Σεπτεμβρίου 2013


Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος

Δὲν εἶναι ἀξιοπερίεργο τὸ ὅτι στέλνουμε τὰ παιδιά μας στὸ σχολεῖο νὰ μάθουν γράμματα καὶ τέχνες καὶ ἐξαντλοῦμε ὅλες μας τὶς δυνατότητες γιὰ τὴν ἐπιτυχία αὐτοῦ τοῦ σκοποῦ καὶ δὲν ἐνδιαφερόμαστε νὰ τὰ ἀναθρέψουμε συγχρόνως καὶ σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ;


Ἒ λοιπὸν νὰ ξέρετε ὅτι, ὅταν ἀνατρέφουμε τὰ παιδιά μας, ἔτσι ὥστε νὰ γίνουν, ἀνεδῆ, ἀκόλαστα, ἀπειθάρχητα, βάναυσα, τότε, ἐμεῖς πρῶτοι θὰ γευθοῦμε τοὺς καρποὺς τῆς κακίας τους.

Ἂς προσέξουμε λοιπὸν αὐτὸ τὸ θέμα κι ἂς ὑπακούσουμε σ᾿ αὐτὸ ποὺ μᾶς διδάσκει ὁ μακάριος Ἁπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος μᾶς συμβουλεύει νὰ ἀνατρέφουμε τὰ παιδιά μας καὶ νὰ τὰ παιδαγωγοῦμε, σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Νὰ τοὺς δίνουμε πάντα ἐμεῖς πρῶτοι τὸ καλὸ παράδειγμα καὶ νὰ τὰ συνηθίσουμε ἀπὸ μικρὰ στὴν μελέτη τῶν θείων Γραφῶν.


Ἰωάν.Χρυσόστομος: P.G. 61,150, κ.εξ.

--------------------------------------------------------------------------------
Μέχρι πότε θὰ εἴμαστε κάτω ἀπὸ τὸ σαρκικὸ φρόνημα; Μέχρι πότε θὰ σκύβουμε καὶ θὰ ἐπικεντρώνουμε ὅλο τὸ ἐνδιαφέρον μας πάνω στὰ γήινα πράγματα;

Ὅταν πρόκειται, γιὰ τὴν φροντίδα τῆς ἀνατροφῆς καὶ τὴν παιδαγωγία τῶν παιδιῶν μας, ἂς παίρνουν ὅλα τὰ ἄλλα δεύτερη θέση καὶ σημασία.

Ἂν τὸ παιδὶ διδαχτεῖ ἀπὸ μικρὸ νὰ σκέπτεται μὲ σωστὸ τρόπο, τότε ἔχει ἤδη ἀποκτήσει μεγάλο πλοῦτο καὶ δόξα.

Δὲν θὰ ἔχεις κατορθώσει τίποτα τὸ σπουδαῖο, ἂν ἔχεις μάθει τὸ παιδί σου κάποια τέχνη ἢ τὴν ἀρχαία φιλοσοφία, μὲ τὴν ὁποῖα θὰ κερδίσει ἐνδεχομένως χρήματα. Τὸ σπουδαῖο θὰ εἶναι ἂν τὸ ἔχεις διδάξει τὴν τέχνη νὰ περιφρονεῖ τὰ χρήματα. Ἂν θέλεις νὰ τὸ κάνεις πλούσιο, ἔτσι νὰ τὸ κάνεις. Γιατὶ πλούσιος δὲν εἶναι ὅποιος ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ πολλὰ χρήματα ἢ ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ὅλα τὰ ἀγαθά, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τίποτα. Αὐτὸ νὰ διδάξεις τὸ παιδί σου. Αὐτὸ νὰ τοῦ μάθεις. Αὐτὸς εἶναι ὁ μεγαλύτερος πλοῦτος.

Μὴν κοιτάζεις, πῶς θὰ τὸ κάνεις νὰ προκόψει -μὲ τὴν ἔννοια βέβαια, ποὺ τὸ κοσμικὸ φρόνημα θεωρεῖ τὴν προκοπὴ- γιατὶ ἔτσι θὰ τὸ καταντήσεις φιλόδοξο. Φρόντισε καλύτερα νὰ τοῦ μάθεις πῶς νὰ περιφρονεῖ, σὲ τούτη ἐδῶ τὴ ζωή, τὴν ἀνθρώπινη δόξα. Ἔτσι μπορεῖ νὰ γίνει καὶ πιὸ ἔνδοξος καὶ πιὸ σπουδαῖος.

Αὐτὰ εἶναι πράγματα, ποὺ εἶναι εὔκολα καὶ εἶναι δυνατὸν νὰ γίνουν ἐξ ἴσου, καὶ ἀπὸ τὸν πλούσιο καὶ ἀπὸ τὸ φτωχό. Αὐτὰ δὲν τὰ διδάσκεται κανεὶς ἀπὸ δάσκαλο, οὔτε τοῦ τὰ μαθαίνει καμμιὰ τέχνη. Αὐτὰ εἶναι πράγματα ποὺ τὰ μαθαίνει κανεὶς ζώντας σύμφωνα μὲ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ.

Μὴν φροντίζεις μόνο, νὰ ζήσει τὸ παιδί σου πολλὰ χρόνια ἐδῶ στὴ γῆ. Φρόντισε νὰ ἀξιωθεῖ νὰ ζήσει τὴν ἀτέλειωτη καὶ αἰώνια ζωή.


Ἰωάν.Χρυσόστομος: P.G. 61,150, κ.εξ.

--------------------------------------------------------------------------------
Θέλεις νὰ ἀφήσεις ἄνθρωπέ μου, πλοῦτο στὸ παιδί σου; Δίδαξέ το νὰ εἶναι τίμιο. Γιατὶ ἔτσι θὰ μπορέσει νὰ διαφυλάξει τὸν πλοῦτο του. Ἔτσι, ἀκόμα κι ἂν δὲν ἀποκτήσει ἄλλα κτήματα, τουλάχιστον δὲν θὰ σκορπίσει ὅσα ἔχει.

Ἂν ὅμως τὸ παιδί σου εἶναι πονηρό, τότε δὲν θὰ τὸ ἀφήσεις φύλακα τοῦ πλούτου σου, ἀλλὰ θὰ τὸ κάνεις χειρότερο κι ἀπὸ τὸν τελευταῖο φτωχὸ τῆς γῆς.

Γιὰ ὅσους δὲν ἔχουν ἀναθρέψει σωστὰ τὰ παιδιά τους, εἶναι γι᾿ αὐτὰ προτιμότερη, ἀπὸ τὸν πλοῦτο, ἡ τέλεια φτώχεια. Γιατὶ ἡ φτώχεια θὰ τὰ διατηρήσει στὴν ἀρετή, ἀκόμα καὶ παρὰ τὴ θέλησή τους, ἐνῶ ὁ πλοῦτος δὲν θὰ τὰ ἀφήσει στὸν ἴσιο δρόμο, ἀκόμα κι ἂν τὰ ἴδια τὸ θέλουν. Ἡ πλούσια ζωὴ θὰ τὰ παρασύρει στὸ κακό, θὰ τὰ καταστρέψει καὶ θὰ τὰ ὁδηγήσει σὲ ἀμέτρητα δεινά.


Ἰωάν.Χρυσόστομος: P.G. 61, 546 κ.ἑξ.

--------------------------------------------------------------------------------
Πές μου ἄνθρωπὲ μου, ἂν ἔβλεπες τὸ παιδί σου νὰ λειώνει ἀπὸ τὴν πεῖνα, θὰ τὸ ἄντεχε ἡ ψυχή σου καὶ θὰ ἀγνοοῦσες τὴν κατάστασή του; Δὲν θὰ ἔτρεχες νὰ κάνεις ὅ,τι περνάει ἀπὸ τὸ χέρι σου, γιὰ νὰ τὸ χορτάσεις καὶ νὰ τὸ ἀναπαύσεις;

Ἒ λοιπόν, ἂν ἔλειωνε τὸ παιδί σου ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ τὴν ἔλλειψη τῆς ὑλικῆς τροφῆς, δὲν θὰ τὸ παράβλεπες. Τώρα, ποὺ καταστρέφεται ἀπὸ τὴν ἔλλειψη τῆς διδασκαλίας τῶν θείων Γραφῶν, τὸ σηκώνει ἡ ψυχή σου καὶ τὸ προσπερνᾶς ἀπαρατήρητο;

Πές μου, ἀξίζει τέτοιος ποὺ εἶσαι, νὰ ὀνομάζεσαι πατέρας;

Αὐτὴ ἡ πεῖνα εἶναι φοβερώτερη ἀπὸ τὴν ἔλλειψη τῆς τροφῆς, ἐφόσον καταλήγει στὸν μεγαλύτερο, τὸν πνευματικὸ θάνατο. Γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ ἐνδιαφερόμαστε, περισσότερο γι᾿ αὐτὴν καὶ νὰ τὴν ἀντιμετωπίζουμε πιὸ ἄμεσα. Ὁ ἀπ. Παῦλος λέει: Νὰ μεγαλώνετε τὰ παιδιά σας, νουθετώντας καὶ παιδαγωγώντας τα, μὲ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ (Ἐφ. στ´, 4). Αὐτὴ εἶναι ἡ πιὸ καλὴ πατρικὴ φροντίδα. Αὐτὴ εἶναι ἡ πιὸ γνήσια πατρικὴ κηδεμονία.

Ἔτσι ἐγὼ κατανοῶ τὴν πατρικὴ σχέση μὲ τὸ παιδί, ὅταν δηλαδὴ ὁ πατέρας φροντίζει περισσότερο ἀπὸ τὴν ὑλική, τὴν πνευματικὴ τροφὴ τοῦ παιδιοῦ του.


