Έχουμε αναρωτηθεί ποτέ όταν δουλεύουμε, όταν σπουδάζουμε, όταν παντρευόμαστε, όταν απλά πορευόμαστε στη ζωή τι είναι αυτό στο οποίο σκοπεύουμε; Ποια είναι η αξία της ζωής μας; Οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, θεωρούμε την ευτυχία σκοπό της ζωής μας. Ας εξετάσουμε, λοιπόν, πως εννοεί ο κόσμος μας σήμερα την έννοια της ευτυχίας.
Συνήθως με την ευτυχία ορίζουμε την δημιουργία οικογένειας, την ύπαρξη της αγάπης και της φιλίας στη ζωή μας. Οι περισσότεροι πάντως, πιστεύουμε ότι ζούμε μια ζωή με σκοπό να κάνουμε πράγματα, τα οποία μας «γεμίζουν» και να περνάμε όσο γίνεται καλύτερα. Μήπως τελικά το «περνάω καλά» είναι μια αυταπάτη;
Κατά γενική ομολογία θεωρούμε ότι η ζωή μας αποκτά αξία και ευημερία, όταν αυτή γίνεται άνετη και πλαισιώνεται με πολλά υλικά αγαθά, χρήματα, ταξίδια και διασκεδάσεις. Τελικά όμως, βλέπουμε ότι παρά την παρουσία όλων αυτών στη ζωή μας, τα οποία μας δίνουν όντως κάποια πρόσκαιρη ευχαρίστηση, η ψυχή μας παραμένει άδεια…
Από την άλλη πλευρά πάλι, ούτε ένα φιλοσοφικό ή κοινωνικό σύστημα μπορεί να γεμίσει ψυχικά έναν άνθρωπο, όταν αυτό το σύστημα βγάζει από την κοινωνία τον Θεό.
Παράλληλα με την ματαιότητα αυτού του τρόπου ζωής, από μικροί μεγαλώνουμε με το άγχος της προσωπικής μας ολοκλήρωσης, αυτοπραγμάτωσης και κοινωνικής αναγνώρισης, να γίνουμε δηλαδή κάποιοι σπουδαίοι, όπως μας επέβαλε ο δυτικός τρόπος ζωής και η δυτική ψυχολογία του 20ου αιώνα μέσω του Μάσλοου (του ιδρυτή της Ανθρωπιστικής ψυχολογίας). Ένας τρόπος ζωής ξένος με την παράδοσή μας. Ένας τρόπος ζωής που μας πρότεινε ότι τελικά δεν χρειάζεται ένας άνθρωπος τον Θεό για να είναι ευτυχής και ολοκληρωμένος.
Ζούμε, λοιπόν, σήμερα μ’ έναν τρόπο σαν να πιστεύουμε ότι η ύπαρξή μας θα τελειώσει στον μάταιο αυτό κόσμο, σαν να μην έχει συνέχεια η ψυχή μας. Γι’ αυτό και προσπαθούμε να «προλάβουμε» να γεμίσουμε τη ζωή μας με όλο και περισσότερες απολαύσεις. Αυτό είναι και το σημείο – κλειδί του θέματος που εξετάζουμε.
Πώς εννοεί όμως την ευτυχία η ορθόδοξη παράδοση;
Ως χριστιανοί, πιστεύουμε στην ανάσταση και ελπίζουμε στην συνέχεια και σωτηρία της ψυχής μας, δίνοντας έτσι ουσία στον υπαρξιακό μας προσανατολισμό.
Η ορθόδοξή μας παράδοση λοιπόν, μας δίδαξε ότι η ευτυχία του ανθρώπου πηγάζει από την προσωπική και καρδιακή του σχέση με τον Θεό. Οι παλιότεροι έλεγαν για ό,τι κάνουμε, «στο Θεό να αρέσει», γι’ αυτό και οι παλαιότερες γενιές ζούσαν πιο φυσιολογικά από τη δική μας.
Γι’ αυτό το σκοπό της ζωής των χριστιανών μιλά στην προς Γαλάτας επιστολή του ο Απ. Παύλος. Και με ελάχιστες λέξεις, μας δίνει όλο το πραγματικό βάθος της: “Εγώ γαρ δια νόμου νόμω απέθανον, ίνα Θεώ ζήσω. Χριστώ συνεσταύρωμαι· ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός”. (Προς Γαλάτας β΄ 16-20). Δηλαδή, «Έχω πεθάνει στο σταυρό μαζί με το Χριστό. Και δε ζω πια εγώ, αλλά ζει στο πρόσωπό μου ο Χριστός».
«Ζω δε οuκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός», γράφει ο απόστολος Παύλος, για να φανερώσει την τεράστια αλλαγή που επέφερε στη ζωή του η πίστη του στο Χριστό. Δηλώνει χαρακτηριστικά ότι κατοικεί πλέον μέσα του ο Χριστός. Έχει αποβάλει τον παλαιό, αμαρτωλό εαυτό του, έχει νεκρώσει τις επιθυμίες του και ζει πλέον μόνο για τον Χριστό. Τον κατευθύνει η πίστη στην εφαρμογή των εντολών του Θεού, με πράξεις σύμφωνες με το θέλημά Του.
