦ κόσμου. Ὁ ἄνθρωπος, ὅμως, μετέχει, καί τοῦ φυσικοῦ, καί τοῦ πνευματικοῦ κόσμου. Τήν πνευματική φύσι τοῦ ἀνθρώπου δέν μπορεῖ ἡ Ἐπιστήμη νά τήν ἀνιχνεύση καί γι᾽ αὐτό τό ἀνθρωπολογικό της πρότυπο εἶναι ἐλλειπές, ἄν μή τι ἐσφαλμένο. Ἡ Ἐπιστήμη ἔχει ἀνακαλύψει πολλά καί συνεχῶς ἀνακαλύπτει περισσότερα περί τῆς ἀληθείας τῆς δομῆς καί τῆς λειτουργίας τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου. Ὅμως, ἡ ἀλήθεια περί τῆς πνευματικῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου τῆς διαφεύγει, ὅπως τῆς διαφεύγει καί ἡ ἀλήθεια περί τῶν ἀΰλων πνευμάτων ὡς καί περί τοῦ Θεοῦ. Καί τοῦτο, ἐπειδή ὁ γνωσεολογικός της χῶρος εἶναι μόνο ὁ φυσικός κόσμος. Δέν εἶναι, οὔτε ὁ πνευματικός κόσμος, οὔτε ὁ ἄκτιστος.
Αὐτούς δέν μπορεῖ νά τούς ἀνιχνεύση καί γι᾽ αὐτό δέν ὑπεισέρχεται σ᾽ αὐτούς. Σ᾽ αὐτούς τούς κόσμους, ὅμως, ἔχει λόγο ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία, ὅπως ὁ ἄνθρωπος, ἔτσι καί Αὐτή κινεῖται, καί στόν φυσικό κόσμο, καί στόν πνευματικό κόσμο. Ἔτσι, ἡ Ἐπιστήμη δέν μπορεῖ νά ταυτισθῆ, ὅσο καί νά ἐξελιχθῆ, ὡς πρός τίς ἀπόψεις καί τά συμπεράσματα της εἰς τό ἀνθρωπολογικό ζήτημα, μέ ἐκεῖνα πού ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει νά καταθέση, ὡς ἀποκάλυψι ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ καί ὡς ἐμπειρία Της, ἐπειδή, ὅπως εἴπαμε, ἡ Ἐπιστήμη ἐξετάζει καί διερευνᾶ τόν ἄνθρωπο ἀποκλειστικά καί μόνον κατά τήν ὑλική του φύση, ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι διττός, μετέχων, καί τῆς ὑλικῆς, καί τῆς νοερᾶς φύσεως. Βεβαίως, ὁ κάθε ἕνας ἀπό τούς δύο αὐτούς χώρους ἐξειδικεύεται, θά ἔλεγα, σέ διαφορετικούς τομεῖς στήν γνωσεολογία του περί τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ Ἐπιστήμη, π.χ., ἔχει συσσωρεύσει γνώσεις κυρίως περί τῆς δομῆς, τῆς λειτουργίας καί τῆς θεραπείας τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου, ὡς καί γνώσεις περί τῶν 'ψυχικῶν' λεγομένων λειτουργιῶν στόν ἄνθρωπο, χωρίς ὅμως νά δέχεται ὕπαρξι στόν ἄνθρωπο ἀθανάτου ψυχῆς, ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία ἔχει συσσωρεύσει γνώσεις κυρίως περί τῆς φύσεως, τῆς λειτουργίας καί τῆς θεραπείας τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, οἱ ὁποῖες προέρχονται ἀπό τήν Ἀποκάλυψι τοῦ Θεοῦ περί τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου καθώς καί ἀπό τήν ἀσκητική Της ἐμπειρία.