Ἰωάν.Χρυσόστομος: P.G. 51, 100 - 101

--------------------------------------------------------------------------------
Ἂν πρόκειται νὰ μᾶς ζητηθοῦν εὐθῦνες γιὰ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους -ἐφόσον μᾶς ἔχει πεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος : κανένας νὰ μὴν ζητάει τὸ δικό του, ἀλλὰ καθένας νὰ φροντίζει γιὰ τὸ συμφέρον τοῦ ἄλλου. (Α Κορ. 10, 24)- πόσο περισσότερο θὰ εἴμαστε ὑπόλογοι γιὰ τὴν ἔλλειψη τῆς φροντίδα μας πρὸς τὰ παιδιά μας;

Θὰ μᾶς πεῖ ὁ Θεὸς: Δὲν τό ῾χες το παιδὶ κοντά σου ἀπὸ βρέφος; Δὲν σὲ ἔχω ὁρίσει δάσκαλό του, προστάτη, κηδεμόνα καὶ ὁδηγό του; Δὲν τὸ εἶχα ἀφήσει ὁλοκληρωτικὰ στὰ χέρια σου;

Σοῦ ἔχω δώσει ἐντολή, νὰ τὸ διαπλάσεις ἀπὸ πολὺ μικρὸ καὶ νὰ τὸ παιδαγωγήσεις σωστά. Νομίζεις ὅτι θὰ βρεῖς ἔλεος, ἂν ἀδιαφορήσεις καὶ τὸ ἀφήσεις νὰ χαθεῖ;

Τί ἔχεις νὰ ἀπαντήσεις πάνω σ᾿ αὐτὸ ἄνθρωπέ μου;

Μήπως θὰ μοῦ πεῖς, ὅτι τώρα ποὺ μεγάλωσε τὸ παιδί, εἶναι γιὰ μένα δύσκολο αὐτὸ τὸ ἔργο καὶ σκληρό; Αὐτὸ ἄνθρωπέ μου ἔπρεπε νὰ τὸ εἶχες ὑπολογίσει ἀπὸ τότε, ποὺ τὸ παιδὶ ἦταν μικρὸ καὶ εὔπλαστο καὶ μποροῦσε εὔκολα νὰ ὑπακούει. Ἁπὸ τότε ἔπρεπε νὰ τὸ διαπαιδαγωγήσεις προσεκτικὰ καὶ νὰ τὸ συνηθίσεις νὰ κινεῖται καὶ νὰ σκέπτεται σωστά. Ἁπὸ τότε ἔπρεπε νὰ τὸ διορθώνεις καὶ νὰ κόβεις τὶς ἀδυναμίες του. Τότε ποὺ ἡ ἡλικία ἦταν ἀκόμα τρυφερὴ καὶ ὅλα ἦταν πιὸ εὔκολα. Τότε ἔπρεπε νὰ εἶχες ξερριζώσει τὰ ἀγκάθια.

Ἂν δὲν τὰ παραμελοῦσες τότε ποὺ ἀναπτύσσονταν τὰ πάθη, δὲν θὰ εἶχαν τώρα ριζώσει καὶ δὲν θὰ ἦσαν σήμερα δυσκολοθεράπευτα.

Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς μᾶς παραγγέλει ἡ Ἁγ. Γραφὴ καὶ μᾶς λέει: Κάνε τὸ παιδί σου, νὰ σκύψει τὸ κεφάλι, ἀπὸ τὴ μικρή του κιόλας ἡλικία, τότε ποὺ εἶναι πιὸ εὔκολη ἡ διαπαιδαγώγησή του (Σοφ. Σειρ. 7, 23


Ἰωάν.Χρυσόστομος: P.G. 51, 327 κ.ἑξ.






Πηγή: http://users.uoa.gr/~nektar/


via

Θέλετε να σας πω και άλλη αιτία, για την οποία φοβόμαστε το θάνατο; Γιατί δεν ζούμε ενάρετη ζωή και δεν έχουμε καθαρή συνείδηση. Αλλιώς ο θάνατος δεν θα μας τρόμαζε. Απόδειξέ μου ότι θα κληρονομήσω τη βασιλεία των ουρανών και σφάξε με τώρα κιόλας.



Θα σου χρωστάω μάλιστα και χάρη για τη σφαγή μου, αφού θα με στείλεις γρήγορα σ’ εκείνα τα αγαθά.

Αλλά φοβάμαι να πεθάνω άδικα”, ίσως θα μου πεις. Ώστε ήθελες να πεθάνεις δίκαια; Και ποιός είναι τόσο ταλαίπωρος, που, ενώ μπορεί να πεθάνει άδικα, προτιμάει να πεθάνει δίκαια;

Αν πρέπει να φοβόμαστε θάνατο, πρέπει να φοβόμαστε εκείνον που μας βρίσκει δίκαια. Όποιος πεθαίνει άδικα, μοιάζει στους αγίους. Γιατί οι περισσότεροι απ’ αυτούς που ευαρέστησαν το Θεό, θανατώθηκαν άδικα. Και πρώτος ο Αβελ. Δεν δολοφονήθηκε γιατί έφταιξε στον Κάιν, αλλά γιατί τίμησε το Θεό. Και ο Θεός παραχώρησε να γίνει αυτός ο φόνος γιατί αγαπούσε τον Αβελ ή γιατί τον μισούσε; Ολοφάνερα γιατί τον αγαπούσε και ήθελε να του προσφέρει πιο λαμπρό στεφάνι, λόγω της άδικης σφαγής του.

Βλέπεις που δεν πρέπει να φοβάσαι μήπως πεθάνεις άδικα, αλλά μήπως πεθάνεις φορτωμένος με αμαρτίες; Ο Αβελ πέθανε άδικα, μα ο Κάιν πέρασε την υπόλοιπη ζωή του έχοντας την κατάρα του Θεού, στενάζοντας και τρέμοντας ακατάπαυστα. Ποιός από τους δύο ήταν πιο μακάριος; Εκείνος που έπαψε να ζει μέσα στη αρετή ή αυτός που έζησε μέσα στην αμαρτία;

Εκείνος που άδικα πέθανε ή αυτός που δίκαια τιμωρήθηκε;

Ας μην κλαίμε, λοιπόν, αδιάκριτα όλους όσοι πεθαίνουν, αλλά εκείνους που πεθαίνουν έχοντας πολλές αμαρτίες. Σ’ αυτούς πρέπουν τα δάκρυα και οι θρήνοι. Γιατί ποιά ελπίδα έχουν, αφού δεν είναι πια δυνατό να καθαριστούν από τις αμαρτίες τους; Όσο βρίσκονταν στην παρούσα ζωή, υπήρχε ελπίδα να μετανοήσουν. Εκεί που πήγαν, όμως, δεν κερδίζει κανείς τίποτα με τη μετάνοια. Ας τους κλαίμε, ναι, όχι όμως με τρόπο υστερικό και άπρεπο, όχι τραβώντας τα μαλλιά μας, ξεσκίζοντας το πρόσωπό μας, ουρλιάζοντας και τσιρίζοντας, αλλά με σεμνότητα, αφήνοντας τα δάκρυα να κυλούν ήρεμα από τα μάτια μας. Αυτό ωφελεί κι εμάς. Γιατί, πενθώντας έτσι τον νεκρό, πολύ περισσότερο θα προσπαθήσουμε να μην πέσουμε και οι ίδιοι σε παρόμοια αμαρτήματα. Με το τράβηγμα των μαλλιών και τις κραυγές ο νους σκοτίζεται, ενώ με το ήρεμο πένθος διατηρεί τη διαύγειά του και μπορεί να φιλοσοφήσει ωφέλιμα γύρω από το θάνατο.

Μ’ αυτόν τον τρόπο να φιλοσοφείς όχι μόνο όταν πεθαίνει κάποιος γνωστός σου, μα κι όταν βλέπεις έναν άγνωστο νεκρό να οδηγείται με πομπή μέσ’ από τους δρόμους στην τελευταία του κατοικία και να συνοδεύεται από τα ορφανά παιδιά του, τη χήρα γυναίκα του, τους συγγενείς και τους φίλους του, όλους κλαμένους και συντριμμένους. Να συλλογίζεσαι τότε πως η ζωή και τα πράγματα του κόσμου τούτου δεν έχουν καμιάν αξία και καμιά διαφορά από τις σκιές και τα όνειρα.

Κοίτα, πόσα κάστρα και παλάτια βασιλιάδων, ηγεμόνων και αρχόντων είναι σωριασμένα σε ερείπια! Σκέψου, πόση δύναμη και πόσο πλούτο είχαν κάποτε! Τώρα έχουν ξεχαστεί και τα ονόματά τους. Λέει η Γραφή: «Πολλοί άρχοντες έχασαν την εξουσία τους και κάθησαν στο χώμα· κι ένας άσημος, που κανείς δεν φανταζόταν ότι θα γίνει βασιλιάς, φόρεσε στέμμα» (Σοφ. Σειρ. 11:5).

Δεν σου φτάνουν αυτά; Συλλογίσου τότε, ποιά είναι η αξία σου όταν κοιμάσαι; Μήπως δεν μπορεί κι ένα ζωύφιο να σε θανατώσει; Ναι, πολλοί πέθαναν έτσι στον ύπνο τους. Αλήθεια, από μια κλωστή κρέμεται η ζωή μας! Κόβεται η κλωστή και τελειώνουν όλα.

Έτσι να φιλοσοφείς και να μη σαγηνεύεσαι από την ομορφιά, τα πλούτη, τη δόξα, τις απολαύσεις. Ένα μόνο να σε απασχολεί: Που τελειώνουν όλα αυτά. Θαυμάζεις όσα βλέπεις εδώ στη γη; Πιο αξιοθαύμαστα, όμως, είναι εκείνα που αναφέρονται στις άγιες Γραφές.