Πρώτο στοιχείο της ζωής λοιπόν κάθε αληθινού χριστιανού είναι η σταύρωση. Κατά μία έννοια και εμείς, όπως ο Χριστός, πρέπει να σταυρωθούμε και να πεθάνουμε. Με τη βάπτισή μας σταυρώνεται και πεθαίνει ο παλαιός άνθρωπος και αναδύεται ο νέος, ο ανακαινισμένος εν Χριστώ Ιησού. Το βάπτισμα στο όνομα της Αγ. Τριάδος κάνει τον άνθρωπο σύμφυτο με το θάνατο, την ταφή και την ανάσταση του Χριστού. Η κατάδυση στην κολυμβήθρα συμβολίζει το θάνατο και την ταφή του Χριστού και η ανάδυση συμβολίζει την ανάστασή Του. Στα αγιασμένα νερά της κολυμβήθρας πεθαίνει το σώμα ως όργανο της αμαρτίας, και πλέον ο άνθρωπος αποκτά τη δυνατότητα να μετέχει στο σώμα του Χριστού, στην Εκκλησία. Όταν ο διδάσκαλος της οικουμένης, «ο εύτονος δρομεύς της Χάριτος του Χριστού», ο θείος Παύλος ομιλεί γι’ αυτή την ανατροπή του παλαιού αμαρτωλού ανθρώπου και συνάμα για την οικείωση μιας νέας ζωής εν Χριστώ, εμείς δεν επιτρέπεται να παραμένουμε σε μια απλώς εξωτερική-τυπική θρησκευτικότητα. Είναι αναγκαίο να προχωρήσουμε στο του Παύλου «ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός». Οφείλουμε να εισέλθουμε στη χριστιανική βίωση του σαρκωθέντος, σταυρωθέντος και αναστάντος Χριστού. Ο άνθρωπος ο παλαιός, ο άνθρωπος της αμαρτίας που προηγουμένως ήταν το χαρακτηριστικό μου, δεν ζει πια. Δεν ζει, γιατί τον απομάκρυνα από την ζωή μου. Δεν ζει, γιατί μέσα μου κατοικεί πλέον ο Χριστός.
Από την ιερή λοιπόν εκείνη στιγμή της βαπτίσεώς του, κάθε χριστιανός είναι νεκρός για τον κόσμο. Κι όταν λέμε «κόσμος», δεν εννοούμε συλλήβδην όλους τους ανθρώπους ή όλη την κτίση, αλλά εννοούμε αυτό που είναι αντίθετο με το θέλημα του Θεού. Η προς Διόγνητον επιστολή, ένα από τα πιο όμορφα και σημαντικά κείμενα των πρώτων αποστολικών χρόνων, μας δίνει μια θαυμάσια περιγραφή της θέσης των χριστιανών στον κόσμο, μας επεξηγεί δηλαδή τί σημαίνει σταύρωση και νέκρωση του χριστιανού για τον κόσμο: «οι χριστιανοί είναι όμοιοι με όλους τους ανθρώπους. Στις ίδιες πατρίδες κατοικούν, αλλά σαν πάροικοι. Σε όλα τα κοινά μετέχουν ως πολίτες και όλα τα υπομένουν, αλλά ως ξένοι. Κάθε ξένος τόπος είναι πατρίδα τους, και κάθε πατρίδα είναι για αυτούς ξένη. Οι χριστιανοί έχουν και αυτοί σάρκα, αλλά δε ζουν σύμφωνα με τις επιθυμίες της σάρκας. Ζουν πάνω στη γη, αλλά πολιτεύονται στον ουρανό…».
Η κατά Χριστώ ζωή δεν έχει να κάνει μόνο με την άρνηση και την αποφυγή της αμαρτίας. Έχει και περιεχόμενο θετικό. Ζω τη ζωή του Χριστού σημαίνει ότι ακολουθώ, ότι μιμούμαι το Χριστό. Ο ίδιος ο Παύλος μιμήθηκε τόσο καθαρά το Χριστό, ώστε να δείχνει μέσα του σχηματισμένο τον Κύριο. Με την ακριβή του μίμηση, η ψυχή του Παύλου έγινε σχεδόν όμοια με το πρωτότυπο, ώστε να νομίζουμε πως πλέον δεν είναι ο Παύλος αυτός που ζει και γράφει επιστολές και κηρύττει, αλλά ότι ο ίδιος ο Χριστός που ζει μέσα του.
Σκοπός της ζωής του χριστιανού, σύμφωνα με τον Άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ, είναι να λάβει το Άγιον Πνεύμα και «ο καρπός του Πνεύματος (Προς Γαλάτας Επιστ. Απ. Παύλου, κεφ. ε’ – στιχ. 22-23) είναι αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, αγαθωσύνη, πίστις, πραότης, εγκράτεια…».
Ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος μας δίδαξε ότι «όταν ο άνθρωπος προσεγγίζει αυτόν τον κόσμο μέσα από τον τρόπο ζωής του, η αγάπη για τα υλικά πράγματα ριζώνει μέσα του και ταράζεται συνεχώς λόγω της φροντίδας για αυτά». Ο Άγιος Νείλος ο Μυροβλύτης και Αγιορείτης, προφητεύοντας για την εποχή μας πριν μερικούς αιώνες, είπε ότι «η εργασία του αντιχρίστου θα είναι η υπερβολική μέριμνα των αναγκών του κόσμου, ο θυσαυρισμός και η πλεονεξία».
