«Ιδών δε ο Κύριος τους όχλους ανέβη είς το όρος, και καθίσαντος αυτού προσήλθον αυτώ οι μαθηται αυτού, και ανοίξας το στόμα αυτού εδίδασκεν αυτούς λέγων· Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών εστίν η βασιλεία των ουρανών. Μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται. Μακάριοι οί πραείς, ότι αυτοί κληρονομήσουσι την γήν. Μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην, ότι αυτοί χορτασθήσονται. Μακάριοι οι ελεήμονες, ότι αυτοί ελεηθήσονται. Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται. Μακάριοι οι ειρηνοποιοί, ότι αυτοί υιοί Θεού κληθήσονται· Μακάριοι οι δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης, ότι αυτών εστίν η βασιλεία των ουρανών. Μακάριοι εστέ, όταν ονειδίσωσιν υμάς και διώξωσιν υμάς και είπωσι πάν πονηρόν ρήμα καθ’ υμών ψευδόμενοι ένεκεν εμού. Χαίρετε και αγαλλιάσθε, ότι ο μισθός υμών πολύς εν τοις ουρανοίς· ούτω γαρ έδιωξαν τους προφήτας τους προ υμών». | Όταν είδε ο Ιησούς τα πλήθη του λαού, ανέβηκε στο όρος. Και όταν κάθισε, ήλθαν οι μαθητές αυτού κοντά του. Τότε άνοιξε το στόμα του και άρχισε να τους διδάσκει λέγοντας: Μακάριοι είναι οι απλοί και ταπεινόφρονες, γιατί σ' αυτούς ανήκει η Βασιλεία των ουρανών. Μακάριοι είναι εκείνοι, που πενθούν, γιατί αυτοί θα παρηγορηθούν. Μακάριοι είναι οι πράοι, γιατί αυτοί θα κληρονομήσουν τη γη. Μακάριοι είναι εκείνοι που πεινούν και διψούν τη δικαιοσύνη, γιατί αυτοί θα χορτάσουν. Μακάριοι είναι οι ελεήμονες, γιατί αυτοί θα ελεηθούν. Μακάριοι είναι εκείνοι που έχουν καθαρή καρδιά, γιατί αυτοί θα δουν το Θεό. Μακάριοι είναι οι ειρηνοποιοί, γιατί αυτοί θα ονομαστούν παιδιά του Θεού. Μακάριοι είναι εκείνοι, που καταδιώκονται για χάρη της δικαιοσύνης, γιατί σ' αυτούς ανήκει η Βασιλεία των ουρανών. Μακάριοι θα είστε, όταν θα σας βρίσουν και σας καταδιώξουν και πουν εναντίον σας κάθε κακό λόγο, λέγοντας ψέματα εξαιτίας μου. Τότε να χαίρεστε και να αγαλλιάστε, γιατί η ανταμοιβή σας θα είναι μεγάλη στους ουρανούς. Έτσι ακριβώς κυνήγησαν τους προφήτες, που έζησαν πριν από σας. |
«Ηκούσατε ότι ερρέθη τοίς αρχαίοις, ου φονεύσεις· ός δ' αν φονεύση, ένοχος έσται τη κρίσει. Εγώ δε λέγω υμίν ότι πάς ο οργιζόμενος τω αδελφώ αυτού εική ένοχος έσται τη κρίσει· ός δ' αν είπη τω αδελφώ αυτού ρακά, ένοχος έσται τω συνεδρίω· ός δ' αν είπη μωρέ, ένοχος έσται εις την γέενναν του πυρός. Εάν ούν προσφέρης το δώρον σου επί το θυσιαστήριον κακεί μνησθής ότι ο αδελφός σου έχει τι κατά σου, άφες εκεί το δώρόν σου έμπροσθεν του θυσιαστηρίου, και ύπαγε πρώτον διαλλάγηθι τω αδελφώ σου, και τότε ελθών πρόσφερε το δώρόν σου». | Έχετε ακούσει πως είπαν στους αρχαίους (Εβραίους) μη φονεύσεις· όποιος όμως φονεύσει θα είναι ένοχος και πρέπει να δικαστεί (στο τοπικό δικαστήριο). Εγώ όμως σας λέγω πως καθένας που οργίζεται χωρίς λόγο εναντίον του αδελφού του, είναι ένοχος και πρέπει να δικαστεί (στο τοπικό δικαστήριο). Εκείνος