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὡς ἀνθρώπινος θεσμός, μπορεῖ νά συγκρουσθῆ μέ τήν Ἐπιστήμη, προκειμένου νά ὑπερασπίση τά συμφέροντα τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν αὐτά θίγονται ἀπό ἐνέργειες τῆς κατευθυνομένης Ἐπιστήμης ἤ τῆς ἐπιστημονικῆς πρακτικῆς, οἱ ὁποῖες προσβάλλουν ἄμεσα τόν ἄνθρωπο καί ἔμμεσα τόν Θεό. Ἡ Ἐκκλησία, ὅμως, ὡς πνευματικό οἰκοδόμημα, δέν ἀντιμάχεται, οὔτε συγκρούεται μέ τήν ἀληθινή Ἐπιστήμη, ἐπειδή ἡ Ἐκκλησία κινεῖται στόν πνευματικό κόσμο, ἐνῶ ἡ Ἐπιστήμη στόν φυσικό κόσμο. Ἐξ ἄλλου, ἡ ἀληθινή Ἐπιστήμη, καί ὄχι ἡ κατευθυνομένη, ὅπως εἶναι κατά ἕνα μεγάλο μέρος της ἡ σημερινή, εἶναι ἐκ τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐφ’ ὅσον παραμένει εἰς τόν ἰδικό Της γνωσεολογικό χῶρο, δέν ἀντιμετωπίζει ἀνθρωπολογικό πρόβλημα ἀπό τίς ὁποιεσδήποτε ἀνακαλύψεις τῆς Ἐπιστήμης τίς σχετικές μέ τόν ἄνθρωπο. Καί τοῦτο, ἀφ’ ἑνός μέν, ἐπειδή ἡ συνεχῶς προστιθεμένη γνησία ἐπιστημονική γνῶσις περί τοῦ ἀνθρώπου δέν ἔρχεται - δέν μπορεῖ νά ἔλθη - σέ ἀντίθεσι μέ τά θεμέλια τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνθρωπολογίας, καί, ἀφ’ ἑτέρου, ἐπειδή ἡ Ἐκκλησία ἔχει, ἐξ Ἀποκαλύψεως, τά κριτήρια ἐκεῖνα πού Τῆς ἐπιτρέπουν νά διακρίνη τήν ἀλήθεια, ἐάν ὑπάρχη, εἰς τήν ὁποιαδήποτε προβαλλομένη ἑρμηνεία τῶν ἐπιστημονικῶν δεδομένων, ἤ εἰς τήν ὁποιαδήποτε προβαλλομένη ἐπιστημονική θεωρία μέ βάση κάποια ἐπιστημονικά δεδομένα, εἴτε αὐτή προβάλλεται ὡς ἀμιγῶς ἐπιστημονική θεωρία, εἴτε ὡς φιλοσοφία (π.χ. θεωρία τῆς Ἐξελίξεως).