Δείξε μου έναν αγέρωχο άρχοντα ή έναν λαμπροντυμένο πλούσιο, όταν ψήνεται από τον πυρετό, όταν ψυχομαχεί, και τότε θα σε ρωτήσω: “Πού είναι εκείνος, που περνούσε από την αγορά καμαρωτός και περήφανος με ακολούθους και σωματοφύλακες; Πού είναι εκείνος, που φορούσε πανάκριβα ρούχα; Πού είναι η χλιδή της ζωής του, η πολυτέλεια των συμποσίων του, οι υπηρέτες, οι παρατρεχάμενοι, τα γέλια, οι ανέσεις, οι σπατάλες; Όλα έφυγαν και πέταξαν. Τί απέγινε το σώμα, που απολάμβανε τόση ηδονή; Πλησίασε στον τάφο και κοίτα τη σκόνη, τη σαπίλα, τα σκουλήκια. Κοίτα και στέναξε πικρά. Και μακάρι το κακό να περιοριζόταν σε τούτη τη σκόνη, που βλέπεις. Από τον τάφο και τα σκουλήκια φέρε τη σκέψη σου στο ακοίμητο σκουλήκι της άλλης ζωής, στο τρίξιμο των δοντιών, στο αιώνιο σκοτάδι, στην άσβεστη φωτιά, στις πικρές και αφόρητες εκείνες τιμωρίες, που δεν θα έχουν τέλος. Εδώ, στη γη, και τα καλά και τα κακά κάποτε, αργά ή γρήγορα, τελειώνουν εκεί, όμως, και τα δύο διαρκούν αιώνια. Και διαφέρουν ως προς την ποιότητα από τα καλά και τα κακά του κόσμου τούτου τόσο, που δεν είναι δυνατό να εκφράσει κανείς με λόγια.

Τί έγιναν, λοιπόν, όλα εκείνα τα μεγαλεία; Τί έγιναν τα χρήματα και τα κτήματα; Ποιός άνεμος φύσηξε και τα πήρε και τα σκόρπισε; Τί θέλει, πάλι, κι αυτή η ανώφελη δαπάνη για την κηδεία, που και τον νεκρό δεν ωφελεί και τους οικείους του ζημιώνει; Ο Χριστός αναστήθηκε γυμνός από τον τάφο. Ας μη γίνεται, λοιπόν, η κηδεία αφορμή ικανοποιήσεως της μανίας μας για επίδειξη. Ο Κύριος είπε: «Πείνασα και μου δώσατε να φάω· δίψασα και μου δώσατε να πιω· ήμουνα γυμνός και με ντύσατε» (Ματθ. 25:35-36). Όμως δεν είπε: «Ήμουνα νεκρός και με θάψατε». Γιατί, αν μας παραγγέλλει να μην έχουμε τίποτα περισσότερο από ένα σκέπασμα, όταν ζούμε, πολύ περισσότερο όταν πεθάνουμε. Ποιάν απολογία θα δώσουμε στο Θεό, λοιπόν, όταν ξοδεύουμε τεράστια ποσά για να κηδέψουμε ένα νεκρό σώμα, τη στιγμή που ο Χριστός, με τη μορφή των φτωχών συνανθρώπων μας, τριγυρνάει πεινασμένος και γυμνός, κι εμείς αδιαφορούμε γι’ αυτό;

Όλα όσα σας λέω, βέβαια, είναι ανώφελα για κείνους που έχουν ήδη πεθάνει. Ας τ’ ακούσουν, όμως, οι ζωντανοί και ας συνέλθουν, ας λογικευτούν, ας διορθωθούν. Όπου νά ‘ναι θα έρθει και η δική τους ώρα. Δεν θ’ αργήσουν να βρεθούν κι αυτοί, δεν θ’ αργήσουμε να βρεθούμε όλοι μας, μπροστά στο φοβερό Κριτήριο, όπου θα δώσουμε λόγο για τις πράξεις μας. Ας αγωνιστούμε, λοιπόν, να γίνουμε καλύτεροι, εγκαταλείποντας την αμαρτία και ακολουθώντας την αρετή, για να μη χάσουμε τη βασιλεία των ουρανών, για ν’ αποκτήσουμε τα άφθαρτα αγαθά, που έχει ετοιμάσει για μας ο φιλάνθρωπος Κύριος.










Read more: via
Απο το βιβλίο του καθηγητού Γ. Πατρώνου «Θεολογία και Ορθόδοξο βίωμα»
εκδ. Δόμος
πηγή : Αμέθυστος

Σε αυτό το θέμα επικεντρώνεται σήμερα όλη η προσπάθεια για τη βίωση απο τους πιστούς μιας αληθινής Ορθόδοξης Πνευματικότητας.

Το να έχουμε θετικά αποτελέσματα απο το μυστήριο της εξομολογήσεως είναι πολύ φυσικό. Και τα θετικά αποτελέσματα οφείλονται στο λυτρωτικό και χαρισματικό στοιχείο του Μυστηρίου της Μετανοίας.

Η ύπαρξη όμως αρνητικών αποτελεσμάτων οφείλεται στον ανθρώπινο παράγοντα και στην ανίερη αντιμετώπιση απο μερικούς πνευματικούς εξομολόγους, της αγωνίας των πιστών για λύτρωση και σωτηρία.

Το θέμα αυτό είναι πολύ εύκολο να επισύρει επικρίσεις και αντιρρήσεις, διότι πρέπει να πιστεύουμε όλοι μας πώς μέσα στους πνευματικούς και εκκλησιαστικούς χώρους όλα έχουν καλώς και πώς δέν επιτρέπεται να εγγίζει κανείς κριτικά τις ιδιαίτερες πνευματικές σχέσεις εξομολόγων και εξομολογουμένων. Αυτός ο χώρος και ιδιαιτέρως της πνευματικής καθοδήγησης θεωρείται ώς άβατο, ώς «ταμπού» για τους τρίτους και αυτή η σχέση επενδύεται συνήθως με πολλή μυστικοπάθεια, και με μεγάλη δόση μυστηριακότητας και μεταφυσικότητας.

Ο καθοδηγητικός λόγος του πνευματικού, ταυτίζεται συνήθως με τη θεία θέληση και δέν επιδέχεται σχολιασμό και αμφισβήτηση.

Στον καθοδηγούμενο πιστό καλλιεργείται η πεποίθηση, ότι όλα όσα διαμείβονται σε αυτή τη σχέση έχουν το στοιχείο του «αλάθητου», αφού στηρίζονται στην επενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Χρειάζεται επομένως η πλήρης υποταγή και υπακοή. Γιατί δέν πρόκειται για ανθρώπινες αντιλήψεις και συμβουλές αλλά για «εντολές» του Θεού.

Είναι μια πολύ επικίνδυνη πνευματικά υπόθεση να ταυτίζει κάποιος τον δικό του προσωπικό λόγο με τις εντολές του Θεού.


Ο όρος «εξομολόγησις» δέν απαντάται πουθενά, ούτε στα ιερά Ευαγγέλια, ούτε στις Πράξεις των Αποστόλων, αλλά ούτε και στις Επιστολές, που είναι ποιμαντικού και πνευματικού χαρακτήρος και θα έπρεπε η πράξη της εξομολόγησης να επιβεβαιώνει με την εξωτερίκευση των αμαρτιών τη μετάνοια, σύμφωνα με τις σημερινές πεποιθήσεις.

Αντιθέτως στα Ιερά κείμενα της πίστεως μας τονίζεται μόνον το θέμα της μετάνοιας και της επιστροφής. Χωρίς μετάνοια είναι ανέφικτη οποιαδήποτε αλλαγή και ασφαλώς απραγματοποίητη κάθε μορφή πνευματικής ζωής. Στην Π.Δ. οι Προφήτες εκήρυτταν μετάνοια και καλούσαν τους πλανημένους σε επιστροφή. Στην Κ.Δ. η μετάνοια σχετίζεται με την έλευση της Βασιλείας του Θεού και θεωρείται βασική προϋπόθεση εισόδου σε αυτήν. Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΠΡΟΗΓΕΙΤΑΙ ΠΑΝΤΟΤΕ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ. «Μετανοείτε, ήγγικε γαρ η Βασιλεία των ουρανών».

Πρίν απο το Βάπτισμα προηγείται η μετάνοια και η μετάνοια είναι εκείνη που ανοίγει την θύρα της χάριτος.

Η πνευματική ζωή, υπο τις προϋποθέσεις αυτές, δέν είναι μια «κρυφή» ατομική υπόθεση όπως συνήθως κατανοείται όταν συσχετίζεται με το θέμα της εξομολογήσεως. Είναι ένα γεγονός Εκκλησιολογικό, κοινωνίας προσώπων, και απαιτεί διαφάνεια και άνοιγμα προς τους άλλους.

Γίνεται έτσι εύκολα κατανοητό, γιατί στην Εκκλησία των πρώτων αιώνων η εξομολόγηση γινόταν δημόσια και μάλιστα σε ώρα λειτουργικής σύναξης όλων των πιστών. Η εξομολόγηση ήταν μια πράξη μετάνοιας, συμφιλίωσης και επανένταξης στην Εκκλησιολογική κοινότητα των πιστών. Ήταν μυστήριο Εκκλησιολογικό και όχι ενέργεια ψυχολογικής εκτόνωσης και πνευματικής καθοδήγησης.

Η εξομολόγηση, δηλ. η «ανακοίνωση» των αμαρτιών δέν απαιτεί την ριζική μετάνοια και μεταστροφή αλλά κάποιο ψύχο-παιδαγωγικό στοιχείο. Για αυτό και τα αποτελέσματα δέν είναι μεταμορφωτικά, όχι μόνο απο τη συχνή προσέλευση στην εξομολόγηση αλλά και απο τη συχνή μετοχή και στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.

Ας δούμε όμως τώρα με συντομία πώς διαμορφώνεται το θέμα της μετάνοιας, πέρα απο την Κ.Δ. στην Εκκλησιαστική ιστορία!

Ενώ, στην ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία μέχρι και τον 14ο αιώνα, η θεολογία και το κήρυγμα είχαν ένα μοναδικό σημείο αναφοράς, την θεία Ευχαριστία, όλα τα επι μέρους, ακολουθίες, τελετουργικές πράξεις, κατήχηση, κήρυγμα, μετάνοια μυστηριακή και πνευματική ζωή, βρίσκονταν σε άμεση σχέση με την Θ.Λειτουργεία και την Θ. Ευχαριστία.

Δέν νοούνταν κατήχηση και βάπτισμα, γάμος, χειροτονία χωρίς την σύνδεση με την Θ. Λειτουργία και την μετοχή στην Θ. Ευχαριστία.

Οι αμαρτωλοί και οι «πεπτωκότες» δέν μετείχαν στη Θεία Ευχαριστία.