Αληθινός χριστιανός είναι ο άνθρωπος που ζει το γεγονός του Χριστού στο είναι του, στην προσωπική του ύπαρξη, στην καθημερινή του ζωή, μέσα στην οικογένειά του, στο γραφείο του, στο κατάστημά του, στην κοινωνική του συναναστροφή, στην πόλη και στο χωριό, στην Ελλάδα και το εξωτερικό, παντού και πάντοτε. Έτσι ο Χριστός δεν είναι κάτι το δευτερεύον, δεν είναι μια θεωρία και ένα ιδεολόγημα, όπως νομίζουν μερικοί συνάνθρωποί μας. Ούτε απλώς μια ωραία ιστορική ανάμνηση για τις μεγάλες γιορτές.
Με την προς Γαλάτας επιστολή του ο Απόστολος των εθνών, απευθύνεται και σε κάποιους Ισραηλίτες προσκολλημένους στον εβραϊκό νόμο, που δεν τους άφηνε να δουν τη αλήθεια. Δεν μπορούσαν να δουν με ανεπηρέαστο νου, με αμερόληπτη σκέψη τη διδασκαλία του ευαγγελίου, που θα τους οδηγούσε προς την ζωή. Δεν άφηναν ελεύθερη την ψυχή τους να δεχθεί και να κατανοήσει και να αντέξει την αλλαγή που ζητά από όλους τους ανθρώπους ο Χριστός με το ευαγγέλιο Του. Έπρεπε να σταματήσουν να περιορίζουν την πίστη και τη θρησκεία τους στις τυπικές διατάξεις μόνο του Μωσαϊκού νόμου. Έπρεπε πλέον να ενστερνιστούν τον Κύριο μέσα τους. Έπρεπε να παύσει να ζει ο παλιός εαυτός τους. Έπρεπε να μπορούν να αναφωνούν μαζί με τον απόστολο Παύλο, «ζη δε εν εμοί Χριστός». Ζει μέσα μου ο Χριστός! Αυτό το μήνυμα προσπαθούσε να δώσει στους Γαλάτες με την επιστολή του ο Απόστολος των εθνών. Και το μήνυμα αυτό δεν το προόριζε φυσικά μόνο για τους Ισραηλίτες, αλλά και για τους εθνικούς, τους ειδωλολάτρες.
Αυτό το μήνυμα στέλνει και σε μας σήμερα. Να αποβάλουμε τον παλιό, αμαρτωλό εαυτό μας. Να πιστέψουμε βαθιά στον Χριστό. Να εφαρμόσουμε τις εντολές Του στην καθημερινή μας ζωή. Να εγκατασταθεί ο Κύριος στην ψυχή μας. Να κυριέψει το είναι μας. Ο Ιησούς Χριστός που είναι το κεντρικό και μοναδικό Πρόσωπο της ιστορίας της ανθρωπότητας, ο Λυτρωτής και Σωτήρας του κόσμου, πρέπει να είναι το κεντρικό Πρόσωπο της ζωής μου που αφήνω εκούσια να με κατευθύνει, να με εμπνέει, να με αγιάζει. Αυτό σημαίνει: πιστεύω στον Χριστό. Πίστη που δεν εξαντλείται σε μια απλή εγκυκλοπαιδική γνώση ή σε συναισθηματισμούς της στιγμής. Είναι πίστη που σηματοδοτεί την απάρνηση της αμαρτωλής ζωής και την αποδοχή της χριστιανικής διδασκαλίας και εφαρμογής της στη ζωή μου. Τότε η συγκλονιστική φράση του κορυφαίου Αποστόλου «ζω δε ουκέτι εγώ, ζή δεν εν εμοί Χριστός» γίνεται ζωντανή εμπειρία, μυστηριακή κοινωνία μαζί Του.
Αυτή τη ζωή προβάλλει στην επιστολή του ο Παύλος, αυτή και ο ίδιος έζησε, και αυτή η χριστιανική ζωή δεν είναι προσωπική ανακάλυψη ή επιλογή, αλλά φιλότιμη ανταπόκριση σε θεϊκό κάλεσμα. Δεν είναι τρόπος ζωής, αλλά κατάσταση χάριτος. Δεν φανερώνει έναν καλό άνθρωπο με ορθό κριτήριο και καλό χαρακτήρα, αλλά αποτελεί απόδειξη της αγάπης του Θεού στον άνθρωπο και του θεϊκού προορισμού του.
Συμφωνούμε όλοι οι άνθρωποι πως ό,τι πιο όμορφο και πιο ιερό, είναι η ζωή. Αυτό που ξεχωρίζει τους χριστιανούς από τους άλλους ανθρώπους, είναι ότι δεν περιορίζουμε την έννοια και το σκοπό της ζωής στην ανάπαυση και την κολακεία των αισθήσεων. Για εμάς, αξεπέραστα όμορφη και κατεξοχήν ιερή είναι η εν Χριστώ ζωή, η ζωή που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον Σωτήρα Χριστώ. Ο Άγ. Ιγνάτιος ο Θεοφόρος μας διδάσκει ότι «Ιησούς εστίν η ζωή των πιστών», και θάνατος είναι «η άνευ Χριστού ζωή».