Τί, λοιπόν, διδάσκει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία περί τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου; Σέ γενικές γραμμές, διδάσκει ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ἡ ἀνθρωπίνη ὑπόστασις, ἀπαρτίζεται ἀπό δύο στοιχεῖα, ἀπό σῶμα καί ψυχή. Διδάσκει δηλ., ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι μόνο σῶμα, ἀλλά ὅτι μετέχει καί τῆς ἀΰλου φύσεως, ἐπειδή ἔχει καί ψυχή ἄϋλη πού εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ὅτι τά δύο αὐτά στοιχεῖα, σῶμα καί ψυχή, προστατεύουν τό ἕνα τό ἄλλο καί εἶναι πλασμένα γιά νά συνεργάζωνται προκειμένου νά ἐπιτύχουν τοῦ τελικοῦ σκοποῦ, πού εἶναι ἡ μέθεξις στήν ζωή τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ψυχή εἰς τόν ἄνθρωπο εἶναι, ὅπως τό σῶμα, καί αὐτή κτίσμα τοῦ Θεοῦ. Εἶναι τό ἀποτέλεσμα τοῦ ‘ἐμφυσήματος’ τοῦ Θεοῦ εἰς τόν ἄνθρωπο καί μυστήριο κατά τήν οὐσία της. Τό ‘ἐμφύσημα’ ἐκεῖνο τοῦ Θεοῦ εἰς τόν ἄνθρωπο, πού πλάσθηκε ἀπό τήν γῆ, τοῦ χάρισε τήν πνοή τῆς ζωῆς καί τήν νοερή ψυχή του. Καί, αὐτό τό ‘ἐμφύσημα’ τοῦ Θεοῦ ἐπαναλαμβάνεται στήν οὐσία σέ κάθε ἄνθρωπο πού ἔρχεται εἰς τήν ὕπαρξι. Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ‘κτίζεται’, δημιουργεῖται δηλ. ἀπό τόν Θεό, ἀρρήτως καί ἀγνώστως, κατά τήν σύλληψι τοῦ ἀνθρώπου. Κατά τόν βιολογικό θάνατο τοῦ ἀνθρώπου, χωρίζεται ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα. Τό σῶμα τότε πεθαίνει, ὁ ἄνθρωπος ὅμως ζεῖ, ἐπειδή ἡ ψυχή του ζεῖ καί μετά τόν βιολογικό θάνατο τοῦ σώματος. Ζεῖ μετά τόν βιολογικό του θάνατο ὁ ἄνθρωπος, μόνο κατά τήν ψυχή, περιμένοντας τήν Κοινή Ἀνάστασι τῶν σωμάτων γιά νά ξαναπάρη ἄφθαρτο τό σῶμα του καί νά ξαναγίνη πλήρης ἄνθρωπος.
Ὡς πρός τίς ἰδιότητές της, ἡ ψυχή εἶναι μία ζωντανή ὀντότητα, ἁπλῆ, ἀσχημάτιστη, λογική, νοερή, κατά Χάριν ἀθάνατη, αὐτεξούσια, δηλ. ἐλεύθερη, θελκτική, ἐνεργητική καί τρεπτή, ἐπειδή εἶναι κτίσμα. Τό σῶμα μέ τό ὁποῖο εἶναι ἑνωμένη, τό χρησιμοποιεῖ σάν ὄργανο. Σέ αὐτό δίνει ζωή, γέννησι, αὔξησι καί αἴσθησι. Ἔχει «νοῦν», πού δέν εἶναι ξεχωριστός ἀπό αὐτήν, ἀλλά τό πιό καθαρό μέρος της. Ὅπως εἶναι ὁ ὀφθαλμός εἰς τό σῶμα, ἔτσι εἶναι καί ὁ «νοῦς» εἰς τήν ψυχή.
Ἡ ψυχή ἔχει τήν δυνατότητα νά διανοῆται, νά διαβουλεύεται, νά ὀρέγεται, νά φαντάζεται, καί νά διατίθεται εὐάρεστα ἤ δυσάρεστα. Ἔχει αὐτοσυνειδησία καί συνείδησι γιά τό τί εἶναι ἀγαθό, δίκαιο, ἀληθινό, καλό, κλπ., καί ἡ ὕπαρξίς της γίνεται ἀντιληπτή ἀπό τίς ἐνέργειές της. Ὅ,τι ἔχει ἡ ψυχή, ὕπαρξι καί ἰδιότητες, τά ὀφείλει εἰς τήν Χάρι τοῦ Δημιουργοῦ της. Ὅσο παραμένει εἰς τό σῶμα, λέγεται «ψυχή». Ὅταν ἀπαλλαγῆ ἀπό τό σῶμα, λέγεται «πνεῦμα». Συνεπῶς, «ψυχή» καί «πνεῦμα» εἶναι ἕνα καί τό αὐτό πρᾶγμα.