Μόνον απο τον 14ο αιώνα και εξής,κάτω απο την επίδραση του πνεύματος και της θεολογίας της Δύσης αρχίσαμε να μιλάμε για επτά κεχωρισμένα και ανεξάρτητα μεταξύ τους Μυστήρια.

Απο τότε άρχισε η αξιολόγηση τους σε πρωτεύοντα και δευτερεύοντα μυστήρια, ο συσχετισμός στη μετοχή κάποιου μυστηρίου με την υποχρεωτική πρόταξη κάποιου άλλου, ο χωρισμός σε υποχρεωτικά και προαιρετικά, και η επικάλυψη ή η αναίρεση του ενός απο κάποιο άλλο Μυστήριο.

Αυτός ο χωρισμός των Μυστηρίων σε επτά και η διαίρεση τους σε κατηγορίες με ανάλογες πνευματικές αξιολογήσεις ανήκει στην αιχμαλωσία μας στον σχολαστικισμό και δείχνει μια έντονη παρέκκλιση απο την Ορθοδοξία, αλλά ταυτόχρονα λόγω ακριβώς της νοοτροπίας της Ορθοδοξίας, επειδή έχουν γίνει πια οι παρεκκλίσεις παράδοση της Εκκλησίας μας, δείχνουμε και μια αυστηρή τάση διαφύλαξης αυτής της παράδοσης η οποία είναι μια παρέκκλιση της Ορθόδοξης ακριβώς ζωής.

Η διάκριση των μυστηρίων σιγά σιγά, καθώς δέν διορθώνόταν γνώρισε μια απαράδεκτη απολυτοποίηση. Για την Ορθόδοξη θεολογία το κάθε μυστήριο δέν κατέχει το «επι μέρους» αλλά το όλον της Σωτησίας. Τα μυστήρια δέν μπορούν αν θεωρούνται προσθετικά το ένα προς το άλλο, ώστε στο τέλος να συμπληρώνεται και να ολοκληρώνεται η Σωρηρία, όπως τα θεωρεί πλεόν η Δυτικότροπη Ορθοδοξία (αυτό που καταγγέλλεται σαν Κληρικαλισμός) 
Ένας βαπτισμένος μετέχει στο «όλον» της Σωτηρίας. Το ίδιο ισχύει και για τα υπόλοιπα Μυστήρια : της μετανοίας, του γάμου, της Ιερωσύνης, της θείας Ευχαριστίας. Δέν πρέπει να ξεχνούμε ότι στον χώρο του αναχωρητικού και ασκητικού μοναχισμού, ΟΣΙΟΙ ΚΑΙ ΑΓΙΟΙ, επι μεγάλα χρονικά διαστήματα, δεκαετίες ολόκληρες και πολλές φορές ώς το τέλος του βίου τους μέσα στις ερήμους, δέν εξομολογήθηκαν, δέν λειτουργήθηκαν, και δέν κοινώνησαν. ΤΙ ΘΑ ΛΕΓΑΜΕ ΓΙΑ ΑΥΤΟΥΣ ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΕΥΣΕΒΕΙΣ; Θα τους διαγράφαμε απο «μέλη» της Εκκλησιαστικής κοινότητας; ( όπως γίνεται ήδη σήμερα)

Δέν είναι όμως ευτυχώς μόνο τα «Επτά Μυστήρια» που καθαγιάζουν τον άνθρωπο. Είναι και η κάθε Εκκλησιαστική πράξη, η κάθε διακονία, το κάθε λειτούργημα και πνευματική εμπειρία.

Και πολύ περισσότερο δέν είναι μόνο η « εξομολόγηση», όπως απολυτοποιείται απο πολλούς, και μάλιστα όχι στην έννοια της βίωσης της μετανοίας, αλλά κυρίως στην καθιέρωση μιας σχέσης εξάρτησης προσώπων και ελέγχου των συνειδήσεων, όπου και διαμορφώνεται μια αντιεκκλησιολογική διάκριση «καθαρών» και «ακαθάρτων» στο σώμα της Εκκλησίας και του λαού του Θεού. (αυτά για την Ελληνική Ορθόδοξη παπική Εκκλησία που μας τυραννά στις μέρες μας)


Πολλές φορές κατά το παρελθόν, στην Εκκλησιαστική μας ιστορία, είχε δημιουργηθεί η πεποίθηση για την ανάγκη μιας ουσιαστικής διάκρισης μεταξύ του μυστηρίου της μετανοίας και της εξομολογήσεως, απο την υπόθεση της πνευματικής καθοδήγησης. Τον 7ο αιώνα, ο Αναστάσιος Σιναϊτης συμβουλεύει : «Εξομολογήσαι τω Θεώ δια των ιερέων τας αμαρτίας σου», και για το θέμα της πνευματικής καθοδήγησης συνιστά, παράλληλα, όπως ο πιστός ερευνήσει να βρεί κατάλληλον «πνευματικόν άνδρα», χωρίς να αναφέρει εάν αυτός θα είναι λαϊκός, μοναχός ή ιερωμένος, κάνοντας έτσι σαφή διάκριση μεταξύ των δύο λειτουργιών, τής μυστηριακής μετανοίας και τής παιδαγωγικής πνευματικής καθοδήγησης.

Είναι ανάγκη λοιπόν η εξομολόγηση να επανέλθει και πάλι στον λειτουργικό και μυστηριακό της χαρακτήρα, τής μετάνοιας, και η πνευματική καθοδήγηση να επανατοποθετήσει ώς πρώτη στο αξίωμα τόν σεβασμό της προσωπικής ελευθερίας και της προσωπικής ιδιαιτερότητας του κάθε καθοδηγημένου. Η πνευματική ελευθερία, για την οποία ο ίδιος ο Χριστός σταυρώθηκε, δέν απεμπολείται.

"Τή ελευθερία ουν, ή Χριστός ημάς ηλευθέρωσε, στήκετε, και μη πάλιν ζυγώ δουλείας ενέχεσθε "(Γαλ. 5,1).

Μην ξεχνούμε πώς συχνά παρουσιάζονται ανάμεσα μας ψευδαπόστολοι και ψευδάδελφοι, οι οποίοι επιδιώκουν "κατασκοπήσαι την ελευθερίαν ημών ήν έχομεν εν Χριστώ Ιησού, ίνα ημάς καταδουλώσαι" (Γαλ. 2,4). Ο κάθε πιστός πρέπει να συνειδητοποιήσει πώς καλείται να εισέλθει είς την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεού (Ρωμ.8,21).

Η πνευματική ζωή είναι μια προσωπική πορεία και προσωπική περιπέτεια, έξω απο διασφαλίσεις και κατοχυρώσεις. Πρόκειται για την πνευματική ανέλιξη και άνδρωση του ανθρώπου απο νήπιον εις άνδρα τέλειον (Α' Κορ. 13,11). Μια ελεγχόμενη πνευματική ζωή υπό στενή και καθημερινή καθοδήγηση ουσιαστικά απονευρώνει τον άνθρωπο και τον διατηρεί σε μια ανούσια πνευματική νηπιότητα, χωρίς εσωτερική υγεία και χωρίς τη χαρά της δημιουργίας.


Η ύπαρξη της λεγόμενης «Πηγής των Λογίων» η οποία έχει καθιερωθεί διεθνώς να συμβολίζεται με το γράμμα «Q», αποτελεί την επικρατέστερη σήμερα υπόθεση από εκείνες που προτάθηκαν για τη λύση του λεγόμενου «Συνοπτικού προβλήματος».
Καθώς η πηγή αυτή -αν πράγματι υπήρξε- μας οδηγεί, χρονικά, πίσω από τα γνωστά μας Ευαγγέλια, κάποιοι ισχυρίστηκαν ότι η «Q», δεν αναφέρεται καθόλου στην θεότητα του Ιησού Χριστού, άρα, όπως λένε, οΧριστός «αναβαθμίστηκε» σε Θεό από τους μεταγενέστερους συγγραφείς της Καινής Διαθήκης[1]!
Στο παρόν άρθρο, θα ασχοληθούμε με τα τρία αυτά ζητήματα: την εξήγηση του «Συνοπτικού προβλήματος», την περιγραφή της λεγόμενης πηγής «Q» και την ανάδειξη των εδαφίων της «Q» που μας βεβαιώνουν για την ισοθεΐα ΠατρόςΥιού και Αγίου Πνεύματος.



Περιεχόμενα
Εισαγωγικά περί Ιεράς Παραδόσεως.
Το λεγόμενο «Συνοπτικό πρόβλημα».
Η πηγή «Q».
Το περιεχόμενο της πηγής «Q».
Η Αγία Τριάδα στην πηγή «Q».
Επίλογος.

Εισαγωγικά περί Ιεράς Παραδόσεως
Το βασικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι οπαδοί παρόμοιων ισχυρισμών περί «αναβάθμισης» τουΙησού σε Θεό από τους συγγραφείς της Καινής Διαθήκης, βρίσκεται στο γεγονός ότι αντιμετωπίζουν την πρωτοχριστιανική Εκκλησία σαν μια κοινότητα άβουλων, παθητικών δεκτών, χωρίς κριτική σκέψη, που θα μπορούσε να δεχτεί και να πιστέψει κάθε παράδοξη ιδέα που οποιοσδήποτε ήταν δυνατό να επινοήσει.
Όμως, η προσέγγιση αυτή είναι μάλλον επιπόλαιη.
Θα μπορούσαν να ειπωθούν πολλά ως απάντηση, αρκεί όμως να πούμε ότι στην Εκκλησιαστική Παράδοση, επιχείρησαν να εισέλθουν εκατοντάδες ψευδεπίγραφα κείμενα, τα λεγόμενα «απόκρυφα»(απόκρυφα ευαγγέλια, απόκρυφες πράξεις, απόκρυφες επιστολές, απόκρυφες αποκαλύψεις)[2] που περιείχαν νοθευμένες παραδόσεις, κι όμως, επειδή συγκρούονταν με την εμπειρία Χριστού που κατείχε η Εκκλησία, όλα απορρίφθηκαν[3]Και σημειωτέον, αυτό έγινε χωρίς να υπάρχει -και άρα να το επιβάλλει- κάποια «κεντρική» εκκλησιαστική διοίκηση στην διασκορπισμένη γεωγραφικά και υπό διωγμόν Εκκλησία των πρώτων αιώνων, ενώ και ο Κανόνας των 27 βιβλίων της Καινής Διαθήκης δεν υπήρχε ακόμα, αφού διαμορφώθηκε οριστικά μόλις στον 4ο μ.Χ. αιώνα[4].
Άρα, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι η Εκκλησία ήταν ένας παθητικός δέκτης μηνυμάτων, αφού αποδεδειγμένα αντιστάθηκε ενεργά σε τόσες προσπάθειες αλλοίωσης του μηνύματός της. Άλλωστε, η εκκλησιαστική κοινότητα ήταν σαφής· κατείχε μια πανίσχυρη παράδοση αυτοπτών μαρτύρων:
«Σας γράφουμε για το ζωοποιό Λόγο […] Εμείς τον έχουμε ακούσει και τον έχουμε δει με τα ίδια μας τα μάτια. Μάλιστα τον είδαμε από κοντά, και τα χέρια μας τον ψηλάφησαν. Όταν η ζωή φανερώθηκε, την είδαμε με τα μάτια μας. Καταθέτουμε, λοιπόν, τη μαρτυρία μας και σας μιλάμε για την αιώνια ζωή που ήταν με τον Πατέρα, φανερώθηκε όμως σ’ εμάς. Αυτό που είδαμε κι ακούσαμε, το αναγγέλλουμε σ’ εσάς» (Α΄ Ιω. 1,1-4)[5].