Συνήθως με την ευτυχία ορίζουμε την δημιουργία οικογένειας, την ύπαρξη της αγάπης και της φιλίας στη ζωή μας. Οι περισσότεροι πάντως, πιστεύουμε ότι ζούμε μια ζωή με σκοπό να κάνουμε πράγματα, τα οποία μας «γεμίζουν» και να περνάμε όσο γίνεται καλύτερα. Μήπως τελικά το «περνάω καλά» είναι μια αυταπάτη;
Κατά γενική ομολογία θεωρούμε ότι η ζωή μας αποκτά αξία και ευημερία, όταν αυτή γίνεται άνετη και πλαισιώνεται με πολλά υλικά αγαθά, χρήματα, ταξίδια και διασκεδάσεις. Τελικά όμως, βλέπουμε ότι παρά την παρουσία όλων αυτών στη ζωή μας, τα οποία μας δίνουν όντως κάποια πρόσκαιρη ευχαρίστηση, η ψυχή μας παραμένει άδεια…
Από την άλλη πλευρά πάλι, ούτε ένα φιλοσοφικό ή κοινωνικό σύστημα μπορεί να γεμίσει ψυχικά έναν άνθρωπο, όταν αυτό το σύστημα βγάζει από την κοινωνία τον Θεό.
Παράλληλα με την ματαιότητα αυτού του τρόπου ζωής, από μικροί μεγαλώνουμε με το άγχος της προσωπικής μας ολοκλήρωσης, αυτοπραγμάτωσης και κοινωνικής αναγνώρισης, να γίνουμε δηλαδή κάποιοι σπουδαίοι, όπως μας επέβαλε ο δυτικός τρόπος ζωής και η δυτική ψυχολογία του 20ου αιώνα μέσω του Μάσλοου (του ιδρυτή της Ανθρωπιστικής ψυχολογίας). Ένας τρόπος ζωής ξένος με την παράδοσή μας. Ένας τρόπος ζωής που μας πρότεινε ότι τελικά δεν χρειάζεται ένας άνθρωπος τον Θεό για να είναι ευτυχής και ολοκληρωμένος.
Ζούμε, λοιπόν, σήμερα μ’ έναν τρόπο σαν να πιστεύουμε ότι η ύπαρξή μας θα τελειώσει στον μάταιο αυτό κόσμο, σαν να μην έχει συνέχεια η ψυχή μας. Γι’ αυτό και προσπαθούμε να «προλάβουμε» να γεμίσουμε τη ζωή μας με όλο και περισσότερες απολαύσεις. Αυτό είναι και το σημείο – κλειδί του θέματος που εξετάζουμε.
Πώς εννοεί όμως την ευτυχία η ορθόδοξη παράδοση;
Ως χριστιανοί, πιστεύουμε στην ανάσταση και ελπίζουμε στην συνέχεια και σωτηρία της ψυχής μας, δίνοντας έτσι ουσία στον υπαρξιακό μας προσανατολισμό.
Η ορθόδοξή μας παράδοση λοιπόν, μας δίδαξε ότι η ευτυχία του ανθρώπου πηγάζει από την προσωπική και καρδιακή του σχέση με τον Θεό. Οι παλιότεροι έλεγαν για ό,τι κάνουμε, «στο Θεό να αρέσει», γι’ αυτό και οι παλαιότερες γενιές ζούσαν πιο φυσιολογικά από τη δική μας.
Γι’ αυτό το σκοπό της ζωής των χριστιανών μιλά στην προς Γαλάτας επιστολή του ο Απ. Παύλος. Και με ελάχιστες λέξεις, μας δίνει όλο το πραγματικό βάθος της: “Εγώ γαρ δια νόμου νόμω απέθανον, ίνα Θεώ ζήσω. Χριστώ συνεσταύρωμαι· ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός”. (Προς Γαλάτας β΄ 16-20). Δηλαδή, «Έχω πεθάνει στο σταυρό μαζί με το Χριστό. Και δε ζω πια εγώ, αλλά ζει στο πρόσωπό μου ο Χριστός».
«Ζω δε οuκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός», γράφει ο απόστολος Παύλος, για να φανερώσει την τεράστια αλλαγή που επέφερε στη ζωή του η πίστη του στο Χριστό. Δηλώνει χαρακτηριστικά ότι κατοικεί πλέον μέσα του ο Χριστός. Έχει αποβάλει τον παλαιό, αμαρτωλό εαυτό του, έχει νεκρώσει τις επιθυμίες του και ζει πλέον μόνο για τον Χριστό. Τον κατευθύνει η πίστη στην εφαρμογή των εντολών του Θεού, με πράξεις σύμφωνες με το θέλημά Του.
Πρώτο στοιχείο της ζωής λοιπόν κάθε αληθινού χριστιανού είναι η σταύρωση. Κατά μία έννοια και εμείς, όπως ο Χριστός, πρέπει να σταυρωθούμε και να πεθάνουμε. Με τη βάπτισή μας σταυρώνεται και πεθαίνει ο παλαιός άνθρωπος και αναδύεται ο νέος, ο ανακαινισμένος εν Χριστώ Ιησού. Το βάπτισμα στο όνομα της Αγ. Τριάδος κάνει τον άνθρωπο σύμφυτο με το θάνατο, την ταφή και την ανάσταση του Χριστού. Η κατάδυση στην κολυμβήθρα συμβολίζει το θάνατο και την ταφή του Χριστού και η ανάδυση συμβολίζει την ανάστασή Του. Στα αγιασμένα νερά της κολυμβήθρας πεθαίνει το σώμα ως όργανο της αμαρτίας, και πλέον ο άνθρωπος αποκτά τη δυνατότητα να μετέχει στο σώμα του Χριστού, στην Εκκλησία. Όταν ο διδάσκαλος της οικουμένης, «ο εύτονος δρομεύς της Χάριτος του Χριστού», ο θείος Παύλος ομιλεί γι’ αυτή την ανατροπή του παλαιού αμαρτωλού ανθρώπου και συνάμα για την οικείωση μιας νέας ζωής εν Χριστώ, εμείς δεν επιτρέπεται να παραμένουμε σε μια απλώς εξωτερική-τυπική θρησκευτικότητα. Είναι αναγκαίο να προχωρήσουμε στο του Παύλου «ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός». Οφείλουμε να εισέλθουμε στη χριστιανική βίωση του σαρκωθέντος, σταυρωθέντος και αναστάντος Χριστού. Ο άνθρωπος ο παλαιός, ο άνθρωπος της αμαρτίας που προηγουμένως ήταν το χαρακτηριστικό μου, δεν ζει πια. Δεν ζει, γιατί τον απομάκρυνα από την ζωή μου. Δεν ζει, γιατί μέσα μου κατοικεί πλέον ο Χριστός.