Σέ ἀντιδιαστολή μέ αὐτά, τώρα, ἡ Ἐπιστήμη δέν δέχεται τόν ἄνθρωπο ὡς ὕπαρξι μέ κατ’ οὐσίαν ψυχή, δηλ. μέ ψυχή πού ζεῖ καί μετά τόν βιολογικό θάνατο τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου, οὔτε ὅτι ὁ ἄνθρωπος συνεχίζει νά ὑπάρχη ὡς πρόσωπο, ὡς ὀντότητα, ὡς αὐτοδύναμη ὕπαρξις, καί μετά τόν βιολογικό του θάνατο. Τόν δέχεται μόνο ὡς μία καθαρά βιολογική ὕπαρξι μέ κατ’ ἐνέργειαν ψυχή, ὅπως συμβαίνει εἰς τά ζῶα, εἰς τά ὁποῖα ἡ ψυχή τους πεθαίνει μαζί μέ τό σῶμα τους, ἐπειδή ἡ Ἐπιστήμη θεωρεῖ τόν ἄνθρωπο ὅτι ὑπάρχει ὡς ἀποτέλεσμα τῆς βιολογικῆς ἐξελίξεως τῶν εἰδῶν. Ἐδῶ, ὅμως, χρειάζεται μία διευκρίνησις. Ὅταν λέμε ὅτι «ἡ Ἐπιστήμη δέχεται αὐτό ἤ ἐκεῖνο….», δέν ἐννοοῦμε τί δέχεται ἐπίσημα ἡ Ἐπιστήμη, ἤ τί λένε οἱ σοβαροί ἐπιστήμονες γιά ἕνα συγκεκριμένο θέμα, ἀλλά μιλᾶμε γιά τό τί διδάσκεται εἰς τά Πανεπιστήμια, τί γράφεται εἰς τά πανεπιστημιακά ἐγχειρίδια, καί τί γραμμή ἀκολουθεῖται εἰς τούς ἐρευνητικούς χώρους γιά τό συγκεκριμένο αὐτό θέμα, ὅπως τό θέμα περί τῆς προελεύσεως καί φύσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι, συγκεκριμένα γιά τόν ἄνθρωπο, ἐκεῖνο πού διδάσκεται εἰς τά Πανεπιστήμια, ἐκεῖνο πού ἀναφέρεται εἰς τά ἐγχειρίδια τῆς Βιολογίας καί προβάλλεται σέ ὅλα τά ἐπιστημονικά περιοδικά, εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος προέρχεται ἀπό ἕναν κοινό πρόγονο μέ ἐκεῖνον τοῦ χιμπαντζῆ, ὅτι εἶναι ἕνα βιολογικό εἶδος δηλ., τό ὁποῖο προῆλθε, ἐξελικτικά, ἀπό τυχαῖα γεγονότα, χωρίς καμμία θεία ἐπέμβαση πού νά τόν διαφοροποιῆ ἀπό τά ζῶα, ὡς πρός τήν φύσι καί τόν προορισμό του. Ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς ὑλιστικῆς, ἤ ‘ἐπιστημονικῆς’, ἤ κατευθυνομένης, ἄν θέλετε, θεωρήσεως περί τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν Ἐπιστήμη, εἶναι ὅτι, σήμερα, ἡ σύγχρονη Ἰατρική, ἔφθασε νά θεωρῆ τόν ἄνθρωπο ὡς μηχανή μέ ζωϊκή ψυχή. Ἔτσι, στήν Ἰατρική ἐπιστήμη, τά ζωτικά ὄργανα τοῦ ἀνθρώπου θεωροῦνται ὡς ‘ἀνταλλακτικά’ πού ὑπόκεινται σέ ἀντικατάστασι ἤ διατίθενται γιά μεταμόσχευσι, τό γονιμοποιημένο του ὡάριο, τό ζυγωτό του, ἤ τό ἔμβρυο θεωροῦνται ὡς γενετικό ὑλικό ὑποκείμενο σέ πειραματισμό, σέ ἐπεμβάσεις, τροποποιήσεις καί προσθῆκες στόν γενετικό του κώδικα.