δε που θα πει στον αδελφό του, ρακά (= ανόητε) είναι ένοχος και πρέπει να δικαστεί από το συνέδριο (= ανώτατο δικαστήριο των Ιουδαίων). Εκείνος πάλι που θα πει μωρέ (= βλάκα) είναι ένοχος και θα πρέπει να παραδοθεί στη γέεννα του πυρός. Όταν προσφέρεις το δώρο σου στο θυσιαστήριο και εκεί θυμηθείς, πως ο αδελφός σου έχει κάποιο παράπονο εναντίον σου, τότε άφησε το δώρο σου μπροστά στο θυσιαστήριο και πήγαινε πρώτα να συμφιλιωθείς με τον αδελφό σου και τότε αφού ξαναέλθεις πρόσφερε το δώρο σου. |
«Ηκούσατε ότι ερρέθη οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος. Εγώ δε λέγω υμίν μη αντιστήναι τω πονηρώ· αλλ' όστις σε ραπίσει επί την δεξιάν σιαγόνα, στρέψον αυτώ και την άλλην. Και τω θέλοντι σοι κριθήναι και τον χιτώνα σου λαβείν, άφες αυτώ και το ιμάτιον και όστις σε άγγαρεύσει μίλιον εν, ύπαγε μετ' αυτού δύο· τω αιτούντι σε δίδου και τον θέλοντα από σου δανείσασθαι μη αποστραφής». | Έχετε ακούσει πως είπαν, αν ένας σου βγάλει το μάτι η το δόντι να ζητήσεις από τη δημόσια εξουσία να του βγάλουν μόνον ένα μάτι η δόντι. Εγώ όμως σας λέγω να μην αντισταθείτε καθόλου στον πονηρό (σ' αυτόν που επιτίθεται), αλλά όποιος σε χτυπήσει στο δεξί σαγόνι, εσύ να του στρέψεις και το άλλο. Και σ' εκείνον που θέλει να σου πάρει δικαστικά το πουκάμισο, εσύ άφησε του και το πανωφόρι. Και όποιος σε αγγαρεύσει για ένα μίλι, εσύ πήγαινε μαζί του δυο. Να δίνεις σ' όποιον σου ζητεί και σ' εκείνον που ζητεί δανεικά να μην τ' αρνηθείς. |
«Ηκούσατε ότι ερρέθη, αγαπήσεις τον πλησίον σου και μισήσεις τον εχθρόν σου. Εγώ δε λέγω υμίν, αγαπάτε τους εχθρούς υμών, ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς. Και προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς και διωκόντων υμάς, όπως γένησθε υιοί του πατρός υμών του εν ουρανοίς, ότι τον ήλιον αυτού ανατέλλει επί πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους. Εάν γαρ αγαπήσητε τους αγαπώντας υμάς, τίνα μισθό ν έχετε; ουχί και οι τελώναι το αυτό ποιούσι; και εάν ασπάσησθε τους φίλους υμών μόνον, τι περισσόν ποιείτε; ουχί και οί τελώναι ούτω ποιούσιν; Έσεσθε ούν ύμείς τέλειοι, ώσπερ ο πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς τέλειος εστίν». | Έχετε ακούσει πως είπαν, να αγαπάς τον πλησίον σου και να μισείς τον εχθρό σου. Εγώ όμως σας λέγω, αγαπάτε τους εχθρούς σας, ευλογείτε εκείνους που σας καταριούνται, ευεργετείτε εκείνους που σας μισούν και προσεύχεσθε για εκείνους που σας μεταχειρίζονται άσχημα και σας καταδιώκουν. Έτσι θα γίνετε παιδιά του Πατέρα σας, που είναι στους ουρανούς, γιατί αυτός ανατέλλει τον ήλιο και για τους πονηρούς και τους αγαθούς και βρε- χει και για τους δίκαιους και τους άδικους. Αν αγαπήσετε αυτούς, που σας αγαπούν ποια ανταμοιβή θα έχετε; Το ίδιο ακριβώς δεν κάνουν με τη διαγωγή τους και οι τελώνες; Και αν χαιρετάτε μόνο τους φίλους σας, τι περισσότερο κάνετε; Δεν κάνουν το ίδιο και οι τελώνες; Να είστε λοιπόν τέλειοι, όπως και ο Πατέρας σας ο ουράνιος είναι τέλειος. |