Από την ιερή λοιπόν εκείνη στιγμή της βαπτίσεώς του, κάθε χριστιανός είναι νεκρός για τον κόσμο. Κι όταν λέμε «κόσμος», δεν εννοούμε συλλήβδην όλους τους ανθρώπους ή όλη την κτίση, αλλά εννοούμε αυτό που είναι αντίθετο με το θέλημα του Θεού. Η προς Διόγνητον επιστολή, ένα από τα πιο όμορφα και σημαντικά κείμενα των πρώτων αποστολικών χρόνων, μας δίνει μια θαυμάσια περιγραφή της θέσης των χριστιανών στον κόσμο, μας επεξηγεί δηλαδή τί σημαίνει σταύρωση και νέκρωση του χριστιανού για τον κόσμο: «οι χριστιανοί είναι όμοιοι με όλους τους ανθρώπους. Στις ίδιες πατρίδες κατοικούν, αλλά σαν πάροικοι. Σε όλα τα κοινά μετέχουν ως πολίτες και όλα τα υπομένουν, αλλά ως ξένοι. Κάθε ξένος τόπος είναι πατρίδα τους, και κάθε πατρίδα είναι για αυτούς ξένη. Οι χριστιανοί έχουν και αυτοί σάρκα, αλλά δε ζουν σύμφωνα με τις επιθυμίες της σάρκας. Ζουν πάνω στη γη, αλλά πολιτεύονται στον ουρανό…».
Η κατά Χριστώ ζωή δεν έχει να κάνει μόνο με την άρνηση και την αποφυγή της αμαρτίας. Έχει και περιεχόμενο θετικό. Ζω τη ζωή του Χριστού σημαίνει ότι ακολουθώ, ότι μιμούμαι το Χριστό. Ο ίδιος ο Παύλος μιμήθηκε τόσο καθαρά το Χριστό, ώστε να δείχνει μέσα του σχηματισμένο τον Κύριο. Με την ακριβή του μίμηση, η ψυχή του Παύλου έγινε σχεδόν όμοια με το πρωτότυπο, ώστε να νομίζουμε πως πλέον δεν είναι ο Παύλος αυτός που ζει και γράφει επιστολές και κηρύττει, αλλά ότι ο ίδιος ο Χριστός που ζει μέσα του.
Σκοπός της ζωής του χριστιανού, σύμφωνα με τον Άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ, είναι να λάβει το Άγιον Πνεύμα και «ο καρπός του Πνεύματος (Προς Γαλάτας Επιστ. Απ. Παύλου, κεφ. ε’ – στιχ. 22-23) είναι αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, αγαθωσύνη, πίστις, πραότης, εγκράτεια…».
Ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος μας δίδαξε ότι «όταν ο άνθρωπος προσεγγίζει αυτόν τον κόσμο μέσα από τον τρόπο ζωής του, η αγάπη για τα υλικά πράγματα ριζώνει μέσα του και ταράζεται συνεχώς λόγω της φροντίδας για αυτά». Ο Άγιος Νείλος ο Μυροβλύτης και Αγιορείτης, προφητεύοντας για την εποχή μας πριν μερικούς αιώνες, είπε ότι «η εργασία του αντιχρίστου θα είναι η υπερβολική μέριμνα των αναγκών του κόσμου, ο θυσαυρισμός και η πλεονεξία».
Αληθινός χριστιανός είναι ο άνθρωπος που ζει το γεγονός του Χριστού στο είναι του, στην προσωπική του ύπαρξη, στην καθημερινή του ζωή, μέσα στην οικογένειά του, στο γραφείο του, στο κατάστημά του, στην κοινωνική του συναναστροφή, στην πόλη και στο χωριό, στην Ελλάδα και το εξωτερικό, παντού και πάντοτε. Έτσι ο Χριστός δεν είναι κάτι το δευτερεύον, δεν είναι μια θεωρία και ένα ιδεολόγημα, όπως νομίζουν μερικοί συνάνθρωποί μας. Ούτε απλώς μια ωραία ιστορική ανάμνηση για τις μεγάλες γιορτές.