καθηγητής Ἰατρικῆς τοῦ Πανεπιστημίου Κρήτης κ. Ἠλίας Κουρούμαλης, σέ δημοσιευθέν ἄρθρο του μέ τίτλο «Ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καί ἡ εἰκονική πραγματικότηταστήν σύγχρονη ἐπιστήμη»i, ἀναφέρει, σχετικά, τά ἑξῆς:«....... Ὁ Καρτέσιος ὑπεβίβασε τόν ἄνθρωπο σέ ἐπίπεδο ἁπλῆς μηχανῆς, πού δένχρειαζόταν νά ἔχη μιάν ἀρχή. Στήν αὐταπόδεικτη αὐτή ἀνοησία, πού ὅμωςκυριάρχησε γιά δύο αἰῶνες στήν Δυτική σκέψη, ἦλθε νά προσφέρη ἐπιστημονικήκάλυψη ἡ Βιολογία καί ἡ Γενετική, στά πρῶτα βήματά τους. Ὁ Κάρολος Δαρβίνοςθεμελιώνει τήν περίφημη Ἐξελικτική Θεωρία του, ὅπου οἱ αὐτόματες μεταλλαγές στόγενετικό ὑλικό ὁδηγοῦν σέ φυσική ἐπιλογή τῶν πλέον προικισμένων νά ἐπιζήσουνεἰδῶν. Ἡ σύγχρονη Γενετική, μέ τήν ἀποκρυπτογράφηση τοῦ ἀνθρωπίνουγονιδιώματος, θριαμβολογεῖ. Ὁ ἄνθρωπος καί ἡ μύγα ἔχουν 95% κοινά γονίδια, ἄρατό ἕνα εἶδος προέρχεται ἀπό τό ἄλλο (λένε οἱ ἐξελικτικοί). Ὅμως, ἐξ ἴσου λογικό, ἄνὄχι λογικώτερο, ἀκούγεται τό ἐπιχείρημα, ὅτι αὐτή ἡ ταυτότητα γονιδίων ἁπλῶςὑποδεικνύει, ὅτι ὁ ἴδιος Δημιουργός χρησιμοποίησε τά ἴδια ὑλικά, ἀλλά μέ τόσοδιαφορετικό ἀποτέλεσμα.....».
Πιό συστηματικά, τώρα, ἡ Ἐκκλησία διδάσκει τά ἑξῆς περί τοῦ ἀνθρώπου:
Κατά τήν ᾽Ορθόδοξη Ἀνθρωπολογία, ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου πλάσθηκε ἀπό τήν Ἁγία Τριάδα νοερή, δηλ. ἄϋλη, «κατ᾽ εἰκόνα» τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός εἶναι ἕνα πνεῦμα ἀνείδεο, ἁπλό καί ἀσχημάτιστο. Κατά μία πολύ χονδροειδῆ ἀναλογία, ἁπλῆ καί ἀσχημάτιστη εἶναι καί ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, σέ σχέσι μέ τήν θεία οὐσία, εἶναι ὑλική. Σέ σχέσι, ὅμως, μέ τό ἀνθρώπινο σῶμα, εἶναι ἄϋλη. Ὁ Χριστός εἶναι τόπρωτότυποτοῦ ἀνθρώπου, νοουμένου σάν σύνολο, ἀπό ψυχή καί σῶμα. Ὁ Χριστός, ὁ σαρκωμένος Λόγος, εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ εἰς τόν κόσμον, ὁ δέ ἄνθρωπος εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ὄχι κατά τήν Θεότητα, ἀλλά κατά τήν ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἀδάμ ἐπλάσθη κατά τό μεταγενέστερο χρονικά πρωτότυπό του, πού εἶναι ὁ Χριστός. Ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ προπτωτικός ἄνθρωπος εἶναι γνησία εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ μεταπτωτικός ἄνθρωπος, δηλ. ἐμεῖς, εἴμαστε ἀμαυρωμένες εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἅγιος εἶναι καθαρή εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἁμαρτωλός εἶναι ἀμαυρωμένη εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καί καλεῖται, διά τῆς μετανοίας καί τοῦ ἁγιασμοῦ, νά γίνη καθαρή εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, δηλ. ἅγιος. Ὁ σκοπός τῆς ζωῆς μας, διδάσκει ἡ Ἐκκλησία, εἶναι νά γίνωμε καθαρές εἰκόνες τοῦ πρωτοτύπου, τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό συμβαίνει ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἁγιάση. Ἄρα, ὁ σκοπός τῆς ζωῆς μας εἶναι ὁ ἁγιασμός. Ὁ Χριστιανός, καλεῖται, σ᾽ αὐτήν τήν ζωή, νά φθάση νά ὁμοιωθῆ μέ τόν Χριστόν. Ὁ ἅγιος πού φθάνει εἰς τήν τελειότητα γίνεται ὅμοιος μέ τόν Χριστόν, κατά τήν καθαρότητα καί τήν εὐσπλαγχνία. Ὁ ἅγιος γίνεται κατά Χάριν αὐτό πού εἶναι ὁ Χριστός κατά φύσιν, ἐφ᾽ὅσον φθάση εἰς τό μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός, ὅμως, εἶναι κατά φύσιν Θεός καί κατά φύσιν ἄνθρωπος. Οἱ ἅγιοι, ὅταν φθάνουν νά γίνουν ὅμοιοι μέ τόν Χριστόν, κατά τήν εὐσπλαγχνίαν καί τήν ἀγάπην, δηλ. εἰς τό ‘καθ’ ὁμοίωσιν’, τότε γίνονται ‘θεοί κατά Χάριν’ καί δέν διαφέρουν ἀπό τόν Χριστόν παρά μόνον κατά τήν φύσιν. Δηλ., ἐνῶ ὁ Χριστός εἶναι, ὡς Θεός Λόγος, ἡ φυσική πηγή τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, οἱ ἅγιοι γίνονται καί αὐτοί πηγές τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ὅμως κατά Χάριν, λόγῳ τῆς μεθέξεώς τους εἰς τήν δόξα τοῦ Χριστοῦ.
Χριστός, λοιπόν, εἶναι τό πρωτότυπο τοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλά, ποιά εἶναι ἡ φύσις τοῦ Χριστοῦ; Ὁ Χριστός εἶναι Θεάνθρωπος. Θεός καί ἄνθρωπος. Δέν εἶναι οὔτε ἕνας ἁπλός ἄνθρωπος, οὔτε ἕνας ὑπεράνθρωπος, ὅπως τόν παρουσιάζουν οἱ ἐχθροί Του καί οἱ αἱρετικοί. Ὁ Χριστός ἔχει δύο φύσεις, ἐξ ἄκρας συλλήψεως, θεία καί ἀνθρωπίνη, «ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως» καί διηνεκῶς ἑνωμένες. Ἑνωμένες εἰς τό θεῖο Πρόσωπό Του, ἐκεῖνο τοῦ Θεοῦ Λόγου. Κατά τήν Ἀνάστασί Του, ἡ θεία Του φύσις ἑνώνει τήν ψυχή Του, πού ἦταν εἰς τόν Ἅδη, μέ τό σῶμα Του, πού