«Προσέχετε την ελεημοσύνην υμών μη ποιείν έμπροσθεν των ανθρώπων προς το θεαθήναι αυτοίς εί δε μήγε, μισθόν ουκ έχετε παρά τω πατρι υμών τω εν τοις ουρανοίς. Όταν ούν ποιής ελεημοσύνην, μη σαλπίσης έμπροσθεν σου, ώσπερ οί υποκριταί ποιούσιν εν ταις συναγωγαίς και εν ταίς ρύμαις, όπως δοξασθώσιν υπό των ανθρώπων. αμήν λέγω υμίν, απέχουσι τον μισθόν αυτών. Σού δε ποιούντος ελεημοσύνην μη γνώτω η αριστερά σου, τι ποιεί η δεξιά σου, όπως η σου η ελεημοσύνη εν τω κρυπτώ, και ο πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρυπτώ αποδώσει σοι εν τω φανερώ». | Προσέχετε να μην κάνετε την ελεημοσύνη σας μπροστά στους ανθρώπους για να σας βλέπουν. Αλλιώτικα δε θα έχετε ανταμοιβή από τον Πατέρα σας που είναι στους ουρανούς. Όταν λοιπόν κάνεις ελεημοσύνη, μη το διαλαλείς μπροστά σου, όπως κάνουν οι υποκριτές στις συναγωγές και στους πολυσύχναστους δρόμους για να τους θαυμάζουν οι άλλοι άνθρωποι. Σας λέγω αλήθεια, πως αυτοί έχουν πάρει το μισθό. τους. Όταν κάνεις ελεημοσύνη, ας μη γνωρίζει το αριστερό σου χέρι τι κάνει το δεξί, για να γίνεται η ελεημοσύνη σου στα κρυφά. Ο Πατέρας σου, που βλέπει τι γίνεται στα κρυφά, θα σε ανταμείψει στα φανερά. |
«Και όταν προσευχή, ουκ έση ώσπερ οι υποκριταί, ότι φιλούσιν εν ταίς συναγωγαίς και εν ταις γωνίαις των πλατειών εστώτες προσεύχεσθαι, όπως αν φανώσι τοις ανθρώποις- αμήν λέγω υμίν ότι απέχουσι τον μισθόν αυτών. Συ δε όταν προσεύχη, είσελθε εις το ταμιείόν σου, και κλείσας την θύραν σου πρόσευξαι τω πατρί σου τω εν τω κρυπτώ, και ο πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρυπτώ αποδώσει σοι εν τω φανερώ. Προσευχόμενοι δε μη βαττολογήσητε ώσπερ οι εθνικοί· δοκούσι γαρ ότι εν τη πολυλογία αυτών εισακουσθήσονται. Μη ούν ομοιωθήτε αύτοίς· οίδε γαρ ο πατήρ υμών ων χρείαν έχετε προ του υμάς αιτήσαι αυτόν. Ούτως ούν προσεύχεσθε ύμείς· Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς· αγιασθήτω το όνομα σου· ελθέτω η βασιλεία σου· γενηθήτω το θέλημα σου, ως εν ουρανώ και επί της γης· τον άρτον ημών τον επιούσιον δός ημίν σήμερον και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών και μη εισενέγκης ημάς είς πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού. Ότι σου εστίν η βασιλεία και η δύναμις και η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν». | Και όταν προσεύχεσαι να μην είσαι, όπως οι υποκριτές, που τους αρέσει να προσεύχονται όρθιοι στις συναγωγές και στις γωνίες των πλατειών, για να τους βλέπουν οι άνθρωποι. Σας βεβαιώνω αληθινά, πως αυτοί έχουν πάρει την ανταμοιβή τους. Αλλά εσύ, όταν προσεύχεσαι, κλείσου στο πιο απόμερο δωμάτιο, κλείσε την πόρτα και προσευχήσου στον Πατέρα σου, που είναι παρών εκεί στο κρυφό μέρος. Και ο Πατέρας σου που βλέπει τι γίνεται στα κρυφά, θα σε ανταμείψει στα φανερά. Όταν προσεύχεσθε να μη λέτε πολλά και ανόητα, όπως