Με την προς Γαλάτας επιστολή του ο Απόστολος των εθνών, απευθύνεται και σε κάποιους Ισραηλίτες προσκολλημένους στον εβραϊκό νόμο, που δεν τους άφηνε να δουν τη αλήθεια. Δεν μπορούσαν να δουν με ανεπηρέαστο νου, με αμερόληπτη σκέψη τη διδασκαλία του ευαγγελίου, που θα τους οδηγούσε προς την ζωή. Δεν άφηναν ελεύθερη την ψυχή τους να δεχθεί και να κατανοήσει και να αντέξει την αλλαγή που ζητά από όλους τους ανθρώπους ο Χριστός με το ευαγγέλιο Του. Έπρεπε να σταματήσουν να περιορίζουν την πίστη και τη θρησκεία τους στις τυπικές διατάξεις μόνο του Μωσαϊκού νόμου. Έπρεπε πλέον να ενστερνιστούν τον Κύριο μέσα τους. Έπρεπε να παύσει να ζει ο παλιός εαυτός τους. Έπρεπε να μπορούν να αναφωνούν μαζί με τον απόστολο Παύλο, «ζη δε εν εμοί Χριστός». Ζει μέσα μου ο Χριστός! Αυτό το μήνυμα προσπαθούσε να δώσει στους Γαλάτες με την επιστολή του ο Απόστολος των εθνών. Και το μήνυμα αυτό δεν το προόριζε φυσικά μόνο για τους Ισραηλίτες, αλλά και για τους εθνικούς, τους ειδωλολάτρες.
Αυτό το μήνυμα στέλνει και σε μας σήμερα. Να αποβάλουμε τον παλιό, αμαρτωλό εαυτό μας. Να πιστέψουμε βαθιά στον Χριστό. Να εφαρμόσουμε τις εντολές Του στην καθημερινή μας ζωή. Να εγκατασταθεί ο Κύριος στην ψυχή μας. Να κυριέψει το είναι μας. Ο Ιησούς Χριστός που είναι το κεντρικό και μοναδικό Πρόσωπο της ιστορίας της ανθρωπότητας, ο Λυτρωτής και Σωτήρας του κόσμου, πρέπει να είναι το κεντρικό Πρόσωπο της ζωής μου που αφήνω εκούσια να με κατευθύνει, να με εμπνέει, να με αγιάζει. Αυτό σημαίνει: πιστεύω στον Χριστό. Πίστη που δεν εξαντλείται σε μια απλή εγκυκλοπαιδική γνώση ή σε συναισθηματισμούς της στιγμής. Είναι πίστη που σηματοδοτεί την απάρνηση της αμαρτωλής ζωής και την αποδοχή της χριστιανικής διδασκαλίας και εφαρμογής της στη ζωή μου. Τότε η συγκλονιστική φράση του κορυφαίου Αποστόλου «ζω δε ουκέτι εγώ, ζή δεν εν εμοί Χριστός» γίνεται ζωντανή εμπειρία, μυστηριακή κοινωνία μαζί Του.
Αυτή τη ζωή προβάλλει στην επιστολή του ο Παύλος, αυτή και ο ίδιος έζησε, και αυτή η χριστιανική ζωή δεν είναι προσωπική ανακάλυψη ή επιλογή, αλλά φιλότιμη ανταπόκριση σε θεϊκό κάλεσμα. Δεν είναι τρόπος ζωής, αλλά κατάσταση χάριτος. Δεν φανερώνει έναν καλό άνθρωπο με ορθό κριτήριο και καλό χαρακτήρα, αλλά αποτελεί απόδειξη της αγάπης του Θεού στον άνθρωπο και του θεϊκού προορισμού του.
Συμφωνούμε όλοι οι άνθρωποι πως ό,τι πιο όμορφο και πιο ιερό, είναι η ζωή. Αυτό που ξεχωρίζει τους χριστιανούς από τους άλλους ανθρώπους, είναι ότι δεν περιορίζουμε την έννοια και το σκοπό της ζωής στην ανάπαυση και την κολακεία των αισθήσεων. Για εμάς, αξεπέραστα όμορφη και κατεξοχήν ιερή είναι η εν Χριστώ ζωή, η ζωή που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον Σωτήρα Χριστώ. Ο Άγ. Ιγνάτιος ο Θεοφόρος μας διδάσκει ότι «Ιησούς εστίν η ζωή των πιστών», και θάνατος είναι «η άνευ Χριστού ζωή».
Τι όμως αποτελεί απόδειξη αυθεντικού χριστιανικού βιώματος, αυτής της επίγνωσης του πραγματικού σκοπού της ζωής μας;
Η εσωτερική λαχτάρα και αναμονή, η βαθιά ενδόμυχη προσδοκία, αυτό που οι Πατέρες ονομάζουν «τρώσιν», φάγωμα της ψυχής, η διαρκής ετοιμότητα ότι έρχεται ο Κύριος να επισκεφθεί και τη δική μου ψυχή, να μπει και στη δική μου ζωή, ότι έρχεται να αλλάξει, να μεταστρέψει, να μεταμορφώσει, να ανακαινίσει τα χαρακτηριστικά και του δικού μου βίου, και τα ιδιώματα και του δικού μου προσώπου, αυτές οι εμπειρίες αποτελούν απόδειξη αυθεντικού χριστιανικού βιώματος. Αυτές οι αυθόρμητες πνευματικές εκρήξεις, είναι αποτέλεσμα «ψυχής ωδινούσης και «προσδοκώσης την παρουσίαν Εκείνου». Δεν είναι η αλλαγή που προκαλεί το γνήσιο χριστιανικό βίωμα. Αυτή θα μπορούσε να γεννήσει και έπαρση και υπερηφάνεια. Αλλά είναι ο ενεργών την αλλαγή, ο Χριστός. Αυτός που αποτελεί την εγγύηση του βιώματος και την απόδειξη του παράλληλου μεγαλείου του, Αυτός που φανερώνεται μέσα από αυτήν. Αυτές οι αυθόρμητες πνευματικές εκρήξεις, είναι αποτέλεσμα «ψυχής ωδινούσης και «προσδοκώσης την παρουσίαν Εκείνου».
Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί ότι ο ενθουσιασμός για την ανακάλυψη και αποκάλυψη του σκοπού τη ζωής των τότε αποστόλων και μαθητών, δεν ήταν μια απλή έκφραση χαράς και έκπληξης ή αγνής διαθέσεως, αλλά είχε τα στοιχεία μιας μεγαλειώδους ομολογίας πίστεως, ομολογίας την οποία κρατάει η Εκκλησία ως θησαυρό στα χέρια Της. Τον ομολόγησαν από την αρχή ως Θεό. Και όχι μόνο αυτό. Έκαναν ακόμη ένα βήμα: κατέστησαν κοινωνούς της δικής τους πίστεως και τους ανθρώπους του περιβάλλοντος τους. Διέδωσαν αμέσως το μήνυμα, το κοινοποίησαν. Ο Ανδρέας «ήγαγε τον Σίμωνα προς τον Ιησούν», ο Φίλιππος απευθύνεται στο Ναθαναήλ: «έρχου και ίδε», έλα και συ να δεις, έλα κι εσύ να γευθείς. Αυτό το στοιχείο της κοινωνίας του θησαυρού της αγάπης του Θεού, που ξεχειλίζει από μέσα μας και εκφράζεται ως η πιο λεπτή και η πιο ωραία εκδήλωση της δικής μας αγάπης προς τους συνανθρώπους και τους αδελφούς μας, αυτό αποτελεί ένα ακόμη γνώρισμα του αυθεντικού χριστιανικού βιώματος, της αυθεντικής θέωσης του κάθε ανθρώπου σαν σκοπό της ζωής του.
Η αυθεντικότητα του βιώματος, του σκοπού της ζωής του χριστιανού, δεν ταυτίζεται με πομπώδη έκφραση, πληθωρικό εντυπωσιασμό, αιφνιδιασμό και έκπληξη ή κοσμικό θαυμασμό. Το χριστιανικό βίωμα είναι μυστικό, είναι βαθύ και εσωτερικό. Το βίωμα της Χαναναίας, η οποία δέχθηκε ο Κύριος να τη συγκρίνει με τα σκυλάκια, του Ζακχαίου που ομολόγησε δημόσια τις αδικίες του, της αιμορροούσης που κρυφά απέσπασε δύναμη από το Θεό, αποτελούν υποδείγματα αυθεντικότητας. Κανείς δεν πρόσεξε αυτούς τους ανθρώπους. Ούτε οι μαθητές. Ο Κύριος όμως ακούει τις κραυγές της Χαναναίας, βλέπει και καλεί ο ίδιος τον Ζακχαίο, αισθάνεται το άγγιγμα της αιμορροούσης. Γι΄ αυτό και ξεχώρισε τη Χαναναία παρακάμπτοντας τους αποστόλους, τον Ζακχαίο διακρίνοντάς τον μέσα από το πλήθος, την αιμορροούσα αισθανόμενος την ιδιαιτερότητα του αγγίγματος της. Το αυθεντικό βίωμα, η ανάγκη της μόνιμης παρουσίας του Χριστού στη ζωή μας, η ανάγκη του να ζει Εκείνος μέσα μας, πείθει και επιβάλλεται και στις δυσκολότερες και πιο αντίξοες συνθήκες. Επισύρει επάνω του το βλέμμα του Θεού, ξεχωρίζει τον άνθρωπο κι όταν αυτός σκεπάζεται από το πλήθος, την αδιαφορία του κόσμου, τη δική του ασημαντότητα. Ο γνήσιος χριστιανός είναι ασφαλής δεν φοβάται τίποτε, εμπιστεύεται εύκολα, συμπαθεί, αναδίδει σιγουριά και αίσθηση καθαρότητος.
Ζω κατά Χριστόν λοιπόν, σημαίνει ότι θέλουμε να έχουμε «νουν Χριστού», να σκεπτόμαστε και να φρονούμε όπως ο Χριστός, να ενεργούμε και να πράττουμε όπως ενεργούσε Εκείνος. Πρότυπο της ζωής μας είναι η θεανθρώπινη ζωή του Κυρίου.
Κάτι που αποδεικνύει ότι ο Χριστός ζει μέσα μας, είναι η υποταγή του θελήματός μας στο δικό Του θέλημα. Όποιος επιθυμεί να είναι μαθητής του Χριστού, δεν έχει άλλο δρόμο παρά να αναζητά και να φτάνει στην επίγνωση του θελήματος του Χριστού και παράλληλα να αγωνίζεται αυτό το θείο θέλημα να εφαρμόζει.
Αφού αυτός είναι ο σκοπός της ύπαρξής του: το να γίνει ένα με τον Ουράνιο Πατέρα του.