Όπως βλέπουμε, οι Γραφές μιλάνε για μια κοινή εμπειρία και απορρίπτουν τα αυθαίρετα «πίστευε και μη ερεύνα». Οι έννοιες «είδαμε», «ακούσαμε», «ψηλαφήσαμε» μας βεβαιώνουν ότι η πίστη της Εκκλησίας πηγάζει από την ιστορική εμπειρία της και όχι από θεωρητικές συλλήψεις και φιλοσοφικά κατασκευάσματα.
Και ασφαλώς, αυτός ο κανόνας διατηρήθηκε και στη συνέχεια.
Ο άγιος Ειρηναίος (2ος αι.), γράφει:
 «Γνώσις αληθής, των Αποστόλων διδαχή και το αρχαίον της Εκκλησίας σύστημα κατά παντός του κόσμου» (PG 7,1077B).

Κατά συνέπεια, υπήρχε η συνείδηση ότι δεν μπορούσαν να υπάρξουν «Γραφές» που θα γίνουν άκριτα και αυθαίρετα αποδεκτές, χωρίς να συμφωνούν με την εμπειρία Χριστού που φυλασσόταν ακέραια και ασφαλής μέσα στην Παράδοση και τη ζωή της εκκλησιαστικής κοινότητας.
Εδώ μάλιστα βρίσκεται και μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στην Ορθοδοξία και στον Προτεσταντισμό:η Εκκλησία θεωρεί την Καινή Διαθήκη ως γνήσιο τέκνο της βιωμένης Παράδοσης τηςΒίωσε την Παρουσία του Κυρίου και κατόπιν κατέγραψε τις Γραφές και εγγυήθηκε γι’ αυτές. Αντίθετα, στον Προτεσταντισμό, οι Γραφές -σαν ένα βιβλίο που έπεσε από τον ουρανό- είναι αυτές που δίνουν αξία σε κάθε τι άλλο. Ξεχνούν όμως, ότι αυτό που προηγείται δεν μπορεί να είναι η Αγία Γραφή, αφού η Εκκλησία ζούσε και μετέδιδε την αλήθεια για δεκαετίες ολόκληρες χωρίς να υπάρχει Καινή Διαθήκη όπως τη γνωρίζουμε σήμερα.
Βεβαίως, από τη στιγμή που τα Ευαγγέλια και τα υπόλοιπα βιβλία γράφτηκαν και εγγυήθηκε γι’ αυτά η μαρτυρία της Εκκλησίας, τους δόθηκε η πλέον εξέχουσα θέση μέσα στις πηγές που μεταδίδουν το σωτηριολογικό της μήνυμα.

Το λεγόμενο «Συνοπτικό πρόβλημα»
Το επίθετο «συνοπτικός» προέρχεται από το ουσιαστικό «σύνοψις» και αυτό, από το ρήμα «συνορώ», το οποίο, εκτός άλλων, σημαίνει με απλό βλέμμα βλέπω το σύνολο ενός πράγματοςβλέπω ταυτόχρονα, «βλέπω διά μιας ως εν συνόλω»[6].
Ο όρος «συνοπτικός» αφορά τα τρία πρώτα και αρχαιότερα Ευαγγέλια, του Ματθαίου, του Μάρκου και τουΛουκά. Για τους ερευνητές, η συγγένεια στο περιεχόμενο μεταξύ των τριών ευαγγελίων, δικαιολογεί τη σκέψη ότι θα πρέπει να ιδωθούν και να συνεξεταστούν παράλληλα (< συν+όψις)[7].
Σύμφωνα με την επιστημονική αυτή πρόταση, εάν κάποιος τοποθετήσει σε τρεις παράλληλες στήλες το κείμενο των τριών αυτών Ευαγγελίων, θα διαπιστώσει στη μεγαλύτερη έκταση τους μια αξιοπρόσεκτη ομοιότητα όχι μόνο στο εννοιολογικό περιεχόμενο, αλλά και στην έκφραση, και στο λεξιλόγιο και στη διάταξη της ύλης[8].
Φυσικά, αυτό καταρχάς εξηγείται από το γεγονός ότι τα κείμενα αυτά παραθέτουν τη διδασκαλία, το κήρυγμα και το έργο του ίδιου ακριβώς προσώπου, του Ιησού Χριστού. Άρα, δικαιολογείται έτσι ένα ποσοστό κοινών διηγήσεων[9]. Από την άλλη, ασφαλώς και υπάρχουν μεταξύ των τριών ευαγγελιστών και διαφορές, οι οποίες όμως περιορίζονται σε λεπτομέρειες και σε καμία περίπτωση «δεν αναφέρονται σε θέματα ουσίας του ευαγγελικού μηνύματος»[10].
Όπως ήταν επόμενο, αντικείμενο επιστημονικής έρευνας έγιναν και οι ομοιότητες και οι διαφορές των τριών κειμένων. Έτσι λοιπόν, «Συνοπτικό πρόβλημα» ονομάστηκε από το 18ο  αιώνα και υστέρα το πρόβλημα που δημιουργούν στον ερευνητή οι χαρακτηριστικές ομοιότητες, μέχρι και στις λέξεις πολλές φορές, αλλά και οι διαφορές μεταξύ των τριών πρώτων ευαγγελιστών[11].

Η πηγή «Q»
Όπως ήταν φυσικό, για να μπορέσει να λυθεί το «Συνοπτικό πρόβλημα», θα έπρεπε να γίνει μια προσπάθεια να προσδιοριστούν οι πηγές από τις οποίες άντλησαν οι τρεις ευαγγελιστές. Μόνο έτσι θα μπορούσαν να εξηγηθούν οι ομοιότητες και οι διαφορές μεταξύ των τριών πρώτων ευαγγελίων, καθώς και η προέλευση του κοινού τους υλικού ή του ιδιαίτερου υλικού του καθενός[12].
Η επιστημονική έρευνα έδειξε τα εξής στοιχεία[13]:
1. Το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο, περιέχει 661 στίχους. Το κατά Ματθαίον1.060 στίχους. Το κατά Λουκάν,1.149 στίχους.
2. Τα Ευαγγέλια του Ματθαίου και του Μάρκου, έχουν κοινούς (δηλ. παράλληλες διηγήσεις με διάφορους βαθμούς ομοιότητας) 600 στίχους.
3. Τα Ευαγγέλια του Ματθαίου και του Λουκά, έχουν κοινούς 240 στίχους.
4. Τα Ευαγγέλια του Μάρκου και του Λουκά, έχουν κοινούς 350 στίχους.
5. Στίχους που δεν αναφέρει κανείς άλλος ευαγγελιστής, ο Μάρκος μας παραδίδει μόνο 35, ο Ματθαίος350, και ο Λουκάς 548.

Για την ερμηνεία των ζητημάτων που προέκυψαν από την κριτική έρευνα των τριών Ευαγγελίων έγιναν αρκετές υποθέσεις και προτάθηκαν πολλές λύσεις.
Θα επικεντρωθούμε στην πιο τεκμηριωμένη, και κατά συνέπεια πιο γνωστή και διαδεδομένη από όλες, που είναι η λεγόμενη «Θεωρία των Δύο Πηγών»[14]. Αυτή η πρόταση λύσης του «Συνοπτικού προβλήματος» που θεωρείται και η επικρατέστερη σήμερα στην επιστημονική έρευνα, συνίσταται στα εξής:
1. Το αρχαιότερο Ευαγγέλιο όλων, είναι αυτό του Μάρκου.
2. Το ευαγγέλιο του Μάρκουείναι η μία από τις πηγές που χρησιμοποίησαν και ο Ματθαίος και οΛουκάς, γι’ αυτό και υπάρχει τόσο κοινό υλικό.
2. Οι Ματθαίος και Λουκάςπου ο ένας δεν εξαρτάται άμεσα από τον άλλον, χρησιμοποίησαν και κάποιο ιδιαίτερο υλικό ο καθένας, προφανώς από την Παράδοση της Εκκλησίας μέσα στην οποία ζούσαν. Η πηγή τουΜατθαίου ονομάστηκε «Μ» και η πηγή του Λουκά ονομάστηκε «L».
4. Εκτός του Μάρκου, οι Ματθαίος και Λουκάς χρησιμοποίησαν και άλλη μια κοινή πηγή, αυτή που μας απασχολεί στο παρόν άρθρο, και ονομάστηκε «Πηγή των Λογίων». Στον επιστημονικό κόσμο η Πηγή των Λογίων έχει καθιερωθεί διεθνώς να προσδιορίζεται με το σύμβολο Q, με το αρχικό δηλαδή γράμμα της γερμανικής λέξης Quelle = Πηγή[15].