ακριβώς κάνουν οι εθνικοί, που νομίζουν πως με την πολυλογία τους θα εισακουστούν. Μη γίνεστε λοιπόν όμοιοι μ' αυτούς, γιατί ο Πατέρας σας γνωρίζει πολύ καλά αυτά που χρειάζεστε πριν ακόμη του το ζητήσετε. Να λοιπόν, πώς να προσεύχεσθε: Πατέρα μας επουράνιε, ας είναι άγιο το όνομα σου· ας έλθει γι βασιλεία σου· ας γίνει το θέλημα σου, όπως γίνεται στον ουρανό, έτσι και στη γη. Το καθημερινό μας ψωμί δωσ’ μας για σήμερα και συχώρεσε ό,τι κακό σου έχουμε κάνει, όπως και μεις ακριβώς συγχωρούμε εκείνους που μας έχουν κάνει κακό. Και μη μας αφήνεις να πέσουμε σε πειρασμό, αλλά σώσε μας από τον πονηρό. Γιατί δική σου είναι η βασιλεία και η δύναμη και η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν». |
«Μη θησαυρίζετε υμίν θησαυρούς επί της γης, οπού σης και βρώσις αφανίζει, και όπου κλέπται διορύσσουσι και κλέπτουσι· θησαυρίζετε δε υμίν θησαυρούς εν ουρανώ, όπου ούτε σης ούτε βρώσις αφανίζει, και όπου κλέπται ου διορύσσουσιν ουδέ κλέπτουσιν· όπου γαρ εστίν ο θησαυρός υμών, εκεί έσται και η καρδία υμών. Ο λύχνος του σώματος εστίν ο οφθαλμός· εάν ουν ο οφθαλμός σου απλούς ή, όλον το σώμα σου φωτεινόν έσται· εάν δε ο οφθαλμός σου πονηρός ή, όλον το σώμα σου σκοτεινόν έσται. Ει ουν το φως το εν σοι σκότος εστί, το σκότος πόσον; Ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν· ή γαρ τον ένα μισήσει και τον έτερον αγαπήσει η ενός ανθέξεται και' του ετέρου καταφρονήσει. Ου δύνασθε Θεώ δουλεύειν και μαμμωνά. Δια τούτο λέγω υμίν, μη μεριμνάτε τη ψυχή υμών τι φάγητε και τι πίητε, μηδέ τω σώματι υμών τι ενδύσησθε· ουχί η ψυχή πλειόν εστί της τροφής και το σώμα του ενδύματος; εμβλέψετε εις τα πετεινά του ουρανού, ότι ου σπείρουσιν ουδέ θερίζουσιν ουδέ συνάγουσιν εις αποθήκας, και ο πατήρ υμών ο ουράνιος τρέφει αυτά· ούχ υμείς μάλλον διαφέρετε αυτών; τις δε εξ υμών μεριμνών δύναται προσθείναι επί την ηλικίαν αυτού πήχυν ένα; και περί ενδύματος τι μεριμνάτε; καταμάθετε τα κρίνα του αγρού πώς αυξάνει· ου κοπιά ουδέ νήθεί· λέγω δε υμίν ότι ουδέ Σολομών εν πάση τη δόξη αυτού περιεβάλετο ως εν τούτων. Ει δε το χόρτον του αγρού, σήμερον όντα και αύριον εις κλίβανον βαλλόμενον, ο Θεός ούτως αμφιέννυσιν, ου πολλώ μάλλον υμάς, ολιγόπιστοι; μη ούν μεριμνήσητε λέγοντες, τί φάγωμεν η τί πίωμεν η τί περιβαλώμεθα; πάντα γαρ ταύτα τα έθνη επιζητεί- οίδε γαρ ο πατήρ υμών ο ουράνιος ότι χρήζετε τούτων απάντων. Ζητείτε δε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν. Μη ούν μεριμνήσετε εις την αύριον· η γαρ αύριον μεριμνήσει τα εαυτής· αρκετόν τη ημέρα η κακία αυτής. | Μη θησαυρίζετε για τον εαυτό σας θησαυρούς πάνω στη γη, όπου ο σκόρος και η σαπίλα (σκουριά) τους καταστρέφουν και όπου κλέφτες κάνουν διάρρηξη και κλέβουν. Αλλά θησαυρίζετε για τον εαυτό σας θησαυρούς στον ουρανό, όπου ούτε σκόρος ούτε σαπίλα τους καταστρέφει και ο'που κλέφτες δεν κάνουν διάρρηξη και ούτε κλέβουν. Γιατί όπου είναι ο θησαυρός