ἦταν εἰς τόν τάφο, καί ἀνασταίνει τό σῶμα Του. Ὁ Χριστός ἀνεστήθη ἀφ᾽ Ἑαυτοῦ καί ἀπέδειξε ὅτι ἐστί Θεός σεσαρκωμένος. Ἀνεστήθη ἀφ᾽ Ἑαυτοῦ, ἐπειδή εἶναι Θεός καί ἄνθρωπος. Θεάνθρωπος. Οἱ ἄνθρωποι, ἐμεῖς, ἀνασταινόμεθα δυνάμει καί ἐνεργείᾳ τῆς Χάριτος τοῦ Χριστοῦ. Καί σωματικά, καί ψυχικά. Ὁ θάνατος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, πού ἔλαβε χώρα ἐπάνω εἰς τόν Σταυρόν, ἦταν ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς Του ἀπό τό σῶμα Του καί ἦταν ἕνας προσωρινός χωρισμός, ἀφοῦ σέ τρεῖς ἡμέρες ὁ Χριστός ἀνεστήθη. Ὁ θάνατος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ ἐπάνω εἰς τὀν Σταυρόν συνέβη κατά μίαν συγκεκριμένην στιγμήν. «Ὁ δὲ Ἰησοῦς πάλιν κράξας φωνῇ μεγάλῃ ἀφῆκε τὸ πνεῦμα» (Ματθ. 27, 50), «ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀφεὶς φωνὴν μεγάλην ἐξέπνευσεν» (Μάρκ. 15, 37), «καὶ φωνήσας φωνῇ μεγάλῃ ὁ Ἰησοῦς εἶπε: Πάτερ, εἰς χεῖρας σου παρατίθεμαι τὸ πνεῦμα μου. Τοῦτο δὲ εἰπὼν ἐξέπνευσε» (Λουκ. 23, 46), «ὅτε οὖν ἔλαβε τὸ ὄξος ὁ Ἰησοῦς εἶπε: Τετέλεσται. Καὶ κλίνας τὴν κεφαλὴν παρέδωκε τὸ πνεῦμα» (Ἰωάν. 19, 30). Ὁ Χριστός ἔδειξε, μέ αὐτόν τόν τρόπον, ὅτι ὁ σωματικός, ὁ βιολογικός θάνατος, ὁ χωρισμός δηλ. τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, ἐπέρχεται στιγμιαῖα. Ἔτσι, καί ὁ θάνατος τοῦκάθεἀνθρώπου ἐπέρχεταιστιγμιαῖα, δηλ. ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς του ἀπό τό σῶμα του. Ἡ πορεία ἑνός βαρέως ἀσθενοῦς πρός τόν θάνατο, ναί, εἶναι σταδιακή, ὁ θάνατος, ὅμως, καθ᾽ ἑαυτός, δηλ. ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα του, ἐπέρχεται στιγμιαῖα. Ἔτσι, ἡ ρῆσις «ὅταν ἡ θνητότητα γίνη μή ἀναστρέψιμη, ὡς διαδικασία, τότε ὁ ἄνθρωπος ἔχει πεθάνει βιολογικά», δέν εἶναι ὀρθή. Οὔτε ἡ ρῆσις «τό σῶμα παύει νά ὑπάρχη ὡς σῶμα ἀπό τήν στιγμή πού παύει νά στηρίζη τό πρόσωπο» εἶναι ὀρθή. Διότι, ὅπως θά δοῦμε παρακάτω, τό πρόσωπο ἔχει ἄμεση σχέσι μέ τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ψυχή εἶναι ἐκείνη εἰς τήν ὁποία τό πρόσωπο ὀφείλει τήν ὀντότητά του, τήν ὑπόστασί του, καί ὄχι τό σῶμα, διότι τό πρόσωπο ταυτίζεται μέ τήν πνευματική καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, τόν νοῦ του, τόν ὀφθαλμό, τό κέντρο τῆς ψυχῆς του. Καί, πῶς γνωρίζει, ἐκεῖνος πού εἶπε αὐτή τήν ρῆσι, πότε, σέ ἕναν βαρέως ἀσθενῆ, ἡ ψυχή ἀναχωρεῖ ἀπό τό σῶμα καί παύει νά στηρίζη τό πρόσωπο;