Άρα, τα Συνοπτικά Ευαγγέλια θεωρήθηκε ότι συντάχθηκαν βάσει τεσσάρων πηγών:
1. Τον Μάρκο.
2. Την ιδιαίτερη πηγή του Ματθαίου (Μ).
3. Την ιδιαίτερη πηγή του Λουκά (L).
4. Την «Πηγή των Λογίων» (Q).

Για τον λόγο αυτό, ορισμένοι ερευνητές μετονομάζουν τη «Θεωρία των δύο πηγών» σε «Θεωρία των τεσσάρων πηγών», χωρίς όμως να έχει επιβληθεί αυτή η δεύτερη ονομασία στην έρευνα[16].

Στα παραπάνω, αξίζει να προστεθούν και τα εξής:
Όπως συμβαίνει συχνά με παρόμοιες θεωρητικές προτάσεις, σημειώθηκαν και επιφυλάξεις όσον αφορά στην ύπαρξή της πηγής «Q». Για παράδειγμα, δε σώζεται ούτε ένα χειρόγραφο αυτής της Πηγής. Επιπλέον κανείς αρχαίος συγγραφέας δεν τη μνημονεύει. Παρ’ όλ’ αυτά όμως, τα ισχυρά επιχειρήματα που καταγράφηκαν στη «Θεωρία των Δύο Πηγών» υπέρ της ύπαρξης της «Q», έχουν οδηγήσει την πλειονότητα της έρευνας στην αποδοχή της[17]Εάν τελικά προϋπήρξε μια τέτοια πηγή, δεν αποκλείεται να ήταν γραπτή και να σχετίζεται με το αραμαϊκό κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, το οποίο γνώριζε ο Παπίας επίσκοπος Ιεραπόλεως σύμφωνα με την μαρτυρία του Ευσεβίου[18]:
«Ταύτα μεν ουν ιστόρηται τω Παπία περί του Μάρκου. Περί δε του Ματθαίου ταύτ’ είρηται: ‘’Ματθαίος μεν ουν εβραΐδι διαλέκτω τα Λόγια συνετάξατο, ηρμήνευσεν δ’ αυτά ως ην δυνατός έκαστος’’»[19].

Δηλαδή:
«Αυτά έχει ιστορήσει ο Παπίας περί του Μάρκου. Περί δε του Ματθαίου λέγει ταύτα: ‘’ο μεν λοιπόν Ματθαίος συνέταξε τα Λόγια εις την εβραϊκήν διάλεκτον, ηρμήνευσε δε αυτά έκαστος όπως ηδύνατο’’»[20].

Ενδεχόμενο βεβαίως είναι, σύμφωνα με κάποιους μελετητές, η πηγή «Q» να μην αντιπροσωπεύει μία μόνο διήγηση. Όπως σημειώνει ο καθ. Χρήστος Βούλγαρης, είναι πιθανόν ότι,
«η αρχέγονος ενιαία Ευαγγελική παράδοσις διεμορφώθη ενωρίτατα εις πολλάς διηγήσεις Q, επί των οποίων εστηρίχθησαν κατόπιν επιλεκτικώς, οι σημερινοί συγγραφείς, διά την τελικήν μορφήν των Ευαγγελίων, ενώ το εναπομείναν υλικόν απεθησαυρίσθη ως προφορική παράδοσις εις την μνήμην και την ζωήν της Εκκλησίας»[21].

Το περιεχόμενο της πηγής «Q»
Σύμφωνα με τον καθ. Ιω. Καραβιδόπουλο, η «Πηγή των Λογίων» (Q) θεωρείται σήμερα από πολλούς ερευνητές ότι θα πρέπει να υπήρξε το αρχαιότερο γραπτό κείμενο της Εκκλησίας[22]Χρονικά, μερικοί την τοποθετούν γύρω στο έτος 50 μ.Χ.
Για να ανασυγκροτηθεί το πιθανό περιεχόμενο της «Πηγής των Λογίων», ένας τρόπος εργασίας είναι ο εξής[23]:
Εάν από τα ευαγγέλια Ματθαίου και Λουκά αφαιρέσουμε ό,τι κοινό έχουν με το Μάρκο και ό,τι ιδιαίτερο έχει το καθένα από τα δύο ξεχωριστά, απομένει το κοινό στα δύο αυτά ευαγγέλια υλικό που πιστεύεται ότι προέρχεται από την Πηγή των Λογίων.
Η πηγή αυτή περιείχε κυρίως λόγια του Ιησού, ελάχιστες διηγήσεις (κήρυγμα και δράση Ιωάννη Βαπτιστή, πειρασμοί Ιησού, θεραπεία δούλου εκατοντάρχου κ.ά.) και τελειώνει με τη διδασκαλία για τα έσχατα, χωρίς να περιλαμβάνει το πάθος και την ανάσταση.
Αυτό το τελευταίο, σύμφωνα με τον καθ. Ιω. Παναγόπουλο, αποτελεί για κάποιους μία από τις δυσκολίες ως προς την αποδοχή του περιεχομένου της «Q», καθώς «θεωρείται απίθανο, η πρώτη Εκκλησία να χρησιμοποιούσε στην κατήχηση, την λατρεία και την ιεραποστολή της μία παρόμοια συλλογή, χωρίς αναφορά στο πάθος και την ανάσταση»[24]. Όμως, συνεχίζει ο Ιω. Παναγόπουλος, δεν έχει προταθεί ως τώρα κάποια άλλη πειστικότερη υπόθεση από την «Q».

Σύμφωνα με τον καθ. Πέτρο Βασιλειάδη, το περιεχόμενο της «Q» πιστεύεται πως ήταν το εξής[25]:
Λουκ.
Ματθ.

   Ενότητα 1η

Εισαγωγή
13,7-9. 16β-17
3,7-12
Κήρυγμα τον βαπτιστή Ιωάννη
4,1-13
4,1-11
Πειρασμοί του Ιησού
Ενότητα 2η

Διδασκαλία του Ιησού
6,20-23
5,3-12
Μακαρισμοί
6,27-36
5,39-48
Αγαπάτε τους εχθρούς σας
6,37-38.41-42
7,1-5
Κρίση και κατάκριση
6,43-46
7,16-21
Δοκιμή των καρπών
6,47-49
7,24-27
Το χτίσιμο στο βράχο
7,1α
7,28
Η κατάληξη της διδασκαλίας τον Ιησού
Ενότητα 3η

Ανταπόκριση στο κήρυγμα του Ιησού
7,1 β-10
8,5-13
Ο δούλος του εκατόνταρχου
7,18-35
11,2-19
Ιησούς και Ιωάννης ο Βαπτιστής
9,57-62
8,19-22
Η μαθητεία στον Ιησού
Ενότητα 4η

Ο Ιησούς και οι μαθητές του
10,2-12
9,37-38-10,7-16
Η αποστολή των μαθητών
10,13-16
11,21-23
Ταλανισμός των πόλεων της Γαλιλαίας
10,21-22
11,25-27
Ευχαριστία του Ιησού στον Πατέρα
10,23-24
13,16-17
Μακαρισμός των μαθητών
11,2-4
6,9-13
Κυριακή Προσευχή
11,9-13
7,7-11
Ανταπόκριση στην προσευχή
Ενότητα 5η

Ο Ιησούς και οι αντίπαλοί του
11,14-23
12,22-30
Η αντιδικία περί Βεελζεβούλ
11,24-26
12-43-45
Η επιστροφή του πονηρού πνεύματος
11,29-32
12,38-42
Το σημείο του Ιωνά.
11,39-52
23,4-36
Ταλανισμός των φαρισαίων
Ενότητα 6η

Προετοιμασία για το επικείμενο Τέλος
12,2-12
10,26-33
Προτροπή για άφοβη ομολογία
12,22-34
6,25-34 19-21
Περί επιγείων πραγμάτων
12,35-46
24,43-51
Περί ετοιμότητας και πίστεως
12,49-53
10,34-36
Διαιρέσεις στις οικογένειες
12,54-56
16,2-3
Τα σημεία των καιρών
13,18-21
13,31-33
Οι παραβολές για το σιναπόσπορο και τη ζύμη
12,23-30
7,13-14-22-23
(βλ. 8,11-12)
Καταδίκη του Ισραήλ και αποκλεισμός του από τη Βασιλεία
13,34-35
23,37-39
Θρήνος για την Ιερουσαλήμ.
Επίλογος: Ο εσχατολογικός λόγος Ματθ. 24,26-28-37-42: Η Δευτέρα Παρουσία του Υιού του Ανθρώπου

Η Αγία Τριάδα στην πηγή «Q»
Ας δούμε τώρα, στην ενότητα αυτή, τα εδάφια που περιλαμβάνονται στην πηγή «Q» και διαψεύδουν όσους ισχυρίζονται ότι στην «Πηγή των Λογίων» δεν γινόταν λόγος για την θεότητα του Χριστού.

Εδάφιο 1ο , ο Ιησούς Χριστός είναι ο Θεός.
Ας δούμε καταρχάς μερικά προφητικά εδάφια που αναφέρονται είτε στον ίδιο τον Θεό (ή Γιαχβέ) της Παλαιάς Διαθήκης, είτε στον απεσταλμένο Μεσσία:
α) «Ιδού ο θεός ημών κρίσιν ανταποδίδωσιν και ανταποδώσει, αυτός ήξει και σώσει ημάς. τότεανοιχθήσονται οφθαλμοί τυφλών, και ώτα κωφών ακούσονταιΤότε αλείται ως έλαφος ο χωλός» (Ησ. 35,4-6).

β) «Αναστήσονται οι νεκροί, και εγερθήσονται οι εν τοίς μνημείοις» (Ησ. 26,19).

γ) «Πνεύμα κυρίου επ’ εμέ, ου είνεκεν έχρισέν μεευαγγελίσασθαι πτωχοίς απέσταλκέν με, ιάσασθαι τους συντετριμμένους τη καρδία […] εγώ γάρ ειμι κύριος ο αγαπών δικαιοσύνην καί μισών αρπάγματα εξ αδικίας» (Ησ. 61,1· 8).