σας, εκεί βρίσκεται κολλημένη και η καρ,διά σας. Το λυχνάρι του σώματος είναι το μάτι. Αν το μάτι σου είναι υγιές τότε όλο το σώμα σου θα είναι φωτεινό. Αν όμως το μάτι σου είναι άρρωστο, τότε όλο το σώμα σου θα είναι σκοτεινό. Αλλά αν το φως για σένα είναι σκοτάδι, τότε πόσο περισσότερο θα είναι το σκοτάδι; Κανένας δεν μπορεί να εργάζεται σε δυο κυρίους, γιατί η τον ένα θα μισήσει και τον άλλον θα αγαπήσει, η στον ένα θα προσκολληθεί και τον άλλον θα καταφρονήσει. Δεν μπορείτε να δουλεύετε και το Θεό και το μαμμωνά. Γι' αυτό και σας λέγω, μη μεριμνάτε για τη ζωή σας τι θα φάτε και θα πιείτε, ούτε για το σώμα σας τι θα ντυθείτε· μήπως δεν είναι η ψυχή πιο πάνω από την τροφή και το σώμα παραπάνω από το ένδυμα; Κοιτάξτε τα πουλιά του ουρανού· δε σπέρνουν και δε θερίζουν και δε μαζεύουν σε αποθήκες και ο πατέρας σας ο ουράνιος τα τρέφει· μήπως σεις δεν είστε καλύτεροι από αυτά; Και ποιος από σας μπορεί με τη μεριμνά του να προσθέσει στο κορμί του μια πήχη; Και τι φροντίζετε για το ένδυμα; Κοιτάξτε καλά τα λουλούδια του χωραφιού πως μεγαλώνουν δεν κοπιάζουν και δε γνέθουν σας λέγω λοιπόν πως ούτε ο Σολομώντας μέσα στη δόξα του δε στολίστηκε όπως ένα από αυτά. Αν λοιπόν το χορτάρι του αγρού (χωραφιού), που σήμερα είναι και αύριο το ρίχνουν στη φωτιά, ο Θεός έτσι το ντύνει, πόσο περισσότερο εσάς όλιγόπιστοι; Μη μεριμνάτε λοιπόν, λέγοντας· τι θα φάμε η τι θα φορέσουμε; Γιατί όλα αυτά μόνον οι ειδωλολάτρες τα ζητούν και γιατί ο ουράνιος πατέρας σας ξέρει ότι σας χρειάζονται. Να ζητάτε πρώτα τη βασιλεία του Θεού και τη δικαιοσύνη του και όλα αυτά θα σας δοθούν στη συνέχεια. |
«Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε. Εν ω γαρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε, και εν ώ μέτρω μετρείτε μετρηθήσεται ύμίν. Τι δε βλέπεις το κόρφος το εν τω οφθαλμώ του αδελφού σου, την δε εν τω σω οφθαλμω δοκόν ου κατανοείς; η πώς ερείς τω αδελφω σου, άφες εκβάλω το κάρφος από του οφθαλμού σου, Και ιδού η δοκός η εν τω οφθαλμώ σου; υποκριτά, έκβαλε πρώτον την δοκόν εκ του οφθαλμού σου, Και τότε διαβλέψεις έκβαλείν το κάρφος εκ του οφθαλμού του αδελφού σου. Μη δώτε το άγιον τοις κυσί μηδέ βάλητε τους μαργαρίτας υμών έμπροσθεν των χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αυτούς εν τοίς ποσίν αυτών και στραφέντες ρήξωσιν υμάς». | Μην κατακρίνετε, για να μην κατακριθείτε, γιατί με το κριτήριο που κρίνετε, θα κριθείτε και με το μέτρο που μετράτε, θα μετρηθείτε. Γιατί βλέπεις το σαριδάκι (αγκίδα) που είναι στο μάτι του αδελφού σου, ενώ το δοκάρι που είναι στο μάτι σου δεν το παρατηρείς; η πώς θα πεις στον αδελφό σου; Άφησε με να σου βγάλω το σαριδάκι από το μάτι σου, όταν εσύ έχεις ολόκληρο δοκάρι στο δικό σου μάτι; Υποκριτή, βγάλε πρώτα από το δικό σου μάτι το δοκάρι και τότε θα δεις καθαρά να βγάλεις το σαριδάκι από το μάτι του αδελφού σου. Μη ρίχνετε το άγιο στα σκυλιά και μην πετάτε στους χοίρους τα μαργαριτάρια σας, μήπως και τα καταπατήσουν με τα πόδια τους και έπειτα γυρίσουν και ξεσχίσουν και σας τους ίδιους. |