Κάποιοι, ἀναφέρουν περιστατικά ἀπό τήν ἐκκλησιαστική ζωή γιά νά ὑποστηρίξουν ὅτι ὁ βιολογικός θάνατος τοῦ σώματος δέν ταυτίζεται ἀπαραίτητα μέ τήν ἀναχώρησι τῆς ψυχῆς ἀπό αὐτό. Καί, σάν ἕνα παράδειγμα, ἀναφέρουν τήν περίπτωσι τοῦ ἁγίου Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ: «Πρῶτα, λένε, 'ἔφυγε ἡ ψυχή του' καί στήν συνέχεια πέθανε τό σῶμα του. Ἀπεβίωσε προσευχόμενος κρατῶντας στό χέρι του ἀναμμένο κερί». Σάν ἄλλο παράδειγμα ἀναφέρουν τήν περίπτωσι ἑνός Ρώσου Ἁγίου, τοῦ ἱεροδιακόνου Σεραπίωνος, τοῦ ὁποίου τό σῶμα ἐκινεῖτο καί μετά τήν ἀναχώρησι τῆς ψυχῆς του. Καί στά δύο αὐτά παραδείγματα (παρόμοια ὑπάρχουν πολλά μέσα στούς βίους τῶν Ἁγίων), ὅσοι ὑποστηρίζουν ὅτι τό σῶμα ζοῦσε μετά τήν ἀναχώρησι τῆς ψυχῆς τῶν Ἁγίων, κάνουν παρερμηνεία τῶν φαινομένων.
Ἀσφαλῶς, καί στούς Ἁγίους αὐτούς ὁ βιολογικός θάνατος ἐπῆλθε μαζί μέ τήν ἀναχώρησι τῆς ψυχῆς τους. Ὅμως, ἐπειδή ὁ Θεός ἤθελε νά τούς δοξάση, ἡ Χάρις ἐκινοῦσε τό πεθαμένο σῶμα τους. Καί τοῦτο, διότι «ὅπου Θεός βούλεται νικᾶται φύσεως τάξις». Τέτοια, ὅμως, φαινόμενα συμβαίνουν μόνο εἰς τούς ἁγίους. Παρομοίας φύσεως παρερμηνεία κάνουν οἱ ἴδιοι καί μέ τό θαυμαστό γεγονός τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, ὁ ὁποῖος περιεπάτησε κρατῶντας τήν κεφαλή του στά χέρια του μετά τήν ἀποτομή της, φαινόμενο γιά τό ὁποῖο ὑποστηρίζουν, πάλι παρερμηνεύοντας, ὅτι «ἀπό τό θαυμαστό αὐτό περιστατικό καταφαίνεται τό πῶς εἶναι δυνατόν νά παραμένη ἡ ψυχή στό σῶμα, νά συνεχίζη νά τό ζωογονῆ καί τό σῶμα νά ἔχη κάποιες ἐκδηλώσεις καί μετά τόν θάνατο». Ἐνῶ, ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἡ ψυχή τοῦ Ἁγίου εἶχε ἀναχωρήσει ἀπό τό σῶμα του κατά τήν ἀποτομή τῆς κεφαλῆς του καί ἡ Χάρις, καί ἐδῶ, ἐκινοῦσε τό σῶμα του, ἐπειδή ὁ Θεός ἤθελε νά δοξάση τόν Ἅγιο. Παλαιότερα, εἶχα καί ἐγώ τήν ἄποψι ὅτι, εἰς τήν περίπτωσι τοῦ ἁγίου Διονυσίουτοῦ Ἁρεοπαγίτου, ἡ ψυχή του δέν εἶχε ἀποχωρισθῆ ἀπό τό σῶμα του, ὅταν τό σῶμα του ἐπεριπατοῦσε. Τώρα, ὅμως, τό βλέπω πιό ἁπλᾶ, ὅτι ἡ Χάρις ἐκινοῦσε τό σῶμα του.


via