Και τώρα, ας παρατηρήσουμε τι γράφει ο Λουκάς για τον Ιησού Χριστό στα εδάφια 7,19-23 τα οποία περιλαμβάνονται και στην πηγή «Q»:
«Τότε ο Ιωάννης φώναξε δύο από τους μαθητές του και τους έστειλε να ρωτήσουν τον Ιησού: ‘’Εσύ είσαι ο Μεσσίας που είναι να έρθει ή να περιμένουμε κανέναν άλλο;’’ […] Εκείνη την ώρα ο Ιησούς είχε γιατρέψει πολλούς αρρώστους, βαριά ασθενείς και δαιμονισμένους, και χάρισε το φως σε πολλούς τυφλούς.  Έτσι γύρισε και τους είπε: ‘’Να πάτε να πείτε στον Ιωάννη αυτά που είδατε κι ακούσατε:
τυφλοί αναβλέπουσινχωλοί περιπατούσιν,
λεπροί καθαρίζονται και κωφοί ακούουσιν,
νεκροί εγείρονταιπτωχοί ευαγγελίζονται·
Και μακάριος είναι όποιος δε χάσει την εμπιστοσύνη του σ’ εμένα».

Είναι λοιπόν φανερό από τα παραπάνω, ότι σύμφωνα με την προφητική περικοπή Ησ. 35,4-6θα ερχότανο ίδιος ο Θεός («αυτός ήξει») για να σώσει τον λαό Του. Σημεία της παρουσίας Του θα ήταν οι τυφλοί που θα έβλεπαν, οι κουφοί που θα άκουγαν, και οι χωλοί (κουτσοί) που θα θεραπεύονταν.
Επίσης, στο Ησ. 61,1 ενώ η προφητεία αφορά τον Μεσσία (βλ. και Λουκ. 4,17-21) και προλέγει ότι ως κεχρισμένος και απεσταλμένος του Θεού θα μετέδιδε χαρμόσυνα μηνύματα στους φτωχούς, εντούτοις στον στίχοΗσ. 61,8 εμφανίζεται ως ο ίδιος ο Θεός. Παρόμοιο με τα παραπάνω είναι και το περιεχόμενο του Ησ. 26,19.
Έτσι λοιπόν, ο Χριστός εμφανίζεται στον προφήτη Ησαΐα και ως ο Μεσσίας αλλά και ως ο ίδιος ο Θεός. Κατά συνέπεια, ο αναγνώστης της πηγής «Q» έχει σαφή υπόμνηση μέσω του Λουκ. 7,19-23 ότι ο Ιησούς Χριστός δεν είναι άλλος παρά ο ίδιος ο Γιαχβέ των εβραϊκών γραφών, ο ίδιος ο Θεός του προφήτη Ησαΐα.

Όπως γράφει ο άγιος Ειρηναίος, επίσκοπος Λουγδούνου, στο έργο του «Επίδειξις του αποστολικού κηρύγματος» (190 μ.Χ. [26]όλες αυτές οι προφητικές διατυπώσεις του Ησαΐα, μας διδάσκουν ότι:
«Εκείνος, ο οποίος πραγματοποιεί πάντα ταύτα, είναι ο Υιός του Θεού»[27], ο οποίος, «παρά την μορφήν και το σχήμα ανθρώπου, θα είναι ο παντοδύναμος Θεός»[28].

Εδάφιο 2ο , ισοθεΐα Πατρός και Υιού.
Σε ένα ακόμα σημαντικό εδάφιο της πηγής «Q», διαβάζουμε:
 «Πάντα μοι παρεδόθη υπό τού πατρός μου, και ουδείς επιγινώσκει τον υιόν ει μή ο πατήρ, ουδέ τον πατέρα τις επιγινώσκει ει μή ο υιός» (Ματθ. 11,27).

Δηλαδή:
«Όλα έχουν παραδοθεί σ’ εμένα από τον Πατέρα μου. Κανένας δε γνωρίζει πραγματικά τον Υιό, παρά μόνον ο Πατέρας· ούτε τον Πατέρα τον ξέρει κανείς πραγματικά, παρά μόνο ο Υιός».

Είναι μεγάλης σπουδαιότητας το εδάφιο αυτό του Ματθαίου ως προς την αποκάλυψη του ποιος πράγματι είναι ο Ιησούς Χριστός. Πράγματι, η ισοδυναμία Υιού και Πατρός και άρα η παντοδυναμία του Υιού είναι κάτι παραπάνω από φανερή στο εν λόγω χωρίο: κανείς δεν θα μπορούσε να έχει γνώση του άπειρου Θεού, παρά μόνο κάποιος που κατέχει την άπειρη γνώσηΚαι αυτός, είναι ο Υιός, που γνωρίζει κατά πάντα τον άπειρο Πατέραάρα είναι παντογνώστηςΣτους αναγνώστες όμως της «Q», είναι γνωστό ότι ο μόνος παντογνώστης είναι ο Θεός και κανείς άλλος:
«Πάσας καρδίας ετάζει Κύριος[29] και παν ενθύμημα γιγνώσκει» (Α΄ Παραλ. 29,9).

Αυτή λοιπόν η επιβεβαίωση της παντογνωσίας του Χριστού, δίνει και άλλη διάσταση στη διαβεβαίωση ότιτα πάντα παραδόθηκαν στον Υιό από τον Πατέρα. Καταρχάς, το εδάφιο μιλά για παράδοση των πάντων στονΧριστόΌμως, όλα όσα ανήκουν στον Πατέρα, είναι εκείνα που προσδιορίζουν την εξουσία του. Αφού λοιπόν όλα παραδόθηκαν στον Υιό, αυτό σημαίνει ότι είναι ισοδύναμοι όχι μόνο στην γνώση, αλλά και στην εξουσία.
Επίσης, μιλά για παράδοση των πάντων στον Χριστό όχι από κάποιον αφέντη ή δεσπότη, αλλά από τονΠατέρα Του. Και από τη στιγμή που ο Υιός είναι κατά ίσο τρόπο παντοδύναμος με τον Πατέρα, η «παράδοση» αυτή των πάντων πρέπει να εννοηθεί θεοπρεπώς και όχι σύμφωνα με τα ανθρώπινα δεδομένα.
Κατά συνέπεια, το εδάφιο Ματθ. 11,27 της πηγής «Q», εξισώνει την εξουσία και τη γνώση του Πατέρα με εκείνη του Υιού και σύμφωνα με την ερμηνεία της Εκκλησίας την οποία παραδίδει ο Ευθύμιος Ζιγαβηνός:
«Εάν δε πάντα αυτώ παρεδόθη, πάντων άρα κύριος εστιν. ει δε πάντων εστι κύριος, ίσος άρα τω πατρί έστι» […] Τούτο δε είπεν ο Χριστός διδάσκων φανερώτερον την προς τον πατέρα ισότητα. Ει γαρ μόνοι των πάντων ίσην έχουσι την περί αλλήλων γνώσιν, ίσοι άρα εισι»[30].

Και όπως γράφει ο άγιος Θεοφύλακτος Βουλγαρίας:
«Πάντα μοι παρεδόθη και μία εξουσία εμού κακείνου […] Οράς ουν μίαν δύναμιν Πατρός και Υιού»[31].

Εδάφιο 3ο , το Άγιο Πνεύμα είναι ο Θεός.
Για να κατανοήσουμε την ενότητα αυτή, ας ξεκινήσουμε από ένα πολύ γνωστό δεδομένο από την Παλαιά Διαθήκη· ο μόνος που έχει την απόλυτη εξουσία απέναντι στον διάβολο, ο μόνος που μπορεί να τον διατάξει, και ο διάβολος την ίδια στιγμή να υπακούσει, ο μόνος που μπορεί να του επιτρέψει ή να του απαγορέψει, είναι ο Θεός, ο Γιαχβέ των εβραϊκών γραφών:

1) «Όσοι στο διάβολο ανήκουν, θα υποστούν το θάνατο. Οι ευσεβείς, όμως, προστατεύονται από το Θεό και κανείς δε θα τους βλάψει» (Σοφ. Σολ. 2,24-3,1)

Στο εδάφιο αυτό της Σοφίας Σολομώντος είναι φανερό πως αυτόν που θα έχει την προστασία από τον Θεόδεν μπορεί να τον πειράξει κανείςΟ διάβολος είναι ανίκανος και αδύναμος μπροστά στην απόφαση, τη δύναμη και την εξουσία του Θεού.

2) «Ο διάβολος ήλθεν εν μέσω αυτών παραστήναι εναντίον του κυρίου. και είπεν ο κύριος τω διαβόλω Πόθεν σύ έρχη; τότε είπεν ο διάβολος […] Τότε είπεν ο κύριος τώ διαβόλω […] αυτού μη άψη. και εξήλθεν ο διάβολος παρά του κυρίου» (Ιώβ. 1,6-7· 12).

Στο βιβλίο του Ιώβ, στην εν λόγω περικοπή ο διάβολος παρουσιάζεται ενώπιον του Θεού μαζί με τους αγγέλους. Ο Θεός του απευθύνει τον λόγο, και τότε εκείνος απαντά. Ο διάβολος, όχι μόνο ζητά την άδεια του Θεού να φέρει πειρασμούς στον Ιώβ, επιπλέον όμως, ο Θεός είναι εκείνος που μπορεί να ορίσει μέχρι ποιου σημείου θα φτάσει η εξουσία του διαβόλου.

3) «Και είπεν Κύριος προς τον διάβολον Επιτιμήσαι Κύριος εν σοι, διάβολε, και επιτιμήσαι κύριος εν σοι ο εκλεξάμενος την Ιερουσαλήμ» (Ζαχ. 3,2).

Το ρήμα «επιτιμάω» στην Παλαιά Διαθήκη σημαίνει, τιμωρώ (Ψαλμ. 9,6), επιπλήττω (Σειρ. 11,7), προστάζω (Ψαλμ. 105,9) και δείχνει την εξουσία και την ισχύ κάποιου έναντι κάποιου άλλου. Έτσι λοιπόν, ο Θεός είναι αυτός που έχει την εξουσία να εμποδίζει και να επιπλήττει τον διάβολο.