Η εσωτερική λαχτάρα και αναμονή, η βαθιά ενδόμυχη προσδοκία, αυτό που οι Πατέρες ονομάζουν «τρώσιν», φάγωμα της ψυχής, η διαρκής ετοιμότητα ότι έρχεται ο Κύριος να επισκεφθεί και τη δική μου ψυχή, να μπει και στη δική μου ζωή, ότι έρχεται να αλλάξει, να μεταστρέψει, να μεταμορφώσει, να ανακαινίσει τα χαρακτηριστικά και του δικού μου βίου, και τα ιδιώματα και του δικού μου προσώπου, αυτές οι εμπειρίες αποτελούν απόδειξη αυθεντικού χριστιανικού βιώματος. Αυτές οι αυθόρμητες πνευματικές εκρήξεις, είναι αποτέλεσμα «ψυχής ωδινούσης και «προσδοκώσης την παρουσίαν Εκείνου». Δεν είναι η αλλαγή που προκαλεί το γνήσιο χριστιανικό βίωμα. Αυτή θα μπορούσε να γεννήσει και έπαρση και υπερηφάνεια. Αλλά είναι ο ενεργών την αλλαγή, ο Χριστός. Αυτός που αποτελεί την εγγύηση του βιώματος και την απόδειξη του παράλληλου μεγαλείου του, Αυτός που φανερώνεται μέσα από αυτήν. Αυτές οι αυθόρμητες πνευματικές εκρήξεις, είναι αποτέλεσμα «ψυχής ωδινούσης και «προσδοκώσης την παρουσίαν Εκείνου».
Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί ότι ο ενθουσιασμός για την ανακάλυψη και αποκάλυψη του σκοπού τη ζωής των τότε αποστόλων και μαθητών, δεν ήταν μια απλή έκφραση χαράς και έκπληξης ή αγνής διαθέσεως, αλλά είχε τα στοιχεία μιας μεγαλειώδους ομολογίας πίστεως, ομολογίας την οποία κρατάει η Εκκλησία ως θησαυρό στα χέρια Της. Τον ομολόγησαν από την αρχή ως Θεό. Και όχι μόνο αυτό. Έκαναν ακόμη ένα βήμα: κατέστησαν κοινωνούς της δικής τους πίστεως και τους ανθρώπους του περιβάλλοντος τους. Διέδωσαν αμέσως το μήνυμα, το κοινοποίησαν. Ο Ανδρέας «ήγαγε τον Σίμωνα προς τον Ιησούν», ο Φίλιππος απευθύνεται στο Ναθαναήλ: «έρχου και ίδε», έλα και συ να δεις, έλα κι εσύ να γευθείς. Αυτό το στοιχείο της κοινωνίας του θησαυρού της αγάπης του Θεού, που ξεχειλίζει από μέσα μας και εκφράζεται ως η πιο λεπτή και η πιο ωραία εκδήλωση της δικής μας αγάπης προς τους συνανθρώπους και τους αδελφούς μας, αυτό αποτελεί ένα ακόμη γνώρισμα του αυθεντικού χριστιανικού βιώματος, της αυθεντικής θέωσης του κάθε ανθρώπου σαν σκοπό της ζωής του.
Η αυθεντικότητα του βιώματος, του σκοπού της ζωής του χριστιανού, δεν ταυτίζεται με πομπώδη έκφραση, πληθωρικό εντυπωσιασμό, αιφνιδιασμό και έκπληξη ή κοσμικό θαυμασμό. Το χριστιανικό βίωμα είναι μυστικό, είναι βαθύ και εσωτερικό. Το βίωμα της Χαναναίας, η οποία δέχθηκε ο Κύριος να τη συγκρίνει με τα σκυλάκια, του Ζακχαίου που ομολόγησε δημόσια τις αδικίες του, της αιμορροούσης που κρυφά απέσπασε δύναμη από το Θεό, αποτελούν υποδείγματα αυθεντικότητας. Κανείς δεν πρόσεξε αυτούς τους ανθρώπους. Ούτε οι μαθητές. Ο Κύριος όμως ακούει τις κραυγές της Χαναναίας, βλέπει και καλεί ο ίδιος τον Ζακχαίο, αισθάνεται το άγγιγμα της αιμορροούσης. Γι΄ αυτό και ξεχώρισε τη Χαναναία παρακάμπτοντας τους αποστόλους, τον Ζακχαίο διακρίνοντάς τον μέσα από το πλήθος, την αιμορροούσα αισθανόμενος την ιδιαιτερότητα του αγγίγματος της. Το αυθεντικό βίωμα, η ανάγκη της μόνιμης παρουσίας του Χριστού στη ζωή μας, η ανάγκη του να ζει Εκείνος μέσα μας, πείθει και επιβάλλεται και στις δυσκολότερες και πιο αντίξοες συνθήκες. Επισύρει επάνω του το βλέμμα του Θεού, ξεχωρίζει τον άνθρωπο κι όταν αυτός σκεπάζεται από το πλήθος, την αδιαφορία του κόσμου, τη δική του ασημαντότητα. Ο γνήσιος χριστιανός είναι ασφαλής δεν φοβάται τίποτε, εμπιστεύεται εύκολα, συμπαθεί, αναδίδει σιγουριά και αίσθηση καθαρότητος.
Ζω κατά Χριστόν λοιπόν, σημαίνει ότι θέλουμε να έχουμε «νουν Χριστού», να σκεπτόμαστε και να φρονούμε όπως ο Χριστός, να ενεργούμε και να πράττουμε όπως ενεργούσε Εκείνος. Πρότυπο της ζωής μας είναι η θεανθρώπινη ζωή του Κυρίου.
Κάτι που αποδεικνύει ότι ο Χριστός ζει μέσα μας, είναι η υποταγή του θελήματός μας στο δικό Του θέλημα. Όποιος επιθυμεί να είναι μαθητής του Χριστού, δεν έχει άλλο δρόμο παρά να αναζητά και να φτάνει στην επίγνωση του θελήματος του Χριστού και παράλληλα να αγωνίζεται αυτό το θείο θέλημα να εφαρμόζει.
Αφού αυτός είναι ο σκοπός της ύπαρξής του: το να γίνει ένα με τον Ουράνιο Πατέρα του.