«Εισέλθετε δια της στενής πύλης· ότι πλατεία η πύλη και ευρύχωρος η οδός, η απάγουσα είς την απώλειαν και πολλοί εισίν oι εισερχόμενοι δι’ αυτής, ότι στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα είς την ζωήν, και ολίγοι εισίν οί ευρίσκοντες αυτήν. Προσέχετε δε από των ψευδοπροφητών, οίτινες έρχονται προς υμάς εν ενδύμασι προβάτων, έσωθεν δε εισί λύκοι άρπαγες. Από των καρπών αυτών επιγνώσεσθε αυτούς. Μήτι συλλέγουσιν από ακανθών σταφυλήν η από τριβόλων σύκα; ούτα πάν δένδρον αγαθόν καρπούς καλούς ποιεί, το δε σαπρόν δεν δρον καρπούς πονηρούς ποιεί. Ου δύναται δένδρον αγαθόν καρπούς πονηρούς ποιείν, ουδέ δένδρον σαπρόν καρπούς καλούς ποιείν. Πάν δένδρον μή ποιούν καρπόν καλόν εκκόπτεται και εις πυρ βάλλεται. Άραγε από των καρπών αυτών επιγνώσεσθε αυτούς». | Μπαίνετε από τη στενή πύλη, γιατί είναι πλατιά η πύλη και ευρύχωρος ο δρόμος που οδηγεί στην καταστροφή και είναι πολλοί εκείνοι που μπαίνουν από αυτή. Είναι στενή η πύλη και στενόχωρος ο δρόμος, που οδηγεί στη ζωή και είναι λίγοι εκείνοι που τον βρίσκουν. Προσέχετε τη τους ψευτοπροφήτες, που έρχονται κοντά σας με ένδυμα προβάτων, ενώ μέσα τους είναι λύκοι αρπακτικοί. Θα τους αναγνωρίσετε από τους καρπούς τους, Μήπως μαζεύουν από τα αγκάθια σταφύλια η από τα τριβόλια σύκα; Έτσι κάθε δέντρο καλό φέρνει καλούς καρπούς, ενώ το σάπιο δέντρο φέρνει σάπιους καρπούς. Δεν μπορεί ένα δέντρο καλό να φέρνει κακούς καρπούς, ούτε ένα σάπιο δέντρο να φέρνει καλούς καρπούς. Κάθε δέντρο που δε φέρνει καλό καρπό, το κόβουν από τη ρίζα του και το πετούν στη φωτιά. Ώστε λοιπόν από τους καρπούς θα αναγνωρίσετε τους ψευτοπροφήτες. |
«Ου πάς ο λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εισελεύσεται είς την βασιλείαν των ουρανών, αλλ' ο ποιών το θέλημα του πατρός μου του εν ούρανοίς. Πολλοί ερούσί μοι εν εκεινη τη ήμερα· Κύριε, Κύριε, ου τω σω ονόματι προεφητεύσαμεν, και τω σω ονόματι δαιμόνια εξεβάλομεν και τω σω ονόματι δυνάμεις πολλάς εποιήσαμεν; και τότε ομολογήσω αυτοίς ότι ουδέποτε έγνων υμάς· αποχωρείτε απ' εμού οι εργαζόμενοι την ανομίαν». | Δε θα μπει στη βασιλεία των ουρανών καθένας που μου λέγει «Κύριε, Κύριε», αλλά εκείνος που εφαρμόζει στη ζωή του το θέλημα του ουράνιου Πατέρα μου. Πολλοί άνθρωποι θα μου πουν εκείνη την ημέρα: «Κύριε, Κύριε, δε χρησιμοποιήσαμε το όνομα σου για να προφητεύσουμε και δε βγάλαμε δαιμόνια στο όνομα σου και δεν κάναμε πολλά θαύματα στο όνομα σου;». Και τότε θα τους ομολογήσω, πως ποτέ δε σας γνώρισα· φύγετε σεις όλοι, που εργαστήκατε την ανομία, από κοντά μου». |
«Εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, αγάπην δε μη έχω, γέγονα χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον.. Και εάν έχω προφητείαν και ειδώ τα μυστήρια πάντα και πάσαν την γνώσιν, και εάν έχω πάσαν την πίστιν, ώστε όρη μεθιστάνειν, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ειμί. Και εάν ψωμίσω πάντα τα υπάρχοντα μου, και εάν παραδώ το σώμα μου ίνα καυθήσομαι, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ωφελούμαι. η αγάπη μακροθυμεί, χρηστεύεται, η αγάπη ου ζηλοί, η αγάπη ου περπερεύεται, ου φυσιούται, ουκ ασχημονεί, ου ζητεί τα εαυτής, ου παροξύνεται, ου λογίζεται το κακόν, ου χαίρει επί τη αδικία, συγχαίρει δε τη αληθεία, πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει. η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει. Είτε δε προφητείαι, καταργηθήσονται· είτε γλώσσαι παύσονται· είτε γνώσις καταργηθήσεται. Εκ μέρους δε γινώσκομεν και εκ μέρους προφητεύομεν όταν δε έλθη το τέλειον, τότε το εκ μέρους καταργηθήσεται. Ότε ήμην νήπιος, ως νήπιος έλάλουν, ως νήπιος εφρόνουν, ως νήπιος ελογιζόμην ότε δε γέγονα ανήρ, κατήργηκα τα του νηπίου. Βλέπομεν γαρ άρτι δι' εσόπτρου εν αινίγματι, τότε δε πρόσωπον προς πρόσωπον άρτι γινώσκω εκ μέρους, τότε δε επιγνώσομαι καθώς και επεγνώσθην. Νυνί δε μένει πίστις, έλπίς, αγάπη, τα τρία ταύτα· μείζων δε τούτων η αγάπη». | Αν ξέρω να μιλώ όλες τις γλώσσες των ανθρώπων και των αγγέλων, αλλά δεν έχω αγάπη, τότε έγινα σαν ένας άψυχος χαλκός που βουίζει η σαν κύμβαλο που ξεκουφαίνει με τους κρότους του. Και αν έχω το χάρισμα να προφητεύω και γνωρίζω όλα τα μυστήρια και όλη τη γνώση, και αν έχω όλη την πίστη, ώστε να μετακινώ με τη δύναμη της ακόμη και τα βουνά, αλλά δεν έχω αγάπη, τότε δεν είμαι τίποτε απολύτως. Και αν πουλήσω όλη την περιουσία μου για να χορτάσω με ψωμί όλους τους φτωχούς, και αv παραδώσω το σώμα μου για να καεί, αλλά αγάπη δεν έχω, τότε σε τίποτε δεν ωφελούμαι. Η αγάπη είναι μακρόθυμη, είναι ευεργετική και ωφέλιμη, η αγάπη δε ζηλεύει, η αγάπη δεν ξιπάζεται (= δεν καυχιέται), δεν είναι περήφανη, δεν κάνει ασχήμιες, δε ζητεί το συμφέρον της, δεν ερεθίζεται, δε σκέφτεται το κακό για τους άλλους, δε χαίρει, όταν βλέπει την αδικία, αλλά συγχαίρει, όταν επικρατεί η αλήθεια. Όλα τα ανέχεται, όλα τα πιστεύει, όλα τα ελπίζει, όλα τα υπομένει.Η αγάπη ποτέ δεν ξεπέφτει Αν υπάρχουν ακόμα προφητείες, θα έλθει μέρα που και αυτές θα καταργηθούν αν υπάρχουν χαρίσματα γλωσσών και αυτά θα σταματήσουν αν υπάρχει γνώση και αυτή θα καταργηθεί. Γιατί τώρα έχουμε μερική και όχι τέλεια γνώση και προφητεία· όταν όμως έλθει το τέλειο, τότε το μερικό θα καταργηθεί. Όταν ήμουν νήπιο, μιλούσα ως νήπιο, σκεφτόμουν ως νήπιο, έκρινα ως νήπιο. Όταν έγινα άνδρας, κατάργησα τη συμπεριφορά του νηπίου. Τώρα βλέπουμε σαν σε καθρέπτη και μάλιστα θαμπά, τότε όμως θα βλέπουμε το ένα πρόσωπο το άλλο πρόσωπο. Τώρα γνωρίζω μόνο ένα μέρος από την αλήθεια, αλλά τότε θα έχω πλήρη γνώση, όπως ακριβώς γνωρίζει και εμένα ο Θεός. Ώστε τώρα μας απομένουν τρία πράγματα: η πίστη, η ελπίδα και η αγάπη. Πιο μεγάλη όμως από αυτά είναι η ΑΓΑΠΗ |