4) «Και είπεν κύριος ο θεός τω όφει […] επικατάρατος συ […] επί τω στήθει σου και τη κοιλία πορεύση και γην φάγη πάσας τας ημέρας της ζωής σου» (Γεν. 3,14).

Άλλο ένα εδάφιο όπου επιβεβαιώνεται η δύναμη του Κυρίου. Ο Θεός έχει την εξουσία να δικάσει, να καταδικάσει και να επιβάλλει την ποινή που Εκείνος αποφασίζει επάνω στον διάβολο χωρίς το παραμικρό εμπόδιο.
Αυτό λοιπόν το δεδομένο της Παλαιάς Διαθήκης είναι γνωστό στους αναγνώστες της «Q». Η «Πηγή των Λογίων» όμως συνδέει τα δεδομένα αυτά με τις δυνάμεις και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.

α) Αδιαμφισβήτητη εξουσία επάνω στον διάβολο έχει ο Υιός:
«[Ο Χριστός λέει] Την ημέρα της κρίσεως πολλοί θα μου πουν: ‘’Κύριε, Κύριε, δεν προφητέψαμε στο όνομά σου; Δε διώξαμε δαιμόνια στο όνομά σου;’’» (Ματθ. 7,22).

β) Αδιαμφισβήτητη εξουσία επάνω στον διάβολο έχει το Άγιο Πνεύμα:
«Ει δέ εγώ εν Πνεύματι Θεού εκβάλλω τα δαιμόνια, άρα έφθασεν εφ’ υμάς η βασιλεία τού Θεού» (Ματθ. 12,28).

Όπως σημειώνει ο Μέγας Βασίλειος, καταπολεμώντας τον αρειανιστή αιρετικό Ευνόμιο:
«Ότι τα κοινά τω Πατρί και τω Υιώ, ταύτα κοινά τω Πνεύματι· [PG 29,712A] […] εγώ εν Πνεύματι Θεού εκβάλλω τα δαιμόνια͵ άρα έφθασεν εφ΄ υμάς η βασιλεία του Θεού· [PG 29,716C] […] Ει δε πάντα ενεργεί Θεός καθώς βούλεταιπάντα δε ταύτα ενεργεί το εν και το αυτό Πνεύμα [PG 29,717Β]»[32].

Επίλογος
Είναι λοιπόν φανερό ότι, ακόμα κι αν το περιεχόμενό της «Πηγής των Λογίων» ήταν πράγματι αυτό που ισχυρίζονται σήμερα οι ειδικοί, οι αναγνώστες της πηγής «Q» θα είχαν στα χέρια τους όλα τα απαραίτητα εδάφια που θα τους δίδασκαν ότι ΠατήρΥιός και Άγιο Πνεύμα είναι ο ένας και μοναδικός Θεός, ο Γιαχβέ των Προφητών και της Παλαιάς Διαθήκης, όπως Τον φανέρωσε ο Ιησούς Χριστός και Λόγος του Θεού.



[1] Από τη στιγμή που στην επιστήμη επικράτησε η θεωρία για την ύπαρξη της πηγής «Q» και έγινε η προσπάθεια για την ανασύσταση του περιεχομένου της, άθεοι κυρίως και μουσουλμάνοι, βρήκαν την ευκαιρία να ισχυριστούν ότι αν ανατρέξουμε στην πηγή «Q» θα δούμε ότι δεν περιείχε εδάφια που να μιλούν για την θεότητα του Χριστού, σε αντίθεση π.χ. με το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο. Αυτός ο ισχυρισμός δεν πρέπει να συγχέεται με τους ισχυρισμούς των αντιτριαδικών, προτεσταντικών αιρέσεων όπως π.χ. οιΜάρτυρες του Ιεχωβά. Αυτοί δέχονται την Καινή Διαθήκη ως θεόπνευστο σύγγραμμα, όμως αμφισβητούν όλες τις αποδείξεις που παρέχουν τα 27 βιβλία για την θεότητα του Χριστού. Αντιθέτως, οι άθεοι αδιαφορούν εντελώς για τις Γραφές και απλά βρήκαν μια ευκαιρία να «παίξουν» με τα επιστημονικά δεδομένα, ενώ οι μουσουλμάνοι ενδιαφέρονται να δείξουν ότι ο Ιησούς Χριστός δεν ήταν Θεός αλλά ένας κοινός άνθρωπος, αν και δέχονται πως ήταν προφήτης, υποδεέστερος «φυσικά» του Μωάμεθ.
[2] Βλ. εισαγωγικά στοιχεία στο Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, «Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα» (Βιβλική Βιβλιοθήκη #13), τόμ. Α΄, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 11-16. Επίσης, βλ. Βούλγαρης Σπ. Χρήστος, «Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην», τόμ. Β΄, Αθήνα 2003, σελ. 1157-1180.
[3] Το γεγονός ότι κάποιες διηγήσεις επιβίωσαν στη ζωή της Εκκλησίας επειδή αναγνωρίστηκε η γνησιότητά τους, ενώ ταυτόχρονα, τα απόκρυφα βιβλία που τις περιείχαν απορρίφθηκαν, αποδεικνύει ακόμα περισσότερο την κριτική στάση της Εκκλησίας απέναντι στις νοθευμένες παραδόσεις. Βλ. σχετικά με τις διηγήσεις αυτές, στον σχετικό σπόνδυλο του άρθρου «Θεοτόκος» στο Ορθόδοξο Wiki.
[4] Αγουρίδης Σάββας, «Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην», 3η έκδ., Γρηγόρης, Αθήνα 1991, σελ. 71.
[5] Η μετάφραση από το «Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη), Μετάφραση από τα πρωτότυπα κείμενα», Βιβλική Εταιρεία, Αθήνα 1997. Για όλα τα μεταφρασμένα εδάφια στο άρθρο μας, χρησιμοποιήσαμε την έκδοση αυτή.
[6] Δημητράκος Δημήτριος, «Μέγα Λεξικόν όλης της Ελληνικής Γλώσσης», τόμ. 13, εκδ. Δομή, Αθήναι 1964, σελ. 6976.
[7] Δεσπότης Σ. Σωτήριος, «Ο Κώδικας των Ευαγγελίων», Άθως, Αθήνα 2007, σελ. 96.
[8] Φίλης Χαρ. Λουκάς, «Παράλληλοι περικοπαί των Συνοπτικών Ευαγγελίων», ΟΕΔΒ, Αθήνα 1989, σελ. 13.
[9] Φίλης Χαρ. Λουκάς, «Παράλληλοι περικοπαί…», ό.π.
[10] Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, «Εισαγωγή Στην Καινή Διαθήκη», 3η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2007, σελ. 172.
[11] Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, «Εισαγωγή…», ό.π.
[12] Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, «Εισαγωγή…», ό.π., σελ. 173.
[13] Για στοιχεία που ακολουθούν, βλ. Παναγόπουλος Ιωάννης, «Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη», Ακρίτας, Αθήνα 1994, σελ. 123.
[14] Βασιλειάδης Πέτρος, «Τα λόγια του Ιησού, το αρχαιότερο Ευαγγέλιο», Άρτος Ζωής, Αθήνα 2005, σελ. 77.
[15] Βασιλειάδης Πέτρος, «Τα λόγια του Ιησού …», ό.π., σελ. 14.
[16] Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, «Εισαγωγή…», ό.π., σελ. 174.
[17] Δεσπότης Σ. Σωτήριος, «Ο Κώδικας…», ό.π., σελ. 107.
[18] Δεσπότης Σ. Σωτήριος, «Ο Κώδικας…», στο ίδιο. Βλ. και Βούλγαρης Σπ. Χρήστος, «Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην», τόμ. Α΄, Αθήνα 2003, σελ. 107.
[19] Ευσεβίου Καισαρείας, «Εκκλησιαστική Ιστορία» 3,39.16.
[20] Πρωτότυπο και μετάφραση από το Ευσέβιος επίσκοπος Καισάρειας, άπαντα 1 (σειρά Ε.Π.Ε.), «Εκκλησιαστική Ιστορία» (βιβλία Α΄-Γ΄), Πατερικαί εκδ. «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1977, σελ. 352.353.
[21] Βούλγαρης Σπ. Χρήστος, «Εισαγωγή …», τόμ. Α΄, ό.π., σελ. 112.
[22] Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, «Εισαγωγή…», ό.π., σελ. 175.
[23] Για τα επόμενα βλ. Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, «Εισαγωγή…», στο ίδιο.
[24] Παναγόπουλος Ιωάννης, «Εισαγωγή…», ό.π., σελ. 126-127.
[25] Βλ. Βασιλειάδης Πέτρος, «Τα λόγια του Ιησού …», ό.π., σελ. 20-63. Ο συνοπτικός πίνακας δίδεται στο Δεσπότης Σ. Σωτήριος, «Ο Κώδικας…», ό.π., σελ. 102-103.
[26] Βλ. Παπαδόπουλος Γ. Στυλιανός, «Πατρολογία», τόμ. Α΄, έκδ. 4η, Αθήνα 2000, σελ. 306.
[27] Ειρηναίος επίσκοπος Λουγδούνου, «Επίδειξις του Αποστολικού Κηρύγματος» 67. Η μετάφραση από την ομώνυμη έκδοση με εισαγωγή, μετάφραση και σχόλια από τον Ιω. Καραβιδόπουλο, Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 1965, σελ. 67.
[28] Ειρηναίος επίσκοπος Λουγδούνου, «Επίδειξις του Αποστολικού Κηρύγματος» 62. Η μετάφραση ό.π., σελ. 65.
[29] Το «Κύριος» στο αντίστοιχο εδάφιο του εβραϊκού κειμένου αποδίδεται με το τετραγράμματο όνομα «Γιαχβέ».
[30] Ευθύμιος ο Ζιγαβηνός, «Ερμηνεία εις το κατά Ματθαίον ευαγγέλιον», PG 129, 361ΒC.
[31] Θεοφύλακτος Βουλγαρίας, «Ερμηνεία εις το κατά Ματθαίον ευαγγέλιον», PG 123, 257ΑΒ.
[32] Βασίλειος ο Μέγας, «Περί του Αγίου Πνεύματος ότι ου κτίσμα», PG 29, 712A· 716C· 717B.
via